ΔΙΚΗ 17Ν
ΔΕΥΤΕΡΑ 15 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2003
ΩΡΑ ΕΝΑΡΞΕΩΣ: 09:05
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ΜΙΧΑΗΛ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Καλή σας ημέρα. Δεν υπάρχει κανένας δικηγόρος Υπεράσπισης και να διακόψουμε για λίγο, γιατί υπάρχει αδυναμία να γίνει η δίκη. Δεν μπορεί να μην υπάρχει ούτε ένας συνήγορος. Διακόπτουμε και παρακαλώ να ειδοποιηθώ μόλις έρθει οποιοσδήποτε δικηγόρος.
ΔΙΑΚΟΠΗ
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που έχει διακοπεί, μας λείπουν και κατηγορούμενοι όμως.
ΑΡΧΙΦΥΛΑΚΑΣ: Οι κρατούμενοι Ψαραδέλλης και Τζωρτζάτος θα εισέλθουν σε λίγο.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εντάξει. Έχουμε την εκπροσώπηση όλων των κατηγορούμενων προσωρινά από τον κ. Χρυσικόπουλο μέχρι να έρθουν οι συνήγοροί τους.
Μια παράκληση μόνο. Τώρα θα αγορεύσει η Πολιτική Αγωγή δεν υπάρχει λόγος να φωνάζουμε από κάτω, διότι μεθαύριο θα αγορεύσουν και οι συνήγοροι των κατηγορούμενων μπορεί να έρθει ακροατήριο από συγγενείς παθόντων και ν’ αρχίζουν και εκείνοι να αποδοκιμάζουν. Δεν θα βγει πουθενά αυτό. Εμείς στηριζόμαστε σε αποδείξεις και σε επιχειρήματα, αν αυτά εκφραστούν σωστά μπορεί να βγει και σωστή απόφαση, διαφορετικά με φωνές δεν θα κάνουμε τίποτα.
Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Μόνο αν υπάρχει διαστρέβλωση.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε Κουφοντίνα θα απαντήσει ο συνήγορος. Εγώ θα εκτιμήσω την αξία των επιχειρημάτων με μια ψήφο που έχω στο τέλος, αφού ακούσω όλους και τους δυο συναδέλφους, τώρα αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να ξέρω ποια είναι η αλήθεια και ποια είναι τα επιχειρήματα τα οποία έχουν ένα θεμέλιο μια βάση και ποια δεν έχουν. Αλλά θα τα ακούσω όμως.
Κ. ΧΡΥΣΙΚΟΠΟΥΛΟΣ: Θα ήθελα πριν ξεκινήσει ο κ. Αναγνωστόπουλος να πω το εξής: θα ήθελα από τους κυρίους Εισαγγελείς εάν θέλουν να διευκρινίσουν σε σχέση με την πρόταση περί ενοχής για τη συμμετοχή για τους κατηγορούμενους. Στην πρότασή τους δέχονται αποχώρηση κάποιων κατηγορούμενων από την Οργάνωση; Αν ναι, ποιων και πότε. Ή δέχονται ότι όλοι παρέμειναν μέχρι το 2002;
Αναφέρομαι για παράδειγμα στον κ. Τσελέντη, στον κ. Κονδύλη, στον κ. Τέλιο και σε άλλους κατηγορούμενους που κατά τις απολογίες τους έχουν ισχυριστεί ότι αποχώρησαν. Η πρότασή τους ως προς τη συμμετοχή είναι να δικαστούν για τη συμμετοχή στο χρόνο που λέει το κατηγορητήριο; Υπάρχει διαφοροποίηση; Αυτό είναι το ένα ερώτημα εάν θέλουν να το διευκρινίσουν είναι ασαφές καθ’ ημάς σε σχέση με το τι έχε προταθεί από πλευράς της Εισαγγελίας.
Δεύτερον, ως προς τον εντολέα μου τον κ. Γιωτόπουλο σε σχέση με την πράξη όπως κατηγορείται και περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο όπου περιλαμβάνεται επινόηση, σχεδίαση κλπ., δέχονται αυτό το πραγματολογικό υλικό για τη στοιχειοθέτηση της κατηγορίας; Γιατί άκουσα κάποια συγκεκριμενοποίηση του στόχου χωρίς να το αντιληφθώ ως γεγονός τι σημαίνει αυτό πως η Εισαγγελία το προτείνει στο Δικαστήριό σας βεβαίως.
Εάν θέλει να διευκρινίσει ως προς τα πραγματικά γεγονότα που περιλαμβάνει η κατηγορία, τα δέχεται και τα προτείνει γι’ αυτά τα γεγονότα όπως περιγράφονται στο κατηγορητήριο να κριθεί ένοχος ή υπάρχει διαφοροποίηση και ως προς τα πραγματικά γεγονότα; Που μπορεί να συνιστά πάλι κατά την πρόταση της Εισαγγελίας. Το πρώτο όμως θα ήθελα να διευκρινιστεί κ. Πρόεδρε
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Κύριε Πρόεδρε αυτή τη στιγμή θέλω να πω ότι θα ακολουθήσουν οι αγορεύσεις οι οποίες ασφαλώς θα εισφέρουν περαιτέρω στην υπόθεση και μετά ταύτα θα υπάρχει δευτερολογία από εμένα και εκεί θα υπάρξει απάντηση και σε αυτά τα οποία σήμερα ο αξιότιμος κύριος συνήγορος της Υπεράσπισης είχε την τιμή να εκθέσει στο Δικαστήριό σας.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν θέλω να ερμηνεύσω τον κ. Εισαγγελέα αλλά νομίζω ότι σε κάποιο σημείο ο τακτικός κ. Εισαγγελεύς ο κ. Λάμπρου είπε ότι για όσες πράξεις δεν έχουμε προτείνει απαλλαγή, ζητώ να κηρυχθούν κατά το κατηγορητήριο ένοχοι. Επομένως αυτό νομίζω ότι είναι διευκρινιστικό και απαμβλύνει τελείως αυτή την αξία της παρατήρησης που έχετε. Μπορεί όμως αργότερα δευτερολογώντας να φύγει από μια θέση. Είδατε τι είπε; «Θα ακούσω και τα επιχειρήματα, θα ακούσω και την αξιολόγηση των συνηγόρων και θα δω, μπορεί να τοποθετηθώ διαφορετικά›. Νομίζω ότι αυτή η στάση δείχνει και γενναιότητα και περίσκεψη. Γι’ αυτό ας αφήσουμε τον κ. Εισαγγελέα σε αυτά τα οποία θέλει.
Πάντως από απόψεως δηλαδή κάλυψης τυπικής πρόταση υπάρχει για όλα.
Κ. ΧΡΥΣΙΚΟΠΟΥΛΟΣ: Πρόταση υπάρχει για όλα κατά το κατηγορητήριο. Εάν αυτό είναι, είναι. Εγώ δεν μπήκα στην ουσία της προτάσεως. Εάν η πρόταση είναι ενοχή κατά το κατηγορητήριο όπως κατηγορούνται εντάξει αυτό.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είπε κατά τα λοιπά γι’ αυτά τα οποία δεν πρότεινα απαλλαγή ή διαφοροποίηση?
Κ. ΧΡΥΣΙΚΟΠΟΥΛΟΣ: Δεν ήταν τόσο σαφές για εμένα κ. Πρόεδρε από την έκθεση της εισαγγελικής πρότασης για το θέμα της συμμετοχής τουλάχιστον.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Κύριε Πρόεδρε η Εισαγγελική Αρχή είναι ενιαία. Από την προδικασία μέχρι και την εκτέλεση της αποφάσεως η Εισαγγελική Αρχή είναι ενιαία. Δηλαδή από τον κ. Διώτη, από τον αστυνόμο των Λειψών που συνέλαβε σαν όργανο προανάκρισης τον κ. Γιωτόπουλο μέχρι και τώρα και μέχρι την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου.
Η Εισαγγελική Αρχή είναι ενιαία και βεβαίως ό,τι έχει πει μέχρι τούδε αντιπροσωπεύει την Εισαγγελία και το βούλευμα επίσης στο οποίο έχει συμπράξει ο Εισαγγελεύς και στο οποίο η εισαγγελική πρόταση έχει ενσωματωθεί, είναι τμήμα του βουλεύματος. Επομένως η αξιότιμος Υπεράσπιση έχει όλα και εκείνη ξέρει τι συμφέρει τους κατηγορούμενους και βεβαίως επαναλαμβάνω θα υπάρξει και η δευτερολογία, εάν χρειαστεί.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είστε σαφής.
Σ. ΞΗΡΟΣ: Μια παράλειψη του Εισαγγελέα: δεν μας διευκρίνισε ποιοι κατηγορούνται και γιατί για την υπόθεση Ριανκούρ. Εκτός αν εννοεί ότι οι ένοχοι πέρασαν μόνο από το εδώλιο του μάρτυρα.
Β. ΜΑΡΚΗΣ: Να το διευκρινίσω εγώ. Η υπόθεση Ριανκούρ ήταν οι κλοπές δύο αυτοκινήτων για την οποία προτάθηκε απαλλαγή των κατηγορούμενων.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είπε απαλλαγή για όλα. Δεν υπάρχει πρόβλημα.
(Διαλογικές συζητήσεις)
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο κ. Αναγνωστόπουλος έχει τον λόγο ο οποίος θα αγορεύσει συνολικά επί των υποθέσεων.
Η. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: Μάλιστα όσα θέματα αφορούν όλες τις υποθέσεις γιατί είναι κοινά τα περισσότερα θέματα θα τα αναπτύξω και εν συνεχεία θα προχωρήσω στα επιμέρους για να επισημάνω ό,τι υπάρχει επιμέρους.
Αξιότιμε κ. Πρόεδρε και κύριοι Εφέτες πρόθεση της Πολιτικής Αγωγής και του ομιλούντος είναι να συμβάλλουμε από την πλευρά μας και εκπληρώνοντας τον ρόλο τον οποίο ο Κ.Ποιν.Δ. μας αναθέτει, δηλαδή την εκπροσώπηση των παθόντων σε αυτή τη δίκη, στην εύρεση της αλήθειας για την υπόθεση αυτή στο σύνολό της.
Είναι γνωστό ότι η αποστολή της Πολιτικής Αγωγής είναι αυτή του ιδιώτη κατηγόρου, όχι υπό την έννοια ότι βρίσκει στοιχεία εκεί που δεν υπάρχουν, ούτε ότι εμμένει στην θέση ότι ο κατηγορούμενος είναι ένοχος έστω κι όταν δεν υπάρχουν αποδείξεις, αλλά υπό την έννοια ότι στο διαλεκτικό συμβάν που λέγεται ποινική διαδικασία, στο διάλογο ο οποίος αναπτύσσεται με κάθε παράγοντα να εκπληρώνει το ρόλο του, να συμβάλλει διότι η αλήθεια την οποία καλείται το Δικαστήριο να διαπιστώσει, δεν μπορεί να προκύψει παρά μόνο ως αποτέλεσμα μιας διαλεκτικής και δυναμικής αναζήτησής της, την οποία επιχειρούν τα μέρη, οι διάδικοι και οι συνήγοροί τους.
Θεώρησα υποχρέωσή μου ν’ αρχίσω με αυτό τον τρόπο διότι ορισμένες φορές είχα την εντύπωση στη διαδικασία αυτή, ότι υπήρχε μια δυσκολία όχι βεβαίως από πλευράς Δικαστηρίου ούτε κατά κανόνα και από της πλευράς των συνηγόρων, αλλά ίσως από την πλευρά των κατηγορουμένων να κατανοήσουν τι ακριβώς ρόλο έχει η Πολιτική Αγωγή σε μια διαδικασία και τι είναι αυτό που της αναλογεί, ποιο είναι το έργο το οποίο κατά νόμο καλείται να επιτελέσει.
Ειδικά δε σε αυτή τη διαδικασία θέλω να επισημάνω ότι το βάρος, το φορτίο το οποίο ο ομιλών έχει στους ώμους του για τους εντολείς τους οποίους εκπροσωπεί, είναι ασυνήθιστο. Είναι ασυνήθιστο γιατί δεν μου έχει –εμένα τουλάχιστον- τύχει ξανά σε δίκη ανθρωποκτονιών να εκπροσωπώ οκτώ εντολείς. Δεν έχει ξανασυμβεί οι τέσσερις από αυτούς τους εντολείς να θρηνούν νεκρούς, να έχει δηλαδή ο συνήγορος της Πολιτικής Αγωγής εντολείς οι οποίοι φέρουν την οδύνη πέντε νεκρών ανθρώπων, οι οποίοι δολοφονήθηκαν ανυποψίαστοι, οι οποίοι δολοφονήθηκαν από ανθρώπους που δεν τους γνώριζαν και από ανθρώπους στους οποίους δεν έδωσαν καμία αφορμή, δεν τους ήξεραν, δεν συνομίλησαν, δεν τους δόθηκε η ευκαιρία ούτε να αμυνθούν, ούτε να μιλήσουν.
Οι άνθρωποι αυτοί –και αναφέρομαι κυρίως στις οικογένειες των προσώπων που δολοφονήθηκαν πριν πάρα πολλά χρόνια- έχουν το πρόσθετο πρόβλημα ότι επί δεκαετίες ανέμεναν στην υπόθεση αυτή, κάποια εξέλιξη. Όχι διότι επιζητούν επί παντί τιμήματι την τιμωρία κάποιου, αλλά είναι ευνόητο σε εγκλήματα όπως είναι οι ανθρωποκτονίες οι οποίες μάλιστα μαθαίνουμε στα βιβλία της ανακριτικής, ότι ανήκουν στις πράξεις με τον υψηλότερο βαθμό διαλεύκανσης ανάμεσα στα εγκλήματα (οι ανθρωποκτονίες διαλευκαίνονται σε ποσοστό άνω το 70%) είναι εύλογο οι συγγενείς ενός νεκρού να αναμένουν ότι οι Αρχές μιας χώρας, της δικής τους ή μιας ξένης, θα βρουν μια άκρη και θα εντοπίσουν υπόπτους ώστε να διεξαχθεί μια δίκη και αυτοί που θα κριθούν ένοχοι να τιμωρηθούν.
Αυτό στην παρούσα υπόθεση για μια σειρά παραγόντων που δεν είναι της παρούσης να αναλυθούν και δεν θα το επιχειρήσω, δεν συνέβη. Είναι πράγματι η οδύνη ενός ανθρώπου που χάνει το αγαπημένο του πρόσωπο και περιμένει 10 – 15 – 20 – 25 – 30 χρόνια σχεδόν αν σκεφτούμε την οικογένεια Γουέλς να βρεθεί μια άκρη στην υπόθεση που οδήγησε στην απώλεια του αγαπημένου προσώπου, σέρνει στην ζωή της ένα βάρος το οποίο είναι πολύ πιο μεγάλο από μια άλλη κοινή περίπτωση.
Αυτή τη συσσωρευμένη οδύνη η οποία πολλαπλασιαζόταν από την αναμονή χωρίς αποτέλεσμα, από μια αίσθηση ματαιότητας όσον αφορά τον εντοπισμό των ενόχων, εμείς ως νομικοί παραστάτες των ανθρώπων αυτών, τη νιώσαμε και την αντιμετωπίσαμε. Είχαμε δυσκολίες οι άνθρωποι αυτοί να μιλήσουν για τις υποθέσεις τους. Γιατί 10 – 20 – 30 χρόνια σιωπούσαν όλοι γι’ αυτές και οι ίδιοι βέβαια δεν είχαν πουθενά να πουν οτιδήποτε για τις υποθέσεις αυτές.
Δεν είναι τυχαίο ότι τα δύο από τα παιδιά του Ρίτσαρντ Γουέλς, ο γιος του και η κόρη του, που κατοικούν στην Αγγλία γιατί η μητέρα τους ήταν Αγγλίδα ήρθαν σε αυτή τη δίκη πολλές φορές ξέροντας ότι η υπόθεση έχει παραγραφεί, αλλά ήρθαν για να ακούσουν τι λέγεται, τι λένε οι κατηγορούμενοι, τι λένε οι Εισαγγελείς σε αυτή τη δίκη διότι αναζητούν κι εκείνοι μια εξήγηση σε αυτό που τους συνέβη απροσδόκητα και οι ίδιοι μπορεί να κατανοούν το θεσμό της παραγραφής, αλλά η δική τους οδύνη δεν παραγράφεται και θα τους ακολουθεί σε όλη τους τη ζωή.
Εμείς, οι συνήγοροι της Πολιτικής Αγωγής –και αυτό φαντάζομαι ότι δεν είναι προσωπική μου εμπειρία μόνο, αλλά και των άλλων συναδέλφων- αντιμετωπίσαμε ανθρώπους οι οποίοι ήταν σε πάρα πολλές περιπτώσεις βουβοί. Η κα Βελούτσου η κόρη του αείμνηστου Νίκου Βελούτσο όταν συναντηθήκαμε για πρώτη φορά, δεν μιλούσε σχεδόν καθόλου, οι απαντήσεις της ήταν μονολεκτικές. Φάνηκε και μέσα σε αυτή τη δίκη, την ακούσατε όταν κατέθετε ότι είναι τόση η συσσώρευση του πόνου όλα αυτά τα χρόνια που έχουν δυσκολία να εκφράσουν, να μεταφέρουν στο Δικαστήριό σας τι νιώθουν και πως σκέφτονται.
Όμως –και επισημάνθηκε αυτό από την Εισαγγελική Αρχή και την τιμά- ένα ήταν το κοινό χαρακτηριστικό των εντολέων μου αλλά και των άλλων ανθρώπων που κατέθεσαν εδώ στη δίκη, ή παρέστησαν στη δίκη από τις οικογένειες των θυμάτων: είδατε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια η οποία καταπατήθηκε για τους αγαπημένους τους από τους δράστες των ενεργειών, να στέκεται εδώ στο Δικαστήριό σας, να τιμά τη διαδικασία, να σέβεται τους κατηγορούμενους. Θυμάμαι την κα Σόντερς η οποία είπε ότι «Επιτρέψτε μου να μην τους κοιτάξω και θέλω να σας πω ότι δεν τους μισώ, θέλω μόνο όσοι κι αν κριθούν ένοχοι, να τιμωρηθούν μ’ ένα τρόπο δίκαιο›. Αυτά ήταν τα μέλη των οικογενειών των θυμάτων που ήρθαν σε αυτή την αίθουσα -και δεν χρειάζεται να σας θυμίσω άλλες σκηνές, είναι όμοιες- δείγματα ανθρώπινης αξιοπρέπειας από εκείνους οι οποίοι εθίγησαν περισσότερο και με τον πιο βάρβαρο τρόπο από τη δράση αυτής της Οργάνωσης.
Είναι πράγματι η δίκη αυτή σημαντική για το νομικό μας πολιτισμό διότι καλείται η διαδικασία και το Δικαστήριό σας με την απόφαση την οποία θα εκδώσει να επιβεβαιώσει την ηθική ανωτερότητα της ελληνικής πολιτείας ως μιας προηγμένης πολιτιστικά κοινωνίας, η οποία σέβεται πρώτα από όλα τη διαδικασία, σέβεται πρώτα και πάνω από όλα τους κατηγορούμενους και δεν συνδέει σε καμία περίπτωση τη μεταχείριση των κατηγορούμενων με τις πράξεις όσο απεχθείς κι αν είναι αυτές, οι οποίες τους αποδίδονται.
Οι κύριοι κατηγορούμενοι στην αίθουσα αυτή, παράπονα διάφορα διατυπώθηκαν αλλά αν κανείς ανασκοπήσει τη δίκη και την εκτιμήσει ως σύνολο, νομίζω ότι δεν μπορεί παρά να καταλήξει το συμπέρασμα: στη δίκη αυτή τα δικαιώματα όλων των παραγόντων έγιναν σεβαστά, η διαδικασία αυτή είναι δίκαιη και αυτό δημιουργεί την προσδοκία ότι και η απόφαση την οποία θα εκδώσει το Δικαστήριό σας ως αποτέλεσμα μιας δίκαιης διαδικασίας, θα είναι και αυτή (η απόφαση) δίκαιη, όπως αρμόζει στο νομικό μας πολιτισμό.
Κύριε Πρόεδρε θα αρχίσω με ορισμένες παρατηρήσεις οι οποίες αφορούν την ταυτότητα των πράξεων αυτών για τις οποίες κατηγορούνται οι κύριοι κατηγορούμενοι σε σχέση με τους εντολείς μου, με τα μέλη των οικογενειών των εντολέων μου δηλαδή ανθρωποκτονίες και απόπειρες ανθρωποκτονίας, θ’ αρχίσω επισημαίνοντας ορισμένα χαρακτηριστικά αυτών των πράξεων, τα οποία μας δίδουν την ταυτότητά τους και προσδιορίζουν και το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου το Δικαστήριό σας καλείται να τις αξιολογήσει.
Ποια είναι τα δύο αμετάβλητα χαρακτηριστικά των ανθρωποκτονιών και των αποπειρών ανθρωποκτονίας που έχουν τελέσει οι κατηγορούμενοι και αυτό δεν αφορά μόνο τις υποθέσεις που εκπροσωπώ, αλλά και τις υπόλοιπες υποθέσεις. Είναι δύο τα στοιχεία. Πρώτον, ότι έχουμε να κάνουμε με ανθρωποκτονίες προμελετημένες, όπου μάλιστα η προμελέτη κάθε μιας πράξεως δεν είναι καν η συνηθισμένη στα ακροατήρια όπου εκδικάζονται ανθρωποκτονίες προμελέτη κάποιων ημερών, κάποιων ωρών και μια πρόχειρη προετοιμασία η οποία συνοδεύει, αλλά έχουμε να κάνουμε μ’ ένα σχεδιασμό των πράξεων, ο οποίος σε πολλές περιπτώσεις –αυτό από τους ίδιους τους κυρίους κατηγορούμενους δηλώθηκε στο Δικαστήριό σας- φτάνει και τους πολλούς μήνες. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι ο κ. Κουφοντίνας ανέφερε ότι στην περίπτωση Σόντερς επί 3 μήνες παρακολουθείτο ο Σόντερς.
Πέραν δε της παρακολούθησης των στόχων –όπως ονόμαζε η Οργάνωση τα ανθρώπινα θύματά της- υπήρχε λεπτομερής σχεδιασμός των πράξεων, όπως έχουν αναφέρει πολλοί κατηγορούμενοι στις απολογίες τους, αλλά εμμέσως προκύπτει και από τη βεβαίωση του κ. Κουφοντίνα ότι η Οργάνωση είχε μια επιχειρησιακή αρτιότητα στον τρόπο με τον οποίο ενεργούσε, προκύπτει ότι εκτός από την επιλογή και την παρακολούθηση του στόχου, γίνονταν συστηματικές πρόβες, σχεδιασμός για το πώς, με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο θα δολοφονηθεί το υποψήφιο θύμα.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά την προανακριτική απολογία του κ. Χριστόδουλου Ξηρού όπου μ’ ένα τρόπο που πραγματικά δίδει το σχήμα το οποίο ακολουθείται στις ενέργειες από την Οργάνωση, λέει ότι τέσσερα ήταν τα στάδια. Το πρώτο στάδιο ήταν η επιλογή του στόχου και εξηγεί πως γινόταν αυτή, Το δεύτερο ήταν ο εφοδιασμός με τα απαραίτητα μέσα, αυτά ήταν τα αυτοκίνητα, οι μοτοσικλέτες και οι πινακίδες που συνήθως κλέβονταν και βεβαίως ο οπλισμός που υπήρχε αποθηκευμένος στα κρησφύγετα της Οργάνωσης και ανάλογα με το είδος της ενέργειας χρησιμοποιούνταν. Αλλά και ενέργειες πρωτογενούς προμήθειας οπλισμού όπως στην περίπτωση της κλοπής του στρατοπέδου του Συκουρίου.
Το τρίτο στάδιο –λέει ο Χριστόδουλος Ξηρός- ήταν οι πρόβες και οι δοκιμές, γίνονταν δηλαδή δοκιμές για το πώς ακριβώς θα γίνει η ενέργεια ώστε να επιτύχει στο αποτέλεσμα που επεδίωκαν οι κατηγορούμενοι και το τέταρτο στάδιο ήταν η εκτέλεση, εκεί όπου πλέον τα μέλη της Οργάνωσης έπαιρναν τα πιστόλια τους, τις ρουκέτες ή ό,τι άλλο κάθε φορά αποφάσιζαν και εκτελούσαν το θύμα το οποίο είχαν εν αγνοία του καταδικάσει σε θάνατο.
Έχουμε μια συστηματική μέχρι λεπτομέρεια εξονυχιστική προμελέτη και σχεδιασμό των φόνων, που δεν είναι καθόλου συνήθης στις ανθρωποκτονίες που δικάζονται στα ελληνικά Δικαστήρια, αλλά όχι μόνο στα ελληνικά αλλά και παντού ανά τον κόσμο.
Το δεύτεροι χαρακτηριστικό των ανθρωποκτονιών και των αποπειρών που τελούν τα μέλη της Οργάνωσης, είναι το στοιχείο του αιφνιδιασμού ανυποψίαστων θυμάτων. Αυτό που κατά παράδοση στο Ποινικό Δίκαιο ονομάζεται υπουλία. Ο ύπουλος τρόπος θανατώσεως κάποιου σημαίνει ότι ο δράστης στήνει συνήθως μια ενέδρα –εδώ πάντοτε ενέδρα έστηναν οι κατηγορούμενοι- και όταν το θύμα ανυποψίαστο από κάθε άποψη εμφανίζεται στο χώρο όπου έχει αποφασιστεί η δολοφονία του, δολοφονείται από το δράση χωρίς να έχει καμία δυνατότητα άμυνας, χωρίς να έχει καμία δυνατότητα αντίδρασης όντας ανυποψίαστος, άοπλος και παραδεδομένος στο δολοφονικό σχέδιο του δράστη.
Ο λόγος που αναφέρομαι στα δύο αυτά στοιχεία, δηλαδή της προμελέτης σχεδιασμού και της υπουλίας στην εκτέλεση, δεν είναι διότι –αν και θα δικαιούμην- προσπαθώ να εμφανίσω τις πράξεις αυτές στην ηθική τους απαξία ως πράξεις οι οποίες διακρίνονται προς το χειρότερο από τις κοινές ανθρωποκτονίες, αν και όπως είπα θα δικαιούμην να το κάνω. Είναι διότι τα δύο αυτά τα στοιχεία, δηλαδή η προμελέτη και ο ύπουλος τρόπος εκτέλεσης, έχουν κορυφαία νομική σημασία όχι μόνο υπό το δικό μας ισχύον σύστημα, αλλά ανά τους αιώνες από τα αρχαία ελληνικά Δίκαια μέχρι σήμερα, στο ελληνικό Δίκαιο και στα αλλοδαπά Δίκαια για την αξιολόγηση της ειδικότερης βαρύτητας των ανθρωποκτονιών.
Πάντοτε δηλαδή στις νομοθεσίες διακρινόταν από την συνήθη ανθρωποκτονία μια ιδιαίτερη κατηγορία, της βαρύτατης ανθρωποκτονίας του φόνου όπως τον ονόμαζε ο ποινικός μας νόμος ο προϊσχύσας που όριζε ότι φόνο τελεί όποιος μετά προμελέτης αποφάσισε και εσκεμμένε εκτέλεσε, αυτό το οποίο στα αρχαία ελληνικά Δίκαια ονομαζόταν «Εκ προνοίας φόνος› και δικαζόταν από τον ¶ρειο Πάγο και τιμωρείτο πάντοτε με τη θανατική ποινική και αυτό το οποίο το άρθρο 86 του Ποινικού μας Κώδικα μέχρι την κατάργησή του με το νόμο 2172/1993 κατέτασσε στις ανθρωποκτονίες που ήταν ιδιαίτερα απεχθείς. Αυτά τα δύο στοιχεία το εσκεμμένο προμελετημένο και το ύπουλο ανέκαθεν ανεβίβαζαν, προεβίβαζαν την ανθρωποκτονία στην βαρύτατη κατηγορία των εγκλημάτων αυτού του είδους.
Θέλω επίσης να επισημάνω ότι αυτή η στάση της έννομης τάξης της ελληνικής και των αλλοδαπών, θα θυμίσω ότι στο γερμανικό Ποινικό Κώδικα φόνος είναι η ανθρωποκτονία που τελείται από χαμερπά κίνητρα, από ταπεινά κίνητρα και κατά παγία παράδοση νομολογίας ένα από αυτά που καθιστούν την ανθρωποκτονία φόνο, είναι η εκμετάλλευση της ανυποψίαστης θέσης του θύματος. Όταν ο δράστης δεν του δίνει καμία ευκαιρία να αμυνθεί έστω στοιχειωδώς. Αυτό πάντοτε στη γερμανική νομοθεσία και τη νομολογία προάγει την ανθρωποκτονία σε φόνο.
Θα θυμίσω επίσης ότι στο γαλλικό Ποινικό Κώδικα μέχρι το 2002 η ενέδρα προήγαγε την ανθρωποκτονία σε δολοφονία. Και άλλα παραδείγματα άλλων νομοθεσιών, το ίδιο ισχύει στο Βέλγιο αλλά και εκτός Ευρώπης σε πολλές χώρες αλλά και στα αγγλοαμερικάνικα δίκαια όπου η ενέδρα, η παγίδα θεωρείται κατά παράδοση ως ένα χαρακτηριστικό της ανθρωποκτονίας που την καθιστά φόνο πρώτου βαθμού, δηλαδή ανθρωποκτονία της βαρύτερης μορφής.
Αυτά τα δύο χαρακτηριστικά έχουν οι πράξεις των κ.κ. κατηγορουμένων, αναμφισβήτητα. Δεν έχουμε καμία πράξη η οποία να συνέβη εν θερμώ. Δεν έχουμε καμία πράξη η οποία έστω να αποφασίστηκε βραχυπρόθεσμα και να εκτελέστηκε. Έχουμε έναν κατάλογο υποψηφίων θυμάτων, θα το πω όταν έρθει η ώρα αναλυτικότερα, τον οποίο συντάσσει ο κ. Γιωτόπουλος, καταγράφει δραστηριότητες υποψηφίων θυμάτων, σε κάποια χρονική συγκυρία επιλέγεται ένα από αυτά ως κατάλληλο για την δημοσιότητα την οποία επιζητεί η Οργάνωση και ακολουθεί από κει και πέρα η εσωτερική διαδικασία την οποία αργότερα θα περιγράψω, που οδηγεί τελικώς στη θανάτωση του ατυχούς θύματος.
Τώρα το ερώτημα είναι: ¶ραγε η έννομη τάξη η δική μας αλλά και οι έννομες τάξεις των άλλων χωρών και το δίκαιο διά των αιώνων, καλώς πράττουν; Να το θέσω και αυτό το ερώτημα αν και ξεφεύγει λίγο από το θετικό δίκαιο, για να συμβάλλων στον προβληματισμό αυτής της υποθέσεως και επειδή τίθεται από την πλευρά των κατηγορουμένων.
¶ραγε αυτή η αντιμετώπιση της ανθρωποκτονίας με τα δύο αυτά χαρακτηριστικά, της προμελέτης και της υπουλίας, ως βαρύτατης μορφής ανθρωποκτονίας, είναι χωρίς εξαιρέσεις; Μήπως υπάρχει περιθώριο ή θα έπρεπε να υπάρχει περιθώριο κάποιες πράξεις όπως αυτές που τέλεσαν οι κ.κ. κατηγορούμενοι και το επικαλούνται οι ίδιοι, έπρεπε να αντιμετωπισθούν διαφορετικά;
Διότι σας λέγουν, και λέγει και η Υπεράσπισή τους, «μα κύριοι, αγνοείτε εδώ ότι πρόκειται για ανθρωποκτονίες οι οποίες συνοδεύονταν από προκηρύξεις οι οποίες είχαν πολιτικό περιεχόμενο;› Καμία αντίρρηση, όντως οι προκηρύξεις έχουν πολιτικό περιεχόμενο, το τί είδους είναι άλλη ιστορία αλλά δεν ενδιαφέρει για το επιχείρημά τους.
«Αμφιβάλλετε›, λένε οι κ.κ. κατηγορούμενοι «ότι εμείς όταν σκοτώναμε τον Στιούαρτ ή σκοτώναμε τον Τσάντες και τον Βελούτσο δεν μας ενδιέφεραν ως πρόσωπα; Δεν είχαμε τίποτε μαζί τους στο κάτω-κάτω της γραφής, δεν τους ξέραμε, δεν είχαμε διαφορές, δεν τους σκοτώναμε για κληρονομικές διαφορές, δεν τους παίρναμε λεφτά αφού τους σκοτώναμε, φεύγαμε, δεν ήμαστε λοιπόν εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου αν μη τι άλλο. γιατί μας εξομοιώνετε με κοινούς δολοφόνους; Είμαστε πολιτικοί εγκληματίες, είμαστε πολιτικοί δολοφόνοι ή όπως αλλιώς το πούμε›.
Αυτό κ. Πρόεδρε δεν το λέγω σε σχέση με τον χαρακτήρα των πράξεων ως πολιτικών ή μη εγκλημάτων γιατί αυτό το θέμα αποφασίστηκε από το Δικαστήριό σας και δεν θα επανέλθω και κρίθηκε ορθά ότι επειδή η Ελλάδα έχει μια ειρηνική ανεκτική φιλελεύθερη κοινοβουλευτική δημοκρατία, η έννοια του πολιτικού εγκλήματος δεν μπορεί παρά να είναι πολύ στενή και να εξαντλείται στην εσχάτη προδοσία και τα περί αυτήν εγκλήματα. Αυτό το θέμα κρίθηκε, δεν θα επανέλθω.
Έχει όμως μια αξία αυτό το οποίο προβάλλουν οι κ.κ. κατηγορούμενοι όσον αφορά τη φυσιογνωμία των πράξεων, την απαίτηση την οποία εγείρουν να θεωρηθούν ως κάτι διαφορετικό και βέβαια διαφορετικό και καλύτερο, διότι δε ζητάνε να διαχωριστούν από τους κοινούς δράστες φόνων για να θεωρηθούν χειρότεροι, τους ζητούν για να θεωρηθούν καλύτεροι. Θεωρούν ότι κάτι καλύτερο, κάτι διαφορετικό και καλύτερο έχουν οι δικές τους πράξεις από εκείνες των δραστών του κοινού, όπως λένε Ποινικού Δικαίου.
Ερωτάται λοιπόν: Υπάρχει τέτοιο περιθώριο με αυτά τα αναμφισβήτητα επιπλέον αν θέλετε ή διαφορετικά χαρακτηριστικά έχουν οι πράξεις που ετέλεσαν οι κ.κ. κατηγορούμενοι;
Κύριε Πρόεδρε, θέλω να πω ότι η αδιαφορία της έννομης τάξης απέναντι σε τέτοιου είδους κίνητρα, η αδιαφορία της έννομης τάξης απέναντι στο όποιο ιδεολογικό ή πολιτικό υπόβαθρο, είτε αυτό είναι αριστερό είτε είναι ακρο-αριστερό είτε είναι επαναστατικό, είτε λέγεται αντάρτικο πόλεων, είτε λέγεται ρατσισμός, φασισμός ή οτιδήποτε άλλο, δε μ’ ενδιαφέρει, η έννομη τάξη αδιαφορεί εν επιγνώσει της, αδιαφορεί συνειδητά και ηθελημένα για το όποιο τέτοιο ιδεολογικό πολιτικό ή όπως αλλιώς το ονομάζουμε, υπόβαθρο του φονέως.
Από την ώρα που αυτός με προμελέτη, ψυχραιμία και με υπουλία εκτελεί έναν άνθρωπο, η έννομη τάξη τον θεωρεί δράστη βαρύτατης ανθρωποκτονίας και δεν ενδιαφέρεται όχι γιατί δεν τα ξέρει, όχι γιατί αγνοεί την ποικιλία των περιστάσεων υπό τις οποίες κάποιος οδηγείται στην απόφαση να εκτελέσει ένα φόνο, αλλά γιατί τα γνωρίζει και αρνείται να τους προσδώσει οποιαδήποτε νομική και ηθική σημασία.
Αυτή είναι η στάση της έννομης τάξης η οποία όταν θέλει να ενδιαφερθεί για τα κίνητρα μιας πράξης, περιέχει ρητή διάταξη. Τις ανθρωποκτονίες εκείνες που ο Ποινικός μας Κώδικας θέλει να διακρίνει ως προνομιούχες, ως ελαφρότερες μορφές ανθρωποκτονίας επί τη βάσει του κινήτρου με το οποίο τελούνται, τις απαριθμεί ο ίδιος και είναι αυτές: η ανθρωποκτονία εξ οίκτου, προς κάποιον που πάσχει ανιάτως, η παιδοκτονία της μητέρας για το αρτιγέννητο νεογνό, το αρτιγέννητο παιδί της και βεβαίως ο βρασμός ψυχικής ορμής ως κατάσταση υπό την οποία κάποιος τελεί μια ανθρωποκτονία, αυτά είναι και μόνον αυτά τα οποία η έννομη τάξη εκφράζοντας με τις διατάξεις της την θεμελιώδη κοινωνική συναίνεση για την ηθική και ποινική αξιολόγηση της ανθρωποκτονίας ως πράξη, αναγνωρίζει ως κίνητρα τα οποία δικαιολογούν την επιεικέστερη μεταχείριση.
Πέραν τούτου ουδέν. Αυτό είναι μια συνειδητή απόφαση η οποία συνδέεται με την απόλυτη προστασία της ανθρώπινης ζωής, η οποία τίθεται στην κορυφή των ατομικών εννόμων αγαθών που προστατεύει η ποινική μας νομοθεσία.
Εάν κ. Πρόεδρε αρχίζαμε τα παζάρια για την αξία της ανθρώπινης ζωής, ο δρόμος είναι γνωστός και τον έχουμε βιώσει και ιστορικά. Εάν μία ανθρώπινη ζωή έχει λιγότερη αξία επειδή είναι αμερικανική, εάν έχει λιγότερη αξία επειδή είναι στρατιωτική, εάν έχει λιγότερη αξία επειδή είναι του τραπεζίτη ή του βιομηχάνου, τότε πλέον καθένας θα εδικαιούτο να φτιάξει μία κλίμακα, να ταξινομήσει την αξία της ανθρώπινης ζωής και θα ζητούσε κι έναν Ποινικό Κώδικα όπου θα έλεγε: «Ο φόνος του Αμερικανού τιμωρείται με ένα έτος. Γιατί; Γιατί οι Αμερικάνοι έχουν κάνει τόσα κακά στην ανθρωπότητα, στα σοβαρά θα βάζουμε ισόβια αν σκοτώσουμε έναν Αμερικάνο; Ένα χρόνο με αναστολή›.
Αντίθετα ο φόνος ενός εργάτη θα έπρεπε να τιμωρείται με ισόβια. Ίσως κατά ορισμένους εκ των κ.κ. κατηγορουμένων και το εργατικό ατύχημα θα έπρεπε να τιμωρείται με ισόβια, αφού και εκεί στη δική τους επιχειρηματολογία αντιτάσσουν στους φόνου που οι ίδιοι τέλεσαν, τα εργατικά ή τα ναυτικά ατυχήματα. Αυτή όμως η όποια κλίμακα αξιών ο καθένας επινοεί ή επιβάλλει στον εαυτό του, δε μπορεί να έχει κανένα ενδιαφέρον για την έννομη τάξη διότι τότε αλίμονό μας.
Επιπλέον δε κ. Πρόεδρε, για να ολοκληρώσω αυτό το ζήτημα των χαρακτηριστικών των πράξεων, η απαίτηση που εγείρουν οι κ.κ. κατηγορούμενοι για τον χαρακτηρισμό των ανθρωποκτονιών αυτών ή των υπολοίπων πράξεων ως πράξεων που έχουν ένα στοιχείο που δικαιολογεί την επιεικέστερη μεταχείρισή τους και συνδέεται προφανώς με την ευγένεια ή μη ταπεινότητα των κινήτρων που τους οδήγησαν να τις τελέσουν, εδώ δηλαδή ίσως η Υπεράσπιση το προβάλλει, δεν το γνωρίζω, θα προβληθεί το επιχείρημα ότι αν μη τι άλλο, το αναμφισβήτητο πολιτικό και ιδεολογικό υπόβαθρο των κ.κ. κατηγορουμένων, επιβάλλει να αναγνωρισθεί στις πράξεις τους ένα κίνητρο που δεν είναι ταπεινό. Μη ταπεινά αίτια ως ελαφρυντικό κατά το άρθρο 84.
Θέλω εδώ να επισημάνω κ. Πρόεδρε ότι ασχέτως της θεωρητικής θέσεως από απόψεως ερμηνείας νόμου που θα ελάμβανε κανείς στο ζήτημα αυτό, η θέση η δική μου είναι ότι φόνος που τελείται με προμελέτη και ύπουλα δεν μπορεί να έχει ευγενές κίνητρο, ό,τι και να έχει συμβεί κατά τα λοιπά, αυτή είναι η δική μου θέση. Δεν υπάρχει περιθώριο, οτιδήποτε άλλο και να καθοδηγεί τη δράση του δράστη, να αναγνωριστεί ως ευγένεια κινήτρων σε μία τέτοια ενέργεια.
Αλλά, ανεξάρτητα από αυτό, αν θέλετε μπορούμε και να το ξεπεράσουμε αυτό το ζήτημα και ας το αναπτύξει η Υπεράσπιση, εδώ υπάρχει μία ιδιαιτερότητα που χαρακτηρίζει αυτή τη Δίκη και αυτούς τους κ.κ. κατηγορουμένους -και αναφέρομαι ιδίως σ’ αυτούς οι οποίοι εμμένουν στην άρνηση να εξηγήσουν τί συνέβη και τί διέπραξαν και κρατώ μια επιφύλαξη για όσους έχουν τηρήσει άλλη στάση στο ακροατήριο και θα αναφερθώ σ’ αυτούς ειδικά όταν έρθει η ώρα-, υπάρχει το εξής φαινόμενο: Οι κ.κ. κατηγορούμενοι διεκδικούν αναγνώριση ευγενών κινήτρων χωρίς να αποκαλύπτουν τις πράξεις τους.
Έχουμε δηλαδή το εξής πραγματικά παράδοξο, θα χρησιμοποιήσω μία ήπια έκφραση, φαινόμενο, να προσέρχεται ο κατηγορούμενος στο Δικαστήριο και να λέει: «Κύριοι Δικασταί, δε θα ακούσετε από μένα κουβέντα, για το αν συμμετείχα σε μία πράξη, για το πώς αποφάσισα να συμμετάσχω σ’ αυτήν, για το τί ένιωσα πριν την εκτελέσω, στη διάρκεια της εκτελέσεώς της και μετά από αυτήν, δε θα σας πω τίποτε ούτε για τα πραγματικά περιστατικά αλλά ούτε, το κυριότερο, για τη δική μου ψυχική κατάσταση, εγώ που συμμετείχα πώς ένιωσα όταν πυροβολούσα τον Σόντερς›.
Ποια ήταν η ψυχική στάση του Σάββα Ξηρού όταν, αφού έπαθε εμπλοκή του G3 του κ. Κουφοντίνα, με αστραπιαία κίνηση, τον άνθρωπο που ήδη του είχαν κοπεί τα δάχτυλα, δεν δίστασε να βγάλει το πιστόλι και να τον εκτελέσει επί τόπου; Θα πρέπει να μας περιγράψει, να μας πει τί ένιωσε εκείνη την ώρα. Και αν εκείνη την ώρα δεν ένιωσε, τί ένιωσε μετά ή τί σκέφτηκε πριν. Έχουμε από ορισμένους ορισμένες δηλώσεις οι οποίες κ. Πρόεδρε, όχι απλώς δεν παραπέμπουν σε ευγένεια κινήτρων, αλλά προκαλούν ανατριχίλα.
Ο κ. Βασίλης Ξηρός στην απολογία του, όταν αναφέρεται στην υπόθεση Σόντερς λέει ότι συναντήθηκαν στη γιάφκα της Πάτμου στις 03:00 με τον κ. Κουφοντίνα και τον κ. Σάββα Ξηρό για να ετοιμάσουν εγκαίρως τα σύνεργα του φόνου διότι ο ατυχής Σόντερς έφευγε νωρίς από το σπίτι του το πρωί και εκεί λέει «επειδή ο Σάββας και ο Κουφοντίνας είχαν καθίσει σε ένα δωμάτιο μόνοι τους και τα συζητούσαν κι εμένα δεν με έβαζαν στη συζήτηση ως νεότερο, εμένα με πήρε ο ύπνος›.
Σημειώστε ότι τον πήρε ο ύπνος αφού προηγουμένως είχε ενημερωθεί από τον Σάββα Ξηρό όπως ο ίδιος το λέει, με το χαρακτηριστικό του γλωσσικό ιδίωμα ότι: «Θα έρθει ένας Εγγλέζος της Αεροπορίας, μεγάλος αξιωματούχος, ο οποίος είχε πάρει μέρος σε κάποιο βομβαρδισμό άγριο στην Περσία νομίζω και έχει σκοτώσει χιλιάδες κόσμο ουσιαστικά›. Αυθεντικός τόνος, αυθεντικό γλωσσικό ιδίωμα Βασίλη Ξηρού. Στο Κόσσοβο έλεγε η Οργάνωση, ο Βασίλης στην Περσία είπε. Τί Περσία, τί Κόσσοβο, μεταξύ Ξέρξη, Αρταξέρξη και Σόντερς μάλλον οι διαφορές δεν είναι εμφανείς εδώ για τον κ. Βασίλη Ξηρό. «Έτσι λοιπόν κατάλαβα ότι είχε αποφασισθεί να τον σκοτώσουμε›.
Αυτόν τον μεγάλο Εγγλέζο απ’ την Περσία που είχε σκοτώσει κάποιους χιλιάδες ουσιαστικά, «αποφασίσαμε να τον σκοτώσουμε›. Και λέει: «Εγώ δεν ήξερα τί έκαναν αυτοί μέσα› -συναντιούνται τώρα στη γιάφκα της Πάτμου-, γιατί νύσταξα και με πήρε ο ύπνος.
Αυτές είναι περιγραφές οι οποίες γίνονται μέσα σε καταθέσεις οι οποίες όχι απλώς δεν αποτελούν αρχήν αποδείξεως μη ταπεινών αιτίων, αλλά αντίθετα δείχνουν αυτό που θα έχω την ευκαιρία να πω στη συνέχει, ότι έχουμε ανθρώπους που εξοικειώθηκαν με το έγκλημα, εξοικειώθηκαν ιδίως με τους φόνους, έχουμε ανθρώπους για τους οποίους ο φόνος έγινε καθημερινότητα, έχουμε ανθρώπους για τους οποίους οι φόνοι, οι εκρήξεις και οι ληστείες ήταν η ζωή τους, αυτό ήταν η ζωή τους και αυτό ήταν και οι ίδιοι, δράστες αυτών των πράξεων και επομένως το να έρχονται αυτοί οι κατηγορούμενοι και να διεκδικούν εύσημο, να διεκδικούν μεταχείριση επικαλούμενοι ευγένεια, μη ταπεινότητα κινήτρου, νομίζω ότι προσκρούει όχι μόνο στο νόμο αλλά και σε αυτό που όλοι μας έχουμε και ονομάζουμε κοινή λογική.
Θυμίζω επίσης κ. Πρόεδρε ότι ο κ. Βασίλης Τζωρτζάτος στην απολογία του στην προανακριτική λέει ότι την επομένη της δολοφονίας Μομφεράτου «συναντηθήκαμε σε μια καφετέρια όλοι μαζί, αυτοί που είχαμε συμμετάσχει και συζητήσαμε ότι ήμαστε ευχαριστημένοι από το αποτέλεσμα›. Αυτά λέει ο Βασίλης Τζωρτζάτος. Μετά δηλαδή την πράξη, στάση ψυχική και συμπεριφορά για να εκτιμήσει κανείς και την πιθανή ευγένεια ή μη ευγένεια των κινήτρων, την ταπεινότητα των κινήτρων, προ της πράξεως.
Τέτοιες δηλώσεις έχουμε και βέβαια σε όλα αυτά, τα δύο αυτά χαρακτηριστικά της ανθρωποκτονίας και τον αποκλεισμό με τα ίδια τα λεγόμενα των κατηγορουμένων αλλά και από τη στάση τους στο ακροατήριο της αναγνώρισης οποιουδήποτε είδους μη ταπεινού κινήτρου και κοντά σε αυτά κ. Πρόεδρε προστίθεται και κάτι άλλο: Είναι πραγματικά μοναδικό, νομίζω, φαινόμενο που χαρακτηρίζει τη δράση αυτής της Οργάνωσης, ότι όχι μόνο προμελετούσε και εκτελούσε με απίθανη πράγματι ψυχραιμία τα θύματά της σε ενέδρα, αλλά επιπλέον μετά τη θανάτωσή τους επέχαιρε, πανηγύριζε.
Ενίοτε δε εχλεύαζε και τα θύματά της. Το λέω αυτό κ. Πρόεδρε, όχι διότι ο χλευασμός του νεκρού έχει αυτοτελή ποινική απαξία, αλλά γιατί δείχνει ότι οι δράστες αυτών των πράξεων, παρέβησαν τα ιερά και τα όσια τα οποία μας παραδίδονται ανέκαθεν. Η κορυφαία αρχαία ελληνική τραγωδία, η «Αντιγόνη› είναι αφιερωμένη σ’ αυτό το θέμα. Και εκεί η Αντιγόνη αναφέρει ότι «τα άγραφτα ιερά και των Θεών νόμιμα, δεν μπορώ εγώ να παραβώ›. Και λέγει μάλιστα ότι «δεν ξέρουμε από πότε αυτά μας παραδόθηκαν, αλλά είναι έτσι. Αυτά δεν μπορώ εγώ να τα παραβώ έστω και αν υπάρχει νόμος της πολιτείας, διάταγμα του Κρέοντος›. Και θυσιάστηκε γι αυτό το λόγο.
Εδώ λοιπόν οι κ.κ. κατηγορούμενοι έρχονται μετά από τις απεχθείς αυτές πράξεις και πανηγυρίζουν. Και δεν είναι μόνο η ευχαρίστηση η οποία επικρατούσε στην παρέα μετά την δολοφονία Μομφεράτου που περιγράφει ο Τζωρτζάτος που ήταν ευχαριστημένοι. Είναι οι προκηρύξεις τις οποίες εξέδιδε η Οργάνωση. Σας θυμίζω ότι στην υπόθεση Πέτρου-Σταμούλη, μπορεί να έχει παραγραφεί αλλά η προκήρυξη αναγνώστηκε και έχει την αξία της, ο Σταμούλης, ο οδηγός του Πέτρου, χαρακτηρίζεται «κοπρόσκυλο›.
«Αποφασίσαμε› λέει «να εκτελέσουμε τον Υποδιοικητή των ΜΑΤ μαζί με τον οδηγό σωματοφύλακά του που δεν είναι απλός οδηγός αλλά επίσης κοπρόσκυλο των ΜΑΤ›. Αυτή είναι η προκήρυξη η οποία ξέρει η Οργάνωση ότι θα κυκλοφορήσει μετά τη δολοφονία του Σταμούλη. Θα σας πω επίσης ότι όταν απέτυχε η δολοφονία Πέτσου, η προκήρυξη που ακολούθησε τελείωνε με τη φράση «κακό σκυλί ψόφο δεν έχει›.
Σας θυμίζω επίσης ότι η προκήρυξη που ακολουθεί την απόπειρα δολοφονίας του Ρόμπερτ Τσαντ, εκεί ο συντάκτης της προκήρυξης λέει ότι «απόδειξη το ότι δεν είμαστε επαγγελματίες πληρωμένοι φονιάδες αλλά απλοί λαϊκοί αγωνιστές› -αυτή είναι μία έκφραση η οποία υπάρχει από την πρώτη προκήρυξη του Ρίτσαρντ Γουέλς και επαναλαμβάνεται με σταθερό τρόπο σε όλες τις επόμενες και όπως διαπίστωσα στο ακροατήριο είναι και η προσφιλής έκφραση του κ. Κουφοντίνα ο οποίος προφανώς την αφομοίωσε γιατί δε μπορεί να έχει σχέση με την πρώτη προκήρυξη της Οργάνωσης και την ταύτισε με αυτό που ο ίδιος θεωρεί ότι εκπροσωπεί.
«Επειδή δεν είμαστε επαγγελματίες δολοφόνοι αλλά απλοί λαϊκοί αγωνιστές, δε μπορέσαμε να τον σκοτώσουμε›. Αλλά και εκεί στενοχωριούνται που δε μπόρεσαν να τον σκοτώσουν. «Αλλά σας διαβεβαιώνουμε› λένε σε προκήρυξη προς το ΠΟΝΤΙΚΙ- «ότι τα συντρόφια της 17Ν χαίρουν άκρας υγείας› σε αντίθεση με τον Ρόμπερτ Τσαντ βέβαια ο οποίος αναγκάστηκε μετά τον τραυματισμό του να εγκαταλείψει την ενεργό υπηρεσία και να ταλαιπωρείται μέχρι σήμερα από προβλήματα υγείας και βέβαια αφού χαίρουν άκρας υγείας θα επανέλθουν γιατί όπως λένε, το όπλο της κριτικής δεν υποκαθιστά την κριτική των όπλων.
«Εδώ είμαστε λοιπόν με τα πιστόλια μας, χαίρουμε άκρας υγείας, κάναμε ένα λάθος, δε μπορέσαμε αυτόν τον άνθρωπο να τον σκοτώσουμε όπως θέλαμε, αλλά είμαστε εδώ και θα ξανάρθουμε. Θα ξανάρθουμε και θα ξαναχτυπήσουμε›.
Ακόμη, στην προκήρυξη για τη δολοφονία Ρόναλντ Στιούαρτ, προεξοφλούν τις δηλώσεις πένθους, τον θρήνο τον οποίο θα εξέφραζαν οι εκπρόσωποι της πολιτείας την επομένη του φόνου και λένε «από τώρα σκεφτόμαστε και γελάμε με τα φρόκαλα της πολιτικής που αύριο, μετά από αυτή τη δολοφονία θα χύνουν κροκοδείλια δάκρυα υπέρ του καημένου του δολοφονηθέντος Στιούαρτ. Εμείς όμως ξέρουμε ότι καλά κάναμε και τον σκοτώσαμε›, διότι όπως λένε στην προκήρυξή τους, μπορεί να ήταν λοχίας, αλλά διά χειλέων Γιωτόπουλου, απολογία Σάββα Ξηρού «και οι μικροί φταίνε›.
Επιπλέον, όπως στην προκήρυξη, ότι «εξαιρέσει των σκουπιδιάρηδων και αυτών που καθαρίζουν στη Βάση όλοι οι άλλοι φταίνε και γι αυτό θα τους σκοτώνουμε όπου τους βρούμε, μέχρι να φύγει και ο τελευταίος από τη χώρα μας›. Αυτά τα μηνύματα η Οργάνωση εξαπολύει μετά την τέλεση των ανθρωποκτονιών, με τα οποία δείχνει ότι δεν σέβεται ούτε τους νεκρούς που η ίδια προκαλεί.
Η κορυφαία βεβαίως στην ανατριχιαστικότητά της στιγμή αυτής της διαδικασίας γι αυτή τη συμπεριφορά της Οργάνωσης και των μελών της, είναι η απολογία του κ. Τέλιου, ο οποίος σε περιέγραψε τον Χριστόδουλο Ξηρό να λοιδορεί τον αποθνήσκοντα Ανδρουλιδάκη και να τον ονομάζει «πριονισμένο εισαγγελέα› και να χωρατεύει χλευάζοντας τους νεκρούς αστυνομικούς εάν θα είχαν γεύση μελιτζανοσαλάτας την οποία ο ίδιος είχε καταβροχθίσει στο τάπερ που χρησιμοποιήθηκε για την έκρηξη, για την ανατίναξη του λεωφορείου των ΜΑΤ.