Aνεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (12/3/2003) Μέρος 2/7

Τετάρτη, 12 Μαρτίου 2003 18:51
UPD:18:57
A- A A+

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ευχαριστούμε. Για το περιστατικό Κάραβελ είναι ο κ. Χατζηπαναγιώτου. Ένας φαντάζομαι θα μιλήσει. Ο κ. Ταουξής. Ελάτε κ. Ταουξή.

Β. ΤΑΟΥΞΗΣ: Με τόσο εκλεκτό ακροατήριο, το μικρόφωνο φαντάζει ιδιαίτερα θελκτικό και γοητευτικό. Παρακολούθησα πραγματικά τον γοητευτικό άρτια δομημένο και πολύ καλό λόγο των εκλεκτών συναδέλφων της Υπεράσπισης κατά τη χθεσινή διαδικασία, ανεξάρτητα από το ότι η επιχειρηματολογία που ανεπτύχθη εμένα προσωπικά δεν με κάλυψε.

Πιστεύω ότι όταν έχουμε την «ατυχία› να τοποθετούμεθα μετά από μία σειρά εκλεκτών συναδέλφων, φοβάμαι ότι η εργασία που εγώ προσωπικά είχα ετοιμάσει να αναφέρω ενώπιόν σας, έχει ήδη αναφερθεί τουλάχιστον τρεις ή τέσσερις φορές. ¶ρα θα το θεωρούσα περιττή επανάληψη να αναφερθώ και εγώ στην ίδια νομική επιχειρηματολογία και στα ίδια ή περίπου στα ίδια πραγματικά περιστατικά που αφορούν την υπό χρήση ένσταση.

Θέλοντας να είμαι ιδιαίτερα λακωνικός, τηλεγραφικός και να συμβάλω έστω δια της συντόμου τοποθετήσεώς μου, ζητώ απ’ το δικαστήριό σας να απορριφθεί η ένσταση της Υπεράσπισης.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ευχαριστούμε. Έχουμε υπόθεση Ρέντη. Ο κ. Γεωργουλέας. Δεν είναι εδώ.

(Διαλογικές Συζητήσεις)

Έχω μια σειρά εδώ. Μου έχει κάνει ένα κατάλογο ο κ. Γραμματεύς. Έχετε υποχρέωση, δεν υπάρχει αντίρρηση, κύριε Συνήγορε ελάτε παρακαλώ.

ΣΤ.ΓΕΩΡΓΙΟΥ: Έχει δίκιο ο συνάδελφος κύριε Πρόεδρε, γιατί πολλά δικαστήρια και μάλιστα κατώτερα του δικού σας δεν αντιλαμβάνονται ότι η απασχόλησή μας σ’ αυτή τη δίκη συνιστά κώλυμα και εγώ θα αναγκαστώ να φύγω σε λίγο.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε Γεωργίου όπως αντιλαμβάνεστε αντιλαμβάνομαι τα πάντα σχετικά με τους δικηγόρους. Ένα δεν θα μπορέσω να αντιληφθώ, να μην πηγαίνουμε πολύ αργά. Εκείνο δεν μπορώ να το αντιληφθώ. Αλλά το ότι έχετε και άλλες δουλειές αντιλαμβάνομαι πλήρως και δεν θα κλείσετε τα γραφεία σας επειδή έχετε μία υπόθεση. Φαντάζομαι και οι κύριοι κατηγορούμενοι και οι πελάτες σας οι πολιτικώς ενάγοντες αυτό το αντιλαμβάνονται. Αλίμονο. Και γι’ αυτό δεν έρχονται συγχρόνως όλοι εδώ.

Παρακαλώ. Υπόθεση Αγγελόπουλου.

Π. ΜΑΧΑΣ: Θα μιλήσω και για την υπόθεση Αγγελόπουλου και παρίσταμαι ως συνήγορος Πολιτικής Αγωγής της Αναστασίας Αγγελοπούλου και για την υπόθεση Βαρδινογιάννη όπου παρίσταμαι ως συνήγορος Πολιτικής Αγωγής Βαρδή Βαρδινογιάννη και για την υπόθεση Αθανασιάδου όπου παρίσταμαι ως συνήγορος Πολιτικής Αγωγής της Ελένης και της Εμμανουέλλας Αθανασιάδου.

Κύριε Πρόεδρε, κύριοι δικαστές, το ζήτημα το οποίο τίθεται στο Δικαστήριό σας και επί του οποίου θα κληθείτε να αποφασίσετε, είτε εάν ο νόμος 2928/2001 ο οποίος εισήγαγε τη ρύθμιση με την οποία αρμόδιο είναι το Δικαστήριό σας, είναι συνταγματικός ή όχι.

Η πλευρά της υπεράσπισης και ο εκλεκτοί συνάδελφοι της Υπεράσπισης διατύπωσαν μια σειρά από αιτιάσεις αντισυνταγματικότητας, διότι ουσιαστικά δεν τίθεται άλλο θέμα, αφού είναι ρητή η διάταξη του νόμου, οπότε τίθεται το ζήτημα αντισυνταγματικότητας αυτής επί της οποίας και πρέπει το Δικαστήριό σας να αποφανθεί. Οι αιτιάσεις περί της αντισυνταγματικότητας του 2928/2001 είναι τέσσερις κύριε Πρόεδρε.

Η πρώτη είναι ότι αντιβαίνει στην αρχή του φυσικού δικαστή, δηλαδή ότι αντιβαίνει στη διάταξη του 8 του Συντάγματος και του 87 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος όπως ισχύει σήμερα.

Η δεύτερη αιτίαση είναι ότι παραβιάζεται η αρχή του τεκμηρίου αρμοδιότητας του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, επί όλων των κακουργημάτων και δη των πολιτικών εγκλημάτων.

Η τρίτη αιτίαση περί της αντισυνταγματικότητας της διάταξης αυτής, σχετίζεται με τον λόγο τον οποίο υποστήριξε η πλευρά της Υπεράσπισης, ότι είναι αναρμόδιο το δικαστήριό σας, επειδή είναι αρμόδιο το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο με βάση τη ρητή διάταξη που προβλέπει το Σύνταγμα.

Η τέταρτη αιτίαση είναι ότι παραβιάζεται η αρχή της μη αναδρομικότητας. Και θα εισέλθουμε εδώ γιατί η άποψη είναι παγία και της θεωρίας και της νομολογίας.

Όσον αφορά το πρώτο ζήτημα, η ένσταση η οποία προβάλλεται απ’ την πλευρά της Υπερασπίσεως σχετικά με τον φυσικό δικαστή, το Δικαστήριό σας απεφάνθη. Το Δικαστήριό σας έκρινε ότι είστε ο φυσικός δικαστής, ότι απαρτίζεται απ’ τον δικαστή ο οποίος αντλεί τη δύναμή του απ’ το Σύνταγμα, ο οποίος απολαμβάνει λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας και ο οποίος έχει το δικαίωμα σύμφωνα με τη συνταγματική πρόβλεψη τη δυνατότητα να κρίνει και να δικάσει αυτή την υπόθεση.

Διατυπώνεται βέβαια απ’ την πλευρά της Υπεράσπισης η αιτίαση και η σκέψη, ότι πως είναι δυνατόν να είναι αρμόδιο το Δικαστήριό σας, όταν το βαρύτερο απ’ τα εγκλήματα τα οποία δικάζονται, που είναι η ανθρωποκτονία, κανονικά, υπό κανονικές συνθήκες θα πήγαινε στο Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο. Θα ήταν αρμοδιότητος του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου.

Διατυπώθηκε δε η άποψη ότι δεν υπάρχει και καμία άλλη περίπτωση και εδώ έχουμε μάλιστα και μία καταχρηστική ή αν θέλετε μια δυσμενή διάκριση απέναντι τους συγκεκριμένους κατηγορουμένους απ’ την πλευρά του τακτικού νομοθέτη. Δηλαδή διατυπώθηκε η άποψη, πως είναι δυνατόν όταν όλες οι άλλες οι ανθρωποκτονίες πηγαίνουν και κρίνονται απ’ το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, οι συγκεκριμένες ανθρωποκτονίες, επειδή δικάζονται με τον συγκεκριμένο νόμο, με τον 2928/2001 να έρχονται και να κρίνονται απ’ το δικαστήριό σας.

Κύριε Πρόεδρε, κύριοι δικαστές, η άποψη την οποία διατυπώσαμε και στην προηγούμενη ένσταση περί κακής συγκρότησης του Δικαστηρίου σας είναι σαφής. Η θέση την οποία αναπτύσσουμε και προβάλουμε στο Δικαστήριό σας, είναι ότι σαφώς αποτελείτε τον φυσικό δικαστή. Σαφώς δεν τίθεται θέμα της παράβασης της συνταγματικής διάταξης του άρθρου 8 και του άρθρου 87 παρ. 1 και 3.

Μόνο θα θυμίσω και θα φέρω στο Δικαστήριό σας κάτι το οποίο είπε και ο κ. Φυτράκης, ότι με το Ν. 1897/90 με το άρθρο 12 παρ. 1, εισήχθη στην αρμοδιότητα των Τριμελών Εφετείων Κακουργημάτων και κάθε άλλη ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, η οποία τελέστηκε στα πλαίσια είτε αεροπειρατείας, είτε πειρατείας στη θάλασσα, είτε πειρατείας στις σιδηροδρομικές μεταφορές. ¶ρα δεν είναι η μόνη περίπτωση και ούτε συνιστά τη δυσμενή διάκριση.

Δεύτερον, ουδέποτε εκρίθη απ’ τα δικαστήριά σας ότι είναι αντισυνταγματική η συγκεκριμένη διάταξη, διότι παραβαίνει την αρχή του φυσικού δικαστού. ¶ρα με βάση αυτό το επιχείρημα και με βάση όλα όσα αναπτύχθηκαν σχετικά με την ένσταση περί κακής συγκρότησης του Δικαστηρίου σας, πιστεύω ότι δεν τίθεται θέμα για την αιτίαση που προβάλει η πλευρά της Υπεράσπισης περί μη συγκρότησης του δικαστηρίου σας από φυσικό δικαστή και κατά συνέπεια αρμοδιότητας του Δικαστηρίου σας.

Η δεύτερη αιτίαση η οποία προβάλλεται απ’ την πλευρά της Υπεράσπισης, είναι ότι το άρθρο 97 παρ. 1 του Συντάγματος, προβλέπει ρητά ότι τα πολιτικά εγκλήματα δικάζονται απ’ τα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια. ¶ρα μ’ αυτή τη σκέψη, κατ’ αρχήν η διάταξη του 109 του Κ.Π.Δ. είναι αντισυνταγματική, η οποία προβλέπει ότι μόνο τα πολιτικά πλημμελήματα δικάζονται απ’ τα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια και δεύτερον, η διάταξη του Ν. 2928/2001 και αυτή είναι αντισυνταγματική.

Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Δικαστές, κατ’ αρχήν πριν μπούμε σ’ αυτή την ανάλυση αυτού του ζητήματος, θα πρέπει να απαντήσουμε σε δύο ερωτήματα. Οι συμπεριφορές όπως αποδίδονται στους κατηγορουμένους και κατά την άποψη της Πολιτικής Αγωγής έχουν τελεστεί απ’ αυτούς, συνιστούν τρομοκρατία; Ερώτημα πρώτο. Και ερώτημα δεύτερο. Συνιστούν οι συμπεριφορές αυτές πολιτικό έγκλημα ή συνιστούν και πολιτικό έγκλημα; Και γι’ αυτό πρέπει να απαντήσουμε.

Η τρομοκρατία κύριε Πρόεδρε και κύριοι Δικαστές γνωρίζετε πολύ καλά ότι δεν αποτελεί μια έννοια του εσωτερικού ποινικού δικαίου άμεση. Δηλαδή δεν προβλέπεται στο ποινικό μας κώδικα, δεν προβλέπεται σε άλλη ποινική διάταξη.

Όμως, έχει γίνει εσωτερικό δίκαιο με το 28 του Συντάγματος, λόγω της εισαγωγής στην ελληνική έννομη τάξη δια της κυρώσεως διεθνών συμβάσεων. Θυμίζω μόνο τη σύμβαση της Γενεύης για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας του 1937, τη σύμβαση του Μόντρεαλ για την αεροπειρατεία και την ασφάλεια των εναερίων συγκοινωνιών του 1971, τη σύμβαση του 1977 των κρατών-μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης περί καταστολής τρομοκρατίας. Και την τελευταία βέβαια η οποία διατυπώθηκε στο Δικαστήριό σας δια μακρόν.

Σε όλες αυτές τις συμβάσεις υπάρχει ένας κοινός προσδιορισμός της τρομοκρατίας, ότι η τρομοκρατία συνιστά ενέργειες στρεφόμενες κατά ανυπεράσπιστων ανθρώπων, με σκοπό να προκαλέσουν φόβο και τρόμο. Αυτή είναι η τρομοκρατία. Αυτή είναι η έννοια η οποία δίνεται και μ’ αυτό τον τρόπο και μ’ αυτή την οπτική πρέπει να προσεγγίσει το Δικαστήριό σας την τρομοκρατία.

Εν προκειμένω, οι αποδιδόμενες πράξεις όπως αυτές φέρονται στο βούλευμα το παραπεμπτικό του Συμβουλίου Εφετών -και εδώ θα αναφερθώ για τις περιπτώσεις των πελατών τους οποίους εκπροσωπώ- έχουν τα εξής χαρακτηριστικά:

Πρώτον. Εστράφησαν οι κατηγορούμενοι κατά ανθρώπων ανυπεράσπιστων. Διατυπώθηκε βέβαια η άποψη ότι εδώ έχουμε έναν πόλεμο. Ακούσαμε και το εξής γλαφυρό, ότι εδώ υπάρχει ένας πόλεμος, υπάρχει μια πάλη των τάξεων, ένας πόλεμος όπου η μία πλευρά πρέπει να πυροβολεί την άλλη, ανυπεράσπιστους ανθρώπους.

Θυμίζω μόνο στην υπόθεση Αγγελόπουλου και εντελώς παρενθετικά αυτό, ότι ο μακαρίτης Δημήτριος Αγγελόπουλος ξεκίνησε το πρωί απ’ το σπίτι του για να πάει στη δουλειά του, χωρίς να φρουρείται, χωρίς να έχει κάποια άλλη φοβία, χωρίς να ανησυχεί για τίποτα και ξαφνικά τον περίμεναν σε ένα συγκεκριμένο σημείο -και αναφέρομαι εδώ τουλάχιστον και σε όσους ανέλαβαν και τις πολιτικές και ποινικές ευθύνες των πράξεων αυτών- και τον πυροβόλησαν και τον σκότωσαν στη μέση της Αθήνας, στη μέση του Κολωνακίου. ¶ρα μιλάμε σαφώς για ανυπεράσπιστους ανθρώπους.

Δεύτερον. Είναι πράξεις οι οποίες προκάλεσαν τρόμο. Και αυτό το στοιχείο υπάρχει. Πράγματι προκάλεσαν τρόμο. Και πράγματι ήταν και ο σκοπός να προκαλέσουν τρόμο. Θυμίζω μόνο το χορείο εκείνο της προκήρυξης της υπ’ αριθμ. 80 αν θυμάμαι καλά, στην οποία αναφέρονταν σε Διευθυντή εφημερίδας όπου έλεγαν, «όποιος στο εξής μας πιάνει στο όνομά του, θα πρέπει να προσέχει πάρα πολύ καλά›. Αυτό δεν έχει σκοπό και πρόθεση να τρομοκρατήσει; Δεν έχει σκοπό και πρόθεση να φοβίσει; ¶ρα πληρούνται και τα δύο στοιχεία και σαφώς έχουμε τρομοκρατικές ενέργειες.

Ερώτημα δεύτερο: Οι τρομοκρατικές ενέργειες θα μπορούσαν να αποτελέσουν πολιτικό έγκλημα; Διατυπώθηκε από την πλευρά της Υπεράσπισης –νομίζω από την κα Κούρτοβικ και αν κάνω λάθος ας με διορθώσει- ότι ad hoc πολιτικό έγκλημα κατ’ εξοχήν πολιτικό έγκλημα είναι η τρομοκρατία.

Θα μου επιτρέψετε να διαφωνήσω -όχι τόσο πολύ στο φιλοσοφικό επίπεδο, στο οποίο δεν μπαίνουμε εδώ γιατί εδώ είμαστε ποινικό δικαστήριο και μπαίνουμε σε νομική προσέγγιση των πραγμάτων- όσο και στα διεθνή συμβατικά κείμενα, τα οποία αποτελούν και στοιχείο της εσωτερικής εννόμου τάξεως. Σε όλα αυτά τα συμβατικά κείμενα, ένα είναι το κοινό στοιχείο: ότι η τρομοκρατία δεν αποτελεί πολιτικό έγκλημα.

¶ρα με βάση τη σκέψη αυτή, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι αφού έχουμε τρομοκρατική συμπεριφορά, δεν υπάρχει πολιτικό έγκλημα και από εκεί και πέρα δεν υπάρχει λόγος συζήτησης όλων των άλλων ζητημάτων.

Μόνο θα αναφερθώ σε μια απόφαση της νομολογίας του Συμβουλίου του Αρείου Πάγου την 820/89 η οποία λέει για το ζήτημα της τρομοκρατίας. Τρομοκρατικές ενέργειες οι οποίες προξένησαν θύματα και προκάλεσαν κίνδυνο σε ανυπεράσπιστους ανθρώπους, δεν αποτελούν πολιτικά εγκλήματα ή συναφή προς αυτά.

¶ρα το συμπέρασμα στο οποίο άγεται κανείς είναι κατ’ αρχήν ότι ο νόμος 2928/2001 περί της αρμοδιότητας του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, είναι καθ’ όλα συμβατός ο νόμος αυτός και η διάταξη που εισήγαγε την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, είναι καθ’ όλα συμβατή με την αρχή του φυσικού δικαστή. Δεύτερον, ότι οι αποδιδόμενες ενέργειες αφού είναι τρομοκρατικές –όπως προείπαμε- δεν μπορούν να έχουν το χαρακτήρα του πολιτικού εγκλήματος.

Θα προχωρήσω όμως ένα βήμα παρακάτω και θα αναζητήσω -και θα μου επιτρέψετε σύντομα κ. Πρόεδρε- το αν οι συγκεκριμένες συμπεριφορές –ξεχνώντας την τρομοκρατική τους διάσταση- αποτελούν πολιτικό έγκλημα.

Κατ’ αρχήν τι είναι πολιτικό έγκλημα. Γνωρίζει το Δικαστήριό σας πολύ καλά και αναπτύχθηκε από συναδέλφους, ότι το πολιτικό έγκλημα δεν έχει το νομικό προσδιορισμό και τον αυθεντικό προσδιορισμό από το νομοθέτη. Δεν αναφέρεται πουθενά τι συνιστά πολιτικό έγκλημα. Όπως γνωρίζει πολύ καλά το Δικαστήριό σας, όλα τα άλλου είδους εγκλήματα, τα οποία δικάζονται και τιμωρούνται με βάση τον ποινικό μας κώδικα. Υπάρχει η αναφορά στο Σύνταγμα, υπάρχει η αναφορά στο 109 του Κ.Π.Δ.

Η προσέγγιση της ερμηνείας –γιατί αφού δεν υπάρχει η αυθεντική ερμηνεία του νομοθέτη, υπάρχει η γραμματική, η συστηματική και η τελολογική ερμηνεία και η ιστορική βέβαια- της έννοιας του πολιτικού εγκλήματος, έγινε με δύο τρόπους.

Ο πρώτος τρόπος ήταν με τρεις θεωρίες οι οποίες αναπτύχθηκαν και θα είμαι πολύ σύντομος σε αυτές γιατί αναπτύχθηκαν δια μακρόν από συναδέλφους.

Η πρώτη είναι η αντικειμενική θεωρία. Κατά την αντικειμενική θεωρία και αναφέρομαι σε μια απόφαση κ. Πρόεδρε συμπυκνώνοντας την έννοιά της, καταλήγει: «Πολιτικά εγκλήματα νοούνται μόνο αι κατά της πολιτείας απευθυνόμεναι αξιόποιναι πράξεις ήτοι τα εγκλήματα τα περιλαμβανόμενα εις τον γενικό χαρακτηρισμό της εσχάτης προδοσίας, τα εγκλήματα κατά της εσωτερικής ασφάλειας του κράτους ή τα εγκλήματα κατά της εσωτερικής προσωπικότητας του κράτους.

Αυτή είναι η απόφαση του Αρείου Πάγου, η 457 του 1947. Η απόφαση αυτή και η θεωρητική προσέγγιση της αντικειμενικής θεωρίας πλέον δεν είναι η κρατούσα στο δικαϊικό μας σύστημα. Και δεν είναι η κρατούσα διότι πολλές φορές έδωσε τη δυνατότητα σε παρεκκλίσεις.

Θυμίζω μόνο ότι έδωσε το έρεισμα, αυτά τα ανεπιεική αποτελέσματα στα οποία κατέληξε η αντικειμενική θεωρία, στον Ν. 4229 του 1929 που ήταν το γνωστό ιδιώνυμο περί μειονότητας επιδιωκούσης τη βιαία ανατροπή του πολιτεύματος.

Η δεύτερη προσέγγιση η οποία υπήρξε και υπήρξε για ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και έχει και ιστορική σημασία να το προσεγγίσουμε αυτό και να το αναδείξουμε, η δεύτερη θεωρία που αναπτύχθηκε ήταν η υποκειμενική θεωρία.

Η υποκειμενική θεωρία λοιπόν υιοθετήθηκε νομολογιακά στην Ελλάδα μόνο από το 1920 μέχρι το 1929. Κύριε Πρόεδρε, στις αποφάσεις στις οποίες αναφέρομαι και όσες σχετίζονται με αυτά τις έχουμε ετοιμάσει σ’ έναν τόμο, τους οποίους θα εγχειρήσουμε στο Δικαστήριο σας.

Υιοθετήθηκε λοιπόν νομολογιακά μόνο από το ’20-’29 με έναν σκοπό όμως. Με σκοπό και με αφετηρία το Διάταγμα Αμνηστίας της 8ης Νοεμβρίου του 1920. Για να δικαιολογήσει λοιπόν την αμνηστία του 1920, έκριναν τα δικαστήρια και ακολουθήθηκε η υποκειμενική θεωρία προκειμένου να χαρακτηριστούν πολιτικά τα εγκλήματα και άρα να χορηγηθεί η αμνηστία.

Η τρίτη θεωρία, η οποία σήμερα είναι η κρατούσα και ακολουθείται σε μεγάλο βαθμό σε όλον το Δυτικό κόσμο, είναι η μικτή θεωρία, η οποία καταλήγει στην εξής συμπυκνωτική φράση: Πολιτικά εγκλήματα χαρακτηρίζονται τα προσβάλλοντα δικαιώματα της Πολιτείας συνεχόμενα αμέσως με τον πολιτικό οργανισμό αυτής, σκοπούντα εις την ανατροπή ή αλλοίωση αυτής. Είναι η απόφαση 761 του 1975 του Αρείου Πάγου, 477 του ‘75 του Εφετείου Αθηνών και μια πλειάδα άλλων και σύγχρονων αποφάσεων.

Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δοθεί, διότι πρόσεξα ότι όταν αναφέρθηκε αυτή η απόφαση από κάποιους συναδέλφους της πολιτικής Υπερασπίσεως δεν αναφέρθηκε η λέξη αμέσως, η οποία είναι εξαιρετικά ουσιώδης όπως αντιλαμβάνεται το Δικαστήριο σας για την ερμηνεία της διάταξης αυτής.

Δεν πρέπει απλώς να υπάρχουν τα πολιτικά κίνητρα, δεν πρέπει απλώς οι πράξεις να είναι πρόσφορες, να έχουν κάποιο πολιτικό αντίκτυπο, διότι μας μίλησαν για πολιτικό αντίκτυπο, ότι πράγματι οι προκηρύξεις είχαν ένα πολιτικό αντίκτυπο, ότι πράγματι υπήρξαν πολιτικοί αρχηγοί οι οποίοι είπαν ότι προσβάλλεται η δημοκρατία μας.

Αυτό όμως συνιστά προσβολή του πυρήνα, διότι η άμεση προσβολή του πολιτικού οργανισμού σημαίνει μόνο και μόνο αυτό, η προσβολή του πυρήνα. Κι εδώ θα αναφέρω στο Δικαστήριο σας και λίγες αποφάσεις οι οποίες έκριναν τι είναι πολιτικό έγκλημα. Όχι επί ζητημάτων εκδόσεων, επί της εσωτερικής εννόμου τάξεως.

Κρίθηκε λοιπόν ότι η παρεμπόδιση εκλογέων για την άσκηση εκλογικών δικαιωμάτων είναι πολιτικό έγκλημα. Η καλπονοθία είναι πολιτικό έγκλημα. Η αλλοίωση αποτελέσματος εκλογών είναι πολιτικό έγκλημα.

Αντιθέτως εκρίθη ότι δεν είναι πολιτικό έγκλημα η εξύβριση ή δυσφήμιση Υπουργού, η αντίσταση κατά της Αρχής, πράξεις δηλαδή οι οποίες ενδεχομένως να έχουν κάποιο πολιτικό κίνητρο, ενδεχομένως να έχουν κάποια πολιτική επίπτωση, σε κάθε όμως περίπτωση δεν προσβάλλουν τον πυρήνα του δημοκρατικού πολιτεύματος, τον οποίον και καλείται το Σύνταγμα να προστατεύσει.

¶ρα λοιπόν εδώ φτάνουμε στο ερώτημα μετά από την ανάλυση αυτών των θεωριών, η απόπειρα δολοφονίας Βαρδινογιάννη, η δολοφονία Αγγελόπουλου, η δολοφονία Αθανασιάδη, τι αποτέλεσαν; Αποτέλεσαν άμεση προσβολή του πολιτικού οργανισμού του ελληνικού κράτους;

Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει την άποψη ότι πέραν της εκδίκησης; Γιατί μόνο για εκδίκηση ακούσαμε, μόνο για μια αν θέλετε ιδιότυπη, για έναν συγκερασμό, αν θέλετε έναν συμψηφισμό ιδιότυπο, ο οποίος ακούστηκε από την πλευρά της υπεράσπισης και νομίζω εσφαλμένα και ας μου το επιτρέψουν οι συνάδελφοι της υπεράσπισης ακούστηκε ότι εδώ ξέρετε τόσα χρόνια σκοτωνόντουσαν από τη μια πλευρά, ας σκοτωθούν και λίγοι από την άλλη. Δεν είναι έτσι όμως τα πράγματα κ. Πρόεδρε και δεν μπορούν να επιτραπούν να ακούγονται σ’ αυτό το Δικαστήριο αυτού του είδους οι απόψεις.

Η διάπραξη λοιπόν των εγκλημάτων αυτών δεν έχει πολιτικό χαρακτήρα. Ένα ακόμη στοιχείο, το οποίο νομίζω ότι πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο του προβληματισμού του Δικαστηρίου σας. Όταν οι πράξεις αυτές, οι οποίες λέγεται ότι έχουν τα τόσο σημαντικά πολιτικά κίνητρα ή την πρόθεση να έχουν τόσο μεγάλο πολιτικό αντίκτυπο, γιατί ουσιαστικά δεν είχαν και το γνωρίζει το Δικαστήριο σας, όταν αυτές οι πράξεις διασκεδάζονται, ενισχύονται, αν θέλετε έχουν και μια σειρά από όλες τις πράξεις για τις οποίες δεν είχαν το ίδιο θάρρος οι κύριοι κατηγορούμενοι να βγάλουν και προκηρύξεις, αναφέρομαι στις ληστείες, στις κλοπές, σε μια σειρά αδικήματα κατά των περιουσιακών εννόμων αγαθών, γι’ αυτές τις πράξεις είχαν και γι’ αυτές πολιτικά κίνητρα;

Αναφέρομαι σε μια απόφαση, την 508 του 1990 του Αρείου Πάγου, η οποία αναφέρει το εξής: «Η διάπραξη και σωρεία κλοπών εκδηλώνοντας χαρακτήρα τελείως διαφορετικό από εκείνον ο οποίος αρμόζει σε πρόσωπα που έχουν σταθερές πολιτικές πεποιθήσεις και μάχονται για την επικράτηση πολιτικών σκοπών, δεν συνδυάζεται με το πολιτικό έγκλημα›. Είναι η 508 του 1990.

¶ρα και επ’ αυτού έχουν αποφανθεί τα δικαστήρια σας. Ότι δεν αποτελεί πολιτικό έγκλημα το να πας να σκοτώσεις κάποιον άτυχο αστυνομικό, ο οποίος ήταν σε ένα κατάστημα Τραπέζης. Δεν είναι πολιτικό έγκλημα να κάνεις μια ληστεία σ’ ένα supermarket στο Μαρινόπουλο. Δεν είναι πολιτικό έγκλημα να πας να κάνεις μια ληστεία σε Τράπεζα. Δεν είναι πολιτικό έγκλημα να κλέψεις μια μηχανή. Όλα αυτά κ. Πρόεδρε ενισχύουν τη θέση μας ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση οι αποδιδόμενες πράξεις δεν αποτελούν πολιτικό έγκλημα.

Η δεύτερη προσέγγιση του πολιτικού εγκλήματος, η οποία διατυπώθηκε από τον Καθηγητή Γεώργιο – Αλέξανδρο Μαγκάκη, και με την οποία συμφωνώ κι εγώ περισσότερο αν μου επιτρέπετε την άποψη μου σε επιστημονικό επίπεδο, είναι ότι πολιτικό έγκλημα δεν μπορεί να υπάρχει στα πλαίσια του δημοκρατικού πολιτεύματος, διατυπώνεται η άποψη.

Μα το πολιτικό έγκλημα το προβλέπει το Σύνταγμα μας. Πως είναι λοιπόν δυνατόν να μην ισχύει πολιτικό έγκλημα στα πλαίσια δημοκρατικού πολιτεύματος; Γνωρίζει πολύ καλά το Δικαστήριό σας ότι το Σύνταγμα μας έχει και διατάξεις, μάλλον μία διάταξη, η οποία σχετίζεται και με την περίπτωση ανατροπής του. Αναφέρομαι στο 120 του Συντάγματος, το παλιό 114 του Συντάγματος του 1954, όπου υποχρεώνει τον κάθε δημοκρατικό πολίτη να αγωνιστεί έστω και με τη βία για την αποκατάσταση της δημοκρατίας.

Η άποψη την οποία διατύπωσε ο Καθηγητής Μαγκάκης συμπυκνώνεται στα εξής: «Κατ’ αρχήν το πολιτικό έγκλημα είναι μια επιεικέστερη μορφή εγκλήματος. Είναι φορτισμένη επιεικέστερα σε σχέση με το κοινό ποινικό έγκλημα›.

Για ποιον λόγο; Κατ’ αρχήν γιατί είδατε ότι παρέχεται δυνατότητα αμνηστίας εκ του Συντάγματος. Χορηγείται δηλαδή μαζικά και σε όλους οι οποίοι διέπραξαν πολιτικό έγκλημα -αν κριθεί αυτό από τα αρμόδια όργανα της Βουλής- χορηγείται αμνηστία. Δεύτερον, ότι απαγορεύεται η έκδοση εκζητουμένου εάν οι πράξεις του συνιστούν πολιτικό έγκλημα. Αυτό σχετίζεται με διεθνείς συμβάσεις. Τρίτον, με την παλιότερη διατύπωση του Συντάγματος, η οποία τώρα πρόσφατα αναθεωρήθηκε, με το άρθρο 7 παρ. 3 εδάφιο β του Συντάγματος μόνο για τα πολιτικά εγκλήματα όχι δεν εκτελείτο, δεν επεβάλλετο η ποινή του θανάτου.

¶ρα λοιπόν με αυτά τα τρία στοιχεία και με την ιστορική ερμηνεία την οποία πολύ εναργώς ανέπτυξε ενώπιον σας ο Καθηγητής ο κ. Αναγνωστόπουλος, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι πράγματι το πολιτικό έγκλημα αντιμετωπίζεται από τον νομοθέτη με πιο ευμενέστερο πνεύμα.

Η δεύτερη βάση αντιμετώπισης του πολιτικού εγκλήματος είναι το 120 του Συντάγματος όπως σας είπα. Ότι δηλαδή με κίνητρο το 120, με βάση τα δημοκρατικά φρονήματα, με βάση την αγωνία και την προσπάθεια για την εμπέδωση, εγκαθίδρυση, ενίσχυση της δημοκρατίας, με βάση όλα αυτά οδηγείται ο πολίτης στο να διαπράξει κάποια πολιτικά εγκλήματα για τα οποία πρέπει να αντιμετωπιστεί με τρόπο ευμενέστερο όπως ανέπτυξα παραπάνω.

Με αυτό το πνεύμα και απόδειξη αν θέλετε αυτής της σκέψης ότι αν θέλετε βαίνει προς την σωστότερη κατεύθυνση, με αυτό το πνεύμα οδηγήθηκε και το δικαστήριο το 5μελές τότε εκ τακτικών δικαστών αποτελούμενο Εφετείο στην απόφαση κατά των πρωταιτίων της Δικτατορίας του 1967, της χούντας, όπου έκρινε ότι οι συμπεριφορές αυτές δεν αποτελούν πολιτικά εγκλήματα και έκρινε εαυτόν αρμόδιο για να κρίνει αυτές τις συμπεριφορές.

Όλη αυτή η θεωρία καταλήγει στο εξής ερώτημα: για ποιο λόγο το Σύνταγμα μας να δίνει το έρεισμα ευνοϊκότερης αντιμετώπισης εκείνων οι οποίοι πολεμούν την Δημοκρατία, εκείνων οι οποίοι αγωνίζονται για την κατάλυση του ιδίου του Συντάγματος, εκείνων οι οποίοι ασεβούν κατά των ατομικών δικαιωμάτων, εκείνων οι οποίοι ασεβούν απέναντι στη ζωή και στον οικογενειακό, επαγγελματικό και προσωπικό βίο όλων των θυμάτων;

Θυμίζω μόνο κ. Πρόεδρε ότι το ποινικό δίκαιο, διότι διατυπώθηκαν διάφορες απόψεις, οι οποίες πολλές εξ αυτών ήταν και ?de legge aferenza?, εδώ κρίνουμε με βάση το ποινικό μας δίκαιο. Το ποινικό δίκαιο και ο ποινικός κώδικας ασχολείται με τα έννομα αγαθά, με την προστασία των εννόμων αγαθών. Αυτό είναι το κρίσιμο, πως θα προστατεύσουμε τα έννομα αγαθά, τη ζωή του πολίτη, την ελευθερία του, την ασφάλεια του. Αυτά είναι που πρέπει να μας ενδιαφέρουν.

Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Δικαστές, διατυπώθηκε ως προς τη διάταξη του 97 παρ. 1, το οποίο αναφέρεται στα πολιτικά εγκλήματα και στην αρμοδιότητα των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων, το 97 παρ. 1 πράγματι αναφέρεται σε μια πρόβλεψη – πλαίσιο, ότι δηλαδή όλα τα κακουργήματα κατ’ αρχήν δικάζονται από τα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια, όπως και όλα τα πολιτικά εγκλήματα δικάζονται από τα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια.

Εδώ θα μπω κ. Πρόεδρε αν μου επιτρέπετε και στην σκέψη ότι κι αν ακόμη κρίνει το Δικαστήριο σας ότι έχουμε πολιτικό έγκλημα, που εμείς διαφωνούμε και διατυπώσαμε την άποψη μας γιατί δεν αποτελεί πολιτικό έγκλημα, κι αν ακόμη αποτελεί, είναι αντισυνταγματική η διάταξη του 2929 του 2001;

Η άποψη την οποία διατυπώνουμε κύριε Πρόεδρε και κύριοι Δικαστές, είναι ότι σαφώς δεν είναι αντισυνταγματική η διάταξη για τον εξής λόγο: κατ’ αρχήν η πρόβλεψη – πλαίσιο του 97 παρ. 1 λέει ότι όλα τα κακουργήματα δικάζονται από τα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια. Το 97 παρ. 2 αναφέρει ότι τα κακουργήματα μπορούν να δικάζονται από Δικαστήρια τα οποία αποτελούνται από Εφετεία, που αποτελούνται από τακτικούς δικαστές.

Διατυπώθηκε η άποψη από την πλευρά της Υπεράσπισης ότι εδώ έχουμε την εξής διάκριση: το Σύνταγμα διακρίνει τα αδικήματα από ένα στοιχείο, από το αν έχουν πολιτικό κίνητρο ή όχι. Δεν είναι σωστό αυτό και δεν είναι σωστό για τον εξής λόγο κύριε Πρόεδρε και κύριοι δικαστές. Διότι τα αδικήματα κατά το Σύνταγμα διακρίνονται από αυτά τα οποία είναι κακουργήματα και από αυτά τα οποία είναι πολιτικά εγκλήματα.

Το 97 παρ. 1 λέει: τα κακουργήματα και τα πολιτικά εγκλήματα. Δεν λέει το πολιτικό έγκλημα ή το πολιτικό κακούργημα ή το πολιτικό πλημμέλημα. Λέει τα κακουργήματα όλα, είτε έχουν πολιτικά κίνητρα όπως διατυπώθηκε είτε δεν έχουν, είτε έχουν πολιτικές επιδιώξεις, είτε δεν έχουν, είτε έχουν πολιτικό αποτέλεσμα, είτε δεν έχουν.

Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται και το 109 του Κ.Π.Δ., το οποίο λέει ότι το Δικαστήριο σας, ότι το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, δεν είναι αρμόδιο για τα πολιτικά κακουργήματα. Λέει: ότι το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο είναι αρμόδιο μόνο για τα πολιτικά πλημμελήματα. Το αναφέρει ρητώς.

¶ρα λοιπόν και με τη σκέψη αυτή καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα κύριε Πρόεδρε και κύριοι Δικαστές, ότι δεν συντρέχει λόγος το Δικαστήριό σας να κρίνει ότι είναι αντισυνταγματική η διάταξη και αντιβαίνει στο άρθρο 97 του Συντάγματος η διάταξη τόσο του 109 του Κ.Π.Δ. όσο και του 2928 του 2001 και άρα για τον λόγο αυτό πρέπει να απορριφθούν οι ενστάσεις.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Συνεχίζουμε με την υπόθεση Ρέντη πλέον. Έχετε τον λόγο. Εκπροσωπείτε;

Α.ΚΕΧΑΓΙΟΓΛΟΥ: Εκπροσωπώ τον κ. Πλατάρα και τον κ. Πέτσο. Αλλά μιλάω σ’ αυτή τη φάση, ο κ. Πέτσος θα μιλήσει για τον εαυτό του μετά. Κύριε Πρόεδρε, κύριοι δικαστές, ποιος είναι ο σκοπός που η υπεράσπιση θέτει εξ αρχής αυτής της δίκης και προανήγγειλε κιόλας το ζήτημα του πολιτικού εγκλήματος; Είναι προφανώς η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου.

Γιατί είναι ένα καλύτερο δικαστήριο, το οποίο θα αποτελείται και από λαϊκούς δικαστές; Είναι τόσο απλά τα πράγματα και ευλογοφανή όπως των συναδέλφων μου η επιχειρηματολογία της Υπεράσπισης που κόπτονται και ευπρεπώς για την υπαγωγή των αδικημάτων αυτών που αντιμετωπίζουν οι πελάτες στα Μικτά Ορκωτά;

Μια και μιλάμε πολύ για πολιτική σ’ αυτή την αίθουσα κ. Πρόεδρε, το υπόστρωμα αυτής της προτάσεως είναι σαφές. Κοιτάξτε κύριοι, δεν είναι τα εγκλήματα που διέπραξαν οι πελάτες μας ίδια με αυτά των κρατουμένων και των κατηγορουμένων του κοινού ποινικού δικαίου που έχουν μια ιδιαίτερη απαξία για την κοινωνία.

Τα δικά μας εγκλήματα είναι πολιτικά. Τι σημαίνει ότι είναι πολιτικά; Παύουν να τιμωρούνται κατά τον ποινικό νόμο; Όχι. Αποκαθαίρονται -πιστεύουν όσοι εκ των κατηγορουμένων και των συναδέλφων μου το προτείνουν- από την ιδιαίτερη ποινική τους απαξία.

Θέλουν λοιπόν να απευθυνθούν ουσιαστικά μέσω υμών και προς τον ελληνικό λαό και να πουν τα δικά μας αδικήματα, αυτούς που σκοτώσαμε, οι «φραγκάτοι›, όπως ανέφερε προσφυώς κάποιος εκ των κατηγορουμένων, απευθύνονται στο υποσυνείδητο του ελληνικού λαού, στο υποσυνείδητο των λαϊκών τάξεων, των φτωχών τάξεων οικονομικά για να πουν εμείς είμαστε υπερασπιστές δικοί σας.

Σκοτώνοντας αυτούς που σκοτώσαμε, ληστεύοντας αυτούς που ληστέψαμε, εμείς δεν στραφήκαμε εναντίον του ελληνικού λαού, στραφήκαμε εναντίον αυτής της καθεστηκυίας τάξεως και ζητούμε λοιπόν ουσιαστικά εμμέσως τη δική σας, ελληνικέ λαέ, κάλυψη, το δικό σου καλώς έχειν στις πράξεις μας.

Για ποιο λόγο ζητούν Μικτό Ορκωτό; Διότι κατά την αντίληψη της Υπερασπίσεως, τα Μικτά Ορκωτά επειδή εμπεριέχουν το λαϊκό στοιχείο, θα νομιμοποιούσαν στη συνείδηση τη δική τους και στη συνείδηση του κόσμου, ότι δικάζονται και από λαϊκούς δικαστές, οι οποίοι μάλιστα θα ήταν πλειοψηφία.

Ενώ εσείς κύριοι δικαστές, που επιλεγήκατε από 30 συναδέλφους σας με αλλαγή του νόμου, με κλήρωση, είστε τακτικοί, είστε ισόβιοι όπως και ο ίδιος είπατε κατά το Σύνταγμα κι έτσι -σας το είπαν κιόλας κατάμουτρα τις προηγούμενες μέρες- εκτελείτε διατεταγμένη υπηρεσία. Αυτή είναι η έννοια ουσιαστικά του Μικτού Ορκωτού.

Ο ομιλών κύριε Πρόεδρε, τάσσεται στη μικρή καριέρα του και στις λίγες επιστημονικές γνώσεις που έχει, υπέρ των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων. Και απορώ γιατί ο νομοθέτης -παρ’ ότι δεν το θεωρώ ότι παραβίασε το Σύνταγμα- υπήγαγε την υπόθεση της 17Ν σε εκ τακτικών Δικαστών Δικαστήριο, δίδοντας ουσιαστικά ένα πάτημα στους κ.κ. κατηγορουμένους και στην υπεράσπισή τους να θέτουν εν αμφιβόλω την αξιοπιστία ή την ορθή κρίση του Δικαστηρίου σας.

Ποιος είπε ότι οι ενδεχομένως να κληρώνονταν ένορκοι ενός Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου θα ήταν επιεικέστεροι ή αυστηρότεροι από εσάς; Η άποψη του ομιλούντος είναι ότι όσον αφορά τα αδικήματα αυτά, για όσους κριθούν ένοχοι, εκ των κατηγορουμένων, οι λαϊκοί Δικαστές πολύ αυστηρότεροι υμών θα ήταν όταν ερχόταν η ώρα της κρίσεως.

Διότι η άποψη του ελληνικού λαού για τα αδικήματα τα οποία κατηγορούνται –γιατί προς το παρόν έχουμε κατηγορουμένους, δεν έχουμε ενόχους- είναι πολύ βαρύτερη, κ. Πρόεδρε, από αυτά που εσείς αντιμετωπίζετε και που η πολυετής, οι πολλές δεκαετίες στη Δικαιοσύνη που υπηρετείτε και εσείς και οι κ.κ. Εφέτες, ενδεχομένως –και μην το εκλάβετε ως προσβολή- έχουν δημιουργήσει κι έναν μιθριδατισμό.

Οι λαϊκοί Δικαστές, αυτό που επικαλούνται οι συνάδελφοί μου της Υπερασπίσεως, μία φορά κληρωνόμενοι, μία φορά ανεβαίνοντας σ’ αυτή την έδρα και μία φορά κρίνοντας συγκεκριμένα αδικήματα και συγκεκριμένους κατηγορουμένους, με αυτή την ιστορία των ποταμών αίματος που έρευσε 30 χρόνια, θα ήταν, πιστεύω, διατυπώνω την άποψή μου, πολύ αυστηρότεροι υμών.

¶ρα, γιατί τίθεται το θέμα στο Μικτό Ορκωτό; Γιατί θα ήθελε η υπεράσπιση Μικτό Ορκωτό; Γιατί οι κατηγορούμενοι -υποθέτω σε συνεννόηση με τους δικηγόρους τους, όπως έχουν κάθε δικαίωμα- ζητούν επιμόνως Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο; Γιατί υπηρετεί την στρεβλή, κατά την άποψή μου, αντίληψη, ότι επειδή οι ενέργειές τους όλα αυτά τα χρόνια κανέναν άλλον δεν εξυπηρετούσαν παρά τον ελληνικό λαό, έπρεπε να υπάρχει σ’ αυτή την έδρα η άμεση αντιπροσώπευση από το λαϊκό στοιχείο ώστε να απευθύνονται μέσω του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου στον ελληνικό λαό όπως έκαναν τόσα χρόνια με τις προκηρύξεις τους.

Αυτό το επιχείρημα όπως αντιλαμβάνεσθε, δεν είναι αυστηρά νομικό επιχείρημα ούτε απαντά στα επιχειρήματα των συναδέλφων της υπερασπίσεως. Αλλά θέλω σε αυτή την ευκαιρία που μου δίδεται, κρίνοντας αυτή την ένσταση, θα ήθελα κ. Πρόεδρε να εκφράσω την ταπεινή μου άποψη, ποιος είναι ο πραγματικός σκοπός πίσω απ’ όλη αυτή την συζήτηση περί πολιτικού εγκλήματος.

Διότι οι κατηγορούμενοι δεν εστερήθησαν τον φυσικό τους Δικαστή. Εσείς είστε οι φυσικοί τους Δικαστές, το είχα πει και σε μία άλλη φάση αυτής της δίκης, Δικαστές προερχόμενοι από λαϊκά στρώματα, κάνοντας τις ίδιες σπουδές με αυτές που κάναμε εμείς, κοπιάζοντας πάρα πολλές φορές και κοπιάζοντας οι γονείς τους ξηλώνοντας τις τσέπες τους για να σπουδάσουν. Γιατί λοιπόν εσείς ξαφνικά εξαιρείστε από τον ελληνικό λαό εμμέσως και πηγαίνετε σε ένα απόμακρο στάδιο στρατοδικών και διορισμένων Δικαστών που παίρνουν εντολές από την Αμερικανική Πρεσβεία και από το κατεστημένο αυτού του κράτους και οι τέσσερις κύριοι ένορκοι οι οποίοι θα ήταν, θα εξέφραζαν δήθεν, άμεσα, τη λαϊκή βούληση.

Δεν στερήθηκαν τον φυσικό τους Δικαστή. Εσείς είστε οι φυσικοί τους Δικαστές, εσείς δίνετε όλη την ευχέρεια να εκφραστούν οι απόψεις τους με ιδιαίτερη πολυτέλεια σε αυτή την αίθουσα, πράγμα που έχει προξενήσει και συζητήσεις. Βεβαίως οι δικηγόροι ξέρετε συνήθως είναι υπέρμαχοι αυτής της τακτικής, διότι τους δίνετε την ευκαιρία να εκφράσουν τις απόψεις τους σε αυτό το στάδιο χωρίς καθυστέρηση, υποθέτω, της διαδικασίας.

Αυτά εισαγωγικά για το πολιτικό έγκλημα. Και τί είναι πολιτικό έγκλημα; Ανεφέρθησαν οι τρεις θεωρίες οι οποίες υπάρχουν. Στη δική μας τη δικαιϊκή τάξη, επικρατεί η στενή αντικειμενική θεωρία, η οποία κρίνει μόνο εάν οι πράξεις αυτών οι οποίοι κατηγορούνται, μπορούσαν να επιφέρουν βλάβη, αλλοίωση, προσβολή του κατεστημένου πολιτικού, κοινωνικού, οικονομικού συστήματος.

Λέει μια απόφαση του Αρείου Πάγου και μάλιστα του προηγουμένου αιώνος, του 1898: «είναι αυτό που στρέφεται κατά της πολιτείας και τείνει στην ανατροπή ή στην αλλοίωση της καθεστηκυίας τάξεως›. Αυτή τη φράση πια, θα τη βλέπουμε και στον ύπνο μας αυτές τις μέρες, με τόσες φορές που έχει ακουστεί, «η καθεστηκυία τάξις›. Χρόνια είχε να ακουστεί στην Ελλάδα αυτή η λέξη και ακούγεται σ ‘αυτή τη δίκη.

Η θεώρηση αυτή, η στενή αντικειμενική θεωρία κ. Πρόεδρε και κ.κ. Δικαστές, παρά τις όποιες διακυμάνσεις της Αρεοπαγιτικής νομολογίας μέσα στον 20ο αιώνα είναι σταθερή. Είναι τα εγκλήματα και οι ενέργειες, «αι κατά της πολιτείας› -στην καθαρεύουσα, εκείνη την εποχή του Μυστριώτη- «απευθυνόμεναι και αμέσως εις ανατροπήν ή αλλοίωσιν της καθεστώσης εν αυτή κατά το ισχύον πολίτευμα, πολιτικής τάξεως›.

Σας είπε η Υπεράσπιση: «μην υιοθετείτε την αντικειμενική θεωρία, υιοθεστήστε την υποκειμενική θεωρία, άσχετα αν δεν επικρατεί στη νομολογία μας›. Και ποια είναι η υποκειμενική θεωρία; Τα κίνητρα του δράστη. Τί είχε στο μυαλό του όταν προέβαινε στην πράξη στην οποία προέβη. Και θέτω ερωτήματα για τη συζήτηση με την Υπεράσπιση, επί της οποίας εσείς θα αποφασίσετε, επί της ενστάσεως και του αντιλόγου του δικού μας.

Δεν δημιουργεί αφόρητη ανασφάλεια στο Δίκαιο η υποκειμενική θεωρία; Πώς είναι δυνατό να ανιχνεύονται τα κίνητρα του δράστη, τα κίνητρα του κατηγορουμένου; Σας λένε, θα σας πουν, είπαν ήδη οι κατηγορούμενοι: «πολιτικά τα κίνητρά μας, πολιτικός ο σκοπός, πολιτικά, όχι φυσικά τα μέσα, αλλά όλη η ενέργειά μας, η κίνησή μας, οι προθέσεις μας, ήταν πολιτικές. Και εκκινούσαν από αυτά τα ελατήρια, απ’ αυτά τα κίνητρα›.

Κύριε Πρόεδρε, η αφόρητη, επαναλαμβάνω, ανασφάλεια του Δικαίου που δημιουργείται, ξέρετε πού τείνει αν κάνετε δεκτή την υποκειμενική θεωρία; Σας λένε: «Δολοφονήσαμε τον Μπακογιάννη, γιατί εκπροσώπησε αυτό, κι αυτό κι αυτό, και ήταν εκπρόσωπος του Κοσκωτά, και είχε φάει χρήματα του ελληνικού λαού› κτλ. Παρ’ ότι η δολοφονία του Μπακογιάννη, κατά την άποψη του ομιλούντος, που δεν είναι και πελάτης μου, δεν είναι εντολείς μου οι συγγενείς του, κατά τη γνώμη μου απετέλεσε ένα κακέκτυπο απομίμησης των Ερυθρών Ταξιαρχιών, με τη δολοφονία του ¶λντο Μόρο.

Ξέρετε, στην Ελλάδα, φτάνουν τα της Ευρώπης και της Εσπερίας καθυστερημένα κατά μία δεκαετία συνήθως, ή δεκαπενταετία. Σκότωσαν οι Ιταλοί τον ¶λντο Μόρο γιατί προσπαθούσε να επιφέρει τη συμφιλίωση Αριστεράς και Δεξιάς, προσπάθησε να κάνει αυτό και ο Μπακογιάννης στην Ελλάδα, είμαστε κι εμείς «Ερυθραί Ταξιαρχαίαι›. Αυτό προσπάθησαν ουσιαστικά να κάνουν.

Το κίνητρό τους λοιπόν σας λένε ότι ήταν αυτό. Σας λένε οι συνάδελφοί μου της υπερασπίσεως: Το κίνητρο των άλλων ενεργειών, της ληστείας, των κλοπών, των απαλλοτριώσεων, -οφείλω να ομολογήσω ότι οι συντάκτες των προκηρύξεων της 17Ν αν μη τι άλλο, είχαν χιούμορ. Αυτή η έννοια της απαλλοτριώσεως των περιουσιακών εννόμων αγαθών με σκοπό την εξυπηρέτηση των πολιτικών στόχων, εφευρέθη από τη 17Ν και υπ’ αυτή την έννοια έχει συμβάλλει στον προβληματισμό και στην πολιτική φιλολογία των τελευταίων δεκαετιών.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όχι, έγινε κάποια διευκρίνηση, ότι είναι από την πρώτη απαλλοτρίωση του τσάρου. Η άμαξα του τσάρου, την ονόμασαν «απαλλοτρίωση›.

Α. ΚΕΧΑΓΙΟΓΛΟΥ: Τότε δεν εμηνύσθησαν, απλώς εμηνύθησαν, έστω.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν ξέρω, πάντως δεν είναι δική τους λέξη.

Α. ΚΕΧΑΓΙΟΓΛΟΥ: Τέλος πάντων, ας αποδοθεί κι ένα εύσημο, δεν έχω αντίρρηση.

Αντιλαμβάνεσθε ότι σε μία ληστεία, για να συζητήσουμε λίγο την υποκειμενική θεωρία, σε μία κλοπή, έρχεται κάποιος, όχι η 17Ν, εγώ δεν ομιλώ για τους παρόντες κατηγορουμένους γιατί δε γνωρίζουμε αν αποδέχονται ότι υπήρξαν μέλη, αν κριθούν ένοχοι από το Δικαστήριό σας, προς το παρόν υπάρχει το τεκμήριο της αθωότητος. Μιλώ γι αυτή την Οργάνωση, απ’ όποιους και αν απετελείτο.

Είναι δυνατό ποτέ το Δικαστήριό σας να βασιστεί σε υποκειμενικό κριτήριο, ότι «αυτό θέλαμε να πετύχουμε με τη ληστεία›; Κι εγώ σας λέω μία άλλη άποψη. Εάν, κ. Πρόεδρε, υπήρξαν άτομα, δεν μιλώ για τους παρόντες κατηγορουμένους, άτομα λέω, τα οποία μετά το 1974 και μετά τη Μεταπολίτευση, μη μπορώντας να προσαρμοστούν στο δημοκρατικό πολίτευμα και στην αλλαγή του καθεστώτος η οποία υπήρξε, σε μία φιλελεύθερη κοινοβουλευτική δημοκρατία, επειδή θα ήθελαν να γίνουν οι Τσε Γκεβάρα του καιρού τους, επειδή θα ήθελαν να συνεχίσουν τον αντιδικτατορικό αγώνα, υπαρκτό ή ανύπαρκτο για πολλούς, έχω την αίσθηση τελικά κ. Πρόεδρε, η ψυχολογική ερμηνεία των πράξεων της 17Ν από εκεί ξεκινάει, ότι δεν μπορούσαν, όποιοι την ξεκίνησαν και όποιοι τη συνέχισαν, να ζήσουν ομαλά σε ένα φιλελεύθερο κοινοβουλευτικό καθεστώς.

Ήταν πολύ δυστυχείς που επήλθε ομαλή μετάβαση από τη δικτατορία στη δημοκρατία. Θα ήθελαν πάρα πολύ να είναι στη Σιέρρα Μαέστρα της Κούβας του 1959 και να μπουν θριαμβευτικά στην Αβάνα. Θα ήθελα πάρα πολύ να είναι αυτοί οι οποίοι θα έμπαιναν ελευθερωτές, σαν καινούργιο ΕΑΜ στην Αθήνα. Κι έγινε η μεταπολίτευση και ήταν δημοκρατική εξέλιξη, και νομιμοποιήθηκε το Κομμουνιστικό κόμμα, και έγινε καινούργιο Σύνταγμα και απεχώρησε η Ελλάδα από το ΝΑΤΟ και δεν μπόρεσαν, κ. Πρόεδρε και κ. Δικαστές, να το αντέξουν αυτό στη συνείδησή τους.

Ήταν πολύ δυστυχείς που οι εγκυκλοπαίδειες δεν θα τους έγραφαν ότι ήταν οι καινούργιοι επαναστάτες, που θα καταλάμβαναν τα χειμερινά ανάκτορα ή την Αβάνα. Από εκεί ξεκινάει το ψυχολογικό υπόβαθρο της 17Ν. Και μετά όλα τα άλλα επενδύονται με αυτές τις θεωρίες. Έχω διαβάσει προσεκτικά τις προκηρύξεις και μέσα στα χρόνια που μεγάλωνα, στην εφηβεία μου και μετά, αλλά και τώρα, με την ευκαιρία της δίκης.

Μπορούμε να πούμε ότι ήταν για πέταμα οι προκηρύξεις; Δε νομίζω. Σε πολλά σημεία, αναλύοντας την πολιτική, κοινωνική, οικονομική κατάσταση, είχαν δίκιο στις διαπιστώσεις τους. Το ερώτημα είναι το διά ταύτα. Αυτό το οποίο κρίνεται, είναι κάνοντας όλα αυτά, κάνοντας αυτές τις αναλύσεις, πού οδηγήθηκαν. Και εδώ έρχεται, ξανασυνδέω το σκεπτικό μου με την υποκειμενική θεωρία.

Η ληστεία και η κλοπή σας είπαν ότι γίνονταν, ήταν πράξεις άμεσα συνδεόμενες, συναφείς με τις κύριες πράξεις τους, για να εξυπηρετήσουν τους σκοπούς τους. Θέτω ένα ερώτημα ρητορικό: Και ποιος λέει κ. Πρόεδρε, ότι όσοι ήταν στη 17Ν, όχι οι παρόντες κατηγορούμενοι, όσοι ήταν στη 17Ν δεν βρήκαν έναν εύκολο τρόπο να ζουν σ’ αυτόν τον κόσμο; Ποιος σας είπε ότι δε βρήκαν εύκολο πορισμό εισοδημάτων, χάριν της επαναστάσεως;

Ποιος σας είπε ότι αυτό που εγώ κι εσείς κι οποιοσδήποτε άλλος έκανε, σπουδάζοντας εργαζόμενοι, κάνοντας τα μεταπτυχιακά μας και μπαίνοντας στην παραγωγή και προσπαθώντας να επιβιώσουμε σ’ αυτή την κοινωνία και να κάνουμε κάτι, ποιος σας είπαν ότι δε βγήκαν την εύκολη λύση;

Καλύπτουμε με έναν ιδεολογικό μανδύα όλες αυτές τις θεωρίες, ανακατεύουμε λίγο Μαρξ και Λένιν, απορρίπτουμε το Κομμουνιστικό Κόμμα και την άλλη Αριστερά ως ουρά της αστικής τάξεως, 20, 30, 50 άτομα, εμείς είμαστε η εμπροσθοφυλακή, ακόμα και τη δικτατορία του προλεταριάτου ξεφτιλίσαμε με αυτή τη θεωρία, διότι στο κάτω-κάτω ο Λένιν έλεγε «για την εμπροσθοφυλακή της εργατικής τάξεως›, δεν έλεγε «για 20 εμπροσθοφυλακές, η μία μετά την άλλη›, η οποία να καταλήγει σε έναν πυρήνα 20, 30 ατόμων οι οποίοι κατέχουν το δίκιο και αυτόκλητοι έρχονται να δολοφονήσουν, να κλέψουν, να ληστέψουν.

Ξέρετε, η έννοια της δολοφονίας, έχει την ποινική απαξία που έχει, εξ ου και προβλέπεται ισόβια κάθειρξη από τον Ποινικό Κώδικα, αλλά επειδή οι ομιλούντες και οι παριστάμενοι απ’ αυτή την πλευρά, συνήθως είμαστε δικηγόροι της Υπεράσπισης, ξαφνικά δεν θα μετατραπώ όλη μου τη ζωή όντας Υπεράσπιση κι επειδή βρέθηκα στην Πολιτική Αγωγή, να χαρακτηρίζω συλλήβδην, ξέρετε, απαξιωτικά, «οι δολοφόνοι, οι αλήτες› κτλ., διότι το ίδιο πράγμα, μου λένε οι πολιτικοί ενάγοντες όταν είμαι υπεράσπιση για τους πελάτες μου, όταν κατηγορούνται για ανθρωποκτονία από πρόθεση.

Αλλά θα προσπαθώ να σας δώσω με την πτωχή μου τοποθέτηση, ένα ασφαλές κριτήριο για το πώς θα χαρακτηρίσετε τα αδικήματά τους, που δεν μπορείτε να ακολουθείτε την υποκειμενική θεωρία, διότι ποιος θα μπει, θα διαττάμει την πτυχή ενός ή πολλών εκ των κατηγορουμένων, για να διαπιστώσει ποιο ήταν το βαθύτερό τους κίνητρο και όχι τόσο στις ανθρωποκτονίες, στη ληστεία ή στην κλοπή.

Ποιος θα μπορέσει ποτέ να πει με ασφάλεια, ότι μετά, που άδειασαν τα Ταμεία, δεν έκαναν μια ληστεία για να υπάρχουν 60, 70, 80 εκατομμύρια, να ζουν όλοι αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα για τα επόμενα χρόνια, κ. Πρόεδρε; Και δεν έχει καμία έννοια ειρωνείας ή κοροϊδίας αυτό το οποίο λέω. Διότι μετά ο καθένας ο οποίος θα ήθελε να προχωρήσει σε οποιαδήποτε τέτοια πράξη, θα έλεγε «μα εγώ δεν ήθελα να κάνω κάτι τέτοιο, εγώ ήθελα να καθαρίσω την κοινωνία από τα παράσιτα›.

Μπορεί βεβαίως ο λόγος για τον οποίο προέβαινε σε μια δολοφονία να ήταν ζηλοτυπίας ή οικογενειακών προβλημάτων με τη σύζυγό του και να χαρακτήριζε τη δολοφονία κάποιου, ότι αυτός έπρεπε να καθαριστεί γιατί είναι κοινωνικό παράσιτο. Αυτό σας λένε ουσιαστικά οι συνάδελφοί μου της Υπερασπίσεως όταν σας ζητούν να εφαρμόσετε την υποκειμενική θεωρία.

Δεν είχαν πολιτικά κίνητρα οι πράξεις τους; Είχαν πολιτικά κίνητρα. Αλλά άλλο είναι το πολιτικό έγκλημα και άλλο το έγκλημα το οποίο γίνεται για πολιτικούς σκοπούς. Το ότι υπήρχε πολιτικό κίνητρο στις πράξεις της 17Ν, υπάρχει περίπτωση κάποιος να το αμφισβητήσει; Η δική μου άποψη είναι ότι υπήρχαν σαφή πολιτικά κίνητρα στις πράξεις τους. Αλλά η ύπαρξη πολιτικού κινήτρου, είτε όταν δολοφονούν τον Παύλο Μπακογιάννη, είτε όταν επιτίθενται στον Γιώργο Πέτσο –διότι πολιτικό ήταν το κίνητρο, δεν ήταν για να τον ληστέψουν- υπήρχε το πολιτικό κίνητρο, αλλά η ύπαρξη πολιτικού κινήτρου δεν μετατρέπει αυτοδίκαια το έγκλημά τους σε πολιτικό αδίκημα για να καταλήξουν στον πυρήνα που σας ανέφερα στην αρχή.

Κύριε Πρόεδρε, η Υπεράσπιση σας είπε ότι με τη στενή αντικειμενική θεωρία, μόνο ένα έγκλημα μένει: η εσχάτη προδοσία. Βεβαίως, μέσα στο 134, τυποποιούνται διάφορα αδικήματα. Όπως και το 134α είναι αυτοτελές επίσης αδίκημα και είναι πολιτικό. Αυτή είναι η απάντηση.

Εκτός αυτού, για να πούμε και ένα δύο νομικά επιχειρήματα, παρ’ ότι οι συνάδελφοί μου αναφέρονται σωρηδόν στις αποφάσεις του Αρείου Πάγου και δεν θέλω να σας κουράσω παραπέμποντας σε σελίδες, από το 438 του Κ.Π.Δ. που αφορά την έκδοση, γίνεται σαφής η διάκριση ότι άλλο είναι το πολιτικό έγκλημα –είναι επιχείρημα εμμέσως που προκύπτει από το 438- άλλο το έγκλημα που τελείται για λόγους πολιτικούς και άλλη η δράση υπέρ της ελευθερίας που προβλέπει το άρθρο 5 παρ. 2, εδάφιο β’ του Συντάγματος.

Το ίδιο το Σύνταγμα κάνει τη διάκριση και ο Κ.Π.Δ., ο ίδιος ο νόμος για πολιτικό έγκλημα και για έγκλημα που γίνεται για πολιτικούς λόγους. Όπως και τη δράση υπέρ της ελευθερίας, τη διακρίνει από το πολιτικό έγκλημα το ίδιο το Σύνταγμα. Ποιο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, οπότε, κατά την άποψη του ομιλούντος, πολιτικό έγκλημα με βάση τις θεωρίες που υπάρχουν;

Θυμάστε τη δεκαετία του ’70 τον συνταγματάρχη τον Τε Χέρο, που μπήκε στην ισπανική Βουλή και κατέλαβε την ισπανική Βουλή και αντέδρασε τότε ο Χουάν Κάρλος και έτσι κατέρρευσε το πραξικόπημα; Να μία κλασική περίπτωση πολιτικού εγκλήματος. Κατέλαβε το Κοινοβούλιο με πραξικόπημα, έπιασε αιχμαλώτους Βουλευτές, εάν επετύχαινε αυτό το πραξικόπημα, τί θα επήρχετο; Η αλλαγή του πολιτικού, κοινωνικού συστήματος της Ισπανίας στη συγκεκριμένη στιγμή.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, εάν εδολοφονείτο ως Πρωθυπουργός, το 1978, ήταν πολιτικό έγκλημα; Όχι. Γιατί; Διότι σε μία εβδομάδα μέσα, η κοινοβουλευτική ομάδα θα εξέλεγε καινούριο Πρωθυπουργό. ¶ρα, εθίγετο το πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό καθεστώς; Όχι.

Εάν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής εδολοφονείτο στις 26 Ιουλίου του 1974, ήταν πολιτικό έγκλημα; Βεβαίως ήταν. Διότι, δύο μέρες μετά τη μεταπολίτευση και όντας σε μία, ουσιαστικά, ασύντακτη πολιτεία, αν εδολοφονείτο εκείνη τη στιγμή ο Πρωθυπουργός που είχε ορκιστεί μόλις από τη χούντα, θα επέρχετο αλλαγή του πολιτικού, της καθεστηκυίας τάξεως τη συγκεκριμένη στιγμή.

Κύριε Πρόεδρε, από τη στιγμή που δεν υπάρχει σαφέστατος ορισμός του πολιτικού εγκλήματος στο Δίκαιό μας, είναι δύσκολο να κριθεί ποια θεωρία μπορεί να ακολουθηθεί. Υπάρχει και η μικτή θεωρία που πρεσβεύει ο Καθηγητής μου στη Θεσσαλονίκη, ο Γιάννης Μανωλιδάκης, στον οποίον τόσες φορές αναφέρθηκε η Υπεράσπιση, η οποία, ενδεχομένως, είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα.

Ελέγχει δηλαδή η μικτή θεωρία και αν ήταν πρόσφορο κάποιο αδίκημα να επιφέρει βλάβη, αλλοίωση, να βάλλει ευθέως κατά της κατεστημένης τάξεως, εξετάζει ταυτοχρόνως όμως και το κίνητρο του δράστη. Οπότε εξαρτάται από το Δικαστήριό σας, ποια θεωρία κυριαρχικά θα δεχθεί, για να προχωρήσει στον χαρακτηρισμό των πράξεων. Αλλά βεβαίως, για να ολοκληρώνουμε το κεφάλαιο αυτό της ενστάσεως, η δική μου πρόταση κ. Πρόεδρε, δεν είναι, όπως σας πρότειναν συνάδελφοί μου και, αν δεν κάνω λάθος και οι κ.κ. Εισαγγελείς, να απορρίψετε την ένσταση που υπέβαλλε η Υπεράσπιση.

Εγώ θα προτείνω στο Δικαστήριό σας να επιφυλαχθεί, να ξεκινήσουν οι μάρτυρες του κατηγορητηρίου και να ελέγξετε ένα προς ένα τα αδικήματα για τα οποία κατηγορούνται οι παρόντες κατηγορούμενοι και να δείτε, όπως ξεκινά το κατηγορητήριο: Η δολοφορία του Τσαντ. Μετά η υπόθεση Μάτη.

Μία προς μία υπόθεση, έκρηξη, ληστεία, κλοπή, ανθρωποκτονία, απόπειρα ανθρωποκτονίας, να δείτε μία προς μία με βάση το αποδεικτικό υλικό και τους μάρτυρες, τυποποιείται πολιτικό έγκλημα με βάση τη θεωρία που θα δεχθείτε;

Εάν μέσα στη διαδικασία διαπιστώσετε ότι κάποιο από τα αδικήματα για τα οποία φέρονται και κατηγορούνται οι παρόντες κατηγορούμενοι είναι πολιτικό έγκλημα κατά την άποψη του Δικαστηρίου, να χωρίσετε τη δίκη ως προς το συγκεκριμένο κατηγορούμενο ή τους συγκεκριμένους κατηγορουμένους και ως προς τα αδικήματα και να παραπέμψετε σε Μικτό Ορκωτό.

Αλλά έχω την αίσθηση ότι το Δικαστήριό σας, σε αυτή τη φάση που βρισκόμαστε, δεν μπορεί ούτε να κάνει δεκτή ούτε να απορρίψει την ένσταση. Νομίζω ότι πρέπει να επιφυλαχθείτε, να δείτε κατά την πορεία της ακροαματικής διαδικασίας πώς θα εξελιχθεί, τα πειστήρια, οι μάρτυρες, όλο το αποδεικτικό υλικό, και όταν ολοκληρωθεί, τότε πλέον, έχοντας όλα τα στοιχεία στα χέρια σας, να απαντήσετε εάν κάποια αδικήματα για κάποιους ή για έναν από τους κατηγορουμένους, είναι πολιτικά.

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή