Το σπίτι αυτό ήταν άδειο και την επομένη ημέρα εγώ και ο Σάββας ήπιαμε καφέ στην παραλία ενώ ο Λουκάς δεν ξέρω πού πήγε. Συναντηθήκαμε αργότερα και οι τρεις σε πατσατζίδικο που τώρα έχει κλείσει, στην Εγνατίας, κοντά στο προαναφερόμενο σπίτι όπου ο Λουκάς και ο Σάββας είπαν ότι είναι δύσκολο εκεί να οργανώσουμε κάτι. Αυτοί τελικά έφυγαν για την Αθήνα κι εγώ πήγα στο πατρικό μου σπίτι, όπου έμεινα 2-3 μέρες και μετά επέστρεψα στην Αθήνα. Εγώ κοιμήθηκα σε αυτό το σπίτι λόγω του ότι ο σκοπός που πήγαμε στη Θεσσαλονίκη ήταν τέτοιος που δεν επιτρεπόταν να γίνει αντιληπτή η παρουσία μου εκεί.
Το καλοκαίρι εκείνο πήγα στην Ικαρία διακοπές με τον Γεωργιάδη. Εκεί αυτός έσπασε το πόδι του και γύρισε στη Θεσσαλονίκη ενώ εγώ γύρισα και έμεινα στην οδό Κερκύρας 2 στη μονοκατοικία μας μόνος μου. Είχα αρχίσει να δουλεύω τότε στον Παπαδάκη Ιωάννη σαν βοηθός μακετίστας. Μετά τους τρεις σεισμούς είχε ζημιές στο σπίτι και πήγα και έμεινα στο σπίτι του αδερφού μου στην Παρθενώνος.
Εκεί γνωρίστηκα με μία βοηθό της Αλίθια, μακιγιέρ που την έλεγαν Ειρήνη και είναι από τη Χαλκίδα. Έκανα δεσμό μαζί της και μέναμε και οι τέσσερις στην Παρθενώνος. Η Ειρήνη ήταν κόρη ενός φιλικού ζευγαριού της Αλίθια που είχαν μαγαζί με όστρακα στη Χαλκίδα με την επωνυμία «Ο Πόντιος>. Την εποχή αυτή η Αλίθια πήρε μία δουλειά με κάτι μάσκες που την έκανα όλοι μαζί. Παράλληλα εγώ και ο Σάββας συναντιόμαστε με τον Λουκά αλλά καταλάβαινα ότι αυτοί συναντιόντουσαν και μόνοι τους. Στις συναντήσεις αυτές ερχόταν μερικές φορές
ο Τάκης, χωρίς όμως να είμαι απολύτως σίγουρος γι αυτό.
Κάποια στιγμή ο Σάββας μου είπε ότι θα έρθει ένας Εγγλέζος της Αεροπορίας, μεγάλος αξιωματούχος, ο οποίος είχε πάρει μέρος σε κάποιον βομβαρδισμό στην Περσία νομίζω κι ότι είχε σκοτώσει χιλιάδες κόσμο. Έτσι λοιπόν κατάλαβα ότι είχε αποφασισθεί να τον σκοτώσουμε. Εγώ ήξερα ότι ο Σάββας μιλούσε με τον Λουκά και είχα πάντα κενό σε όλες τις φάσεις, αν αποφάσιζαν οι δυο τους ή αποφάσιζαν άλλοι και μετέφεραν τις αποφάσεις μέσω αυτών και κυρίως του Λουκά.
Για τη δουλειά αυτή κλέψαμε ένα βαν με σκοπό να πάρουμε κι ένα μηχανάκι και να το βάλουμε μέσα στο βαν. Τις κλοπές αυτές τις κάναμε εγώ, ο Σάββας και ο Λουκάς. Αφού κλέψαμε κι ένα μηχανάκι, το βάλαμε μέσα στο βαν. Φτιάξαμε τις πινακίδες για το βαν και το μηχανάκι κι ήταν όλα έτοιμα. Την ημέρα της ενέργειας πήγαμε με το βαν κάπου εκεί κοντά που σκοτώθηκε ο Σόντερς.
Ξεφορτώσαμε το μηχανάκι και αφήσαμε επίσης το αμάξι κάπου εκεί κοντά. Μετά αφού έδωσα στον Λουκά και στο Σάββα τα πράγματά μου, δηλαδή γάντια, το περίστροφο και το καπέλο, πήρα ένα ταξί και μόνος μου πήγα για καφέ στο κέντρο κι ύστερα σε ένα σπίτι που είχα νοικιάσει κοντά στην οδό Παρθενώνος στο Νέο Ηράκλειο, όπου έμενα μόνος μου.
Τη μηχανή που είχα αφήσει θα οδηγούσε ο Σάββας γιατί ο Λουκάς νομίζω δεν οδηγούσε μηχανάκι. Συνοδηγός στη μηχανή θα ήταν ο Λουκάς. Θέλω να σας διευκρινίσω ότι εγώ το αυτοκίνητο με το μηχανάκι, που ήταν ένα 100στάρι παπί, το άφησα κοντά στην Κηφισίας, εκεί όπου τελικά σκοτώθηκε ο Εγγλέζος και δεν ξέρω άλλες λεπτομέρειες. Εδώ θέλω να σημειώσω επίσης ότι το διάστημα που το αυτοκίνητο ήταν κλεμμένο, το πηγαίναμε σε διαφορετικά σημεία που διάλεγε ο Λουκάς με το Σάββα.
Το βράδυ της παραμονής προς την ημέρα της δολοφονίας του Εγγλέζου, εγώ, ο Σάββας και ο Λουκάς γύρω στις 3-4 η ώρα τα ξημερώματα συναντηθήκαμε στο διαμέρισμα της Πάτμου. Εγώ με το Σάββα φύγαμε με το παπάκι του από το σπίτι της Παλλήνης όπου έμενε με την Αλίθια και πήγαμε σε αυτό της Πάτμου. Εκεί ήταν ήδη και ο Λουκάς. Εμείς μπήκαμε μέσα με κλειδιά που είχε ο Σάββας μαζί του. Εκεί μέσα στο σπίτι καθίσαμε περίπου μιάμιση ώρα χωρίς συζητήσεις γιατί
από πριν ξέραμε ο καθένας τι θα κάνει.
Μέσα στο σπίτι εγώ είχα καθίσει στο χωλάκι και ο Λουκάς και ο Σάββας πέρασαν στον εσωτερικό χώρο που χώριζε με άλλη πόρτα. Εγώ δεν ήξερα τι έκαναν αυτοί μέσα γιατί νύσταξα και με πήρε ο ύπνος. Όταν άρχισε να ξημερώνει, ξεκινήσαμε να φύγουμε. Τότε εμένα μου έδωσε ο Λουκάς ένα περίστροφο, ένα ζευγάρι μάλλινα γάντια κι ένα καπέλο. Ο Λουκάς και ο Σάββας έβαλαν από ένα πιστόλι στη μέση τους και είχαν κι ένα σακίδιο μαζί με άλλα πράγματα που θα χρειάζονταν.
Απ' ότι ξέρω είχαν πάρει μαζί ένα πολυβόλο G3 κομμένο και αν δεν κάνω λάθος σε αυτή την περίπτωση χρησιμοποίησαν δύο κινητά καρτοτηλέφωνα. Πάντως αν χρησιμοποιήθηκαν τα κινητά σ 'αυτή την περίπτωση, νομίζω ότι θα χρειάστηκαν για να ειδοποιηθούν από κάποιον ότι έρχεται ο Εγγλέζος. Την επομένη ημέρα από τη δολοφονία του Εγγλέζου ήρθε ο Σάββας στο σπίτι και πήγαμε για καφέ.
Εκεί ο αδερφός μου μου είπε ότι πήγαν όλα καλά χωρίς λεπτομέρειες.
Πέραν των όσων σας έχω δηλώσει μέχρι τώρα, έχω συμμετάσχει και σε άλλες ληστείες που διέπραξε η Οργάνωση. Συγκεκριμένα το χειμώνα του '98 στο Παγκράτι συμμετείχαμε εγώ, ο Σάββας, ο Λουκάς και ο Μανόλης. Ο Μανόλης είναι ο μεγαλύτερος αδερφός μου Χριστόδουλος Ξηρός του Τριαντάφυλλου και της Μοσχούλας. Για τη ληστεία αυτή είχαν μιλήσει αρχικά ο Λουκάς με τον Σάββα. Μετά ο Σάββας μου είπε να πάω στην Ικαρία και να φέρω το Μανόλη στην Αθήνα. Μου είπε να του πω ότι έχουμε μια δουλειά και να έρθει.
Πράγματι πήγα στην Ικαρία και γυρίσαμε μαζί με το Μανόλη. Ο Μανόλης τότε έμεινε στο σπίτι της αρραβωνιαστικιάς του ¶ννας, στη λεωφόρο Ιωνίας. Εγώ με το Σάββα πήγαμε σε ένα καφενείο και μιλήσαμε με το Λουκά. Εκεί ο Σάββας ενημέρωσε το Λουκά ότι ήρθε ο Χριστόδουλος και κανόνισαν να συναντηθούν και μαζί του για να ετοιμάσουν ληστεία στην Εθνική Τράπεζα Παγκρατίου.
Έτσι, για τη δουλειά αυτή εγώ, ο Λουκάς και ο Σάββας κλέψαμε ένα φορτηγό βαν για να βάλουμε μέσα κάποια μηχανάκια. Πήγαμε πάλι οι τρεις μας, φορτώσαμε ένα και αργότερα το βράδυ άλλο ένα. Και τα δύο ήταν παπάκια και τα φορτώσαμε συγχρόνως στο φορτηγάκι. Τα ξεκλειδώσαμε να είναι έτοιμα, τους βάλαμε πινακίδες επί τόπου και τα αφήσαμε μέσα στο φορτηγό, το οποίο παρκάραμε προσωρινά στην περιοχή του Παγκρατίου.
Το πρωί της επόμενης ημέρας πήγαμε εγώ, ο Λουκάς και ο Σάββας και κατεβάσαμε τα μηχανάκια από το φορτηγό, αφήνοντας το ένα σε κάποιο σημείο και το άλλο λίγο πιο πέρα. Εν τω μεταξύ ο Μανόλης, δηλαδή ο αδερφός μου ο Χριστόδουλος καθόταν σε ένα καφενείο και περίμενε οδηγίες. Εκείνο το πρωί ο Λουκάς μου είχε δώσει το περίστροφό μου, ένα καπέλο και γυαλιά μαύρα. Μετά χωριστήκαμε δύο-δύο, αντιστοιχώντας από ένα μηχανάκι στο κάθε ζευγάρι. Εγώ πήρα το ένα και ο Μανόλης το άλλο. Ο Σάββας και ο Λουκάς κινούνταν με τα πόδια με σκοπό να μας δώσουν το σύνθημα για να πλησιάσουμε στην Τράπεζα.
Προτού ακόμα πάρει ο Μανόλης το μηχανάκι, ο Λουκάς του έδωσε ένα όπλο, καθότι είχε ήδη σκούφο και γάντια μαζί του. Ο Μανόλης πλησίασε πιο κοντά αφήνοντας το μηχανάκι απέξω από την Τράπεζα. Όταν έφτασε η στιγμή πλησιάσαμε όλοι κοντά και ο Σάββας έδωσε ένα δυνατό χτύπημα με μια βαριοπούλα που κρατούσε στο τζάμι της τράπεζας κι έτσι μπήκαν μέσα σε αυτήν ο Σάββας με το Μανόλη. Ο Λουκάς στεκόταν απέξω με το αυτόματο κι εγώ είχα πλησιάσει πολύ κοντά με το μηχανάκι, ελέγχοντας και κρατώντας τσίλιες.
Ο Μανόλης και ο Σάββας, αφού πήραν τα λεφτά από την Τράπεζα, τα οποία
βγαίνοντας κρατούσε ο Σάββας, ανέβηκαν ο μεν Σάββας στο μηχανάκι, ο δε Μανόλης πήρε το άλλο μηχανάκι στο οποίο ανέβηκε και ο Λουκάς και έφυγαν μπροστά. Το δικό μας μηχανάκι ξεκινώντας έκανε σούζα γιατί ο Σάββας κρατούσε το τσουβάλι με τα λεφτά σαν τον Αη-Βασίλη. Στη συνέχεια, αφού διασχίσαμε διάφορα στενά, απομακρυνθήκαμε από την Τράπεζα και εγκαταλείψαμε κάπου τα μηχανάκια.
Ακολούθως, ο Σάββας με τον Λουκά αφού πήραν τα λεφτά και τα πράγματα που μας είχαν δώσει έφυγαν μαζί ενώ εγώ και ο Μανόλης φύγαμε με διαφορετικά ταξί. Αργότερα συναντηθήκαμε στο Νέο Ηράκλειο εγώ, ο Σάββας και ο Μανόλης και ήπιαμε καφέ. Εκεί ο Σάββας μας είπε ότι όλα είναι εντάξει απ' όσα γνωρίζω εγώ, από τα κλεμμένα αυτά θα πληρώνονταν τα γραμμάτια του Μανόλη, δηλαδή του αδερφού μας για το ξυλουργείο που αυτός έφτιαξε στην Ικαρία.
Στο σημείο αυτό θέλω να σας αποκαλύψω ότι στη ληστεία του Ταχυδρομείου του Βύρωνα, συμμετείχε και ο Μανόλης, ο οποίος μαζί με τους άλλους που σας έχω αναφέρει κρατούσε και αυτός τη σιδεριά με την οποία έσπασαν την πόρτα. Επίσης μπήκε και αυτός μέσα στο κατάστημα του Ταχυδρομείου και φώναζε στον κόσμο για να τους φοβίσει. Δεν σας το ανέφερα αυτό προηγουμένως γιατί είναι αδερφός μου και δεν ήθελα να το μαρτυρήσω. Εξάλλου έχει εγκατασταθεί πια στην Ικαρία κι έχει σταματήσει να συμμετέχει στην Οργάνωση, στην οποία δεν ξέρω από πότε ήταν μέλος και σε ποιες άλλες ενέργειες είχε λάβει μέρος εκτός απ' αυτές τις δύο ληστείες που σας προανέφερα.
Μετά από την παραπάνω ληστεία, η επόμενη που θυμάμαι είναι αυτή πέρυσι στον ΟΤΕ Πειραιά. Συγκεκριμένα εγώ τότε είχα φύγει από την Αθήνα και βρισκόμουν στη Θεσσαλονίκη. Τότε λοιπόν, την άνοιξη νομίζω, ήρθε ο Σάββας στη Θεσσαλονίκη και μου είπε ότι έχουμε μια δουλειά κάτω και αν θέλω να πάω. Η δουλειά μου είπε είναι σχεδόν έτοιμη.
Στη συνέχεια ο Σάββας έφυγε και μετά απ' αυτόν κατέβηκα στην Αθήνα και πήγα στο σπίτι του στην Παλλήνη. Ο Λουκάς, ο Σάββας και ο Τάκης είχαν πάρει ήδη τα μηχανάκια και στη δουλειά αυτή επρόκειτο να συμμετάσχουμε εγώ, ο Λουκάς, ο Σάββας και ο Τάκης. Τελικά εγώ πήγα στον Πειραιά με τον Σάββα και ο Τάκης με τον Λουκά μόνοι τους. Εκεί που συναντηθήκαμε στον Πειραιά ο Λουκάς μας μοίρασε τα όπλα αλλά ο Τάκης δεν πρόλαβε να πάρει γιατί ήταν στο απέναντι πεζοδρόμιο και δύο αστυνομικοί πήγαν και του ζήτησαν τα στοιχεία του περνώντας τον προφανώς για Αλβανό, γιατί έχει περίεργο κεφάλι.
Έτσι αυτός αναγκαστικά έφυγε και μείναμε οι υπόλοιποι. Στη συνέχεια πήραμε τα μηχανάκια και πήγαμε και τα παρκάραμε στον πεζόδρομο κοντά στον ΟΤΕ και μετά πήγαμε σε έναν θάλαμο απέναντι, όπου ο Σάββας κάθισε στην υποτιθέμενη ουρά αναμονής ενώ ο Λουκάς ήταν πιο πάνω. Εν τω μεταξύ το αυτοκίνητο στη χρηματαποστολή ήταν έξω από τον ΟΤΕ. Τη στιγμή που γινόταν η μεταφορά των χρημάτων και ο Σάββας πήγε να τα πάρει, ο φύλακας έτρεξε μέσα με τα λεφτά και ο αδερφός μου από πίσω τον πυροβόλησε χαμηλά. Εδώ θέλω να σας πω ότι ο Σάββας πυροβολούσε πάντα χαμηλά και προσεκτικά για να μη σκοτώσει κάποιον άνθρωπο. Με αφορμή αυτά που μόλις σας ανέφερα θυμήθηκα ότι μέσα στην Οργάνωση, κάποιον τον αποκαλούσαν «φαρμακοχέρη>, πλην όμως δε γνωρίζω ποιο είναι το πρόσωπο αυτό. Νομίζω ότι ήταν κάποιο πρόσωπο που δεν ήξερα, ίσως όμως να ήταν ο Λουκάς. Αυτό το παρατσούκλι κατάλαβα ότι το άτομο αυτό το είχε από τα άλλα μέλη της Οργάνωσης γιατί όποιον πυροβολούσε τον σκότωνε ακαριαία. Νομίζω επίσης ότι αυτός ήταν στους πιο παλιούς κύκλους της Οργάνωσης.
Επανερχόμενος στη ληστεία του Πειραιά, θέλω να σας πω ότι την ώρα που ο Σάββας έπαιρνε τα λεφτά από τον φύλακα που είχε πυροβολήσει, ο άλλος φύλακαςέπαιρνε το φορτηγό με τα υπόλοιπα λεφτά και έφευγε. Μετά από αυτό πήρα με τα μηχανάκι ανεβαίνοντας εγώ με τον Λουκά στο ένα και ο αδερφός μου με τα λεφτά στο άλλο και απομακρυνθήκαμε.
Στη συνέχεια εγκαταλείψαμε κάπου τα μηχανάκια, βάλαμε σε ένα σακούλι τονοπλισμό και τα άλλα υλικά τα οποία πήρε ο Λουκάς με τον Σάββα και όλο ι μαζί φύγαμε με το τρόλεϊ και πήγαμε σε μια περιοχή με ψαροταβέρνες. Από κει ο Λουκάς με τον Σάββα πήγαν τα λεφτά στην Πάτμου ή στη Δαμάρεως κι εγώ πήγα στο εργαστήριο το Σάββα στον Κολωνό. Εκεί ήρθε μετά ο Σάββας και με πήρε και πήγαμε στην Παλλήνη.
Την επόμενη μέρα μου έδωσε 200 ή 300.000 δραχμές και έφυγα για Θεσσαλονίκη. Θέλω να σας πω ότι μερικές φορές που πήγαμε να κλέψουμε αυτοκίνητα στην περιοχή Παγκρατίου ή σε άλλες περιοχές, πολλές φορές πηγαίναμε με τον Σάββα στο σπίτι στην οδό Δαμάρεως 73 στον 1ο όροφο όπου συναντούσαμε το Λουκά που μας περίμενε ή ερχόταν αργότερα. Στο σπίτι αυτό υπήρχαν μερικά όπλα, γάντια και λεφτά από τις τελευταίες ληστείες, ένα κομπιούτερ και πρέπει να είχαν μεταφερθεί και ρουκέτες από το σπίτι του Πειραιά, που έχω προαναφέρει.
Αφού λοιπόν ανέβηκα στη Θεσσαλονίκη και συνέχισα κανονικά τη ζωή μου μετά από ένα χρόνο περίπου με ειδοποίησε ο Σάββας να κατέβω στην Αθήνα για κάποιες δουλειές. Πράγματι κατέβηκα στην Αθήνα κι έμεινα στην Παλλήνη, στο σπίτι του Σάββα και της Αλίθια, η οποία δεν ήξερε τίποτα για τις παράνομες δραστηριότητές μας. Αυτή τη φορά υποτίθεται ότι κατέβηκα στην Αθήνα για να φτιάξω μια γεννήτρια στο εργαστήριο του Κολωνού.
Έτσι λοιπόν την άλλη μέρα εγώ, ο Σάββας και ο Λουκάς πήγαμε και είδαμε τον ΟΤΕ Πατησίων και εκεί ο Λουκάς μας είπε ότι εδώ θα γίνει η δουλειά και ότι στην περίπτωση αυτή τα μηχανάκια τα είχα έτοιμα. Πράγματι, την άλλη μέρα εγώ, ο Λουκάς, ο Σάββας και ο Τάκης πήγαμε να κάνουμε τη ληστεία. Εγώ και ο Τάκης φέραμε τα μηχανάκια κοντά. Στη συνέχεια εγώ κάθισα σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο, ο Σάββας περίμενε δήθεν στην ουρά, ο Τάκης ήταν λίγο πιο πάνω και ο Λουκάς πιο κάτω.
Μόλις ήρθε το αυτοκίνητο της χρηματαποστολής, έβγαλαν το πορτοκαλί κουτί και το πήγαν στον ΟΤΕ. Μόλις έβγαιναν, έτρεξε ο Λουκάς και ο Σάββας στον υπάλληλο που το κουβαλούσε και αφού του το πήρε ανέβηκε στο μηχανάκι μου και φύγαμε. Εν τω μεταξύ ο Λουκάς ανέβηκε στο μηχανάκι του Τάκη κι έφυγαν κι αυτοί.
Στην πρώτη στροφή στρίψαμε αριστερά αλλά από πίσω μας ερχόταν το φορτηγάκι της χρηματαποστολής. Ακολούθως στρίψαμε ξανά δεξιά στην Πατησίων για να μπούμε στο πρώτο στενάκι. Εκεί το φορτηγό της χρηματαποστολής μας χτύπησε από πίσω και πέσαμε κάτω και από τα δύο μηχανάκι. Από το πέσιμο σκόρπισαν τα πράγματά μας, όπως τα πολύκλειδα που χρησιμοποιούσαμε για να κλέβουμε αυτοκίνητα όπως και τα υπόλοιπα συμπράγκαλά μας γενικά.
Αυτά τα μαζέψαμε γρήγορα. Ο Λουκάς ή ο Σάββας πυροβόλησε το αμάξι της
χρηματαποστολής για να μη βγουν έξω οι σεκιουριτάδες. Σταματήσαμε ένα
αυτοκίνητο που περνούσε εκείνη τη στιγμή, μπήκαμε γρήγορα μέσα και με οδηγό τον Λουκά που ήταν ο πιο σβέλτος γι αυτές τις δουλειές, συνοδηγό τον Τάκη κι εμένα με τον Σάββα στο πίσω κάθισμα μαζί με το πορτοκαλί κουτί με τα λεφτά, μπήκαμε σε ένα στενό και απομακρυνθήκαμε προς τα κάτω.
Κάποιοι όμως που ήταν εκεί κοντά, μάλλον από τηλεοπτικό κανάλι μας
ακολούθησαν με μια κάμερα κι ένα μηχανάκι που επέβαιναν δύο άτομα. Τότε ο Σάββας πυροβόλησε δυο φορές για να σταματήσουν να μας ακολουθούν και αυτοί έφυγαν ίσια κι εμείς στρίψαμε στο πρώτο στενό αριστερά. Στο επόμενο στενό στρίψαμε αριστερά και σταματήσαμε για να ανοίξουμε το κουτί. Ο Λουκάς παρέμεινε στη θέση του οδηγού ενώ οι υπόλοιποι είχαν βγει έξω. Ο Σάββας μεένα τσεκούρι χτυπούσε τη λαμαρίνα του κουτιού για να την κόψει και αφού ανοίξαμε το κουτί πήραμε δυο σάκους που είχε μέσα, ξαναμπήκαμε στο αμάξι και φύγαμε ενώ μία γειτόνισσα είχε βγει στο μπαλκόνι και μας έλεγε να μην κάνουμε φασαρία γιατί θα καλέσει το 100.
Στρίψαμε στον πρώτο δρόμο αριστερά κι εκεί σφήνωσε το αμάξι ανάμεσα σε άλλα αυτοκίνητα. Έτσι το παρατήσαμε και φύγαμε με τα πόδια. Εγώ άφησα τα πράγματά μου και πήγα στην πλατεία Ηρακλείου όπου περίμενα τον αδερφό μου να μου πει τι έγινε. Ήρθε μετά από 4 περίπου ώρες και μου είπε ότι όλα ήταν εντάξει. Στη συνέχεια φύγαμε για το σπίτι της Παλλήνης με το μηχανάκι.
Την άλλη μέρα μου έδωσε 500 ευρώ και επέστρεψα στη Θεσσαλονίκη όπου μένω μέχρι σήμερα, έχοντας πια αποφασίσει να μη συμμετάσχω ξανά σε τέτοιεςφάσεις. Βέβαια αυτό το είχα αποφασίσει μετά τη δολοφονία του Σόντερς γιατί τελικά πιο πολύ ήταν το κακό παρά το καλό που κάναμε. Έβλεπα ληστείες, κλοπές οχημάτων και πολλές άλλες παράνομες πράξεις με σκοπό την επιβίωση της Οργάνωσης, αλλά αισθανόμουν εγκλωβισμένος και ότι δε μπορούσα να ξεμπλέξω εύκολα. Έτσι, με αφορμή το θάνατο της φίλης μου Βαρβάρας Κουκλάκη, η οποία έπαθε αναρρόφηση στον ύπνο της, έφυγα από την Αθήνα επηρεασμένος και από το γεγονός αυτό.
Όπως προανέφερα, η συμμετοχή μου στην Οργάνωση αρχίζει περί το τέλος του 1996 και φτάνει μέχρι και τη ληστεία του ΟΤΕ Πατησίων τον περασμένο Απρίλιο. Εγώ στην Οργάνωση στρατολογήθηκα από τον αδερφό μου Σάββα Ξηρό που έχει το κωδικό όνομα «Σπύρος> και τον Δημήτρη Κουφοντίνα ή «Λουκά>, όπως εγώ μέχρι χθες τον ήξερα. Το δικό μου κωδικό όνομα στην Οργάνωση είναι «Παναής>.
Η Οργάνωση τηρούσε ορισμένα στάνταρτ ασφαλείας με αποτέλεσμα και σε απλές ακόμα συζητήσεις να μη μπορείς να ξέρεις κάτι περισσότερο απ' όσα έπρεπε για να κάνεις μια συγκεκριμένη δουλειά. Για παράδειγμα σας αναφέρω ότι ακόμη και για τον αδερφό μου Χριστόδουλο έμαθα ότι είναι μέλος της Οργάνωσης με το κωδικό όνομα «Μανόλης>, όταν στη ληστεία του Ταχυδρομείου Βύρωνα μπήκε μέσα το κλειστό φορτηγάκι για να πάμε να κάνουμε την επιχείρηση.
Τα πρόσωπα με τα οποία εγώ κυρίως συνεργάστηκα στην Οργάνωση είναι τα
αδέλφια μου Σάββας και Χριστόδουλος, ο Δημήτρης Κουφοντίνας, ο Διονύσης Γεωργιάδης με τον κωδικό «Αλέξης> τον οποίο και ο Σάββας στρατολογήσαμε στην Οργάνωση για κάποιο χρονικό διάστημα. Επίσης στην Οργάνωση συνεργάστηκα με τον «Τάκη> το οποίο πρέπει να αποτελεί μέρος του κανονικού ονόματος του ατόμου μέλους της Οργάνωσης με τον κωδικό όνομα «Χάρης>.
Από κει και ύστερα συνεργάστηκα με τον «Λάμπρο> και είδα κάποιον στον
Πειραιά πριν από τη δολοφονία του Περατικού που μου δημιούργησε την αίσθηση ότι είναι ο αρχηγός της Οργάνωσης, αλλά δεν ξέρω τίποτε γι αυτόν. Τις προκηρύξεις της Οργάνωσης πρέπει να τις έγραφε άτομο γραμματιζούμενο που εγώ πάντως δεν το γνωρίζω και πιστεύω ότι τέτοιο άτομο ήταν το άτομο που είδα στον Πειραιά.
Επίσης δεν γνωρίζω πώς γινόταν η ανάληψη ευθύνης των ενεργειών της
Οργάνωσης. Εγώ τις προκηρύξεις τις διάβαζα στην εφημερίδα. Για τις
συζητήσεις μεταξύ των μελών της Οργάνωσης χρησιμοποιούσαμε κωδικές λέξεις. Τα λεφτά τα λέγαμε «μαρούλια>, τα πιστόλια «στυλό>, τις βόμβες «καλάθια>, τις ρουκέτες «σωλήνες>, και όταν θέλαμε να μιλήσουμε για δολοφονία ατόμου λέγαμε ότι «θα κάνουμε κάτι γι αυτόν>. Τα οχήματα όλα τα λέγαμε «καμιόνια> και τα γάντια «χειρόκτια>, ενώ ποτέ δεν μιλούσαμε για τέτοια θέματα μέσα σε σπίτια, αυτοκίνητα ή τηλέφωνα παρά μόνο περπατώντας μεγάλες αποστάσεις.
Σε ό,τι αφορά την ίδρυση, τα πρόσωπα που συνολικά και εξ αρχής απαρτίζουν την Οργάνωση δεν γνωρίζω τίποτα από όσα έχω αναφέρει. Σε εκπαιδεύσεις της Οργάνωσης εγώ δεν συμμετείχα, ούτε ξέρω τι γινόταν με τους άλλους. Μια φορά που ζήτησα να ρίξω καμιά σφαίρα για να μάθω πως δουλεύει το όπλο που έχω, ο Λουκάς μου είπε ότι «Όποτε χρειαστεί το όπλο ρίχνει μόνο του>. Οι πόροι της Οργάνωσης από ό,τι ξέρω προέρχονταν από ληστείες, κλοπές οχημάτων, εκρηκτικών όπλων και γενικά κλοπές των υλικών που χρειαζόταν η Οργάνωση για την επιβίωσή της.
Την τελευταία εβδομάδα πριν τον τραυματισμό του Σάββα, ο Σάββας μου ζήτησε να κατέβω να τον βοηθήσω στη μετακόμιση που επρόκειτο να κάνει από το σπίτι του της Παλλήνης στο εργαστήριο της Αιγιαλείας, ίσως να ήθελε να τον βοηθήσω και σε κάποια ενέργεια της Οργάνωσης την οποία όμως δεν γνωρίζω. Αλλά πιστεύω σε αυτήν πήγαινε ο Σάββας όταν τραυματίστηκε στον Πειραιά.
Σε όλη τη σχέση μου με την Οργάνωση ουδέποτε είχα ακούσει, ουδέποτε είδα ή αντιλήφθηκα τη συμμετοχή γυναίκας. Σε ό,τι αφορά τις μεταμφιέσεις μας κατά τη διάρκεια των ενεργειών της Οργάνωσης πάντοτε χρησιμοποιούσαμε υλικά μεταμφίεσης όπως περούκες, μουστάκια, γυαλιά, καπέλα και οτιδήποτε άλλο χρειαζόταν κατά περίπτωση, αλλά πάντοτε διακριτικά για να μην προκαλούμε.
Τα είδη αυτά μας τα έδιναν αμέσως πριν την έναρξη κάθε επιχείρησης ο Λουκάς ή ο Σάββας και τους ξαναδίναμε αμέσως μετά το τέλος της επιχείρησης. Το ίδιο ακριβώς συνέβαινε και με τον οπλισμό.
Καταλήγοντας θέλω να ζητήσω την προστασία της σωματικής ακεραιότητας της δικής μου και της οικογενείας μου από την πολιτεία. Τέλος θέλω να δηλώσω ότι μετανοώ για τις πράξεις που έχω κάνει, και ζητώ συγγνώμη σε όποιον έχω βλάψει αυτή όλη την περίοδο και αυτούς που ξέρω και αυτούς που δεν ξέρω.
¶λλοτε τίποτα δεν έχω να καταθέσω>.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Στην ανακρίτρια.
Β. ΚΟΥΡΚΑΚΗΣ: (Διαβάζει):
«Αναφέρομαι στην από 17/7/2002 προανακριτική μου απολογία το περιεχόμενο της οποίας επιβεβαιώνω. Από το 1998 περίπου όταν κατέβηκα από τη Θεσσαλονίκη να μείνω για κάποιο διάστημα στην Αθήνα, ο αδελφός μου Σάββας χωρίς να μου μιλήσει συγκεκριμένα μου είπε ότι θα μπορούσα να βοηθήσω αυτόν σε κάποιες ενέργειες που έπρεπε να γίνουν, χωρίς να μου εξηγήσει ακριβώς τι ήταν.
Στην αρχή έκανα κάποιες βοηθητικές δουλειές στη ομάδα και πολύ αργότερα κατάλαβα όταν έμαθα από τις εφημερίδες ότι η Οργάνωση 17Ν αναλάμβανε τις επιχειρήσεις ότι συμμετείχα πλέον στην Οργάνωση αυτή.
Από το 2000 μετά το θάνατο της φίλης μου, βρήκα την ευκαιρία να αποσυρθώ και ανέβηκα στη Θεσσαλονίκη διότι δεν ήθελα πλέον να συμμετέχω στις παράνομες ενέργειες της ομάδας. Όμως ο Λουκάς, δηλαδή ο Κουφοντίνας, έβαζε τον αδελφό μου Σάββα να με πιέζει για να συνεχίσω. Τα χρήματα από τις ληστείες στις οποίες συμμετείχα τα δίναμε στον Κουφοντίνα ο οποίος κάθε φορά μας έδινε και
τα όπλα για τις επιχειρήσεις.
Στην ομάδα γνώρισα και κάποιο πρόσωπο με το ψευδώνυμο ¶ρης του οποίου τα πραγματικά στοιχεία δεν γνωρίζω. Βέβαια αν τον δω, μπορώ να τον αναγνωρίσω, μπορώ να τον περιγράψω ως μετρίου αναστήματος ή κοντό, 35 έως 40 ετών με κοντά σκουρόχρωμα μαλλιά και σχετικά μεγάλο κεφάλι με σκουρόχρωμο πρόσωπο. Ο Χάρης είναι επίσης άλλο πρόσωπο στην ομάδα. Ο Γεωργιάδης είναι φίλος μου παιδικός και εγώ τον σύστησα στον αδελφό μου Σάββα. Πάντως συμμετείχε σε πολύ λίγες επιχειρήσεις.
Μετανιώνω για τις πράξεις μου και ζητώ την ευνοϊκή μεταχείριση του νόμου για τη συμβολή μου στην εξάρθρωση της εγκληματικής Οργάνωσης. Ζητώ συγγνώμη από τα πρόσωπα που τυχόν έχω βλάψει>.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και στον Εφέτη ανακριτή.
Β. ΚΟΥΡΚΑΚΗΣ: (Διαβάζει):
«Είναι η πρώτη φορά που παρουσιάζομαι στη δικαστική Αρχή για να απολογηθώ και η απολογία μου αυτή είναι η μόνη αληθής και χωρίς την παρουσία της Αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας η οποία δυστυχώς με υποχρέωσε με τα μέσα που παρακάτω θα αναφέρω, να υπογράψω την από 16/7/2002 ένορκη κατάθεση μάρτυρα και την πανομοιότυπη από 17/7/2002 απολογία μου. Το αυτό ισχύει και για την απολογία μου στις 18/7/2002 ενώπιον της 4ης τακτικής ανακρίτριας, η οποία συνετάγη από την ίδια την ανακρίτρια και υπεγράφη από εμένα, παρουσία 6 μασκοφόρων μελών της Αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας ενόπλων, εκ των οποίων οι 2 με σημάδευαν στο κεφάλι με τα όπλα τους και οι οποίοι παρίσταντο καθ' όλη τη
διάρκεια της παρουσίας μου εκεί της τακτικής ανακρίσεως και αφού
προηγουμένως μου είχε ζητηθεί να μην τολμήσω να ζητήσω παρουσία δικηγόρου.
Κανένα δικαίωμά μου δεν μου γνωστοποιήθηκε και φυσικά τίποτα δεν τολμούσα να ζητήσω ή να καταγγείλω αφού αμέσως μετά θα επέστρεφα στην ίδια υπηρεσία. Οι απολογίες μου λοιπόν αυτές είναι ψευδείς και κατασκευασμένες, προϊόν ψυχικών πιέσεων και καταναγκασμού, απειλών σε βάρος του προσώπου μου και σε βάρος του αδελφού μου Σάββα, ο οποίος νοσηλεύεται σε σοβαρή κατάσταση κρατούμενος στο νοσοκομείο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ και μετά από πολυήμερη ανάκριση κατά την οποία δεν μου επιτράπη να κοιμηθώ ούτε για λίγη ώρα.
Τις καταθέσεις αυτές και απολογίες τις ανακαλώ στο σύνολό τους. Συγκεκριμένα συνελήφθη στη Θεσσαλονίκη τη Δευτέρα 15/7/2002 περί ώρα 15:00 και μέχρι την Κυριακή 21/7/2002 όταν «απολογήθηκα> οριστικά ενώπιον της ανακρίτριας παρέμεινα άυπνος σε πλήρη εξουθένωση και εξάντληση όλων των νοητικών μου λειτουργιών υπό συνεχείς απειλές, πιέσεις, εκβιασμούς κλπ., που επιβάρυναν την ίδια άσχημη ψυχολογική μου κατάσταση λόγω της σοβαρής κατάστασης της υγείας του αδελφού μου.
Η «απολογία> μου ενώπιον της Αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε με βάση τις σχεδιασμένες ήδη και κατασκευασμένες απολογίες άλλων κατηγορουμένων, ουδέποτε μου αναγνώσθη, ουδέποτε αρνήθηκα την παρουσία δικηγόρου, αντίθετα τον αναζητούσα από την πρώτη στιγμή και υπεγράφη από εμέ, χωρίς καν να την αναγνώσω.
Ακόμη και το ψευδώνυμο Παναής όπως πληροφορήθηκα αργότερα από τον αδελφό μου Σάββα, επιλέχθηκε από την ίδια υπηρεσία μεταξύ διαφόρων ψευδωνύμων που οι ίδιοι πρότειναν. Τώρα για πρώτη φορά έρχομαι σε επαφή με τη δικαστική Αρχή αφού -επαναλαμβάνω- η πρώτη μου επαφή με την 4η ανακρίτρια ήταν στο σύνολό της αντίθετη με όσα προβλέπουν οι νόμοι και το Σύνταγμα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά την απόφαση αυτή και του κ. Εισαγγελέα περί προφυλακίσεώς μου δεν μεταφέρθηκα στον Κορυδαλλό όπως θα έπρεπε, αλλά παρέμεινα επί 8 μέρες ακόμη κρατούμενος από τις αστυνομικές Αρχές. Η παραβίαση των σχετικών διατάξεων του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ. σχετικά με το θέμα αυτό, είναι προφανής και αυταπόδεικτη, όπως προφανείς είναι καιοι σχετικές παραβιάσεις με την αντιμετώπισή μου ως προσωρινά κρατούμενος, αφού η επικοινωνία με τον πληρεξούσιο δικηγόρο μου, είναι εντελώς τυπική για να ικανοποιεί και το γράμμα του νόμου και μόνο, αφού εκτός των άλλων περιορισμών την παρακολούθηση των συνομιλιών και τη διάρκεια του επισκεπτηρίου που είναι μόλις 30 λεπτά απαγορεύεται κάθε ανταλλαγή εγγράφων μεταξύ εμού και του συνηγόρου μου, γεγονός που καθιστά όχι μόνο δυσχερή, αλλά παντελώς αδύνατη την επαρκή υπεράσπισή μου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το έγγραφο περί του? απαγορεύτηκε να παραδοθεί στο συνήγορό μου, όπως και σε αυτόν απαγορεύτηκε η παράδοση των εγγράφων της δικογραφίας που με αφορούν για τη σοβαρότητα στις πράξεις για τις οποίες κατηγορούμαι.
Ακόμη και κοινοποιούμενα δικόγραφα π.χ. ασφαλιστικών μέτρων απαγορεύτηκε να παραδοθούν στο συνήγορό μου, με αποτέλεσμα αυτός να μην έχει τη δυνατότητα να τα χειριστεί και να παρασταθεί ενώπιον του Δικαστηρίου. Θεωρώ ότι και στην περίπτωση αυτή είναι ουσιώδης η παραβίαση και του Συντάγματος και του σωφρονιστικού κώδικα και οδηγούν στην ουσιαστική αδυναμία μου να απολογηθώ και να αντικρούσω τα δεκάδες εγκλήματα που μου αποδίδονται και κατά την άποψη του κατηγορητηρίου στηρίζονται σε εκατοντάδες έγγραφα των οποίων δεν
είναι δυνατό να λάβω γνώση.
Επί των αποδιδομένων κατηγοριών των οποίων κατά τη διάρκεια του
επισκεπτηρίου έλαβα εν περιλήψει γνώση, επιθυμώ να απολογηθώ τα ακόλουθα: Αρνούμαι στο σύνολό τους τις δεκάδες των αποδιδομένων πράξεων στις οποίες ουδέποτε συμμετείχα υπό οιανδήποτε μορφή και ούτε έχω καν λάβει γνώση αυτών κατά ή μετά την εκτέλεση των συγκεκριμένων πράξεων. Ουδέποτε συμμετείχα με οποιαδήποτε μορφή στην Οργάνωση 17Ν και ουδέποτε γνώριζα ότι ο αδελφός μου Σάββας συμμετείχε σε αυτή την Οργάνωση και είχε ενεργό δράση.
Από τη Θεσσαλονίκη στην οποία μόνιμα κατοικούσα, κατέβηκα στην Αθήνα μετά το καλοκαίρι του έτους 1997 και επέστρεψα στη Θεσσαλονίκη περί τα τέλη του 1999 πριν από τις γιορτές των Χριστουγέννων. Στο χρονικό διάστημα που παρέμεινα στην Αθήνα βοηθούσα τον αδελφό μου Σάββα στις εργασίες του στο εργαστήριο αγιογραφίας και επίσης τον βοηθούσα σε διάφορες ξυλοκατασκευές με τις οποίες αυτός ασχολιόταν.
Τον τελευταίο χρόνο της παραμονής μου στην Αθήνα ασχολήθηκα ως βοηθός
μακενίστας στο εργαστήριο του Γιάννη Παπαδάκη. Σε όλο αυτό το χρονικό
διάστημα της καθόδου μου στην Αθήνα, δυο φορές μετά από παρότρυνση του αδελφού μου Σάββα, δέχτηκα να συμμετάσχω μαζί με αυτόν στην αφαίρεση ενός δικύκλου μοτοποδηλάτου κι ενός αυτοκινήτου για τα οποία ο αδελφός μου, μου είπε ότι τα ήθελε για να βγάλει κάποια ανταλλακτικά για να τα χρησιμοποιήσει στο δικό του αυτοκίνητο και στη μηχανή του.
Δεν μπορώ όμως να προσδιορίσω ούτε χρονικά την τέλεση αυτών των παράνομων πράξεων, ούτε τις μάρκες των οχημάτων, διότι εκτός των άλλων ο φόβος μου από το γεγονός αυτό, ήταν υπερβολικός θεωρώντας ότι κάποια στιγμή θα έχω τις συνέπειες του νόμου, τις σχετικές με την κλοπή αυτοκινήτου κλπ.
Ουδέποτε έχω επισκεφθεί τη γιάφκα της οδού Πάτμου ή της οδού Δαμάρεως και φυσικά δεν γνώριζα ότι στους χώρους αυτούς φυλάσσονται όπλα. Όπως
πληροφορήθηκα από τον πληρεξούσιο δικηγόρο μου και από ένα έγγραφο που μου κοινοποιήθηκε μεν, αλλά δεν μπορώ να το ερμηνεύσω, ανευρέθη μια τρίχα μου στη γιάφκα της οδού Πάτμου, όχι όμως άλλα στοιχεία π.χ. δαχτυλικά αποτυπώματα κλπ.
Αν είναι αληθές ότι πράγματι βρέθηκε μια τρίχα μου η μόνη ερμηνεία που δίνω, είναι ότι αυτή πιθανό μεταφέρθηκε από το κράνος του μοτοποδηλάτού που χρησιμοποιούσαμε κι εγώ και ο αδελφός μου Σάββας, ή από ρούχα που μεταξύ μας ανταλλάσσουμε λόγω των ίδιων σωματικών μας διαστάσεων, π.χ. μπλούζες, μπουφάν κλπ.
Πράγματι δεν είναι δυνατό ένας άνθρωπος ο οποίος τυχόν θα σύχναζε στη
συγκεκριμένη γιάφκα να μην έχει αφήσει άλλα αποδεικτικά στοιχεία, π.χ. δαχτυλικά αποτυπώματα. Με δεδομένες όμως εις βάρος εμού κι άλλων κρατούμενων μεθοδεύσεις των διωκτικών Αρχών δεν αποκλείω το ενδεχόμενο η τρίχα αυτή να μεταφέρθηκε από αλλού στο χώρο της οδού Πάτμου.
Όπως τέθηκε τηλεφωνικά μόνο ο πληρεξούσιος δικηγόρος μου, μου γνωστοποίησε διάφοροι μάρτυρες εμφανίστηκαν ενώπιόν σας και κατάθεσαν άλλοι μεν ότι πληροφορήθηκαν από τον Τύπο και την τηλεόραση ότι στη συγκεκριμένη πράξη συμμετείχα κι εγώ, π.χ. έκρηξη στα Mac Donalds, άλλοι δε ελάχιστοι ότι μοιάζω με το δράση μιας συγκεκριμένης πράξης π.χ. κατάθεση Κων/νου Παναγιώτου και Ιωάννη Λεμπέση για τη ληστεία στον ΟΤΕ Πειραιά.
Παρακάμπτω το γεγονός ότι ο τρίτος μάρτυς Λεωνίδας Αντωνάκος αναγνωρίζει ότι αυτός που πυροβόλησε ήταν ο αδελφός μου Σάββας Ξηρός και αναφέρομαι ενδεικτικά στις καταθέσεις των δύο πρώτων μαρτύρων και των οποίων ο μεν Ιωάννη Λεμπέσης αναφέρει ότι ο δράστης που πυροβόλησε μοιάζει με Βασίλη Ξηρό χωρίς να είναι και 100% σίγουρος, ότι δε μάρτυρας Κων/νου Παναγιώτου μετά βεβαιότητας καταθέτει ότι εγώ τον πυροβόλησα και με αναγνώρισε από φωτογραφία μου σε εφημερίδα.
Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα είχα ήδη επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη η αντίφαση είναι προφανής και ενισχύεται εκ του γεγονότος ότι η σημερινή μου εμφάνιση δεν έχει καμιά σχέση με την προ ετών εμφάνισή μου, αφού στο διάστημα που παρέμεινα στην Αθήνα και εργαζόμουν ως μακενίστας δεν είχα την εξωτερική εμφάνιση που έχω σήμερα.
Εκείνο που θέλω να επισημάνω είναι ότι με την τρομο-λαγνεία η οποία έχει κατακλύσει τα μέσα ΜΜΕ από πρωίας μέχρι βαθιάς νυχτός, παρουσιάζονται τα φαινόμενα γνωστοί «δημοσιογράφοι> να «εκδίδουν> εντάλματα συλλήψεως, να παροτρύνουν τις δικαστικές Αρχές να προβούν σε πράξεις ή παραλείψεις, να κατηγορούν δικαστές αν τολμήσουν να έχουν μια αντικειμενική εκτίμηση των γεγονότων, να προβλέπουν και να περιγράφουν αποφάσεις του Συμβουλίου Εφετών, ακόμη και Υπουργούς να παρεμβαίνουν στο έργο της Δικαιοσύνης σε καθημερινές παρουσίες τους στα ραδιοτηλεοπτικά Μέσα, αναπτύσσοντας εκτιμήσεις που σαφώς παρεμποδίζουν το δικαστικό έργο.
Φαινόμενα αυτόπτων ή καθοδηγούμενων μαρτύρων με πιθανολογούμενα κίνητρα και με σαφείς προθέσεις, δεν προκαλούν πλέον έκπληξη σε όλους τους κρατούμενους για την υπόθεση αυτή. Το ερώτημα είναι αν με αυτές τις συνθήκες με την αδυναμία υπεράσπισης του εαυτού μας, με τις συνεχείς παρεμβάσεις στο δικαστικό έργο, με τις συνεχείς παραβιάσεις του νόμου και του Συντάγματος οδηγούμαστε σε μια δίκαιη δίκη, ή σε μια δίκη προκατασκευασμένη με αποφάσεις που θα ληφθούν κάτω από την πίεση των πραγμάτων και μέσα σ' ένα κλίμα υστερίας κατά δικαίων και αδίκων και ιδιαίτερα μάλιστα στην περίπτωση της οικογένειάς μας, με απόδοση συλλογικής ευθύνης λόγω της δράσης του αδελφούμας Σάββα κατά όλης της οικογένειάς μας.
Τέλος για τις ευθύνες από τη συμμετοχή σε διάφορες πράξεις που μου αποδίδουν διάφοροι συγκατηγορούμενοί μου επίσης θέλω να δηλώσω ότι οι τακτικές της κατασκευής του σχεδιασμού των επινοήσεων κλπ., που εφαρμόστηκαν στη δική μου περίπτωση εφαρμόστηκαν και σε άλλους συγκατηγορουμένους μου.
Οι δήθεν ομολογίες μας δεν ήταν προϊόν ελεύθερης βούλησης, αλλά προϊόν ψυχολογικών κι άλλων καταναγκασμών και υπεγράφησαν χωρίς τις περισσότερες περιπτώσεις να λάβουν γνώση οι απολογούμενοι του περιεχομένου τους. Βάση για όλους αυτούς τους σχεδιασμούς αποτέλεσε η «ομολογία> του αδελφού μου Σάββα η οποία σχεδιάστηκε και επιβλήθηκε σε αυτόν με τις γνωστές διαδικασίες αλλοίωσης της συνείδησης τις οποίες επέβαλλαν εντός του ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ και εν απουσία των γιατρών, ξένες μυστικές υπηρεσίες σε συνεργασία με ελληνικές, κατά παράβαση κάθε έννοιας νόμου και ενώ αυτός ήταν σε βαθύ κώμα και καταστολή.
Κατά άποψη μάλιστα των Αρχών δεν ήταν ούτε κρατούμενος, ούτε κατηγορούμενος επί 40 ημέρες και εκ του λόγου αυτού δεν επιτρέπεται η επικοινωνία με δικηγόρο, ενώ επιτρέπεται η λήψη προανακριτικών ομολογιών κλπ. Στηνπερίπτωση τη δική μου αλλά και των αδελφών μου παραβιάστηκε κάθε έ ννοιανόμου και Συντάγματος.
Συμπερασματικά επαναλαμβάνω ότι ουδέποτε μέχρι της συλλήψεώς μου συμμετείχα στην Οργάνωση 17Ν αλλά και ουδέποτε εμμέσως αντιλήφθηκα την ύπαρξη της Οργάνωσης αυτής, στην οποία συμμετείχε ο αδελφός μου Σάββας, ουδέποτε κατά ή μετά τις πράξεις αντιλήφθηκα οτιδήποτε, ουδέποτε αντιλήφθηκα την ύπαρξη γιάφκας ή οπλισμού και φυσικά ουδέποτε συμμετείχα έστω και ως απλός συνεργός σε οποιαδήποτε από τις πράξεις μου που μου αποδίδονται, εκτός της αφαιρέσεως των δύο οχημάτων που προαναφέρω.
Εκ του λόγου αυτού και επειδή ουδέν απολύτως αποδεικτικό στοιχείο ενυπάρχει εις βάρος μου για τις κατηγορίες που μου αποδίδονται εξ όσων στοιχείων της δικογραφίας και τηλεφωνικά τουλάχιστον έλαβα γνώση, αιτούμαι την απαλλαγή μου από κάθε κατηγορία>.
«Αναφέρομαι στο από 23/10/2002 απολογητικό μου υπόμνημα ενώπιόν σας το οποίο σας καταθέτω. Στη συνέχεια υποβλήθηκαν στον κατηγορούμενο οι παρακάτω ερωτήσεις και δόθηκαν οι αντίστοιχες απαντήσεις.
Ερώτηση: «Γνωρίζετε και σε ποια περίπτωση υπό ποιες συνθήκες τα μέχρι σήμερα συλληφθέντα μέλη της εγκληματικής Οργάνωσης 17Ν εκτός των αδελφών σας Σάββα Ξηρού και Χριστόδουλου Ξηρού;>.
Απάντηση: «Γνωρίζω μόνο τον Γεωργιάδη κι αυτόν σαν φίλο. Μέναμε στην ίδια γειτονιά στη Θεσσαλονίκη, είμαστε ακόμη παιδικοί φίλοι. Επίσης
συγκατοικούσαμε στην Αθήνα, για 2 περίπου χρόνια στο Νέο Ηράκλειο σε σπίτι το οποίο είχαμε νοικιάσει μαζί. Αυτό έγινε από τα μέσα του 1997 μέχρι τα τέλη του 1999. Δεν γνωρίζω τίποτα σχετικά με τυχόν συμμετοχή του Γεωργιάδη στην Οργάνωση 17Ν. Επίσης γνωρίζω την Αγγελική Σωτηροπούλου, την οποία είχα δει όταν πήγαινα Δημοτικό μια φορά και έκτοτε δεν την ξαναείδα μέχρι σήμερα.
Τα υπόλοιπα άτομα που φέρονται ως μέλη της εγκληματικής Οργάνωσης 17Ν δεν τα γνωρίζω και ούτε έχω συναντηθεί ποτέ μαζί τους, τουλάχιστον από το έτος 1996 μέχρι σήμερα. Όλα αυτά τα άτομα για τα οποία με ρωτάτε τα έχω δει στην τηλεόραση και στις εφημερίδες, συνεπώς γνωρίζω για ποια πρόσωπα με ρωτάτε>.
Ερώτηση: «Μπορείτε να δώσετε κάποια εξήγηση σχετικά με τις απολογίες
ορισμένων συγκατηγορουμένων σας οι οποίες σας αποδίδουν συμμετοχή στις περισσότερες από τις πράξεις για τις οποίες κατηγορείστε;>.
Απάντηση: «Υποψιάζομαι ότι οι απολογίες τους έγιναν με τον ίδιο τρόπο που έγινε και η δική μου>.
Ερώτηση: «Η ίδια απάντηση ισχύει και για συγκατηγορουμένους οι οποίοι
απολογήθηκαν ενώπιόν μου;>.
Απάντηση; «Δεν μπορώ να ξέρω για ποιο λόγο αναφέρθηκαν στο πρόσωπό μου σε τυχόν συμμετοχή μου. Εγώ εκείνο που ξέρω είναι το τι έγινε στην περίπτωσή μου όταν ήμασταν στην Αστυνομία>.
Ερώτηση: «Υπάρχουν ορισμένες λεπτομέρειες στις απολογίες σας τις οποίες είναι αδύνατο να γνωρίζουν έτερα πρόσωπα και συγκεκριμένα οι ανακρίνοντες. Πως εξηγείτε το γεγονός ότι κατατέθηκαν από εσάς;>.
Απάντηση: «Το προηγούμενο βράδυ της προανακριτικής μου απολογίας με έβαλαν οι αστυνομικοί να παραδεχτώ τις πράξεις για τις οποίες κατηγορούμαι και εγώ νόμιζα ότι είχα ήδη καταδικαστεί, γιατί δεν ήξερα από αυτά τα πράγματα και την άλλη μέρα τους έλεγα αυτά που μάθαιναν όλο το βράδυ με πολλά φανταστικά στοιχεία δικά μου, γιατί δεν θυμόμουν τι μου είχαν πει το προηγούμενο βράδυ και με βοηθούσαν κι αυτοί σε αυτό>.
Τίποτε άλλο δεν έχω να προσθέσω>.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Στο σημείο αυτό οι κατηγορούμενοι οι οποίοι φέρονται ότι
επιβαρύνονται με τις αναγνωσθείσες καταθέσεις, έχουν το δικαίωμα υποβολής ερωτήσεων. Θα το ασκήσουν το δικαίωμα; Να ειδοποιήσουμε τον κατηγορούμενο να έρθει πάνω; Επιφυλασσόμαστε για αύριο. Κατόπιν τούτου το Δικαστήριο διακόπτει για αύριο το πρωί στις 09:00.