ΔΙΚΗ – 17Ν
B' ΜΕΡΟΣ
10:30 – 12:15
ΤΕΤΑΡΤΗ 5 ΜΑΡΤΙΟΥ 2003
ΔΙΚΗ 17Ν
ΤΕΤΑΡΤΗ 5 ΜΑΡΤΙΟΥ 2003
ΩΡΑ ΕΝΑΡΞΗΣ: 9:05
ΠΡΟΕΔΡΟΣ : ΜΙΧΑΗΛ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ
Γ. ΓΙΑΝΝΙΔΗΣ: Από τα πολλά άρθρα που ακούω κ. Εισαγγελέα μπερδεύτηκα. Το 93. Τέτοιο όμως θέμα δεν τίθεται. Συνεπώς πηγαίνουμε στη λέξη «δημόσιες› και «δημοσιότης› του ’93.
Όπως ορθά ανέφερε ο κ. Αναγνωστόπουλος, κατ’ αρχήν τίθεται ένα θέμα αν μπορεί η τηλεοπτική κάλυψη να θεωρηθεί ως δημοσιότης. Αλλά ακόμη κι αν μπορούσε να τεθεί ως δημοσιότητα, η ερμηνεία που θα δοθεί σ’ αυτή τη λέξη όχι μόνο για ιστορικούς λόγους αλλά για λόγους καθαρά συνταγματικούς, πρέπει να είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα.
Και επειδή αναμφισβήτητα, όπως όλες οι πλευρές παραδέχτηκαν, η μετάδοση με τις συνθήκες που γίνεται, με τα γκρο πλαν, με την επικέντρωση για μακρό χρονικό διάστημα στον Πρόεδρο φέρ’ ειπείν, ο οποίος συγνώμη πιάνει τη μύτη του ή το μολύβι του, βεβαίως και ενέχει αρχές προσβολής της προσωπικότητας εκεί και πολύ βαρύτερες από αυτές που ανέφερα.
Συνεπώς εντός του άρθρου 93 και για την ερμηνεία της λέξης «δημόσια› έχουμε σύγκρουση συνταγματικών αρχών. Έχουμε δηλαδή αφενός μεν αυτές τις αρχές, την αρχή η οποία στηρίζεται στο άρθρο 2, στο άρθρο 5 και στο άρθρο 7.2 του Συντάγματος για την προσωπική αξιοπρέπεια και την προστασία της προσωπικότητος και από την άλλη μεριά αν δεχτούμε ότι πρόκειται περί δημοσιότητος, έχουμε το αίτημα για μια αυξημένη δημοσιότητα μέσα και εκτός της αίθουσας του δικαστηρίου.
Εάν το Σύνταγμα ήθελε να θέσει μια εξαίρεση από την προστασία της προσωπικότητας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας στο συγκεκριμένο σημείο, υπέρ των αρχών που επιδιώκει το άρθρο 93, δηλαδή της αμεροληψίας, της αποφυγής της μυστικότητας κυρίως, θα το έκανε. Είμαστε, όπως είναι το άρθρο 93, υποχρεωμένοι να ερμηνεύσουμε την λέξη «δημόσια› υπέρ της προστασίας της προσωπικότητας σε κάθε περίπτωση.
Κι αυτό το λέω σε κάθε περίπτωση σαν τελευταία γραμμή, διότι δεν δέχομαι όπως ήδη ανέφερα ότι αυτό αποτελεί το είδος της δικανικής δημοσιότητας, το οποίο απαιτεί ο νόμος και το Σύνταγμα για τις διαδικασίες στα δικαστήρια.
Συνεπώς η συνταγματική θεμελίωση κατ’ αρχήν της συνταγματικότητας του συγκεκριμένου νόμου είναι αυτή, δεδομένου ότι για να γίνει δεκτό ότι είναι επιβεβλημένη η παρουσία -και προσέξτε αυτό- της τηλεοράσεως, θα έπρεπε να πούμε ότι υπάρχει συνταγματική επιταγή.
Κινούμαστε μεταξύ δύο ακραίων απόψεων. Η μία άποψη είναι: είναι συνταγματικά επιβεβλημένο -ειπώθηκε χτες από την πλευρά της υπεράσπισης- να είναι μέσα οι τηλεοράσεις. Όποιος το πει αυτό, πέραν των θεωρητικών αντιρρήσεων που είχα προηγουμένως, έχει τις πρακτικές συνέπειες ότι σε οποιαδήποτε δίκη, οποιοδήποτε δικαστήριο η τηλεόραση μπορεί να μπει και δεν μπορεί να φύγει. Αυτή είναι η συνέπεια του να πούμε ότι υπάρχει θέμα αντισυνταγματικότητας.
Διότι η θεωρία των κανόνων εδώ είναι απλή. Αν πούμε ότι είναι αντισυνταγματικό, θα πρέπει να υπάρχει συνταγματική όχι δυνατότητα, αλλά συνταγματική επιβολή, δηλαδή να επιβάλει το Σύνταγμα αυτό το πράγμα. Αλλιώς δεν είναι συνταγματικά επιβεβλημένο. Αυτό είναι μία ακραία άποψη.
Η άλλη ακραία άποψη είναι ότι απαγορεύεται οπωσδήποτε σε κάθε περίπτωση να μπαίνουν μέσα τα τηλεοπτικά μέσα. ¶ρθρο 169 του Γερμανικού Οργανισμού των Δικαστηρίων όπου απαγορεύεται απολύτως κάθε πρόσβαση τηλεοράσεως ή ραδιοφώνου. Αυτή είναι η άλλη άποψη.
Θα έλεγα λοιπόν ότι αυτή η άποψη, ακραία ως είναι, που δεν την κάνω σ’ αυτή την ακραία της θέση δεκτή, παρ’ όλα αυτά δεν είναι αντισυνταγματική για τους λόγους που είπα προηγουμένως.
Φεύγω όμως απ’ αυτό και λέω ότι μεταξύ των δύο ακραίων αυτών θέσεων, δηλαδή του συνταγματικά επιβεβλημένου που μόνο αυτό δύναται να στηρίξει την αντισυνταγματικότητα και της πλήρους απαγορεύσεως της προσβάσεως των Μέσων, υπάρχουν οι ενδιάμεσες θέσεις, οι οποίες είναι δύο και για τις οποίες έχουμε τρεις εφαρμογές στην ελληνική νομοθετική πραγματικότητα.
Το άρθρο 28 του Ν. 2145 του ’93 που καταργήθηκε με το άρθρο 35 παρ. 4 εδάφιο β του Ν. 2172 πάλι του ’93 και το άρθρο 8 του 3090 του 2002. Ποια είναι αυτά τα δύο ενδιάμεσα μοντέλα; Το ένα ενδιάμεσο μοντέλο λέει: απαγορεύεται και επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση. Το άλλο ενδιάμεσο μοντέλο λέει: επιτρέπεται και απαγορεύεται κατ’ εξαίρεση.
Το μοντέλο «απαγορεύεται αλλά επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση› ακολουθήθηκε με μικρές διαφορές διατυπώσεως από τον Ν. 2145 του ‘93 και από το άρθρο 8 του Ν. 3090 του 2002, δηλαδή τον νόμο που έχουμε τώρα μπροστά μας. Το άλλο μοντέλο, δηλαδή που κατ’ αρχήν επιτρέπεται και απαγορεύεται υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ακολουθήθηκε από τον ενδιάμεσο νόμο που καταργήθηκε πρόσφατα, τον Ν. 2172 του ’93.
Αυτές είναι οι δυνατότητες που υπάρχουν. Είναι όλες συνταγματικές. Είναι συνταγματικές γιατί θα ήταν αντισυνταγματικές μόνο εάν μπορούσε να γίνει δεκτό ότι είναι απολύτως συνταγματικά επιβαλλόμενη η παρουσία των Μέσων, αλλά αυτό δεν μπορεί να προκύψει όπως είπαμε για θεωρητικούς και πρακτικούς λόγους.
Συνεπώς, δεν έχω πρόβλημα όσον αφορά ούτε τη συνταγματικότητα του προηγούμενου νόμου, ούτε τη συνταγματικότητα αυτού του νόμου. Το ποιον προτιμά ο νομοθέτης, ο εκάστοτε ιστορικός νομοθέτης και γιατί προτίμησε λίγους μήνες πριν από την δίκη να αλλάξει το ένα δυνατό μοντέλο με το άλλο δυνατό μοντέλο, αυτό είναι απόφαση του νομοθέτη.
Είναι κίνητρο του νομοθέτη και βεβαίως ο οποιοσδήποτε μπορεί να κάνει οποιαδήποτε σκέψη επί των κινήτρων του νομοθέτη. Δεν αποτελεί όμως νομικό επιχείρημα. Μπορεί να αποτελέσει άλλο επιχείρημα, δεν μπορεί να αποτελέσει νομικό επιχείρημα. Συνεπώς, ακόμη κι αν ο νομοθέτης ειδικώς γι’ αυτή τη δίκη άλλαξε τον νόμο, αυτό δεν αποτελεί επιχείρημα.
Συνεχίζω σύντομα και τελειώνω με τα εξής: ζητήθηκε από σας κ. Πρόεδρε πέραν της αντισυνταγματικότητας στην οποία οφείλαμε να λάβουμε θέση και η προσωπική άποψη για το μεγάλο ναι ή το μεγάλο όχι. Δεν υπάρχει κανένας φόβος κ. Πρόεδρε να πούμε ευθέως για λογαριασμό των πελατών μας το μεγάλο όχι.
Η επιμονή μου να αναλύσω πρώτα τον συνταγματικό θέμα δικαιολογείται με δύο λόγους. Πρώτον, διότι θεωρώ ότι ως έχει ο νόμος αυτό είναι αυτή τη στιγμή το αποφασιστικό. Διότι αν δεν κριθεί αντισυνταγματικός και το χθεσινό όχι του κ. Σινιόσογλου αρκεί, πολύ περισσότερο αρκεί το σημερινό πρωινό όχι του κ. Εισαγγελέα που καλύπτει όλη τη διαδικασία και όχι κομμάτια της, ανεξαρτήτως του ότι το επιχείρημα ότι η εκάστοτε πολιτική αγωγή μπορεί να αρνηθεί μόνο δια το τμήμα της διαδικασίας το οποίο την αφορά, το οποίο δεν θέλω να το κρίνω περισσότερο, η δίκη είναι ενιαία.
Θα έπρεπε λοιπόν να είχαμε μια τηλεόραση η οποία να αναβοσβήνει τα κουμπιά όποτε γίνεται αναφορά στις 5, 6, 10 περιπτώσεις πολιτικής αγωγής που έχουν αρνηθεί. Τι θα γινόταν με τις απολογίες, τι θα γινόταν με τις αγορεύσεις. Πρόκειται περί ανέφικτου, αλλά και θεωρητικώς λανθασμένου επιχειρήματος προελθόντως μάλιστα από την πολιτική αγωγή.
Λέγω λοιπόν ότι η πολιτική αγωγή στην προκειμένη περίπτωση λέει το μεγάλο όχι και απαντά, το μεγάλο όχι το λέει όχι διότι φοβάται, αλλά διότι δεν φοβάται. Και δεν φοβάται γιατί θέλει να γίνει μια δίκη νηφάλια, ήρεμη, εις την οποίαν θα βγει κατά το δυνατόν όλη η αλήθεια χωρίς πάθος, παρ’ όλο που το πάθος είναι δικαιολογημένο, από όλες τις πλευρές και να βγουν όλες οι λεπτομέρειες.
¶ρα αντιθέτως φοβάται ότι το reality show θα έκρυβε τις πτυχές αυτές. Δεν μπορεί κανένας να επικαλεστεί φόβο παρά μόνο ένα, την απόκρυψη της αλήθειας και όχι των φόβων της αποκάλυψης της αλήθειας και σ’ αυτό θα επιμείνω.
Και θα τελειώσω λέγοντας το εξής: Κύριε Πρόεδρε, είμαι σίγουρος ότι και οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι σύμφωνα τουλάχιστον με τις ιδεολογικές θέσεις τις οποίες επικαλούνται, στα μύχια της καρδιάς τους ξέρουν ότι στην περίπτωση -δεν λέω ότι θα γινόταν οπωσδήποτε αυτό, γιατί δεν είμαστε γενικά κατά της τηλεόρασης- αλλά στην περίπτωση που η αρνητική μορφή της τηλεόρασης έμπαινε εδώ μέσα και κατέστρεφε τη νηφάλια και ήρεμη διαδικασία, οι ίδιοι πιστεύω οι κατηγορούμενοι μέσα τους θα ήξεραν και θα αναγνώριζαν ένα παρακμιακό φαινόμενο της αστικής δημοκρατίας, το οποίο βέβαια συνεπείς στον εαυτό τους θα το εκμεταλλευόντουσαν για να χρησιμοποιήσω την έκφραση του συναδέλφου μου, του κ. Κεχαγιόγλου, ως το σκοινί το οποίο εμείς οι ίδιοι δίνουμε για να κρεμαστούμε. Ευχαριστώ που με ακούσατε.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Η επόμενη υπόθεση είναι η ανθρωποκτονία κατά Βαρδή Βαρδινογιάννη.
Α. ΛΥΚΟΥΡΕΖΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, κύριοι δικασταί, πολύ σύντομα και συμπυκνωμένα θα ήθελα να κάνω τις παρακάτω επισημάνσεις απαντώντας στους ισχυρισμούς των συναδέλφων της υπεράσπισης ότι είναι αντισυνταγματική η απαγόρευση που καθιερώνει το άρθρο 8 του Ν. 3090/2002. Ανέπτυξαν τα επιχειρήματα δια μακρόν οι συνάδελφοι μου, ο κ. Αναγνωστόπουλος, ο κ. Γιαννίδης και δεν νομίζω ότι θέλω να προσθέσω πολλά.
Θα ήθελα περιληπτικά τούτο να πω. Η ερμηνεία των διατάξεων 5α του Συντάγματος, 14, 15 του ‘93 παρ. 2, τόσο η γραμματική όσο και η τελολογική, αβίαστα νομίζω οδηγεί στο συμπέρασμα ότι εδώ με τη μη κάλυψη δεν έχουμε προσβολή του πυρήνα του δικαιώματος της δημοσιότητας της δίκης.
Νομίζω ενισχυτικό αυτής της απόψεως ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι ακριβώς το περιεχόμενο, η αιτιολογία της αποφάσεως υπ’ αριθμόν 2 του 2001 του γερμανικού συνταγματικού δικαστηρίου, την οποία σας ανέφερε και σας ανέλυσε ο κ. Αναγνωστόπουλος.
Θέμα δεύτερο. Ο Νόμος 3090/2002 υπήρξε επιλογή του νομοθέτη. Μπορεί κανείς να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει. Και θα ήθελα στο σημείο αυτό επειδή ήμουν στη Βουλή τη στιγμή εκείνη, να πω ότι προσωπικά διαφοροποιήθηκα. Υποστήριξα τότε -αλλά δυστυχώς ήμασταν πολύ λίγοι- ότι σε δίκες μεγάλου ιστορικού ενδιαφέροντος όπου συντρέχει το δημόσιο συμφέρον, θα πρέπει η απόφαση για την τηλεοπτική κάλυψη να εξαρτάται αποκλειστικά από την κρίση του δικαστηρίου χωρίς να απαιτείται η σύμφωνη γνώμη ή συναίνεση κατηγορουμένων, πολιτικώς εναγόντων και Εισαγγελέως.
Δυστυχώς η άποψη αυτή δεν υιοθετήθηκε. Υπήρξε λοιπόν επιλογή του νομοθέτη όπως ήταν ο προηγούμενος νόμος, ο 2175/93 επιλογή με αντίθετο ακριβώς περιεχόμενο.
Τρεις παρατηρήσεις σε όσα είπαν οι εκλεκτοί συνάδελφοι της υπερασπίσεως. ¶κουσα να γίνεται λόγος χθες, κύριε Πρόεδρε και κύριοι δικασταί, για την κοινή γνώμη. Νομίζω -κι ας με διορθώσουν οι συνάδελφοι που το υποστήριξαν αυτό- ελέχθη ότι εσείς σαν δικαστήριο είστε εντολοδόχοι του λαού και της κοινής γνώμης.
Φοβούμαι ότι είναι σφάλμα και ολίσθημα ο ισχυρισμός αυτός. Διότι γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η κοινή γνώμη δικαιούται να πληροφορείται, αλλά δεν είναι εκείνη που προσδιορίζει, εκείνη που καθορίζει το περιεχόμενο μιας δικαστικής αποφάσεως. Γι’ αυτό και μου έκανε εντύπωση όταν εδώ ο εκλεκτός συνάδελφος ο κ. Πέτσος είπε προ ολίγου και το σημείωσα ότι εν πάση περιπτώσει οι αποφάσεις σας πρέπει να ικανοποιούν το αίσθημα της κοινής γνώμης.
Μπορεί να συμβαδίζει και να μη συμβαδίζει, αλλά αλίμονο και το έχουμε πάρα πολλές φορές συζητήσει και έχουν πολλά γραφεί κι εδώ και διεθνώς για το τι ρόλο μπορεί να παίζει η θετική ή αρνητική διαμόρφωση γύρω από μια υπόθεση της κοινής γνώμης.
Ήθελα να πω και το εξής κ. Πρόεδρε. Ελέχθη από την υπεράσπιση κι έγινε πολύς λόγος σε κάτι το οποίο συμφωνούμε, ότι όλοι εδώ προσδοκούμε και αποβλέπουμε και είμεθα βέβαιοι για την δίκαια δίκη. Θα μπορούσε λοιπόν κάποιος να υποστηρίξει -ίσως το υποστήριξαν κάποιοι συνάδελφοι της υπερασπίσεως- ότι η παρουσία της τηλεόρασης, δηλαδή η τηλεοπτική κάλυψη μιας δίκης, αποτελεί ένα επιπλέον στοιχείο, ένα επιπλέον εγγυητικό στοιχείο για τη διασφάλιση μιας δίκης.
Κάτι τέτοιο όμως δεν υπάρχει. Αλίμονο αν έπρεπε να καταφύγουμε στην τηλεοπτική κάλυψη για να εξασφαλίσουμε την δίκαια δίκη, η οποία εξασφαλίζεται με τη δημοσιότητα και με την ακεραιότητα, αντικειμενικότητα των κριτών. Νομίζω λοιπόν ότι εφόσον δεν υπάρχει θέμα αντισυνταγματικότητας της εξαιρέσεως που καθιερώνει το άρθρο 8 του Ν. 3090, έχουμε εφαρμογή αυτού του νόμου.
Μπορεί κανείς όπως είπα να διαφωνεί με τις διατάξεις ή όχι, όμως αυτός ο νόμος δημιουργεί και περιγράφει τη σημερινή κατάσταση ως ισχύ και εφόσον υπάρχει διαφωνία έστω και κάποιων εκπροσώπων της πολιτικής αγωγής το θέμα οδηγείται σε αδιέξοδο. Αυτά ήθελα μόνο να πω συμπληρωματικά όσον αφορά την εκπροσώπηση του συγκεκριμένου πολιτικώς ενάγοντος.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Υπόθεση ανθρωποκτονίας Ρόναλντ Στιούαρτ. Το ίδιο. Να σημειώσω, 16. Υπόθεση Μπουλούκμπασι.
Ναι κ. Τζανετή.
Α. ΤΖΑΝΕΤΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, για το θέμα της αντισυνταγματικότητας του άρθρου 8 του πρόσφατου νόμου, νομίζω έχει αναπτυχθεί διεξοδικώς και από τον κ. Αναγνωστόπουλο και από τον κ. Γιαννίδη. Επιγραμματικώς εντελώς θα επισημάνω τα εξής: η επιχειρηματολογία της υπερασπίσεως για την αντισυνταγματικότητα της διατάξεως στηρίζεται σε μια πρόδηλη σύγχυση. Μια σύγχυση ανάμεσα στο συνταγματικώς επιβεβλημένο και στο συνταγματικώς επιτρεπτό.
Αυτό το οποίο επιβάλλει το Σύνταγμα και είναι το κρίσιμο κριτήριο συνταγματικότητας ή αντισυνταγματικότητας της διατάξεως, είναι η άμεση δημοσιότητα, δηλαδή η δυνατότητα του καθενός να προσέρχεται ακωλύτως και ανεμποδίστως στην αίθουσα αυτή, η δυνατότητα φυσικής παρουσίας. ¶λλο λοιπόν η άμεση δημοσιότητα κι άλλο η λεγόμενη έμμεση δημοσιότητα, δηλαδή η δυνατότητα οπτικοακουστικής αναμεταδόσεως της δίκης.
Αυτή η έμμεση δημοσιότητα είναι κάτι πρόσθετο, κάτι επιπλέον. Αυτό το επιπλέον καλείται ο κοινός νομοθέτης να το ρυθμίσει όπως αυτός επιθυμεί. Και δεν είναι τυχαίο ότι από το 1993 μέχρι σήμερα υπάρχουν 3 νόμοι, αλλεπάλληλοι νόμοι οι οποίοι έχουν ρυθμίσει κατά τρόπο διαφορετικό το θέμα. Αναρωτιέται κανείς, όλοι αυτοί οι νόμοι εξεδόθησαν εκ περισσού;
Αν κατοχυρωνόταν η έμμεση δημοσιότητα από το ίδιο το Σύνταγμα, δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να έρχεται ο νομοθέτης και να ρυθμίζει το θέμα και να θέτει όρους και προϋποθέσεις.
Ο κοινός νομοθέτης έχει την ευχέρεια είτε να απαγορεύσει εντελώς την ραδιοτηλεοπτική αναμετάδοση όπως γίνεται στη Γερμανία στην παρ. 169 του κανονισμού των δικαστηρίων, είτε να την επιτρέψει χωρίς όρους, είτε όπως προτιμά τα τελευταία χρόνια να την επιτρέψει υπό κάποιες προϋποθέσεις. Αυτές οι προϋποθέσεις είναι στην απόλυτη κρίση του νομοθέτη και ασφαλώς συμβαδίζουν με την συνταγματική επιταγή του άρθρου 93.
Ολοκληρώνοντας θέλω να πω το εξής κ. Πρόεδρε. Ότι εάν θεωρήσουμε ότι η έμμεση δημοσιότητα κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα, θα καταλήξουμε σε σειρά νομικών παραδόξων και θα μου επιτρέψετε παραδειγματικώς να αναφέρω δύο.
Αν ήταν επιβεβλημένη η ραδιοτηλεοπτική αναμετάδοση, τότε κάθε δίκη, η οποία διεξάγεται μεν δημοσίως χωρίς όμως τηλεοπτική κάλυψη, θα είχε ένα έλλειμμα δημοσιότητας σε σχέση με αυτή που καλύπτεται τηλεοπτικώς.
Και δεύτερον, στη συγκεκριμένη δίκη το κομμάτι της διαδικασίας που έχει γίνει μέχρι τώρα, στις δύο συνεδριάσεις που προηγήθηκαν και τη σημερινή, που δεν καλύπτεται από την τηλεόραση, πάσχει μήπως από πλευράς δημοσιότητας; Ασφαλώς η απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι αρνητική.
Επομένως συγκεφαλαιώνοντας θα πω ότι είναι σαφώς συνταγματική η διάταξη του νόμου. Από κει και πέρα αν με ρωτάτε για το ναι ή το όχι των εντολέων μου, μολονότι παρέλκει η απάντηση εφόσον υπάρχουν αρνητικές τοποθετήσεις, η απάντηση είναι αρνητική.
Αλλά εν πάση περιπτώσει με την τοποθέτηση του κ. Εισαγγελέως -και μ’ αυτό ολοκληρώνω για την μη κάλυψη της δίκης από τα ραδιοτηλεοπτικά Μέσα- ούτως ή άλλως καλύπτεται το σύνολο της διαδικασίας και δεν μπορεί να επικρατήσει άποψη η οποία να απαιτήσει τον τεμαχισμό της δίκης και τη μερική αναμετάδοση για συγκεκριμένους πολιτικώς ενάγοντες. Ευχαριστώ.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: 18, Τσεντίν Γκιοργκού. Το ίδιο. 19 υπόθεση ρουκέτας κατά λεωφορείου ΜΑΤ. Υπάρχει εδώ πολιτική αγωγή. Η υπ’ αρ. 20 υπόθεση Σεπολίων.
ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, να μιλήσω γι αυτή, για τα Σεπόλια, για τη δική μου. Επειδή είμαι εκπρόσωπος.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Η δική σας πού είναι; Είναι πιο κάτω, δεν είναι;
ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Ναι, αλλά είμαι εκπρόσωπος και στην περίπτωση των Σεπολίων και στην περίπτωση των Εξαρχείων.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μιλάμε για το λεωφορείο ΜΑΤ.
Κύριε Παπαδημητρίου, θα πάρετε τον λόγο γι αυτή την υπόθεση που θα σας πω τώρα και μετά θα πείτε «αναφέρομαι σε αυτά που είπα› και τελείωσε.
Ε.ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ: Ήθελα να πω το εξής: Αν προηγούνται άλλοι συνάδελφοι, να προηγηθούν και μετά να πάρω τον λόγο.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όχι, θα πηγαίνουμε με αυτή τη σειρά για να μην ξεχάσω κανέναν. Είδατε προηγουμένως λέει «εμένα με ξέχασες›.
Λοιπόν, ο λόγος είναι τη ρουκέτα στο λεωφορείο ΜΑΤ στις 2/11/91.
Ε.ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ: Με έχουν καλύψει οι περισσότεροι συνάδελφοι. Εγώ θα μιλήσω περιληπτικά. Συμφωνώ με τη συνταγματικότητα του άρθρου 8 του Ν. 3090/2002 όπως άλλωστε έχει υποστηριχθεί, τόσο από τον Εισαγγελέα τον κ. Λάμπρου, όσο και από άλλους Συνηγόρους Πολιτικής Αγωγής.
Όμως, κάνω έκκληση σε όλους τους παράγοντες της δίκης και παρακαλώ τον δεύτερο, κύριε Εισαγγελέα, να ξανασκεφθεί τη θέση του. Κάνω έκκληση σε όλους τους παράγοντες της δίκης, να συναινέσουν στην τηλεοπτική κάλυψη αυτής, λόγω του ουσιώδους εννόμου συμφέροντος που υπάρχει στην προκείμενη δίκη.
Θα πρέπει ο ελληνικός λαός να έχει την πλέον άμεση αντίληψη των γεγονότων της δίκης. Θα πρέπει ο ελληνικός λαός να πληροφορηθεί πέραν από τους πραγματικούς δράστες, και τους λόγους που οδήγησαν αυτούς στην επιλογή των συγκεκριμένων στόχων. Επίσης, να πληροφορηθεί αν οι λόγοι αυτοί εντάσσονται σε ένα ευρύτερο σχέδιο της οργάνωσης, ή εξυπηρετούσαν συμφέροντα τρίτων. Σας ευχαριστώ.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Η υπ’ αριθμ. 20 υπόθεση, είναι Σεπολίων πάλι. Σεπόλια 20/11/91. Πολιτική Αγωγή είχαν δηλώσει ο κ. Κότσιας, ο κ. Καδάς, ο κ.Σταυρακάκης, δεν είναι κανένας. Δεν μας πειράζει. Αν έρθουν όμως, θα τους δοθεί ο λόγος.
Ρουκέτα κατά ΒΙΟΧΑΛΚΟ δεν είχε Πολιτική Αγωγή. Απόπειρα κατά Παλαιοκρασσά. Κύριε Μαύρε, αρχίσατε κάτι να λέτε.
(Διαλογικές συζητήσεις)
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Υπόθεση 20 λοιπόν: Παρίσταται ο κ. Παπαδημητρίου.
Ε. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ: Όλους τους εκπροσωπώ.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και λέτε τα ίδια. Επιθυμούν λοιπόν μετάδοση, αλλά ο νόμος είναι συνταγματικός. Αυτή είναι η θέση σας.
Κύριε Μαύρε, μάλλον θα έρθετε πιο μπροστά για να σας βλέπουμε, για να σας ακούμε.
Γ. ΜΑΥΡΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, είμαι Συνήγορος της Πολιτικής Αγωγής του κ. Παλαιοκρασσά, της κας Παλαιοκρασσά και του κ. Φωτεινόπουλου. Οι κύριοι αυτοί είναι υπέρ της τηλεοπτικής μεταδόσεως της δίκης από σταθερή μηχανή λήψεως. Η θέση αυτή των πελατών μου, όπως μου τη διετύπωσε ο κ. Παλαιοκρασσάς, στηρίζεται σε δύο αρχές, θα τις έλεγα. Η μία είναι γενικότερης εκτιμήσεως και η άλλη είναι προσωπική.
Λέγει ο κ. Παλαιοκρασσάς ότι θα ήταν κατά της μεταδόσεως της δίκης αυτής από την τηλεόραση και το ραδιόφωνο αν η απαγόρευση αυτή ήταν μια μακρά παράδοση, μία μακρά παράδοση στη χώρα μας, όπως είναι π.χ. σε άλλες χώρες.
Ο προσωπικός λόγος είναι ότι δεν έχει τίποτε να κρύψει. Και δεν θέλει να δοθεί η εντύπωση ότι έχει κάτι να κρύψει. Και αυτό έχει, ξέρετε, κάποια αξία προκειμένου περί του κ. Παλαιοκρασσά όπως και των άλλων θυμάτων βεβαίως, διότι αν πιστέψει κανείς την προκήρυξη της 17Ν την πρώτη από τις 3-4, η 17Ν είχε στήσει τουλάχιστον 15 ενέδρα προκειμένου να επιτύχει τον στόχο της.
Αυτό με οδηγεί με μεγάλη συντομία να προσπαθήσω να συμβάλλω στο ζήτημα το οποίο έχετε να αντιμετωπίσετε, με δύο, στην αρχή, επισημάνσεις. Η χώρα μας έχει έναν έλεγχο συνταγματικό των νόμων, που είναι ζηλευτός, πράγματι, διότι και ο Ειρηνοδίκης μπορεί να κάνει αυτόν τον έλεγχο. Δεν είναι όπως άλλα συστήματα που πρέπει να πάτε σε ένα Ανώτατο Δικαστήριο.
Όμως, τα δικαστήρια στην Ελλάδα δεν κηρύσσουν αντισυνταγματικούς τους νόμους. Δεν εφαρμόζουν στη συγκεκριμένη περίπτωση ένα νόμο, όταν τον κρίνουν ότι είναι αντισυνταγματικός. Αυτό είναι το θέμα το οποίο έχετε εσείς.
Και το δεύτερο, ότι αυτό γίνεται, αφού προηγουμένως αποτύχει μία προσπάθεια ερμηνείας του νόμου κατά τρόπον ο οποίος να τον κάνει σύμφωνο με το Σύνταγμα. Μόνο αν αδυνατείτε να ερμηνεύσετε ένα νόμο κατά τρόπο σύμφωνο με το Σύνταγμα, μπορείτε να μην τον εφαρμόσετε ως αντίθετο προς το Σύνταγμα. Και σας λέω ευθέως, ότι η άποψή μου είναι ότι όση προσπάθεια και να καταβάλλετε, δεν μπορείτε να αντιληφθείτε, να συλλάβετε τον νόμο αυτόν, ως συνταγματικό.
Κύριε Πρόεδρε, είτε ως κανών, όπως ήταν υπό το παλαιό καθεστώς, είτε ως εξαίρεσις, όπως είναι με τον 3090, η μετάδοσις της δίκης προβλέπεται από την ελληνική έννομη τάξη. Και στις δημοκρατίες, είμαστε υποχρεωμένοι, υπάρχει ένα τεκμήριο, ότι ο νομοθέτης είναι εχέφρων. Ότι δεν παραλογίζεται.
Αλλά ο νομοθέτης, για να προβλέψει, επαναλαμβάνω, είτε ως κανόνα είτε ως εξαίρεση την τηλεοπτική μετάδοση της δίκης, κάποιο έννομο συμφέρον επεδίωκε να πραγματώσει, κάποια διάταξη του Συντάγματος. Και αυτές οι διατάξεις συνιστούν δύο ζεύγη: Ένα ζεύγος είναι της δημοσιότητος και το άλλο ζεύγος είναι της πληροφορήσεως.
Γιατί ο νόμος αυτός, κατά την άποψή μου, είναι αντισυνταγματικός: Διότι προβλέπει βέτο, αξιότιμε κ. Πρόεδρε. Προβλέπει ένα βέτο και μάλιστα, όπως επεσήμανε ο αξιότιμος κ. Εισαγγελεύς, αναιτιολόγητο. Αλλά στις δημοκρατίες, η κεντρική αξία είναι η αιτιολογία. Και είναι αντισυνταγματικός αυτός ο νόμος στο μέτρο που καθιερώνει το βέτο των Εισαγγελέων ή των κατηγορουμένων ή των παθόντων, των πολιτικών εναγόντων, διότι άγει σε παράδοση του άρθρου 25 του Συντάγματος.
Το άρθρο 25 του Συντάγματος έχει δύο διατάξεις: Έχει τη διάταξη του άρθρου 3 η οποία απαγορεύεται την καταβλητική άσκηση των δικαιωμάτων, αλλά έχει και μία άλλη διάταξη, η οποία μπήκε τώρα στο Σύνταγμα, με την τελευταία αναθεώρηση: Έχει την αρχή της αναλογικότητος. Και όταν καθιερώνετε βέτο, ανοίγετε τον δρόμο εις την αδυναμία ελέγχου της καταχρηστικότητος και εις την αδυναμία εφαρμογής της αναλογικότητος.
Τώρα, σύμφωνα με αυτά που σας είπα στην αρχή, γιατί στη συγκεκριμένη περίπτωση, θα ήταν η εφαρμογή του νόμου αυτού αντισυνταγματική: Και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 10 και το άρθρο 5α προβλέπουν περιορισμούς, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, και στη δημοσιότητα και στην πληροφόρηση. Οι περιορισμοί όμως αυτοί δεν αρκούν να υπάρχουν, ξέρετε ότι για να αφορίσει ένας περιορισμός αυτών των δικαιωμάτων, θα πρέπει λέει να είναι αναγκαίος σε μια δημοκρατική κοινωνία.
Και η έννοια της αναγκαιότητος είναι ισχυρή έννοια λέει το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αναγκαιότης σημαίνει επιτακτική κοινωνική ανάγκη. Θα πρέπει δηλαδή να υπάρχει επιτακτική κοινωνική ανάγκη για να περιοριστεί ένα δικαίωμα.
Κύριε Πρόεδρε, όπως είναι γνωστόν, αλλά καμιά φορά το ξεχνάμε, τα ατομικά δικαιώματα δεν είναι ιεραρχικώς τοποθετημένα στο Σύνταγμα. Όλα είναι σε μία ευθεία, σε ένα επίπεδο και έχουν μία διπλή σχέσή μεταξύ τους, συμπληρωματικότητος και αντιθετικότητος. Και γι αυτό πάντοτε ομιλούμε για στάθμιση των δικαιωμάτων.
Εδώ ποια είναι αυτά τα δικαιώματα, τα οποία συγκρούονται; Είναι της πληροφόρησης, είναι η δημοσιότης και από την άλλη είναι οι περιορισμοί. Οι περιορισμοί –δεν θα πάω βέβαια στην εθνική ασφάλεια- νομίζω τρεις έχουν αξία εδώ: Ο πρώτος είναι η προσωπικότητα των παραγόντων της δίκης, της οποίας έγινε επίκλησις και από τον αξιότιμο κ. Εισαγγελέα. Το δεύτερο είναι το κύρος της δικαιοσύνης. Το κύριος και η ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας.
Το ερώτημα λοιπόν είναι το εξής: Στη συγκεκριμένη αυτή δίκη, στη συγκεκριμένη αυτή περίπτωση, ποιο από τα δικαιώματα αυτά επικρατεί του άλλου; Επικρατεί το δικαίωμα της δημοσιότητος και της πληροφορήσεως των πολιτών, ή επικρατεί το δικαίωμα των τρίτων, της προσωπικότητος και βεβαίως και η αρχή του κύρους και της ανεξαρτησίας της δικαστικής αρχής; Αρχίζω απ’ αυτό το τελευταίο, αξιότιμε κ. Πρόεδρε.
Κατά την ταπεινή μου άποψη, η μετάδοσις της δίκης αυτής, θα ενισχύσει το κύρος της δικαστικής εξουσίας. Και ξέρετε γιατί θα το ενισχύσει αξιότιμε κ. Πρόεδρε; Διότι οι κατηγορούμενοι, κατηγορούνται ότι ήσκησαν δικαστικήν εξουσίαν, ότι εδίκαζαν, κατηγορούσαν, εδίκαζαν και εφήρμοζαν την ποινή. Αυτή είναι, σε τελευταία ανάλυση, μία από τις σημαντικές κατηγορίες, η σημαντικότερη η οποία τους βαρύνει.
Ο κόσμος λοιπόν, η κοινωνία, έχει ανάγκη να πληροφορηθεί ότι δεν είναι αυτή η Δικαιοσύνη, δεν ασκείται έτσι η Δικαιοσύνη εις τις δημοκρατίες.
Έρχομαι τώρα στην προσωπικότητα: Ελέχθη ότι θίγεται η προσωπικότητα. Γιατί θίγεται η προσωπικότητα; Δε μας το είπαν αυτό. Δεν μας εδόθη καμία εξήγησις γιατί θίγεται, ποια πτυχή της προσωπικότητας. Και, ξέρετε, στο 29 παρ.3, δεν ομιλεί περί προσωπικότητος, ομιλεί περί του ιδιωτικού ή οικογενειακού βίου ως επιβάλλοντος ορισμένες προϋποθέσεις περιορισμού της δημοσιότητος.
Από τη στιγμή που δεχθείτε ότι το βέτο αυτό του Εισαγγελέως και των παραγόντων της δίκης αντιτίθεται στις διατάξεις που σας είπα, του άρθρου 25, παραμένει το ερώτημα αν υπάρχει ουσιώδες δημόσιο συμφέρον για την μετάδοση αυτής της δίκης, όπως λέγει η διάταξις αυτή.
Ιδιωτικώς, διότι δεν το άκουσα ή το άκουσα διστακτικά, ένας από τους λόγους που ορισμένοι συνάδελφοί μου, κατ’ εντολήν βεβαίως των πελατών τους, ήσαν να μη μεταδοθεί η δίκη, είναι –λέει- διότι θα δώσουμε πάλι βήμα στους τρομοκράτες να πουν αυτά τα οποία έλεγαν στις προκηρύξεις τους. Αυτή είναι κυρίως η άποψις η οποία υφέρπει.
Εάν δεν τους δώσουμε βήμα, αξιότιμε κ. Πρόεδρε, θα είναι σα να τους φοβόμαστε. Θα είναι σα να φοβόμαστε τις ιδέες τους, θα είναι σα να μην έχουμε εμπιστοσύνη στην ελληνική κοινωνία. Θα είναι σα να λέμε ότι οι Έλληνες δεν έχουν κρίση. Δεν εμπιστευόμαστε την κρίση τους και γι’ αυτό δεν δίνουμε στους κατηγορουμένους αυτό το βήμα.
Προσωπικώς και οι πελάτες μου έχουμε μεγάλη εμπιστοσύνη στην ελληνική κοινωνία και στην κρίση της, έστω και αν αυτή η κρίση ήρθε με κάποια μεγάλη καθυστέρηση, διότι εκεί, αξιότιμε κ. Πρόεδρε, βρίσκεται το ουσιώδες δημόσιο συμφέρον. Το ουσιώδες δημόσιο συμφέρον σε αυτή την πολιτική δίκη, τα αδικήματα των κατηγορουμένων είναι αδικήματα του κοινού Ποινικού Δικαίου. Τα τρομοκρατικά αδικήματα είναι Ποινικά Αδικήματα, η τρομοκρατία όμως είναι ένα πολιτικό φαινόμενο. Το ουσιώδες δημόσιο συμφέρον στην προκειμένη περίπτωση συνίσταται, να ακούσει η ελληνική κοινωνία την ξύλινη γλώσσα των κυρίων κατηγορουμένων, μία γλώσσα με την οποία εκφράζεται μία απηρχαιωμένη πολιτική σκέψη, που βλέπει παντού διαβολικές συνομωσίες, μια απηρχαιωμένη σκέψη ολοκληρωτικής εμπνεύσεως.
Επειδή ίσως είμαστε ο μόνος λαός ο οποίος θεωρεί ότι η ελευθερία έχει μεγαλύτερη αξία από τη ζωή. Σας θυμίζω εκείνο του Ρήγα Φερραίου.
Θα ήθελα να τελειώσω διαβάζοντας ένα απόσπασμα και θα σας πω μετά από πού είναι:
«Η παρεμπόδιση της έκφρασης μιας γνώμης, πλήττει ολόκληρο το ανθρώπινο είδος, τόσο τη μέλλουσα, όσο και την παρούσα γενιά. Εκείνους που υποστηρίζουν αυτή τη γνώμη, αλλά ακόμα περισσότερο εκείνους που διαφωνούν με αυτήν
Αν η γνώμη είναι σωστή, τότε χάνουν την ευκαιρία να αντικαταστήσουν το σφάλμα με την αλήθεια
Αν είναι λαθεμένη, τότε στερούνται κάτι που είναι σχεδόν εξίσου ωφέλιμο: τη δυνατότητα διαυγέστερης αντίληψης και πιο ζωηρής εντύπωσης της αλήθειας, που είναι αποτέλεσμα της σύγκρουσης, μεταξύ αλήθειας και σφάλματος›.
Δεν πρέπει ναι κρυβόμαστε πίσω από τα δάχτυλά μας. Εάν χρειάστηκε 27 χρόνια για να εξαρθρωθεί η τρομοκρατία, είναι διότι όπως είπε ένας έγκριτος δημοσιογράφος, η κοινωνία μας ήταν μία κοινωνία της 17Ν, ήταν μια κοινωνία ή οποία μισοκαταδίκαζε τα μέσα, δηλαδή τις δολοφονίες και ήταν μια κοινωνία η οποία δικαίωνε τους σκοπούς, πρέπει να το πούμε αυτό.
Και πρέπει αυτή η κοινωνία να κοιτάξει μέσα στα πρόσωπα των κατηγορουμένων. Όπως θα μεταδοθεί από την τηλεόραση, το ίδιο της το πρόσωπο, για να συνειδητοποιήσει πως διατήρησε αυτό το φαινόμενο, να κάνει την αυτοκριτική της. Για να μην ξαναζήσει η χώρα μας, αυτού του είδους τα αδικήματα και για να μην κλάψουν οι άνθρωποι οι οποίοι έκλαψαν.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Υπάρχει άλλος εδώ; Του κ. Αξαρλιάν νομίζω, ο κ. Λίβος.
ΑΛ. ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, αν μπορούσα να προσθέσω δύο πράγματα μόνο και μάλιστα από τη θέση μου. Όπως ακούσατε από τον συνάδελφό μου, σκοπός της προτάσεως να καλυφθεί η δίκη τηλεοπτικώς, είναι πρώτον διότι δεν έχουν οι εντολείς μας τίποτε να φοβηθούν αλλά και διότι αναγνωρίζουμε το δικαίωμα κάποιων που έχασαν τους δικούς τους, να ακούσουν, να παρακολουθήσουν live τις απολογίες των κατηγορουμένων και γενικώς τα τεκταινόμενα σε αυτή τη δίκη. Αλλά και το δικαίωμα των γονιών και των συγγενών των κατηγορουμένων, να παρακολουθήσουν τη δίκη των παιδιών τους, των συγγενών τους, των φίλων τους.
Ήθελα να πω περαιτέρω, στα υπόλοιπα θέματα, ότι δεν υπάρχουν νόμοι καλοί ή κακοί, αλλά νόμοι ισχύοντες ή μη ισχύοντες. Ο 3090 είναι νόμος ο οποίος ισχύει και εσείς θα κρίνετε εάν καλώς ή κακώς ισχύει.
Το επόμενο που ήθελα να παρατηρήσω, είναι ότι είναι διαφορετική έννοια η δημοσιότης και διαφορετική έννοια η πληροφόρησις. Η δημοσιότης καλύπτεται πλήρως, άλλωστε αυτό θα υποτιμούσε το αντίθετο, την πληθώρα των εκλεκτών δημοσιογράφων οι οποίοι την παρακολουθούν, και επίσης ότι δημοσιότης υπήρξε και προ της ανακαλύψεως της τηλεοράσεως.
Και ακόμη, ότι το Γερμανικό Κοινοβούλιο εψήφισε νόμον, βεβαίως δικονομικόν, όχι ενόψει ή προ της δίκης του Στάμχαιν, αλλά κατά την διάρκεια της δίκης αυτής, καθ’ ο είχε δικαίωμα. Ευχαριστώ πολύ.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ακούγεστε εσείς κ.Λίβο τώρα για την οικογένεια Αξαρλιάν.
Ν. ΛΙΒΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, εκπροσωπώ την οικογένεια Αξαρλιάν και τον Στυλιανό Κήλη. Κύριε Πρόεδρε, αξιότιμοι κ.κ. Δικαστές, σεβόμενος το Δικαστήριό σας δεν θα ήθελα να σας κουράσω και θα μπορούσα και εγώ με μία αρνητική ή θετική τοποθέτηση να τελειώσω.
Υπάρχουν όμως δυο θέματα που έχουν τεθεί, τα οποία μου επιβάλλουν, παρόλα αυτά, να αναπτύξω δι’ ολίγον, την τοποθέτησή μας. Το ένα είναι η παρατήρηση του σεβαστού μου κ. Οικονομίδη προηγουμένως ότι αρκεί ένα ναι και ένα όχι εδώ και εφόσον υπάρχει ήδη αρνητική τοποθέτηση όλες οι επόμενες τοποθετήσεις είναι περιττές.
Μιλώ παρόλα αυτά για να πω ότι μετά το ναι και μετά το όχι μας, πρέπει να υπάρξει μία αιτιολόγηση για να δείξουμε ότι όποιο δικαίωμα μας δίνει ο νόμος να ασκήσουμε δεν το ασκούμε ως βέτο, αλλά και ούτε ως κατάχρηση δικαιώματος και αυτό έχουμε εκ του νόμου το δικαίωμα να κάνουμε, αλλά παρόλα αυτά δεν ασκούμε αυτό το δικαίωμα καταχρώμενοι τη δυνατότητα αυτή αλλά γιατί κι εμείς πιστεύουμε σε αυτό που λέει ο νόμος.
¶ρα μολονότι ο νόμος κακώς έχει θέσει το ζήτημα ως ψηφοφορία εμείς θέλουμε να πείσουμε παρόλα αυτά και δεν κάνουμε κατάχρηση του δικαιώματος γι αυτό μιλάμε. Το δεύτερο επιχείρημα τέθηκε κυρίως από την πολιτική αγωγή. Τι έχουμε να φοβηθούμε;
Εγώ θα σας εξηγήσουμε στα επόμενα τι έχουμε να φοβηθούμε. Έχουμε να φοβηθούμε. Γι’ αυτό το λόγο θέλω να πω δυο-τρία πράγματα. Ως προς την αντισυνταγματικότητα του νόμου και στο άρθρο 93 του Συντάγματος. Εκεί πράγματι υπάρχει η έννοια της δημοσιότητας και πρέπει να δούμε τι πληρότητα έχει αυτή η νομική έννοια.
Είναι πεποίθησή μου ότι αυτή η έννοια είναι αξιολογική και ποιοτική. Δεν είναι ποσοτική. Η έννοια της δημοσιότητας όπως είπε προηγουμένως και ο συνάδελφος από την πολιτική αγωγή, δεν επιδέχεται διαβαθμίσεις, δεν υπάρχει περισσότερη ή λιγότερη δημοσιότητα.
Η δημοσιότητα είτε υπάρχει, είτε δεν υπάρχει. Εάν νομίζουμε ότι δεν υπάρχει επειδή δεν υπάρχουν κάμερες εδώ ραδιοτηλεοπτικές, να το συζητήσουμε και θα το αναπτύξω στη συνέχεια. ¶ρα η έννοια της δημοσιότητας που προβλέπεται στο άρθρο 93 του Συντάγματος είναι αυτή η νομική αξιολογική έννοια της δημοσιότητας που δεν επιδέχεται διαβαθμίσεις. Βέβαια υπάρχει η έμμεση δημοσιότητα όπως λέγεται, αυτή δηλαδή της κάλυψης από τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα.
Αυτό όμως που υπάγεται στο άρθρο 93 του Συντάγματος είναι η άμεση δημοσιότητα, η δημοσιότητα του ακροατηρίου. Γιατί όμως να υπάρχει μόνον αυτή και γιατί μόνο στο ακροατήριο; Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Δικαστές δημοσιότητα σημαίνει ότι όποιο επικοινωνιακό ενέργημα εδώ στο σύστημα αυτό το επικοινωνιακό της ποινικής δίκης αναπτύσσεται, πρέπει να αναπτύσσεται υπό την πραγματολογική προϋπόθεση συγκροτήσεώς του της υπάρξεως ακροατηρίου.
Το ακροατήριο είναι ο σιωπηλός διάδικος της ποινικής δίκης. Αυτή είναι η αναγκαία προβλεπόμενη προϋπόθεση από το Σύνταγμα. Γιατί όμως δεν είναι και η ραδιοτηλεοπτική; Για να το καταλάβουμε αυτό θα σας πω ένα απλό παράδειγμα. Ας υποθέσουμε -υπόθεση εργασίας κάνω- ότι δεν επιτρέπουμε τις κάμερες, επιτρέπουμε όμως την ακώλυτη εισέλευση του κοινού στην αίθουσα αυτή. Θα έχουμε δημοσιότητα; Η απάντηση είναι, ναι θα έχουμε δημοσιότητα.
Αντιστρέφω ως υπόθεση εργασίας το παράδειγμα. Ας υποθέσουμε ότι δεν επιτρέπουμε την παρουσία κοινού στην αίθουσα αυτή αλλά μεταδίδουμε από το πρωί ως το βράδυ τη δίκη αυτή. Υπάρχει κανείς που θα πει ότι θα έχουμε τότε δημοσιότητα; Νομίζω ότι είναι προφανής η απάντηση, όχι τότε δεν θα έχουμε δημοσιότητα. Γιατί; Γιατί όπως είπα το ακροατήριο είναι ο σιωπηλός διάδικος και πρέπει και οφείλει να υπάρχει και αυτός καλύπτεται από το Σύνταγμα.
Κατά τούτο ο νόμος αυτός ως μη αναφερόμενος σε αυτού του είδους την δημοσιότητα αλλά στη δημοσιότητα την έμμεση δεν είναι αντισυνταγματικός και δεν μπορεί να κριθεί ενόψει του άρθρου 93 του Συντάγματος.
Ο νόμος αυτός παρέχει μία στάθμιση ανάμεσα στην προστασία της προσωπικότητας των παραγόντων της δίκης από την μία πλευρά και ανάμεσα στο ουσιώδες δημόσιο συμφέρον. Ο νομοθέτης κρίνει ότι μπορεί το ουσιώδες δημόσιο συμφέρον να υποχωρήσει μπροστά στην προστασία της προσωπικότητας των παραγόντων της δίκης και αυτή τη δυνατότητα παρέχει.
Θα ήθελα να πω σε μία παρατήρηση που ακούστηκε από τους αξιότιμους συναδέλφους της υπεράσπισης ότι η τηλεοπτική κάμερα επιτέλους δείχνει αυτό που γίνεται στη ποινική δίκη. Δεν επεμβαίνει στα διαδραματιζόμενα. Διαδραματιζόμενα και τεκταινόμενα για όσους το λένε. Δεν τεκταίνονται, διαδραματίζονται.
Αυτό, επιτρέψτε μου να πω με όλο το σεβασμό προς τους συναδέλφους ότι δείχνει μία επικοινωνιακή αφέλεια. Είμαστε αρκετά ώριμοι πλέον ως λαός και έχουμε αρκετή εμπειρία με την τηλοψία για να γνωρίζουμε ότι η κάμερα όπου υπάρχει δεν παριστά πραγματικότητα, παράγει πραγματικότητα, τη δική της πραγματικότητα, την τηλεοπτική πραγματικότητα.
Εάν φέρουμε την κάμερα εδώ θα παραχθεί αυτή η πραγματικότητα και εσείς κ. Πρόεδρε θα χάσετε το διευθυντικό σας δικαίωμα και καθήκον όπως το έχετε και όπως προβλέπεται από την Ποινική Δικονομία. Γιατί; Γιατί δίπλα σε αυτό το επικοινωνιακό σύστημα της ποινικής δίκης θα τοποθετηθεί ένα άλλο των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και όπως γνωρίζετε τα συστήματα συγκροτούνται βάσει ενός διαδικού κώδικα ωφελειών και ζημιών. Κέρδος και χασούρα να το πω με άλλα λόγια.
Εάν λοιπόν δίπλα σε αυτό το σύστημα εδώ που μιλάμε τώρα και επικοινωνούμε, θέσουμε ένα άλλο σύστημα το οποίο έχει άλλες αμοιβές, άλλες ωφέλειες και άλλες ζημιές ενδέχεται οι παράγοντες της δίκης να προτιμήσουν τις ωφέλειες αυτού του συστήματος, παρά τις ωφέλειες της Δικονομίας.
Αυτή η δυνατότητα επιλογής δεν πρέπει να υπάρχει για μας διότι εμείς μόνο με την Δικονομία κρίνουμε. Η Δικονομία έχει αυστηρούς κανόνες ενώ τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης όπως οφείλουν δεν έχουν αυστηρούς κανόνες για το πώς θα κάνουν τη δουλειά τους γιατί ασκούν συνταγματικό δικαίωμα υπαγόμενο στα άρθρα 14 και 15 του Συντάγματος.
Επομένως δεν μπορούμε να θέσουμε αυτό το σύστημα των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης ταυτόχρονα στο ακροατήριο εδώ και να θέσουμε τους παράγοντες της δίκης προ του διλήμματος να επιλέγουν σε ποιο από τα δύο θα μιλάνε και από τα ποιο από τα δύο θέλουν να ωφελούνται ή να ζημιώνονται. Διότι όπως σας είπα αυτό θα μείωνε το δικό σας το καθήκον και θα προσέβαλε επίσης την υποχρέωσή σας να ανακαλύψετε την αλήθεια.
Επίσης θα καθιστούσαν την ποινική δίκη εδώ ετερορυθμιζόμενη
από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Έχουμε λοιπόν το δικαίωμα να αρνηθούμε και δεν το κάνουμε κατά κατάχρηση δικαιώματος και θα εξηγήσω για ποιο λόγο.
Ειπώθηκε χθες -και συμφωνώ απολύτως με τους συναδέλφους της υπεράσπισης- ότι οι κατηγορούμενοι υπέστησαν προσβολές της προσωπικότητάς τους από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης κατά την προδικασία και πώς είναι δυνατόν τώρα αυτοί που οι άνθρωποι που τόσα υπέστησαν κατά την προδικασία, να μην έχουν το δικαίωμα τώρα επιτέλους να επανορθώσουν με δική τους πλέον επιλογή, με τις δικές τους τοποθετήσεις αυτή την εικόνα που δόθηκε εκεί που δεν είχαν δική τους επιλογή.
Κύριε Πρόεδρε, η οικογένεια Αξαρλιάν επίσης δεν είχε αυτή την επιλογή. Τα τελευταία δέκα χρόνια υπέστη επανειλημμένες παρακλήσεις και προσκλήσεις και πιέσεις από κάθε είδους Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, έντυπα και ηλεκτρονικά να τοποθετηθεί. Όμως αυτοπεριορίστηκε. Δεν βγήκε κανείς στην τηλεόραση, δεν βγήκε κανείς στο ραδιόφωνο γιατί κ. Πρόεδρε η οικογένεια Αξαρλιάν, πιστεύει σε αυτή τη δίκη και πιστεύει ότι πρέπει να μιλήσει μόνο σε σας, όταν θα έρθει η ώρα και δεν πρόκειται να μιλήσει παρά μόνο σε αυτό το βήμα, γιατί πιστεύει στην δική σας δικαιοσύνη και σε σας ως Δικαστές και όχι σε άλλους κριτές τηλεοπτικούς.
Νομίζω ότι η αξίωση του κατηγορουμένου κ. Κουφοντίνα χθες εδώ να τα θέλει όλα ή τίποτα, πρέπει να βαρύνει για την κρίση σας από ηθική άποψη το ίδιο, όπως και η αξίωση του μικρού Πέτρου Αξαρλιάν ο οποίος ήταν ανήλικος και μόλις πρόσφατα ενηλικιώθηκε να βλέπει τον αδελφό του συνέχεια σκοτωμένο στην γωνία Βουλής και Καραγιώργη Σερβίας και να μην πρέπει να τον βλέπει και να το ξαναβλέπει και να τον ξαναβλέπει και να ακούμε κιόλας για ποιο λόγο σωστά έγινε αυτή η επίθεση και επομένως τι να κάνουμε είχαμε και αυτή την παράπλευρη συνέπεια. Επομένως τοποθετούμεθα αρνητικά. Σας ευχαριστώ.