Οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα στις Ηνωμένες Πολιτείες έπεσαν, το 2012, στα χαμηλότερα επίπεδα από το 1994, χάρη στη συνεχιζόμενη εξάπλωση των τεχνολογιών ανανεώσιμης ενέργειας, στις τεχνολογικές προόδους που έχουν επιτευχθεί στην κατεύθυνση της βελτίωσης της ενεργειακής αποδοτικότητας, αλλά και στη «στροφή» από τον άνθρακα στο φυσικό αέριο.
Σύμφωνα με έκθεση του Bloomberg New Energy Finance, οι αμερικανικές εκπομπές CO2 έχουν σημειώσει πτώση 13% τα τελευταία πέντε χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι η χώρα έχει διανύσει πλέον πάνω από το μισό δρόμο προς το στόχο της μείωσής τους, έως το 2020, κατά 17% σε σχέση με τα επίπεδα του 2005.
Όπως επισημαίνεται, η μετάβαση από την καύση άνθρακα στο φυσικό αέριο αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα στη μείωση των εκπομπών. Συγκεκριμένα, από 22,5% που ήταν το 2007, ο άνθρακας έπεσε πέρυσι στο 18%, στο ενεργειακό «κοκτέιλ» των Ηνωμένων Πολιτειών. Μείωση καταγράφηκε και στη χρήση πετρελαίου.
Το «κενό» καλύφθηκε σε μεγάλο βαθμό από την παραγωγή φυσικού αερίου, κυρίως με την αμφιλεγόμενη μέθοδο της υδραυλικής διάρρηξης ή fracking. Το εν τρίτο των ενεργειακών αναγκών της χώρας καλύφθηκε, σύμφωνα με την έκθεση, από μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο.
Εξίσου σημαντικός όμως είναι και ο ρόλος της υιοθέτησης τεχνολογιών ανανεώσιμης ενέργειας, καθώς πέρυσι, η εγκατεστημένη ισχύς από ηλιακά και αιολικά πάρκα, γεωθερμία και πηγές ενέργειας με βάση τη βιομάζα έφθασε τα 86 GW έναντι 43, το 2008. Σε ένα βαθμό, η μείωση αποδίδεται και στη διείσδυση των υβριδικών και ηλεκτροκίνητων οχημάτων. Μόνο το 2012 αγοράστηκαν σχεδόν μισό εκατομμύριο τέτοια οχήματα στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Γενικότερα πάντως, η Bloomberg διαπιστώνει μείωση στην κατανάλωση ενέργειας, το διάστημα 2007-2012, η οποία φθάνει το 6,4%, χάρη και στην εισαγωγή συστημάτων εξοικονόμησης ενέργειας σε σπίτια και εμπορικά κτίρια.
Κατά τη Λίζα Τζέικομπσον από το Επιχειρηματικό Συμβούλιο Ανανεώσιμης Ενέργειας (BCSE), τα νέα ευρήματα διαψεύδουν το επιχείρημα ότι η ανάληψη δράσης για την ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής βλάπτει την οικονομία, καθώς δείχνουν μείωση των εκπομπών ακόμη και σε περίοδο αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ.