Το έργο «εκρηγνυόμενος σταυρός» του εικαστικού Κώστα Τσόκλη, το οποίο δέσποζε στην είσοδο της Σπιναλόγκας, βρέθηκε στο επίκεντρο της τελευταίας συνεδρίασης του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ), που έκρινε ότι θα πρέπει να μεταφερθεί από το νησί λόγω επικινδυνότητας.
Η πετυχημένη έκθεση του γνωστού εικαστικού Κώστα Τσόκλη στη νήσο Σπιναλόγκα, που μετέτρεψε έναν ολόκληρο αρχαιολογικό τόπο σε έργο τέχνης, διήρκεσε από τον Ιούνιο ως τον Οκτώβριο του 2012. Έκτοτε τα έργα μεταφέρθηκαν με ευθύνη του ίδιου του καλλιτέχνη, εκτός από ένα. Τον «εκρηγνυόμενο σταυρό», μια μεγάλη μεταλλική κατασκευή από σίδερο και καθρέφτη, που μέχρι πρότινος δέσποζε στην είσοδο του νησιού.
Η ιστορία του σταυρού που δεν απομακρύνθηκε από τη Σπιναλόγκα μαζί με τα υπόλοιπα έργα της εικαστικής παρέμβασης «Εσύ ο τελευταίος λεπρός» του Κώστα Τσόκλη, απασχόλησε στην τελευταία συνεδρίασή τους τα μέλη του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ), που έκριναν ότι θα πρέπει να μεταφερθεί από το νησί με ευθύνη του καλλιτέχνη. Σημειώνεται ότι τον σταυρό έχει ήδη κατεβάσει η 13η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων (ΕΒΑ), όχι τόσο εξαιτίας των μεγάλων διαστάσεών του, που δρούσαν «ανταγωνιστικά» ως προς το μνημείο (δηλαδή ολόκληρο το νησί), αλλά κυρίως λόγω της επικινδυνότητάς του, καθώς η παραμονή του χωρίς στήριξη θα μπορούσε να δημιουργήσει κάποιο σοβαρό ατύχημα.
Ο καλλιτέχνης, με επιστολή που έστειλε ο ίδιος στην αρμόδια ΕΒΑ, πληροφορούσε για τη δωρεάν παραχώρηση του έργου, έχοντας επισυνάψει την επισήμανση ότι αυτό θα πρέπει να ενισχυθεί, ειδάλλως να καταστραφεί.
Ομόφωνη απόφαση
Τα μέλη του Συμβουλίου τάχθηκαν ομόφωνα υπέρ της απομάκρυνσης του «εκρηγνυόμενου σταυρού» από το νησί, εφόσον η έκθεση έχει ολοκληρωθεί ήδη από τον Οκτώβριο.
Σπιναλόγκα
Το νησάκι της Σπιναλόγκας, με τις αρχαίες και ενετικές οχυρώσεις, πέρασε πολλές κρίσεις πριν μετατραπεί το 1903 σε Λεπροκομείο - που λειτούργησε ως το 1957 -, καθιστώντας το τόπο μαρτυρίου και ιστορικής μνήμης. Μετά την κατάληψή του από τους Τούρκους στις αρχές του 18ου αιώνα, δημιουργείται οθωμανικός οικισμός, ενώ τους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας το νησί χρησιμοποιείται ως τόπος εξορίας και απομόνωσης.
Στα μέσα με τέλη του 19ου αιώνα, ωστόσο, εγκαθίστανται πολλοί έμποροι και ναυτικοί, που εκμεταλλεύονται τους εμπορικούς δρόμους της Ανατολικής Μεσογείου, ο δε ρόλος του λιμανιού του αναβαθμίζεται, με την απόκτηση εξαγωγικού εμπορίου. Η επαναστατική δράση των χριστιανών, όμως, προκαλεί ανασφάλεια στους κατοίκους, που οι περισσότεροι το εγκαταλείπουν, ενώ το 1897 εγκαθίστανται προσωρινά γαλλικές στρατιωτικές δυνάμεις.