Οι πολύνεκρες επιθέσεις αυτοκτονίας που σημειώθηκαν τη Δευτέρα και σήμερα στην Τσετσενία αποτελούν άλλη μια απόδειξη του ότι ο ρώσος πρόεδρος δεν μπορεί να ξεφύγει από τη σύγκρουση αυτή, που στοιχίζει κάθε χρόνο τις ζωές εξίσου πολλών Ρώσων, με εκείνες που στοίχιζε επί δέκα χρόνια η καταστροφική επιχείρηση στο Αφγανιστάν.
Η Τσετσενία είναι μια πληγή, που παραμένει ανοιχτή. Είναι ένα αγκάθι στις προσπάθειες του Πούτιν για μια ασφαλή διοίκηση της ρωσικής Ομοσπονδίας.
Είναι εν μέρει αλήθεια, όπως ισχυρίζονται οι Ρώσοι, ότι ο πόλεμος στην Τσετσενία τροφοδοτείται συνεχώς από τους ισλαμιστές τρομοκράτες, και κατά συνέπεια είναι δύσκολο να τελειώσει. Είναι όμως επίσης αλήθεια ότι το πάθος κατά της Ρωσίας προέρχεται από έναν αιώνα καταπίεσης. Σε κάθε περίπτωση, αν αυτόν τον πόλεμο η Ρωσία δεν μπορεί να τον κερδίσει ολοκληρωτικά, η στρατηγική σημασία της περιοχής είναι τόσο μεγάλη ώστε η Ρωσία δεν μπορεί και να κάνει πίσω.
Το Κρεμλίνο υποστηρίζει ότι η ζωή στην Τσετσενία επιστρέφει σε φυσιολογικά επίπεδα ύστερα από τρία χρόνια πολέμου, του δεύτερου μέσα σε μια δεκαετία. Οι ρωσικές αρχές επικαλούνται μάλιστα το δημοψήφισμα της 23ης Μαρτίου, όπου υποτίθεται ότι οι Τσετσένοι ψήφισαν να παραμείνουν μέρος της Ρωσίας. Αυτά όμως είναι ανοησίες, γράφει ο Μπρόνγουεν Μάντοξ στους «Τimes». Οι βομβιστικές επιθέσεις συνεχίζονται. Το μεγαλύτερο μέρος της βοήθειας που παρέχει η Μόσχα για την ανασυγκρότηση της περιοχής (έως και το 90%, σύμφωνα με ορισμένες μελέτες) «εξαφανίζεται» πριν φτάσει στον προορισμό του. Και όπως αναφέρουν αξιόπιστες πληροφορίες, πολλοί Τσετσένοι απέσχαν από τις εκλογές, είτε από φόβο, είτε επειδή αρνούνται να εγκαταλείψουν τον αγώνα για ανεξαρτησία.
Ο Πούτιν αναγκάζεται να υποστηρίξει το αντίθετο λόγω της τεράστιας σημασίας που έχει αποδώσει στο θέμα της Τσετσενίας από τότε που ανέλαβε την προεδρία. Οι αριθμοί όμως είναι αποκαλυπτικοί. Τον περασμένο Φεβρουάριο, ρώσοι αξιωματούχοι ανέφεραν ότι από τότε που ξεκίνησε ο πόλεμος, το 1999, έχουν σκοτωθεί περισσότεροι από 4.500 ρώσοι στρατιωτικοί και έχουν τραυματιστεί περισσότεροι από 15.500. Οι αριθμοί αυτοί είναι ισοδύναμοι με τις απώλειες που είχαν οι Ρώσοι στο Αφγανιστάν τη δεκαετία του '80.
Μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001, ο Βλαντίμιρ Πούτιν προσπάθησε να δικαιολογήσει το μέγεθος αυτών των απωλειών επικαλούμενος τον πόλεμο κατά της ισλαμικής τρομοκρατίας. Ο ρώσος πρόεδρος καταβάλλει σκληρές προσπάθειες για να παρουσιάσει τον πόλεμο στην Τσετσενία ως ένα ακόμη μέτωπο στον πόλεμο κατά της αλ-Κάιντα. Και εν μέρει έχει δίκιο. Αραβες φανατικοί έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην έναρξη αυτού του πολέμου, καθώς αποσκοπούν στη συγχώνευση της Τσετσενίας με το γειτονικό Νταγκεστάν για τη δημιουργία ενός ισλαμικού κράτους. Επί πολλά χρόνια, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν υποτιμήσει την επέκταση των ισλαμιστών τρομοκρατών, που δημιούργησαν βάσεις στην Τσετσενία και τη γύρω περιοχή, όπως το Φαράγγι Πανκίσι στη Γεωργία και η κοιλάδα Φεργκάνα στο Ουζμπεκιστάν, καθώς και στο Αφγανιστάν. Σύμφωνα με ρώσους αξιωματούχους, οι Αραβες μαχητές αποτελούν το ένα πέμπτο των μαχητών στην Τσετσενία.
Από ιστορική άποψη, δεν είναι περίεργο ότι ο ισλαμικός φονταμενταλισμός καταλαμβάνει κεντρική θέση στην ταυτότητα του Καυκάσου. Η περιοχή αυτή είχε πάντα ισχυρούς εμπορικούς δεσμούς με τις μουσουλμανικές χώρες στα νότια, και αποτέλεσε προγεφύρωμα για εκείνους που αντιτάσσονταν στην κομμουνιστική διακυβέρνηση, και στη συνέχεια στη μετασοβιετική διαφθορά και το χάος.
Το επιχείρημα αυτό, όμως, συγκρούεται με την ιστορία της πικρίας των Τσετσένων απέναντι στη Μόσχα. Στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, η εκστρατεία των Ρομανόφ για να καθυποτάξουν το βόρειο Καύκασο οδήγησε πάνω από ένα εκατομμύριο ανθρώπους στην εξορία. Και το ίδιο επανέλαβαν οι Μπολσεβίκοι.
Τα τελευταία πενήντα χρόνια, οι εξόριστοι που επέστρεψαν, αγωνίστηκαν να ανακτήσουν τη γη τους και την εξουσία τους. Η πικρία και η οργή τους τροφοδοτήθηκαν από τη φτώχεια και την ανεργία, που οι επιδοτήσεις από τη Μόσχα δεν κατάφεραν να αντιμετωπίσουν.
Μπορεί η Ρωσία να εγκαταλείψει τον αγώνα; Οχι. Θα έστελνε λάθος μήνυμα σε άλλες επαρχίες του Καυκάσου, που έχουν εύθραυστες σχέσεις με τη Μόσχα. Περισσότερο κι από την Τσετσενία, η Μόσχα χρειάζεται το Νταγκεστάν, απ' όπου περνά ο αγωγός που μεταφέρει πετρέλαιο από το Αζερμπαϊτζάν στον υπόλοιπο κόσμο. Εδώ βρίσκεται και το 70% των ακτών της ρωσικής Κασπίας. Υπάρχει όμως κι ένας άλλος κίνδυνος: να απομακρυνθούν από τη σοβιετική επιρροή η Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν, που ήδη βελτιώνουν τις σχέσεις τους με την Ουάσιγκτον.
Πηγές: The Times, Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων