Την ανάγκη για τριπλασιασμό της παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές έως τα μέσα του αιώνα που διανύουμε τονίζει στο τρίτο και τελευταίο τμήμα της έκθεσής της η Διακυβερνητική Επιτροπή του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC). Διαφορετικά, προειδοποιεί, οι δυνητικά καταστροφικές συνέπειες από την άνοδο της παγκόσμιας θερμοκρασίας θα είναι αναπόφευκτες.
Όπως αναγνωρίζουν, στο τελευταίο προσχέδιο της έκθεσης, οι εκατοντάδες επιστήμονες που συμμετείχαν στη συγγραφή της, μια δραστική στροφή από τα ορυκτά καύσιμα στην καθαρή ενέργεια θα επιβραδύνει, αλλά ελάχιστα, την παγκόσμια ανάπτυξη.
Πολλές κυβερνήσεις διαμαρτύρονταν ότι τα προηγούμενα προσχέδια δεν ήταν αρκετά σαφή σε ό,τι αφορά το κόστος αυτής της στροφής. Σύμφωνα με το τελευταίο κείμενο, οι ενέργειες που πρέπει να γίνουν προκειμένου να περιοριστούν σημαντικά οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου θα επιβραδύνουν την παγκόσμια κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών κατά 0,06% το χρόνο.
Σήμερα το 80% των ενεργειακών αναγκών του πλανήτη καλύπτεται με ορυκτά καύσιμα. Σύμφωνα με την έκθεση, το ποσοστό θα πρέπει να μειωθεί περίπου στο εν τρίτο έως το 2050, μέσω των ΑΠΕ και της εξοικονόμησης ενέργειας. Από το 2007, «πολλές τεχνολογίες ανανεώσιμης ενέργειας έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο ως προς την απόδοση και το κόστος, ενώ πολλές είναι πλέον τεχνικά και οικονομικά ώριμες, καθιστώντας την ανανεώσιμη ενέργεια μια ταχέως αναπτυσσόμενη κατηγορία στην παροχή ενέργειας», σημειώνει η IPCC.
Εκτός από τις ασάφειες γύρω από τον υπολογισμό του οικονομικού κόστους της απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα, η επιτροπή δέχθηκε επικρίσεις και για την αντιμετώπιση των φτωχών κρατών στην έκθεσή της. Ένας από τους βασικούς συντάκτες της έκθεσης δήλωσε στο BBC ότι η έμφαση που δίνεται στον περιορισμό των εκπομπών δεν λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες των χωρών αυτών.
«Η διατύπωση, η γλώσσα, οι απόψεις της IPCC εξακολουθούν να περιθωριοποιούν τις πτυχές που αφορούν τις αναπτυσσόμενες χώρες», είπε ο Δρ. Τσουκγουμερίγιε Οκερέκε από το πανεπιστήμιο του Ρέντινγκ. «Η συζήτηση δεν επικεντρώνεται πια στην άποψη ότι οι αναπτυγμένες χώρες, οι οποίες είναι οι βασικοί υπαίτιοι του προβλήματος, πρέπει να αναλάβουν την ευθύνη της επίλυσής του, αλλά στην άποψη ότι όλοι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με αυτό και όλοι πρέπει να επωμιστούμε από κοινού τις ευθύνες.»
Επιστήμονες που παρευρέθηκαν στο Βερολίνο, όπου έγιναν οι διαπραγματεύσεις πριν από τη διαμόρφωση του τελικού κειμένου, εξήγησαν ότι στην προσπάθειά τους να ακροβατήσουν μεταξύ επιστήμης και πολιτικής, «έδωσαν μάχη για κάθε κόμμα».