Οι τρομοκρατικές επιθέσεις στο Γουερλντ Τρέιντ Σέντερ και στο Πεντάγωνο έχουν προκαλέσει φόβους ότι επίκειται μια ακόμη πιο τρομακτική επίθεση –αυτή τη φορά με βιολογικά ή χημικά όπλα.
Με αυτό το δεδομένο, γράφουν οι «Νew York Times› στο σημερινό τους φύλλο, πρέπει να εξετάσουμε τόσο τον χαρακτήρα της απειλής όσο και τους τρόπους αντιμετώπισής της.
Η ιαπωνική αίρεση Αούμ Σινρικίο, που εξαπέλυσε δύο επιθέσεις με αέριο σαρίν σκοτώνοντας 19 άτομα, μπορεί να μην κατάφερε να διασπείρει σε μαζική κλίμακα θανατηφόρες βιολογικές ενώσεις, αυτό όμως δε σημαίνει ότι μια οργάνωση όπως αυτή του Οσάμα μπιν Λάντεν είναι κι αυτή καταδικασμένη να αποτύχει.
Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει, όμως, είναι μεγάλες. Ο κίνδυνος φυσικά θα ήταν πολύ μεγαλύτερος στην περίπτωση που δυσαρεστημένοι Ρώσοι επιστήμονες πουλούσαν σε τρομοκράτες τις γνώσεις τους, τα υλικά και τον εξοπλισμό τους, ή στην περίπτωση που το Ιράκ, με τα δικά του προγράμματα χημικών και βιολογικών όπλων, έδινε «χείρα βοηθείας» στους τρομοκράτες.
Σύμφωνα με κάποια σενάρια, οι τρομοκράτες μπορεί να δηλητηριάσουν το δίκτυο πόσιμου ύδατος. Οι περισσότεροι ειδικοί όμως συμφωνούν ότι ένας τέτοιος στόχος δεν είναι πολύ πιθανός. Το χλώριο που προστατεύει το νερό θα εξουδετέρωνε τις περισσότερες βιολογικές ουσίες, και οι μεγάλες ποσότητες νερού που υπάρχουν στο δίκτυο θα καθιστούσαν αβλαβή οποιαδήποτε επικίνδυνη ουσία.
Μια σοβαρότερη απειλή θα ήταν να δηλητηριαστεί η παροχή αέρα ή νερού σε ένα κτίριο ή να διαχυθεί μια θανατηφόρα ουσία σε μια περιορισμένη έκταση, όπως είναι ένας σταθμός του μετρό. Θα πρέπει έτσι να εξεταστούν λύσεις για την αντιμετώπιση τέτοιων κινδύνων, όπως για παράδειγμα η κατασκευή καλύτερων συστημάτων καθαρισμού του αέρα.
Οπως προκύπτει από τις έρευνες του FBI, ένας από τους φερόμενους ως αεροπειρατές, ο Μοχάμεντ Ατα, είχε ζητήσει πληροφορίες στη Φλόριντα για τα ψεκαστικά αεροπλάνα, ενώ ο ίδιος ο μπιν Λάντεν φέρεται να έχει αγοράσει μικρά αεροπλάνα που μπορούν να σπείρουν βακτηρίδια στο αμερικανικό έδαφος.
Η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας κάλεσε χθες όλες τις κυβερνήσεις του κόσμου να προετοιμαστούν για τέτοιες επιθέσεις.
Λίγα μόλις λεπτά μετά τις επιθέσεις στο Γουερλντ Τρέιντ Σέντερ, μια ειδική μονάδα έσπευσε επί τόπου για να αξιολογήσει τους κινδύνους βακτηριολογικής ή χημικής μόλυνσης. Την ίδια μέρα, το Κέντρο πρόληψης και ελέγχου των ασθενειών στην Ατλάντα ζητούσε από την επιστημονική κοινότητα να αναφέρει οποιαδήποτε ασυνήθιστη ασθένεια ή συμπτώματα επιδημικού χαρακτήρα που θα μπορούσαν να συσχετιστούν με τις επιθέσεις. Το πρόβλημα είναι ότι ο εντοπισμός αυτών των συμπτωμάτων είναι δύσκολος, ότι ο χρόνος επώασης μπορεί να είναι μεγάλος και ότι τα φάρμακα είναι ανεπαρκή.