«Κοντεύει να ξημερώσει η μέρα της Λαμπρής. Ο παπα-Καφάτος, μέσα στα βουνά, τρέχει από χωριό σε χωριό κι ανασταίνει το Χριστό, γρήγορα γρήγορα, γιατί 'ναι πολλά τα χωριά και πρέπει να κάμει Ανάσταση σε όλα, πριν ξημερώσει.
Ανασκουμπωμένος, φορτωμένος τ' άμφιά του και το βαρύ ασημένιο Βαγγέλιο, σκαρφαλώνει μέσα στην άγια νύχτα στα κατσάβραχα, τρέχει αγκομαχώντας, φτάνει σ' ένα χωριό, ανασταίνει και χιμάει σ' άλλο χωριό.
Στο τελευταίο χωριουδάκι, σφηνωμένο μέσα στους βράχους, οι χωριανοί μαζεμένοι στην εκκλησούλα άναψαν τα καντήλια, κουβάλησαν από τη ρεματιά δάφνες και μυρτιές και στόλισαν τα κονίσματα και την πόρτα. Κρατούν σβηστά τα κεριά τους και περιμένουν να 'ρθει ο Μέγας Λόγος να ανάψουν.
Ρόδιζε πια η ανατολή, ο ουρανός γελούσε. Και να, μέσα στη σιγαλιά… βαριά ανάσα ακούστηκε κι ολομεμιάς, πίσω από ένα σγουρό πουρνάρι, πετάχτηκε ο γερο-παπα Καφάτος.
Ανοιξε τις αγκάλες:
- Xριστός ανέστακας, μωρέ παιδιά! φώναξε.
Η γνώριμη πολυτριμμένη λέξη «ανέστη» του φάνηκε ξαφνικά μικρή, φτενή, μίζερη. Δεν μπορούσε να χωρέσει τη Μεγάλη Αγγελία. Πλάτυνε η λέξη, θέριεψε στα χείλια του παπά. Λύγισαν οι γλωσσικοί νόμοι, ακολουθώντας τη φόρα της ψυχής… Ο γερο-Κρητικός δημιουργώντας την καινούρια λέξη, ένιωθε πώς αληθινά ανάσταινε, σε όλο του το μέγα μπόι, το Χριστό». (Αναφορά στο Γκρέκο, Ν. Καζαντζάκης)
* Η φωτογραφία απεικονίζει το έργο του Ρέμπραντ «Ανάσταση» που φιλοξενείται στην Πινακοθήκη του Μονάχου.