Στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μαθητές και οι εκπαιδευτικοί στην Ελλάδα αναφέρθηκε ο πρόεδρος της ΟΛΜΕ Νίκος Παπαχρήστος, μετά τη συνάντηση του δ.σ, της Ομοσπονδίας με αντιπροσωπεία της μεγαλύτερης Ομοσπονδίας Εκπαιδευτικών της Γερμανίας, της GEW.
Ο κ. Παπαχρήστος ανέδειξε ως σοβαρότερα τον υποσιτισμό μαθητών, την ενίσχυση της διαρροής κατά την υποχρεωτική εκπαίδευση και τα κενά που εξακολουθούν να υπάρχουν, όπως είπε, ακόμη και στο μέσο της σχολικής περιόδου. Ειδικότερα, σημείωσε πως εξακολουθούν να υπάρχουν 1.600 κενά εκπαιδευτικών και για πρώτη φορά, όπως ανέφερε, παρατηρείται το φαινόμενο να κινδυνεύουν μαθητές/μαθήτριες να αποκλειστούν από τις εξετάσεις λόγω της άρνησης της πολιτείας να καλύψει τα κενά ακόμα και σε βασικά μαθήματα.
Ο πρόεδρος της ΟΛΜΕ επισήμανε ακόμη πως σοβαρά προβλήματα αντιμετωπίζουν και οι εκπαιδευτικοί, ιδίως οι νεοδιόριστοι, που, όπως είπε, υποχρεώνονται συχνά με μισθό 900 ευρώ να μετοικήσουν κάτω από δύσκολες συνθήκες στον τόπο διορισμού τους.
Αναφέρθηκε επίσης στο μεγάλο πρόβλημα της ανεργίας, που οδηγεί, όπως σημείωσε, αναγκαστικά στη μετανάστευση ικανών και καλά καταρτισμένων επιστημόνων, οι οποίοι θα μπορούσαν να συμβάλουν στην οικονομική ανάπτυξη και την ευημερία της χώρας.
Από την πλευρά του ο πρόεδρος της Γερμανικής Ομοσπονδίας Εκπαιδευτικών GEW τόνισε πως τα προβλήματα που με ιδιαίτερη ένταση αντιμετωπίζει η Ελλάδα και άλλες χώρες της Ευρώπης, όπως ανέφερε, αν δεν βρουν σύντομα λύσεις, θα οδηγήσουν στην επέκταση της κρίσης με την ίδια ένταση και σε άλλες χώρες της Ευρώπης.
Πρόσθεσε πως οι εργαζόμενοι της Ευρώπης χρειάζονται ένα νέο όραμα για την Ευρώπη, που δεν θα βασίζεται στη διαχείριση της υπάρχουσας κρίσης και στην ύφεση, αλλά στην ανάπτυξη. «Χρειαζόμαστε ένα σύγχρονο Σχέδιο Μάρσαλ», τόνισε, προσθέτοντας πως οι αναγκαίοι πόροι για την εφαρμογή ενός τέτοιου σχεδίου μπορούν να εξοικονομηθούν είτε από τη φορολόγηση του μεγάλου κεφαλαίου (σε ποσοστό 3%) είτε από την έκδοση ενός ομολόγου για το σκοπό αυτό.
Το βέβαιο είναι ότι εναλλακτικές λύσεις και διέξοδοι υπάρχουν απέναντι στον «μονόδρομο» που προσπαθούν να επιβάλουν στους λαούς της Ευρώπης οι υποστηρικτές της τρέχουσας πολιτικής, και πρέπει να εργαστούμε συστηματικά οι εργαζόμενοι των χωρών της Ευρώπης προς αυτή την κατεύθυνση, συμπλήρωσε.
Αναφερόμενος στα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική εκπαίδευση επισήμανε ότι και η Γερμανία αντιμετωπίζει ανάλογα προβλήματα, προφανώς διαφορετικής έντασης, που ξεκινούν ωστόσο, όπως είπε, από την ίδια πολιτική, των περικοπών στη δημόσια εκπαίδευση.
Ανέφερε ενδεικτικά ότι οι δαπάνες για την εκπαίδευση στη Γερμανία είναι ανεπαρκείς, χωρίς να προσεγγίζουν το 2,5% του αντίστοιχου ποσοστού στην Ελλάδα, και αυτό γεννά προβλήματα και στη Γερμανία, όπως τα μεγάλα ποσοστά λειτουργικού αναλφαβητισμού, καθώς 7,5 εκατομμ. πολίτες ηλικίας 14-64 ετών είναι στη Γερμανία λειτουργικά αναλφάβητοι, πράγμα που οδηγεί μεγάλο μέρος αυτών στον κοινωνικό αποκλεισμό. Επίσης, προσέθεσε ότι 1,5 εκατ. νέοι ηλικίας 22-30 ετών στερούνται των απαραίτητων μορφωτικών εφοδίων για επαγγελματική ένταξη, ενώ την ίδια στιγμή αναζητείται σε άλλες χώρες η κάλυψη των κενών σε εξειδικευμένους επιστήμονες και επαγγελματίες.
Σχολιάζοντας το πρόβλημα του υποσιτισμού στην Ελλάδα τόνισε ότι είναι ευθύνη της πολιτείας να διασφαλίσει τη στοιχειώδη διατροφή των παιδιών στο πλαίσιο του σχολείου ώστε να μην παρεμποδίζεται εξαιτίας της ανέχειας και η μόρφωσή τους.
Ο υπεύθυνος Διεθνών Σχέσεων της GEW τόνισε ότι σε όλη τη Ευρώπη ο προβληματισμός των εργαζομένων στην εκπαίδευση είναι κοινός και η ανάγκη της συνεργασίας για την αντιμετώπιση των προβλημάτων προφανής. Υποστήριξε ότι ένα θετικό στοιχείο που επέφερε η κρίση ήταν η συνειδητοποίηση της ανάγκης για ενότητα και συνεργασία σε ευρωπαϊκή κλίμακα.