Το κόμμα με το οποίο εισήλθε στον πολιτικό στίβο το 1994, Forza Italia, επανίδρυσε το Σάββατο ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, κατά την επίσημη συνεδρίαση του εθνικού συμβουλίου του «Λαού της Ελευθερίας» στη Ρώμη.
Ο ιταλός πρώην πρωθυπουργός απέφυγε την ανοικτή σύγκρουση με τον πρώην «δελφίνο» του και γραμματέα του Λαού της Ελευθερίας, Αντζελίνο Αλφάνο, καθώς και τους γερουσιαστές και βουλευτές που αποφάσισαν να δημιουργήσουν το νέο πολιτικό φορέα «Νέα Κεντροδεξιά».
«Είχαμε ικανοποιήσει όλες τις απαιτήσεις των στελεχών που αποφάσισαν να ακολουθήσουν τον δρόμο της απόσχισης», δήλωσε ο κ. Μπερλουσκόνι, μιλώντας σε συνεδριακό μέγαρο της Ρώμης, όπου διεξάγεται η συνεδρίαση.
«Τη νύχτα που μας πέρασε δεν κοιμήθηκα. Σας ζητώ, όμως, να μην κάνουμε δηλώσεις που να αναφέρονται στη Νέα Κεντροδεξιά και να έχουμε όλοι υπ’ όψη μας ότι έστω και αν σήμερα η απόφαση του Αλφάνο βοηθά την Κεντροαριστερά, μελλοντικά, στις επόμενες εκλογές, η πολιτική του δύναμη θα πρέπει να συμμαχήσει μαζί μας, με όλες τις δυνάμεις της Κεντροδεξιάς. Για το λόγο αυτό, ας αποφύγουμε τραυματικές ρήξεις», πρόσθεσε ο «Καβαλιέρε».
Σε ό,τι αφορά την επιστροφή στην ονομασία Forza Italia, θέλησε να τονίσει ότι το προηγούμενο όνομα του κόμματός του, Λαός της Ελευθερίας, που όλοι ανέφεραν πάντα μόνο τα αρχικά του, δεν συγκινούσε, «δεν ζέσταινε αρκετά τις καρδιές», όπως είναι αναγκαίο.
Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι άφησε να εννοηθεί ότι οι βουλευτές και γερουσιαστές του θα αποσύρουν τη στήριξη στην κυβέρνηση Λέτα σε περίπτωση που ο ίδιος, στις 27 Νοεμβρίου, εκπέσει από γερουσιαστής στη σχετική ψηφοφορία της ολομέλειας του σώματος.
«Είναι δύσκολο να συνεχίσεις να κυβερνάς με κάποιον που επιθυμεί να δολοφονήσει πολιτικά τον ηγέτη σου», τόνισε χαρακτηριστικά ο ιταλός κεντροδεξιός ηγέτης.
Μετά τη διάσπαση του Λαού της Ελευθερίας, ωστόσο, οι μπερλουσκονικοί βουλευτές και γερουσιαστές δεν διαθέτουν πλέον τον αναγκαίο αριθμό για να καταφέρουν να ρίξουν την κυβέρνηση ευρείας συμμαχίας που συγκροτήθηκε τον περασμένο Απρίλιο.
Αναφερόμενος στο ζήτημα της οικονομικής κρίσης, ο κ. Μπερλουσκόνι ανέφερε, τέλος, ότι «η πολιτική λιτότητας ζημιώνει την Ιταλία και την Ευρώπη και ευνοεί μόνο τη Γερμανία» και, εξ αυτού του λόγου, «θα πρέπει να αλλάξει το συντομότερο δυνατό».