Τον κώδωνα του κινδύνου κρούουν επιστήμονες στις ΗΠΑ για τις έτοιμες τροφές και τα συσκευασμένα γεύματα που κυκλοφορούν στο εμπόριο και απευθύνονται σε παιδιά, καθώς στα περισσότερα από αυτά εντόπισαν υψηλή περιεκτικότητα αλατιού.
Έρευνα που παρουσιάστηκε σε συνέδριο της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας, έδειξε ότι σχεδόν το 75% των προϊόντων αυτών περιέχουν μεγάλη ποσότητα νατρίου, το οποίο σύμφωνα με πολλές μελέτες ευθύνεται για την υπέρταση.
Η μελέτη είναι η πρώτη που εξέτασε την περιεκτικότητα νατρίου σε παιδικές τροφές, γι’ αυτό και σύγκρινε 1.115 προϊόντα για βρέφη και παιδιά ηλικίας από δώδεκα μηνών έως τριών ετών. Η περιεκτικότητά τους σε νάτριο θεωρείται υψηλή όταν ξεπερνά τα 210mg ανά μερίδα, κάτι που οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι ισχύει για τις περισσότερες τροφές που εξέτασαν.
Μάλιστα, σε πολλές από αυτές η περιεκτικότητα σε νάτριο έφτανε ακόμη και τα 630mg ανά μερίδα, δηλαδή περίπου το 40% της ποσότητας που επιτρέπει να καταναλώνεται καθημερινά η Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, αυτό είναι ιδιαιτέρως ανησυχητικό, καθώς η μεγάλη κατανάλωση νατρίου μακροπρόθεσμα προκαλεί προβλήματα υγείας όπως υπέρταση. Επίσης, τονίζουν ότι οι γευστικές προτιμήσεις αναπτύσσονται από πολύ μικρή ηλικία, γι’ αυτό καλό θα είναι τα παιδιά να μην συνηθίζουν στο πολύ αλάτι, ώστε μεγαλώνοντας να μάθουν να το αποφεύγουν.
«Όσο λιγότερο νάτριο υπάρχει στη διατροφή των βρεφών και των παιδιών, τόσο λιγότερο θα το προτιμούν και τα ίδια όταν μεγαλώσουν», είπε η βασική συντάκτρια της επιστημονικής έκθεσης, Joyce Maalouf, τονίζοντας ότι οι γονείς θα πρέπει να επιλέγουν για τα παιδιά τους τις πιο υγιεινές τροφές.
Εξάλλου, άλλη μελέτη που επίσης παρουσιάστηκε πρόσφατα σε συνέδριο της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας, έδειξε ότι η μεγάλη κατανάλωση αλατιού αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου για 2,3 εκατομμύρια θανάτους ετησίως από εγκεφαλικό, καρδιακή προσβολή και καρδιολογικές παθήσεις γενικότερα. Σχεδόν το 1 εκατ. από αυτούς είναι πρόωροι και επέρχονται σε άτομα ηλικίας κάτω των 69 ετών.
Η μελέτη πραγματοποιήθηκε από διεθνή ομάδα 488 επιστημόνων από 303 ερευνητικά κέντρα σε 50 χώρες του κόσμου και είχε διάρκεια 20 ετών.