Ξετυλίγοντας έξι ψυχαναλυτικές ιστορίες καθημερινότητας, οι οποίες αποτυπώνουν την αμφίδρομη σχέση που δημιουργείται ανάμεσα στον αναλυτή και τον αναλυόμενο, ο κλινικός ψυχολόγος – ψυχαναλυτής και συγγραφέας Γιάννης Βαϊτσαράς μάς μιλά για το νέο του βιβλίο.
Μετά τα «Διηγήματα» του 2011, ο Γιάννης Βαϊτσαράς επανέρχεται με το δεύτερο βιβλίο του, με τίτλο «Ακούω όπως αγαπάω», στο οποίο ο ψυχαναλυτής ακούει τις εκμυστηρεύσεις των αναλυόμενων, που συχνά τον βαραίνουν και τον προβληματίζουν, και από τη δυσκολία του να απαντήσει στο πιεστικό τους αίτημα ανακούφισης και να σταθεί ακλόνητος στις ψυχικές τους καταιγίδες, γεννιέται η ιδέα ενός ημερολογίου.
Ικανοποιώντας «την ανάγκη του να μιλήσει για αυτό το τόσο ιδιαίτερο, μοναχικό και συχνά παρεξηγημένο επάγγελμα», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στον πρόλογο του βιβλίου, ο Γιάννης Βαϊτσαράς μάς μιλά για το «Ακούω όπως αγαπάω» και για τον ανεξερεύνητο ωκεανό της ανθρώπινης ψυχής.
Σε ποια ψυχικά τοπία μάς ξεναγεί το βιβλίο;
Αναμνήσεις, φόβοι, επιθυμίες του ψυχαναλυτή απαντούν στο άκουσμα των συνειρμών του αναλυόμενου, τα οποία, φυσικά, μένουν μόνο στον νου του, όταν δεν γίνονται σημειώσεις ή βιβλίο… Τα τοπία του “Ακούω όπως αγαπάω” είναι ένα μείγμα της ιστορίας του αναλυόμενου από τη μία και των εμπειριών του αναλυτή από την άλλη.
Φανταστείτε το σκηνικό: στο ντιβάνι, ο άνθρωπος που έρχεται στο ψυχαναλυτικό γραφείο, για να μιλήσει. Πίσω του, σε μια πολυθρόνα, ο ψυχαναλυτής ακούει. Ο αναλυόμενος αφήνεται στον ελεύθερο συνειρμό, δηλαδή, προσπαθεί να κάνει λόγια τις σκέψεις, που περνούν από το μυαλό του. Ο αναλυτής συνδέει στο μυαλό του τις φαινομενικά άσχετες σκέψεις του αναλυόμενου, τις λέξεις που χρησιμοποιεί. Διάφορα “τοπία”, λοιπόν, ξετυλίγονται στο νου του, που δίνουν νόημα στα λεγόμενα του αναλυόμενου.
Τί υποδηλώνει ο τίτλος του;
Σε μια από τις ιστορίες του βιβλίου, ένας αναλυόμενος φέρνει αυτά τα δυο ρήματα στο προσκήνιο. Ο αναλυτής σκέφτεται πως είναι δυο λέξεις, που αρχίζουν από άλφα και τελειώνουν σε ωμέγα, πως στην ψυχαναλυτική συνεδρία ο αναλυτής ακούει με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο, με τη λεγόμενη “επιπλέουσα προσοχή”. Αγαπάει τους αναλυόμενούς του, επίσης, με ιδιαίτερο τρόπο, πολύ διαφορετικό από την προσωπική του ζωή. Κρατώντας ουδετερότητα, είναι δεδομένος και καλοπροαίρετα διακείμενος απέναντί τους, καθώς εκείνο που τον ενδιαφέρει μόνο είναι η ψυχική τους ισορροπία.
Πώς γίνεται αμφίδρομη η σχέση του ψυχαναλυτή με τους αναλυόμενους;
Το εργαλείο της ψυχαναλυτικής δουλειάς είναι ακριβώς αυτή η ιδιαίτερη σχέση. Ο ψυχαναλυτής δουλεύει με το υποσυνείδητό του, το οποίο τον εμπλέκει σε μια επαφή με το υποσυνείδητο του αναλυόμενου. Αμφίδρομη κίνηση, λοιπόν, των δύο υποσυνείδητων».
Από την αρχιτεκτονική στην κλινική ψυχολογία. Θα μπορούσαμε να πούμε πως η «αρχιτεκτονική της ψυχής» με τις σωστές της βάσεις και τα γερά θεμέλια παίζει, ίσως, τον σημαντικότερο ρόλο στο «οικοδόμημα» της ψυχοσύνθεσής μας;
«Αυτό είναι βέβαιο. Η καλή ψυχολογική κατάσταση του ανθρώπου χτίζεται στα θεμέλια, δηλαδή, στην παιδική ηλικία. Όσο για τα δύο επαγγέλματα, θα μπορούσαν να συνοψιστούν σε ένα: αρχιτεκτονική “εσωτερικών” χώρων.
Η ολοκληρωτική εξερεύνηση της ανθρώπινης ψυχής μοιάζει με την άβυσσο των ωκεανών, όπου κανείς δεν έχει καταφέρει ακόμα να διεισδύσει;
Έχει ενδιαφέρον ο τρόπος έκφρασης της ερώτησης. Πράγματι, φαντάζει με τρομακτική άβυσσο η “ολοκληρωτική εξερεύνηση της ψυχής”. Αναρωτιέμαι αν, πράγματι, θα ήταν ωφέλιμη ή καταστροφική για τον άνθρωπο… Νομίζω πως μάλλον τρόμο θα προκαλούσε.
Η ψυχαναλυτική προσπάθεια είναι ήδη μια τολμηρή βουτιά στον ωκεανό του ασυνείδητου. Αλλά, φυσικά, η ψυχανάλυση δεν διατείνεται πως καταφέρνει να εξερευνήσει με απόλυτο τρόπο τα άδυτα της ψυχής. Η μεγάλη αξία της έγκειται στη συνειδητοποίηση κάποιων ψυχικών μηχανισμών και κινήσεων, που εγκαταστάθηκαν μέσα μας και προκαλούν δυσφορία, συμπτώματα ή δυσλειτουργίες στη ζωή μας, στην έκφραση των συναισθημάτων, στην εξέλιξη της προσωπικότητας. Είναι μια κατανόηση των μηχανισμών αυτών, που μπορεί να μη φτάνει στην άβυσσο των ωκεανών, όμως καταφέρνει να μας συμβιβάσει με την ανθρώπινη υπόσταση.
Στη σχέση μας με τον εαυτό μας, τί είναι ολέθριο και τί θριαμβευτικό;
Το εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο του βιβλίου του Γ. Βαϊτσαρά «Ακούω όπως αγαπάω».
Ολέθρια είναι η έλλειψη αγάπης, ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια της ζωής. Όταν ο άνθρωπος δεν έχει αγαπηθεί με ικανοποιητικό τρόπο, δεν καταφέρνει εύκολα να αγαπήσει τον εαυτό του. Όπως ολέθριο είναι το γνωστό “δήθεν” στη ζωή. Διότι το “δήθεν” δημιουργεί την ανασφάλεια και την έλλειψη αυτοπεποίθησης. Θριαμβευτική είναι η ικανότητα δημιουργίας και η αίσθηση ψυχικής δύναμης, που δίνουν οι ουσιαστικές ανθρώπινες σχέσεις.
Ποια είναι η άποψη σας για τη συνεχώς αυξανόμενη χρήση των αντικαταθλιπτικών;
Tα αντικαταθλιπτικά είναι δελεαστικά, γιατί είναι η εύκολη λύση στα συμπτώματα. Φυσικά, ευτυχώς που υπάρχουν, καθώς ορισμένες φορές σώζουν ζωές, αλλά νομίζω πως οι περισσότεροι από αυτούς που τα χρησιμοποιούν το κάνουν, επειδή δεν έχουν την τόλμη της ενδοσκόπησης. Και αυτό είναι κρίμα, κατά την γνώμη μου.
Ποια θα ήταν το καλύτερο «φάρμακο» για την κατάθλιψη της εποχής μας;
Μπορώ να πω με ευκολία ότι το φάρμακο κατά της κατάθλιψης είναι ο έρωτας. Όχι απαραίτητα για άνθρωπο, αλλά και για μια ιδέα ή ιδανικό, για ένα επάγγελμα ή μια δραστηριότητα. Όμως, δεν ερωτεύεται κανείς κατά παραγγελία. Εκεί ακριβώς είναι το πρόβλημα. Ο καταθλιπτικός δεν μπορεί να ερωτευτεί. Με τίποτα και με κανέναν.
Φυσικά, η ψυχοθεραπεία θα βοηθούσε. Αλλά, κατά τη γνώμη μου, κυρίαρχο ρόλο παίζει η δυνατή θέληση του ανθρώπου να αντιμετωπίσει την κατάστασή του σαν κύριος του εαυτού του και όχι σαν υπόδουλός του. Πράγμα που χρειάζεται κουράγιο και τόλμη.
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]