Γ΄ ΜΕΡΟΣ
12:33 – 13:22
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που είχε διακοπεί. Το Δικαστήριο οδηγείται στην απόρριψη της ενστάσεως αναρμοδιότητος του Δικαστηρίου και παραπομπής της παρούσας υπόθεσης στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, υπό όλες τις μορφές που ετέθη στο Δικαστήριο.
Ειδικότερα: Το άρθρο 97 παρ. 1 και 2, ορίζει ότι τα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια δικάζουν τα πολιτικά εγκλήματα. Πολιτικό έγκλημα δεν ορίζεται ούτε από αυτή τη διάταξη του Συντάγματος, ούτε από το 47.3 ή το 5.2 ή οποιαδήποτε άλλη διάταξη. Αυτό σημαίνει ότι ο συνταγματικός νομοθέτης εισήγαγε –αυτά τα λέω συνοπτικά βέβαια, την αιτιολογία απ’ ότι καταλαβαίνετε, το πλήρες αιτιολογικό θα συνταχθεί εν καιρώ, δεν είναι δυνατό τώρα να γίνει- δεν παρέχει λοιπόν ορισμό περί πολιτικού εγκλήματος, αλλά το έθεσε ως αόριστη νομική έννοια, ο προσδιορισμός της οποίας κατά εύρος και βάθος κατελήφθη στη νομολογία των Δικαστηρίων.
Η νομολογία των Δικαστηρίων επεξεργάσθηκε επί σειρά ετών, ιδία μετά την μεταπολίτευση, αυτή την έννοια και κατέληξε να αποδεχθεί τα πορίσματα της θεωρίας, της διδασκαλίας της αντικειμενικής θεωρίας. Υπάρχουν και ορισμένες συμβάσεις διεθνείς για την έκδοση, οι οποίες πάλι μίλησαν για πολιτικό έγκλημα και οι οποίες ερμηνεύθηκαν από τη νομολογία κι έχουν ακριβώς την ίδια έννοια του πολιτικού εγκλήματος, που έχουν κυρωθεί από την Ελλάδα.
Δέχεται λοιπόν το Δικαστήριο ότι ως πολιτικό έγκλημα νοείται εκείνο που απευθύνεται αμέσως κατά της πολιτείας και τείνει στην ανατροπή ή αλλοίωση της καθεστηκυίας τάξης που υπάρχει σύμφωνα με το ισχύον πολίτευμα και ως συναφές εκείνο που τελεί σε τέτοια συνάφεια ώστε η προσβολή που επέρχεται σε κάποιο έννομο αγαθό, να έχει άμεσο αποτέλεσμα στην παρασκευή των μέσων για τη διάπραξη πολιτικού εγκλήματος.
Κάθε άλλο έγκλημα το οποίο δεν έχει τέτοιο χαρακτήρα, δεν υπάρχει στην έννοια του πολιτικού εγκλήματος έστω και αν τελέστηκε από το δράση με αφορμή τα πολιτικά του φρονήματα ή τις αρχές του ή τον σκοπό τέτοιων επιδιώξεων.
Ο συνταγματικός νομοθέτης του 2001 είχε υπόψη του πώς είχε επεξεργαστεί η νομολογία και πώς είχαν δεχθεί οι διάφορες διεθνείς συμβάσεις τις οποίες έχει δεσμευθεί ο Έλληνας νομοθέτης, ο ελληνικός λαός διά του Έλληνα νομοθέτη, πώς είχε επεξεργαστεί την έννοια του πολιτικού εγκλήματος. Εάν είχε διαφορετική αντίληψη, φυσικά δεν θα εκωλύετο να θέσει μία ερμηνευτική διάταξη και να πει κάτι διαφορετικό, να περιγράψει σαν κάτι διαφορετικό το πολιτικό έγκλημα, κατά το μέρος που είναι αναγκαίο τούτο για την εφαρμογή ορισμένων διατάξεών του που προανέφερα.
Έτσι λοιπόν, στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι πολιτικό έγκλημα δεν είναι το παρόν, όπως περιγράφεται στο παραπεμπτικό βούλευμα. Περαιτέρω, σε σχέση με την αναδρομικότητα του άρθρου 4 του Ν. 2928 που τέθηκε. Το άρθρο 4 έχει καθαρά δικονομικό περιεχόμενο διότι προσδιορίζεται από λόγους δημοσίου συμφέροντος για την ταχύτερη και ευχερέστερη εκδίκαση των κακουργημάτων και των συναφών, όπως περιγράφονται στο νόμο, αντί των Μικτών και ως τέτοια, όπως αναλύσαμε και σε προηγούμενη απόφασή μας σχετικά με τη σύνθεση του παρόντος Δικαστηρίου, καταλαμβάνει και τις υποθέσεις για τις οποίες είτε δεν έχει ασκηθεί η δίωξη, είτε έχει ασκηθεί και είναι εκκρεμής, κατά το ατέλεστο μέρος τους.
Δεν είναι δε ουσιαστικού χαρακτήρα αυτή η διάταξη, διότι αφορά μόνο την αρμοδιότητα των Δικαστηρίων. Το αν υπάρχει χειροτέρευση σ’ αυτές τις περιπτώσεις, προσβάλλονται δηλαδή δικαιώματα των κατηγορουμένων και έχουν τεθεί ορισμένα θέματα μη αναδρομικότητας σε δικονομικούς νόμους, αυτό οφείλεται όχι στο δικό μας νομικό σύστημα όπου είναι ξεκάθαρο ότι θέματα παραγραφής ή θέματα εγκλίσεως δεν είναι δικονομικού χαρακτήρα όπως είναι στη Γερμανία επί παραδείγματι όπου τέθηκαν αυτά τα ζητήματα, αλλά είναι θέματα ουσιαστικού δικαίου, εδώ το θέμα αρμοδιότητος είναι ξεκάθαρο, είναι καθαρά δικονομικό ζήτημα.
Συναφώς, το άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα δέχεται το Δικαστήριο ότι είναι διαρκές έγκλημα και καταλαμβάνει τη συνολική δράση και δεν υπόκειται στην αρχή της μη αναδρομικότητας του κανόνα, με το άρθρο 2 δηλαδή ή το 7 παρ. 1 του Συντάγματος. Επιπλέον, δεν υπάρχει υπέρβαση της εξουσιοδότησης κατά την κρίση του Δικαστηρίου του άρθρου 97 παρ. 2.
Ειδικότερα, ορίζε το 97, παρ. 2, εδάφιο τελευταίο, ότι με νόμο μπορούν να υπαχθούν στη δικαιοδοσία και άλλα κακουργήματα. Ποια και πόσα, δεν έχει ορίσει, αλλά αυτό το άφησε ο συνταγματικός νομοθέτης στον κοινό νομοθέτη. Η συνταγματική αυτή βέβαια εξουσιοδότηση πρέπει να συσταλλεί τελολογικά και έχει την έννοια ότι δεν θα πρέπει να εξηγείται μέχρι του σημείου, ώστε με διαρκείς παρεμβάσεις του, τελικά να αποστερεί κάθε δικαιοδοσίας, κάθε αρμοδιότητος, τα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια.
Όμως στην προκειμένη περίπτωση, η παρέμβαση του νομοθέτη με το άρθρο 4, υπήγαγε τα κακουργήματα τα οποία αναφέρονται στο 187.1 και τα συναφή, αφορά περιπτώσεις που κατά την εμπειρική στατιστική πραγματικότητα ανάγονται σε πολύ περιορισμένο αριθμό υποθέσεων. Δεν είναι δηλαδή σε όλα τα κακουργήματα ανθρωποκτονίας επί παραδείγματι, όπως ετέθη εδώ, αλλά έχουν πυρηνικό στέλεχος όλα το οργανωμένο έγκλημα. Και επομένως δεν καταργούνται εν τη ουσία όπως τέθηκε εδώ, τα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια.
Επίσης ουδόλως προκύπτει από την ίδια διάταξη ότι υπάρχει απαγόρευση του συνταγματικού νομοθέτη προς το κοινό, ειδικά για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας όπως τέθηκε, που αποτελεί βέβαια την κορωνίδα των αδικημάτων, είναι στην κορυφή των αξιών του πολιτισμού μας, η προστασία της ανθρώπινης ζωής όπως πολύ καλά τονίστηκε, όμως ο συνταγματικός νομοθέτης είχε και ορισμένες παρόμοιες παρεμβάσεις του κοινού νομοθέτη, με προηγούμενους νόμους, όπως το 1916 το 774 που καταργήθηκαν, εν πάση περιπτώσει, που ακριβώς την ίδια παρέμβαση είχε κάνει ο νομοθέτης και είχε υπαγάγει κακουργήματα ανθρωποκτονίας σε Δικαστήρια Τακτικών Δικαστών.
Έχοντας λοιπόν αυτή την ιστορική εμπειρική πραγματικότητα προ αυτού ο συνταγματικός νομοθέτης του 2001, ο αναθεωρητής, δεν έβαλε κάποιο φραγμό να πει ειδικά για την ανθρωποκτονία, ενώ θα μπορούσε να το κάνει. Ήξερε λοιπόν ότι είχε γίνει στο παρελθόν κι ότι μπορούσε κάτι τέτοιο να γίνει και στο μέλλον.
Επίσης δεν αντίκειται κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ούτε στη θεσπιζόμενη αρχή της αναλογικότητας, από καμία οπτική γωνία και από οπουδήποτε κι αν το δούμε, η εισαγωγή ενός τέτοιου νόμου. Ούτε επίσης αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 περί ισότητας των Ελλήνων. Διότι η αρχή της ισότητας προϋποθέτει ίσες καταστάσεις, εκτιμώμενες αντικειμενικά. Αφού εν προκειμένω ο νομοθέτης, όταν εισήγαγε αυτό το νόμο, τον 2928 και με πυρηνικό στέλεχος το 187 παρ. 1 υπήγαγε αυτά τα αδικήματα στα Εφετεία, είναι φανερό ότι θεσμοθέτησε με βάση αντικειμενικό κριτήριο το οποίο αυτό αναφύεται και διαφοροποιεί ποσοτικά και ποιοτικά την επικινδυνότητα των εγκλημάτων που τελούνται μεμονωμένα, από μεμονωμένα άτομα, από εκείνα που τελούνται από οργανωμένες εγκληματικές ομάδες και αποτελούν και το μεγαλύτερο κίνδυνο για τις σύγχρονες κοινωνίες.
Περαιτέρω, έκρινε το Δικαστήριο ότι η νέα διάταξη του 187.1 που αποτελεί βέβαια και το θεμέλιο της αρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου, ουδόλως αξιώνει ως στοιχείο του πραγματικού, την επιδίωξη κέρδους και ναι μεν ιστορικά ο νομοθέτης θεσμοθέτησε αυτό ενόψει της σύμβασης του Παλέρμο, του ΟΗΕ, που θεωρεί ότι πρέπει στοιχείο της ομάδας αυτής της εγκληματικής να είναι η επιδίωξη κέρδους, αλλά αυτό όμως δε δεσμεύει το νομοθέτη να θεσμοθετήσει εντός των ορίων του Συντάγματος και περαιτέρω.
Επίσης, το 187 διαλαμβάνει όλα τα στοιχεία τα οποία είναι αναγκαία και αντικειμενικά και υποκειμενικά, έτσι ώστε να μην είναι αντίθετο προς τη συνταγματική αρχή της nulum crime, nula pena sine lege chena. Υπό την ειδικότερη μορφή της αοριστίας η οποία έχει τεθεί. Περαιτέρω, δεν στερείται της αρχής του φυσικού Δικαστή κανένας από τη θέσπιση αυτής της διάταξης, διότι κανένας δεν στερείται από το νόμιμο Δικαστή, δηλαδή αυτόν που ορίζει ο νόμος.
Επίσης και η ΕΣΔΑ όταν μιλά για νόμιμο ή φυσικό Δικαστή, εννοεί αυτόν που ορίζει ο ουσιαστικός νόμος, ο νόμος δηλαδή του κράτους υπό ουσιαστική έννοια, ανεξάρτητα δηλαδή από το όργανο της πολιτείας απ’ το οποίο προέρχεται. Αυτά έχουν εκτεθεί αναλυτικά ανωτέρω, ότι εδώ δεν πρόκειται γι αυτό το πράγμα και ότι είναι δικονομική η διάταξη και έχει αναδρομική ισχύ και καταλαμβάνει και αυτή όλες ως προς το ατέλεστο μέρος. Αλλά ούτε και οποιαδήποτε άλλη διάταξη του Συντάγματος από τις επικληθείσες περιφερειακά από τους συνηγόρους, παραβιάστηκε εν προκειμένω, θα τα πούμε αναλυτικά στο σκεπτικό.
Σύμφωνα λοιπόν εδώ με το παραπεμπτικό βούλευμα το οποίο προσδιορίζει και την αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου με το 119, παραπέμπονται οι κύριοι κατηγορούμενοι ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, να δικαστούν ως υπαίτιοι, ότι με περισσότερες πράξεις, διέπραξαν υπό διάφορες μορφές συμμετοχικής δράσης τα εγκλήματα σύστασης εγκληματικής Οργάνωσης, κατοχής εκρηκτικών υλών, πυροβόλων όπλων, ανθρωποκτονιών, ληστειών κτλ. όπως αναφέρονται.
Ο πράξεις αυτές όπως είπαμε δεν είναι πολιτικά εγκλήματα, κατά την κρίση πάντα του Δικαστηρίου και επίσης ο νόμος αυτός είναι συνταγματικός και κατόπιν τούτου οδηγείται στην απόρριψη της ένστασης περί αναρμοδιότητος του Δικαστηρίου και περί παραπομπής στα Μ.Ο.Δ. υπό όλες τις μορφές που ετέθη εδώ εν προκειμένω.
Κύριε Εισαγγελεύ, έχετε κάτι;
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Δεν υπάρχει τίποτα κ. Πρόεδρε.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ζητά τον λόγο κάποιος;
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Σε αυτό το σημείο θέλουμε να προβάλλουμε μία ένσταση. Είναι μια ένσταση μη νομίμου κλητεύσεως στο ακροατήριο λόγω ακυρότητας της σχετικής κλήσεως του κατηγορουμένου Βασιλείου Τζωρτζάτου.
Αξιότιμε κ. Πρόεδρε, κύριοι Εφέται, για ποιον λόγο βρίσκεται σήμερα και όλες τις προηγούμενες ημέρες εδώ ο κ. Τζωρτζάτος; Για ποιο λόγο βρίσκεται εδώ; Για δύο νομικούς λόγους, είναι η απάντηση. Πρώτον, επειδή του έχει επιδοθεί αυτό εδώ το έγγραφο στο οποίο αποτυπώνεται η βούληση του κ. Εισαγγελέως Εφετών, να κλητευθεί ο κατηγορούμενος σύμφωνα με τα άρθρα 320, 321 και 326 του Κ.Π.Δ., στο Δικαστήριό σας.
Ο δεύτερος λόγος, αυτό είναι το τυπικό σκέλος, είναι ότι υπάρχει ένα κρίσιμο νομικό έγγραφο, ας μου επιτραπεί να το πω, ένα εισαγωγικό της δίκης έγγραφο. Από νομική σκοπιά, ενώπιόν σας ο κ. Τζωρτζάτος, βρίσκεται μόνο και μόνο επειδή υπάρχει ένα παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, το 2869 από 30/12/2002, στο οποίο τρεις αξιότιμοι Εφέτες έκριναν ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για μια σειρά από κακουργήματα τα οποία προσάπτονται στον κ. Τζωρτζάτο.
Γι αυτό λοιπόν και μόνο τον νομικό λόγο είναι κάθε μέρα εδώ ο κ. Τζωρτζάτος και το Δικαστήριό σας θα κρίνει τις πράξεις όπως αυτές διατυπώνονται στο παραπεμπτικό βούλευμα. Είναι σύννομη, είναι έγκυρη η διατύπωση των κατηγοριών στο παραπεμπτικό βούλευμα; Φρονώ πως όχι. Επιτρέψτε μου να αναπτύξω λοιπόν την ένσταση που ανέφερα.
Το πρώτο τμήμα της διαδικασίας στο ακροατήριο, είναι η προπαρασκευαστική διαδικασία, γνωστά αυτά. Η σημαντικότερη πράξη της προπαρασκευαστικής διαδικασίας είναι η κλήτευση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, η οποία γίνεται είτε με κλητήριο θέσπισμα είτε, όπως στην παρούσα περίπτωση, με κλήση σύμφωνα με το άρθρο 320 του Κ.Π.Δ. Είναι η από 10/1/2003 κλήση του Εισαγγελέως Εφετών κ. Μπομπίρη.
Το άρθρο 321 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. ορίζει ότι –κατά λέξη- «η κλήση για την εμφάνιση ως προς την αξιόποινη πράξη, πρέπει να αναφέρεται στο παραπεμπτικό βούλευμα. Κατά τα λοιπά πρέπει επίσης να περιέχει όσα και το κλητήριο θέσπισμα›. Δηλαδή η κλήση πρέπει να περιέχει, σύμφωνα με το άρθρο 321 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., α) ονοματεπώνυμο, β) τον προσδιορισμό του Δικαστηρίου, γ) τη χρονολογία, δ) τον ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία κατηγορείται και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει και ε) τον αριθμό του και την επίσημη σφραγίδα.
Περαιτέρω, το άρθρο 321 παρ. 4 του Κ.Π.Δ. ορίζει με σαφήνεια ότι «η τήρηση των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 επιβάλλεται με ποινή ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος και της κλήσεως›. Ποινή ακυρότητας λοιπόν της κλήσεως. Στην παρούσα υπόθεση δεν υπήρξε νόμιμη η κλήτευση του κ. Τζωρτζάτου στο ακροατήριο, επειδή η από 10/1/2003 κλήση του Εισαγγελέα Εφετών που του επιδόθηκε στις 13/1/2003, είναι άκυρη.
Ειδικότερα: Την ακυρότητα της κλήσης προκάλεσε το δικονομικά ελλιπές περιεχόμενο του υπ’ αριθμ. 2869/2002 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, στο οποίο αναφέρεται αυτή η κλήση. Όσον αφορά τη σχέση μεταξύ κλήσης και παραπεμπτικού βουλεύματος, επικαλούμαι και υιοθετώ την ακόλουθη διαφωτιστική άποψη του αείμνηστου Καθηγητή Ποινικής Δικονομίας Ιωάννου Ζησιάδη. Η παραπομπή είναι Ποινική Δικονομία, β’ τόμος, 3η έκδοση 1977, σελ. 416.
Κατά λέξη, γράφει τα εξής ο αείμνηστος Ζησιάδης: «Η κλήση του κατηγορουμένου πρέπει να περιέχει όσα στοιχεία και το κλητήριο θέσπιμα. Ανωτέρω Α, Β, Γ και Δ. Δεν είναι ανάγκη όμως να περιέχει και τα υπό στοιχεία Ε αναφερόμενα. Αρκεί απλώς και είναι ανάγκη επί ποινή ακυρότητος, να αναφέρεται η κλήσις εις το προεπιδοθέν εις τον κατηγορούμενο παραπεμπτικό βούλευμα› -και εδώ θέλω την προσοχή σας- «εν ω –εννοείται παραπεμπτικό βουλεύματι- δέον να επίκειται επί ποινή ακυρότητος, η δι’ ην κατηγορείται ούτος και παραπέμπεται αξιόποινος πράξις και της οποίας διά προεπιδόσεως τούτου έχει λάβει ούτος γνώσιν›.
Όσον αφορά λοιπόν το περιεχόμενο του παραπεμπτικού βουλεύματος που έχει τεράστια νομική σημασία εν προκειμένω, ο ίδιος συγγραφέας Ζησιάδης, όπου παραπάνω, στη σελ. 417 τονίζει ότι –διαβάζω κατά λέξη: «Η κλήσις καθίσταται άκυρος εάν το παραπεμπτικό βούλευμα εις ο αναφέρεται, δεν περιέχει ακριβή καθορισμόν της αποδιδομένης εις τον κατηγορούμενον αξιοποίνου πράξεως και την προβλέπουσαν αυτήν ποινική διάταξιν›. ¶ρθρο 321 παρ. 1δ. Αυτά λέει ο Ζησιάδης.
Στην παρούσα περίπτωση, για να μην είναι άκυρη η κλήση, έπρεπε το υπ’ αριθ. 2369 παραπεμπτικό βούλευμα στο οποίο αυτή αναφέρεται, να περιγράφει λεπτομερώς τα στοιχεία των εγκληματικών πράξεων που αποδίδονται στον κ. Τζωρτζάτο. Βάσει ποίων κριτηρίων θα κρίνουμε αν υπάρχει ακριβής καθορισμός και λεπτομερής περιγραφή των αποδιδομένων πράξεων; Εδώ αναπτύσσω περαιτέρω τον συλλογισμόν μου ως εξής:
Το περιεχόμενο του ακριβούς καθορισμού και της λεπτομερούς περιγραφής των αποδιδόμενων πράξεων, θα προσδιορισθεί βάσει των κριτηρίων που θέτουν τα άρθρα 139 Κ.Π.Δ. και ιδίως το άρθρο 6 παρ. 3α της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, είναι η γνωστή μας ΕΣΔΑ.
Όπως είναι γνωστό το άρθρο 139 του Κ.Π.Δ ορίζει μεταξύ άλλων ότι η καταδικαστική απόφαση και το παραπεμπτικό βούλευμα πρέπει να αναφέρουν και τον αριθμό του άρθρου του ποινικού νόμου που εφαρμόζεται (άρθρο 484 του 510 του Κώδικα).
Ενώ η βαρύτητα της τήρησης αυτής της προϋπόθεσης υπογραμμίζεται και από το άρθρο 484 παράγραφος 1δ του Κ.Π.Δ σύμφωνα με το οποίο η παράδειξη αναγραφής του σχετικού άρθρου του ποινικού νόμου συνιστά αυτοτελή λόγο αναίρεσης του παραπεμπτικού βουλεύματος.
Ας έρθουμε λίγο τώρα και στην ΕΣΔΑ. Όπως γνωρίζουμε το άρθρο 6 παράγραφος 3α της ΕΣΔΑ ορίζει ότι «πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα όπως πληροφορηθεί εν τη βραχυτέρα προθεσμία εις γλώσσαν την οποία εννοεί και εν λεπτομερεία› – εδώ το πρωτότυπο το αγγλικό λέει «in detail› και το γαλλικό ακόμα καλύτερα, «d’une manière detaillée› - «την φύσιν και τον λόγον της εναντίον του κατηγορίας›. Μια διάταξη λοιπόν που έχει υπέρτερη του νόμου ισχύ, το άρθρο 6 παράγραφος 3α το οποίο ευθέως εφαρμόζεται και από το Δικαστήριό σας, μας λέει ότι πρέπει ο κατηγορούμενος να ξέρει εν λεπτομερεία, κατά λεπτομερή τρόπο σύμφωνα με το γαλλικό πρωτότυπο που υπερισχύει , τη φύση και τον λόγο της εναντίον του κατηγορίας.
Αυτές οι προϋποθέσεις πληρούνται από το παραπεμπτικό βούλευμα; Δυστυχώς όχι. Εδώ όμως πρέπει να προσθέσω και να αναφέρω και την εύστοχη επισήμανση του τότε Προέδρου του Αρείου Πάγου κ. Στέφανου Ματθία, ένας διαπρεπέστατος νομικός ο οποίος έχει μάλιστα δημοσιεύσει και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου το 1999 και έχει γράψει μία πάρα πολύ ενδιαφέρουσα εισαγωγή.
Λέει λοιπόν ο κ. Ματθίας «η εμβάθυνση στη Σύμβαση μόνο μέσω της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου είναι εφικτή›. Οφείλουμε επομένως να ενημερωθούμε τόσο στα κείμενα όσο και στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Είναι η εισαγωγή στην ΕΣΔΑ του κ. Ματθία 1999 σελίδα 16.
Επιπλέον να σημειώσω ότι και η συνταγματική θεωρία κάνει λόγο για το ερμηνευτικό δεδικασμένο που προκύπτει από τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Δεν θα σας κουράσω σε αυτό το σημείο, απλώς θα αναφερθώ σε ένα πάρα πολύ σημαντικό έργο του κ. Κώστα Χρυσόγονου, είναι Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Έχει δημοσιεύσει το 2001 ένα βιβλίο με τίτλο «Η ενσωμάτωση της ΕΣΔΑ στην εθνική έννομη τάξη› και στις σελίδες 400-408 αναφέρεται στο ερμηνευτικό δεδικασμένο.
Η σχετική με το άρθρο 6 παράγραφος 3α της ΕΣΔΑ νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, η οποία υποχρεωτικά πρέπει να ληφθεί από το Δικαστήριό σας υπόψη, είναι πια σταθερή και καταγράφεται στις αποφάσεις πρώτον της Ολομέλειας «Πελισιέ και Σασί κατά Γαλλίας› της 25ης Μαρτίου 1999 παράγραφος 51 και πιο πρόσφατα τις αποφάσεις των τμημάτων «Νταλός κατά Ουγγαρίας› της 1ης Μαρτίου 2001 παράγραφος 47 και «Σιπαβίτσιους κατά Λιθουανίας› της 21ης Φεβρουαρίου 2002 παράγραφοι 27-28.
Σε αυτή την τελευταία απόφαση «Σιπαβίτσιους κατά Λιθουανίας› θα αναφερθώ σύντομα στη συνέχεια. Στην 27η παράγραφο αυτής της απόφασης το Δικαστήριο το Ευρωπαϊκό θυμίζει πρώτα ότι οι ρυθμίσεις της παραγράφου 3α του άρθρου 6 τονίζουν την ανάγκη να δοθεί ειδική προσοχή στην γνωστοποίηση της κατηγορίας στον κατηγορούμενο.
«Τα επιμέρους στοιχεία του εγκλήματος παίζουν έναν καθοριστικό ρόλο στην ποινική διαδικασία› –μας λέει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο– «στο μέτρο που μόνο από την στιγμή της κοινοποίησής τους ο ύποπτος λαμβάνει επισήμως γραπτή γνώση της πραγματικής και νομικής βάσης των εις βάρος του κατηγοριών›.
Συνεχίζει όμως το Δικαστήριο στην ίδια απόφαση και προσθέτει ότι «το άρθρο 6 3α της ΕΣΔΑ καθιερώνει το δικαίωμα του κατηγορούμενο να πληροφορείται όχι μόνο τον λόγο της κατηγορίας›, δηλαδή της πράξης που φέρεται ότι έχει τελέσει και στις οποίες βασίζεται η κατηγορία, «αλλά και το νομικό χαρακτηρισμό που δίνεται σε αυτές τις πράξεις›.
Αυτή η πληροφόρηση πρέπει να είναι λεπτομερής. Αυτή η θέση του Δικαστηρίου του Ευρωπαϊκού που παγίως τολμώ να πω επαναλαμβάνεται, δηλαδή ότι έχει δικαίωμα ο κατηγορούμενος, το ξαναλέω, να γνωρίζει το νομικό χαρακτηρισμό που δίνεται στις πράξεις που του αποδίδονται και επιπλέον αυτή η πληροφόρηση πρέπει να είναι λεπτομερής. Αυτό είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό στοιχείο στο οποίο θα επανέλθω στη συνέχεια.
Παραμένω όμως στην απόφαση «Σιπαβίτσιους› του 2002 στην παράγραφο 28 τώρα. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επισημαίνει ότι στις ποινικές υποθέσεις η παροχή πλήρους λεπτομερούς πληροφόρησης σχετικά με τις κατηγορίες εναντίον ενός κατηγορουμένου και κατά συνέπεια η γνώση του νομικού χαρακτηρισμού που τυχόν θα υιοθετηθεί από το Δικαστήριο είναι ένα ουσιώδες προαπαιτούμενο για την εξασφάλιση μιας δίκαιης διαδικασίας.
Συνοψίζω λοιπόν: Τι μας λέει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο; Κατά λεπτομερή τρόπο πρέπει κάθε κατηγορούμενος να γνωρίζει λεπτομερώς τόσο τα πραγματικά περιστατικά που του προσάπτονται, όσο επιπρόσθετα και το νομικό τους χαρακτηρισμό. Τι έχει γίνει στην παρούσα υπόθεση; Το περιεχόμενο των κατηγοριών που αντιμετωπίζει ο κ. Τζωρτζάτος ενώπιον του Δικαστηρίου σας έγινε γνωστό στην τελική του μορφή μόνο μετά την έκδοση του υπ’ αριθμόν 2869 παραπεμπτικού βουλεύματος, αφού αυτό το βούλευμα μετέβαλε σε κάποια σημεία τις αρχικές κατηγορίες, είχε άλλωστε το δικαίωμα βάσει του άρθρου 318 να το πράξει και χειροτέρεψε την θέση του κατηγορούμενου κ. Τζωρτάτου. Η τελική λοιπόν διατύπωση των κατηγοριών που του προσάπτονται έγινε από το Συμβούλιο Εφετών.
Όμως αυτό το τελικό, το νέο περιεχόμενο των κατηγοριών οι οποίες δεσμευτικά περιέχονται στο παραπεμπτικό βούλευμα όσον αφορά τον κ. Τζωρτζάτο, δεν πληροί της προϋποθέσεις που θέτουν τα άρθρα 139 του Κ.Π.Δ. και 6 παράγραφος 3α της ΕΣΔΑ, όπως αυτό ερμηνεύεται το 6 3α από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που σας προανέφερα.
Πιο συγκεκριμένα, το παραπεμπτικό βούλευμα παραβιάζει το άρθρο 139 του Κ.Π.Δ. επειδή δεν παραθέτει τα άρθρα του ποινικού νόμου που αφορούν ειδικά τον κ. Τζωρτζάτο. Εδώ ίσως να πει κανείς, ναι σε κάποιο άλλο σημείο -τολμώ να πω άσχετο με τις κατηγορίες που αποδίδονται στον κ. Τζωρτζάτο- εκεί που μιλάει το βούλευμα γενικά για το πολιτικό έγκλημα υπάρχει μία παράθεση αρκετών άρθρων του Ποινικού Κώδικα που αναφέρονται συλλήβδην σε όλους τους κατηγορούμενους.
Αυτό όμως δεν συνιστά την ειδική αναφορά των άρθρων του ποινικού νόμου που αφορούν ειδικά τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο. Επισημαίνω και πάλι ότι ο συντάκτης του Κ.Π.Δ. έκρινε τόσο σημαντική την παράθεση των άρθρων του ποινικού νόμου που θέσπισε και ειδικό αναιρετικό λόγο κατά βουλευμάτων στο άρθρο 484.
Όμως υπάρχουν και δύο ακόμη παραβιάσεις ίσως πιο σημαντικές γιατί έχουν μεγαλύτερη εμβέλεια. Το παραπεμπτικό βούλευμα 2869 παραβιάζει το άρθρο 6.3α της ΕΣΔΑ επειδή δεν περιέχει τον απαραίτητο λεπτομερή νομικό χαρακτηρισμό των πράξεων που αποδίδονται ειδικά στον κ. Τζωρτζάτο.
Τι περιέχει το παραπεμπτικό βούλευμα; Σε πολλές σελίδες υπάρχει λεπτομερής παράσταση πραγματικών περιστατικών τα οποία αφορούν όλα τα εγκλήματα πλην ενός -κρατήστε αυτή την σημείωση- που επιρρίπτονται στον κ. Τζωρτζάτο. Δεν αρκεί όμως αυτό. Είναι ένα ξεχωριστό ζήτημα το να γνωρίζει ο κατηγορούμενος ποια πραγματικά περιστατικά του προσάπτει το παραπεμπτικό βούλευμα και είναι ένα άλλο τελείως ξεχωριστό νομικό γεγονός, νομικό δεδομένο το να γνωρίζει και ποιος είναι ο νομικός χαρακτηρισμός αυτών των πραγματικών περιστατικών.
Στο συγκεκριμένο παραπεμπτικό βούλευμα δεν υπάρχει νομική υπαγωγή σε συγκεκριμένες ποινικές διατάξεις εκείνων των πραγματικών περιστατικών που το βούλευμα δέχεται ότι αποκλείστηκα ειδικά όσον αφορά τον κ. Τζωρτζάτο. Επίσης απουσιάζουν οι αναγκαίοι νομικοί συλλογισμοί, βάσει των οποίων γίνεται ο νομικός χαρακτηρισμός των πράξεων που αποδίδονται, ειδικά στον κ. Τζωρτζάτο, με αποτέλεσμα να παραβιάζεται η επιταγή ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που περιέχεται στο άρθρο 139 του Κ.Π.Δ.
Θυμίζω ότι δεν ήταν επιλογή του κ. Τζωρτζάτου να συνεκδικαστεί η υπόθεσή του με άλλους 19 κατηγορούμενους, ήταν μία δικαστική κρίση του Συμβουλίο Εφετών. Αυτή η δικαστική κρίση, το να υπάρχει δηλαδή μια δίκη μαμούθ -ας μου επιτραπεί ο όρος- με τίποτα δεν μπορεί να συνεπάγεται προσβολή των συγκεκριμένων δικονομικών δικαιωμάτων του κ. Τζωρτζάτου, ο οποίος ειδικά πρέπει να γνωρίζει ποιος είναι ο νομικός χαρακτηρισμός των πράξεων που του αποδίδονται.
Έρχομαι όμως τώρα στην τελευταία και σοβαρότατη καταλυτικής σημασίας παραβίαση των δικονομικών δικαιωμάτων, που αφορά τη σημαντικότερη, αν θέλετε, διάταξη ουσιαστικού ποινικού δικαίου, που είναι αυτή του άρθρου 187. Γιατί βέβαια σ’ αυτό το Δικαστήριο και όχι στο Μικτό Ορκωτό έρχεται ο κ. Τζωρτζάτος και οι άλλοι συγκατηγορούμενοί του, επειδή θεωρεί το παραπεμπτικό βούλευμα ότι έχει τελέσει το κακούργημα του άρθρου 187.
Ειδικά λοιπόν όσον αφορά το έγκλημα του άρθρου 187 για το οποίο κατηγορείται μεταξύ άλλων ο κ. Τζωρτζάτος, υπάρχει μία πρόσθετη και βαρύτατη -έχω επίγνωση αυτού που λέω- παραβίαση του άρθρου 6.3α της ΕΣΔΑ. Για ποιο λόγο; Το παραπεμπτικό βούλευμα, ορίζει ως χρόνο τέλεσης της συμμετοχής του κ. Τζωρτζάτου στην Οργάνωση 17Ν, αυτό είναι το περιεχόμενο του άρθρου 187 και μάλιστα λέει ότι από το 1985 μέχρι και την ημέρα της σύλληψής του, το 2002, συμμετείχε στην Οργάνωση.
Πέραν αυτού, δεν λέει τίποτε άλλο. Δεν περιέχει το βούλευμα, ειδικά για τον κ. Τζωρτζάτο, κανένα σχετικό πραγματικό περιστατικό. Ο κ. Τζωρτζάτος λοιπόν δεν γνωρίζει βάσει ποίων πραγματικών περιστατικών δικάζεται για συμμετοχή στην Οργάνωση 17Ν κατ’ άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα. Εδώ, επιτρέψτε μου να σημειώσω ότι στο παραπεμπτικό βούλευμα, στα φύλλα 420, 421 και 422, περιέχονται κάποιες σκέψεις για το άρθρο 187 και τα πραγματικά του περιστατικά, αλλά για όλους τους άλλους κατηγορούμενους που έχουν πει ότι δεν συμμετέχουν, πλην του κ. Τζωρτζάτου.
Είναι ένα τεράστιο κενό, μια σιωπή. Και πρέπει επιπρόσθετα να τονιστεί ότι παρόλο που στο υπόμνημά του ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών, το οποίο υποχρεούτο να διαβαστεί από τους εκλεκτούς κυρίους Εφέτες, δικαίωμα ακρόασης, δικαίωμα αντιδικίας, ο κ. Τζωρτζάτος είχε δηλώσει ότι «αποχώρησε το έτος 1992 από την Οργάνωση 17Ν› και παρ’ όλα αυτά το παραπεμπτικό βούλευμα αγνοεί πλήρως και αυτόν τον ισχυρισμό και σιωπά.
Βεβαίως, είναι αυτονόητο αλλά πρέπει να ειπωθεί και αυτό......
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε συνήγορε μου επιτρέπετε; Δεν έχουμε αναίρεση κατά του βουλεύματος εδώ πέρα. Να ψάχνουμε τις αιτιολογίες του βουλεύματος κτλ. Από την άλλη άποψη που λέτε βέβαια, να το δούμε, εκεί έχετε δίκιο ίσως και πρέπει να το εξετάσουμε. Πράγματι, αν έπρεπε να αναφέρονται τα άρθρα, συνοπτικά η κατηγορία στην κλήση ή αν ενημερώθηκε σωστά για να προετοιμάσει την υπεράσπισή του όπως είπατε με το 6.3α, αυτά να τα δούμε.
Αλλά για τις αιτιολογίες που λέτε, μήπως φεύγουμε λίγο από την αρμοδιότητα και τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου μας; Αυτό θέλω να σκεφτείτε. Αν θέλετε βέβαια, δικαίωμά σας είναι να τα πείτε.
Ι.ΜΥΛΩΝΑΣ: Δε νομίζω αξιότιμε κ. Πρόεδρε, γιατί όλα αυτά που λέω, αναφέρονται στην ακυρότητα που προβάλλω της κλήσης, την οποία προκαλεί η ακυρότητα του παραπεμπτικού βουλεύματος. Αναπτύσσω μια επιχειρηματολογία, θα την αξιολογήσετε βεβαίως εσείς, αλλά οφείλω να πω ότι το παραπεμπτικό βούλευμα που, το λέω και πάλι, είναι το μοναδικό εισαγωγικό της δίκης έγγραφο, αν δεν υπήρχε παραπεμπτικό βούλευμα που μιλά για τον κ. Τζωρτζάτο δεν θα ήταν εδώ.
Το παραπεμπτικό λοιπόν βούλευμα στο οποίο αναπτύσσεται το κατηγορητήριο εις βάρος του κ. Τζωρτζάτου, δεν λέει ούτε μία κουβέντα για τα πραγματικά περιστατικά που αφορούν το καίριας σημασίας άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα. Εδώ επιτρέψτε μου να πω ότι βάσει του τεκμηρίου αθωότητας, ο κατηγορούμενος δεν υποχρεούται αυτός να αποδείξει την αθωότητά του, πολύ περισσότερο όταν ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος έχει δηλώσει ξεκάθαρα: «από το 1992 έχω αποχωρήσει›.
Πρέπει λοιπόν το παραπεμπτικό βούλευμα, εφ’ όσον κρίνει ότι υπάρχον ενδείξεις ενοχής εις βάρος του κ. Τζωρτζάτου για το θέμα της συμμετοχής στην Οργάνωση 17Ν, να περιέχει πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι και το ’90 και το ’93 και το ’95 και το 2001 και το 2002, συνέχιζε να συμμετέχει ο κ. Τζωρτζάτος. Δεν θα αποδείξει ο κατηγορούμενος ότι είναι αθώος, θα αποδείξει η κατηγορούσα αρχή ότι αυτός είναι ένοχος, θα πρέπει το παραπεμπτικό βούλευμα –αυτά λέει η ΕΣΔΑ- πρέπει το παραπεμπτικό βούλευμα να περιέχει πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει η συνεχής συμμετοχή του κ. Τζωρτζάτου στην 17Ν και το ’93-’94 μέχρι και το 2002. Διαφορετικά, είναι άκυρο το παραπεμπτικό βούλευμα.
Προχωρώ σιγά-σιγά προς το τέλος των ισχυρισμών μου. Το παραπεμπτικό βούλευμα δεν περιέχει συνεπώς τον επί ποινή ακυρότητας απαιτούμενο ακριβή καθορισμό των πράξεων που αποδίδονται ειδικά στον κ. Τζωρτζάτο και ο ακριβής καθορισμός θα προκύψει βάσει των νομολογιακών δεδομένων του άρθρου 6.3α της ΕΣΔΑ όπως αυτό ερμηνεύεται από τις αποφάσεις που προανέφερα, με αποτέλεσμα να καθίσταται άκυρη και η από 10/1/2003 κλήση προς εμφάνιση στο ακροατήριο η οποία αναφέρεται σε αυτό.
Με την παρούσα ένσταση λοιπόν, προβάλλονται αντιρρήσεις για την πρόοδο της δίκης και ζητείται: α) να διαπιστωθεί η ακυρότητα της από 10/1/2003 κλήσης και β) να κηρυχθεί απαράδεκτη η εισαγωγή της υπόθεσης στο Δικαστήριό σας, όσον αφορά το πρόσωπο του κ. Τζωρτζάτου και ειδικά όσον αφορά το έγκλημα του άρθρου 187 για το διάστημα από το 1992 και μετά.
Πρέπει να επισημάνω ότι στην παρούσα υπόθεση υπάρχει μια σαφής παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη και ειδικότερα του άρθρου 6 3α της ΕΣΔΑ, επειδή ο κ. Τζωρτζάτος κλητεύθηκε να δικαστεί από το Δικαστήριό σας, χωρίς να γνωρίζει τον ακριβή και λεπτομερή νομικό χαρακτηρισμό των πράξεων που του αποδίδονται πρώτον και δεύτερον και πιο σημαντικό, χωρίς να γνωρίζει ποια είναι τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την εγκληματική πράξη της συμμετοχής του στην Οργάνωση 17Ν.
Θα πει ίσως κάποιος ότι «όλα αυτά είναι δικονομικά τερτίπια, όλα αυτά είναι τεχνικά θέματα, δεν έχουν και πολύ σημασία. Σημασία έχει η ουσία της υπόθεσης, είναι θέματα που αφορούν μόνο τους δικονομικούς τύπους›.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μπορεί να μην ενδιαφερθείτε για την ουσία της υπόθεσης, αλλά αυτά πρέπει να τα πείτε αφού νομίζετε ότι θα τα πείτε.
Ι.ΜΥΛΩΝΑΣ: Εδώ θέλω να προσθέσω κάτι για το πόσο σημαντική είναι η τήρηση των δικονομικών τύπων και για το πως μόνο μέσω της τήρησης των δικονομικών τύπων, μπορεί τελικά να αποδοθεί η Δικαιοσύνη.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αυτά μήπως τα έχουμε πει πολλές φορές;
Ι.ΜΥΛΩΝΑΣ: Θα είμαι σύντομος κ. Πρόεδρε. Απλώς νομίζω ότι έχει μια νομική σημασία.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ:... Δεν ξέρω πιο πέρα μέσω του Τύπου μήπως μας λένε «Τι κάνετε τώρα εσείς εκεί πέρα όλες αυτές τις ημέρες;›. Καταλάβατε; Οτι δηλαδή η διαδικασία που πρέπει να τηρηθεί όλα αυτά, τα έχουμε πει πολλές φορές, αλλά άμα θέλετε να τα πείτε πάλι, πέστε τα.
Ι.ΜΥΛΩΝΑΣ: Θα είμαι σύντομος κ. Πρόεδρε, απλώς νομίζω ότι έχει μια βαρύτητα να θυμηθούμε τα λόγια ενός πολύ παλαιού σοφού του Ν.Ι.Σαρίπολου, ίσως λίγοι γνωρίζουν ότι ο Ν.Ι. Σαρίπολος ο γνωστός συνταγματολόγος, ήταν και ποινικολόγος και οικονομολόγος και ότι το έτος 1871 έχει δημοσιεύσει ένα πεντάτομο εγχειρίδιο ποινικού δικαίου που αφορά και την ποινική δικονομία. Στον 4ο τόμο του εγχειριδίου, σελ. 6 περιέχονται και οι εξής φράσεις που νομίζω ότι έχουν μία πολύ σημαντική επικαιρότητα. Λέει σε αρχαϊζουσα γλώσσα ο Σαρίπολος:
«Τίς εγγυάται ότι ουδείς συκοφάντης δώσει μήνυσιν ψευδή; Τίς δε ο ασφαλίζων ότι η προκατάληψίς της των πνευμάτων ου βαρύνει ποτέ και επ’ αυτών τον ενάρετον; Ή ότι οργώντα πάθη ουκ εκζητήσουσι ποτέ την απώλεια του αθώου; Τίς ο προστατών αυτού εν τοιαύταις περιστάσαισιν; Ουδείς άλλος, η μη οι τύποι και αι δι’ αυτών παρεχόμεναι τη αθωότητι ασφάλειαι›.
Αξιότιμε κ. Πρόεδρε, κύριοι Εφέτες, ο κ. Τζωρτζάτος ήταν σαφέστατος. Από το 1992 και μετά έχει αποχωρήσει από την Οργάνωση. Φοβάμαι ότι ο τρόπος που έχει συνταχθεί το παραπεμπτικό βούλευμα, ειδικά για αυτό το ζήτημα, επιβεβαιώνει τη ρήση του αείμνηστου Σαριπόλου και φοβάμαι ότι γεννάται ένα σοβαρό θέμα και ίσως να υπάρχει και κάποια προκατάληψη των πνευμάτων και ίσως να υπάρχουν και τα οργώντα πάθη.
Όμως, το Δικαστήριό σας οφείλει να εφαρμόσει τους νόμους ακόμα και όταν ενδεχομένως η τήρηση αυτών των νόμων οδηγεί σε συνέπειες όσον αφορά την εξέλιξη της δίκης που δεν θα ήταν αναμενόμενες, αλλά πάνω απ’ όλα νομίζω ότι προέχει η τήρηση των δικονομικών κανόνων.
Με την παρούσα ένσταση, δε ζητούμε να κηρυχθεί αντισυνταγματικός κάποιος νόμος ή να μην εφαρμοστεί κατά διάταξη, ζητούμε το αυτονόητο: επιτέλους, πρέπει οι δικονομικοί κανόνες, όπως μάλιστα ερμηνεύονται και συνπροσδιορίζονται από το άρθρο 6.3α της ΕΣΔΑ, πρέπει να εφαρμόζονται.
Θα τελειώσω με μία επισήμανση: Γίνεται πολύς λόγος για το αν αυτή η δίκη είναι δίκαιη ή όχι. Κάποιοι λένε ότι αποκλείεται να είναι δίκαιη, κάποιοι λένε ότι φυσικά και θα είναι δίκαιη. Δε νομίζω ότι έχουν έτσι τα πράγματα. Το αν αυτή η δίκη θα είναι δίκαιη, εξαρτάται κατά την ταπεινή μου γνώμη από έναν υποκειμενικό παράγοντα και από έναν αντικειμενικό.
Ο υποκειμενικός παράγοντας έχει να κάνει με τον τρόπο διεξαγωγής της διαδικασίας από τον κ. Πρόεδρο. Εδώ μέχρι στιγμής οφείλω να πω ότι δεν γεννάται κανένα θέμα και ότι η διαδικασία, ο τρόπος διεξαγωγής της συζήτησης είναι δίκαιος. Δεν αρκεί όμως αυτό. Νομίζω ότι με την ένσταση που σας ανέπτυξα, ανέκυψε η πολύ μεγάλη σημασία του δεύτερου, του αντικειμενικού παράγοντα.
Όταν γεννώνται θέματα εφαρμογής του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, το οποίο θεσπίζει τη δίκαιη δίκη, εκεί το αν αυτή η δίκη θα είναι δίκαιη, εξαρτάται από το αντικειμενικό δεδομένο του πώς θα αξιολογήσει το Δικαστήριό σας ποια απόφαση θα λάβει για ένα πολύ σημαντικό δικονομικό ζήτημα που έχει να κάνει με τα στοιχειώδη δικονομικά δικαιώματα του κ. Τζωρτζάτου.
Πώς θα προχωρήσει κατά δίκαιο τρόπο αυτή η διαδικασία, όταν το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο, το παραπεμπτικό βούλευμα 2868/2002, δεν περιέχει ούτε ένα πραγματικό περιστατικό για τη συμμετοχή του κ. Τζωρτζάτου στη 17Ν από το 1992 μέχρι το 2002; Αυτή είναι μια εύλογη νομική απορία και περιμένω με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τη δικαστική σας κρίση. Ευχαριστώ.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ευχαριστούμε τον κ. Μυλωνά.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Κύριε Πρόεδρε, για την οικονομία της δίκης, θα παρακαλούσα εκείνη την πλευρά να πει τί άλλη ένσταση έχει στο θέμα της προώθησης της διαδικασίας.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Νομίζω είχε πει ο κ. Μυλωνάς ότι άφησε μία ένσταση για μετά. Αλλά ανακύψει τίποτα στο μέλλον.
Π.ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΗΣ: (εκτός μικροφώνου)
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Καλά έκανε και τα είπε. Δεν τον άκουσα με μεγάλη προσοχή; Και τα σημείωσα κιόλας; Ο κ. Εισαγγελέας ήθελε να ρωτήσει. Τι να κάνω; Να του πω να μην ρωτάει; Κι εσείς μπορείτε κάτι να ρωτήσετε μετά.
(διαλογικές συζητήσεις)