Η δημοσιοποίηση της έκθεσης για τη χρήση απαγορευμένων ουσιών στη Γερμανία από τη δεκαετία του ΄50 προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων και «φωνές» για μια εθνική νομοθεσία κατά του ντόπινγκ.
Η έκθεση που είδε χθες το φως της δημοσιότητας υπογραμμίζει τη συστηματική φαρμακοδιέγερση σε πολλά αθλήματα για δεκαετίες, κατάσταση που ήταν εν μέρει παρόμοια με το κρατικό πρόγραμμα ντόπινγκ που λειτουργούσε στην Ανατολική Γερμανία στη διάρκεια του ψυχρού πολέμου.
«Χρειαζόμαστε μια νομοθεσία για το ντόπινγκ σε αυτή τη χώρα» δήλωσε ο επικεφαλής της ομοσπονδίας στίβου της χώρας, Κλέμενς Πρόκοπ, και συνέχισε: «Πρέπει επίσης να επεκτείνουμε το νόμο για τον περιορισμό (των κυρώσεων) εναντίον των παραβατών του ντόπινγκ και πέρα από τα οκτώ χρόνια, που ισχύει αυτή τη στιγμή».
Επίσης, ο Πρόκοπ υπογράμμισε ότι «ονόματα πρέπει να δοθούν στη δημοσιότητα. Αυτά είναι έγγραφα του καιρού μας και πρέπει να είναι προσβάσιμα στο κοινό. Το κοινό απαιτεί να ενημερωθεί πλήρως. Αυτό που με σοκάρει είναι ότι διεξαγόταν έρευνα με -προφανώς- κρατικό χρήμα και προφανώς πολλοί από αυτούς που ήταν υπεύθυνοι μέσα στον αθλητισμό ήξεραν γι' αυτό».
Η έκθεση, την ευθύνη της οποίας είχε το Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο για τις Αθλητικές Επιστήμες, μετά από αίτημα της Γερμανικής Ολυμπιακής Αθλητικής Συνομοσπονδίας, περιγράφει τη Δυτική Γερμανία να χρησιμοποιεί απαγορευμένες ουσίες και να πειραματίζεται με το ντόπινγκ στον αθλητισμό από τη δεκαετία του ΄50, όπως και η Ανατολική Γερμανία.
Η έκθεση, την οποία διεξήγαγαν τα πανεπιστήμια Χούμπολτ και Μίνστερ, περιέχει λεπτομέρειες για το πως μέχρι τη δεκαετία του ΄70 το αργότερο η Δυτική Γερμανία είχε εμπλακεί ενεργά στα πειράματα με ουσίες που βελτιώνουν την απόδοση, όπως στεροειδή αναβολικά, τεστοστερόνη, αμφεταμίνες και ερυθροποιητίνη, τα οποία χρηματοδοτούνταν από χρήματα των φορολογουμένων.
Επίσης, αναφέρει ότι οι ουσίες που διαπιστώνονταν ότι βελτιώνουν την απόδοση μοιράζονταν σε πολλά αθλήματα. Επιπλέον, η έκθεση τονίζει ότι στους ποδοσφαιριστές δίνονταν αμφεταμίνες από το 1949, ενώ δημιουργεί ερωτήματα για το αν κάποιοι Γερμανοί παίκτες έκαναν χρήση απαγορευμένων ουσιών στην τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1966 στην Αγγλία, καθώς, σύμφωνα με έγγραφο της FIFA από την ίδια χρονιά, σε τρεις ποδοσφαιριστές βρέθηκαν ίχνη από φάρμακο που είχε ως βάση την εφεδρίνη.
Η εφεδρίνη, που χρησιμοποιείται ως αποσυμφορητικό για τα συμπτώματα του κρυολογήματος, συμπεριλαμβανόταν στη λίστα απαγορευμένων ουσιών ως διεγερτικό. Πάντως, από την πλευρά της η Γερμανική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία (DFB) διέψευσε τα αναφερόμενα στην έρευνα για τους τρεις παίκτες.
Οι έλεγχοι ντόπινγκ πραγματοποιήθηκαν για πρώτη φορά στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966 και δεν υπήρξαν αναφορές για «θετικά» δείγματα. Ο διευθυντής ΜΜΕ της DFB, Ραλκ Κέτκερ, δήλωσε ότι ο καθηγητής δικαίου, Μάρτιν Νόλτε, από το Γερμανικό Αθλητικό Πανεπιστήμιο της Κολονίας είχε ερευνήσει το θέμα «και έφτασε στο ξεκάθαρο συμπέρασμα ότι δεν έλαβε χώρα οποιαδήποτε παραβίαση των κανονισμών για το ντόπινγκ στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966».
Η ομάδα της Δυτικής Γερμανίας, με προπονητή τον Χέλμουτ Σεν και παίκτες όπως τους Φραντς Μπεκενμπάουερ και Ούβε Ζέλερ, ηττήθηκε 4-2 στην παράταση στον τελικό της 30ης Ιουλίου στο Γουέμπλεϊ, ο οποίος έχει μείνει στην ιστορία για το πολυσυζητημένο τρίτο γκολ των «τριών λιονταριών» από τον Τζεφ Χαρστ.
Πηγή: ΑΜΠΕ, Ρόιτερ, Γερμανικό Πρακτορείο