ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που έχει διακοπεί. Τον λόγο έχει ο κ. Λυκουρέζος.
Α. ΛΥΚΟΥΡΕΖΟΣ: Εκπροσωπώ την κα Αθανασιάδη και την κόρη της, τον κ. Βαρδινογιάννη και τη χήρα Αγγελοπούλου.
Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Δικασταί, αισθάνομαι ότι βρίσκομαι σε δυσχερή θέση παίρνοντας τον λόγο μετά από μια σειρά αγορεύσεων εκλεκτών συναδέλφων οι οποίοι έθεσαν τα θέματα τα περισσότερα και απάντησαν στα διάφορα νομικά ερωτήματα που έχουν τεθεί κατά την διάρκεια αυτής της ακροαματικής διαδικασίας. Θα προσπαθήσω λοιπόν να μην επαναλάβω και σε έναν συμπυκνωμένο όσο το δυνατόν λόγο, να διατυπώσω μερικές σκέψεις που ελπίζω και πιστεύω ότι θα συμβάλλουν στον προβληματισμό του Δικαστηρίου και στη διαμόρφωση της δικανικής του κρίσης.
Κύριε Πρόεδρε, θα ξεκινήσω λέγοντας ότι το φαινόμενο 17Ν, θα έλεγα πως διεκδικεί δύο τουλάχιστον πανευρωπαϊκά ρεκόρ. Το πρώτο, αρνητικό: Για 27 χρόνια λειτουργούσε η περίκλειστη αυτή συμμορία του τρόμου και του φόνου χωρίς να μπορεί κανείς να την ακουμπήσει. Για 27 χρόνια σκόρπιζε τον θάνατο και την οδύνη έχοντας αποκτήσει τη υπεροψία και την αλαζονεία του αλώβητου. Και βέβαια τα ερωτήματα γιατί μπόρεσε να επιζήσει 27 χρόνια, δεν έχουν απαντηθεί στη Δίκη αυτή και δε μπορούσαν να απαντηθούν, γιατί δε μπορούσαν να ανιχνευθούν. Είναι όμως κάτι που ιστορικά πρέπει κάποτε να γίνει για να δούμε ποιοι ήταν οι λόγοι που για 27 χρόνια αυτή η ομάδα διέφευγε την σύλληψη.
Το δεύτερο, θετικό ρεκόρ, πάλι πρωτοφανές, είναι ότι ξαφνικά, τον Ιούνιο του 2002 σε 48 ώρες μέσα, εξαρθρώθηκε αυτή η ομάδα, φαινόμενο που δεν έχουμε συναντήσει σε καμία τρομοκρατική αντίστοιχη ομάδα της Ευρώπης. Γιατί; Όλοι απορήσαμε. Πώς είναι δυνατόν, αυτό το «θηρίο› όπως είχε εμφανισθεί, όπως είχε κατασκευασθεί, να καταρρέει, να χάνει τα δόντια του μέσα σε 48 ώρες; Πώς είναι δυνατό μέσα σε 48 ώρες να αυτο-αποκαλύπτονται; Γιατί έγινε αυτό; Δεν μπορεί να είναι τυχαίο κι έχει κάποια σημασία νομίζω για την ορθή αξιολόγηση των ανθρώπων που έχετε μπροστά σας και καλείστε να κρίνετε σε λίγες ημέρες.
Κύριε Πρόεδρε, κ.κ. Δικασταί, θα προσπαθήσω να ακολουθήσω μια άλλη δομή σε αυτά που θα έχω την τιμή να σας αναπτύξω. Έχω την αίσθηση ότι η απάντηση ή κάποιες ενδεχόμενες απαντήσεις στο δεύτερο αυτό ερώτημα, στο δεύτερο αυτό θετικό ρεκόρ, ίσως δοθούν με τις σκέψεις που θα σας διατυπώσω αμέσως κατωτέρω.
Θα ξεκινήσω από τον κατηγορούμενο Κουφοντίνα του οποίου η απολογία, το κείμενο αυτό που ανέγνωσε εδώ, δυστυχώς δεν ήμουν παρών, έλειπα εκείνη την ημέρα αλλά το διάβασα με προσοχή, νομίζω πρέπει να απαντηθεί και δεν απαντήθηκε. Διότι σε αυτό το κείμενο, βρίσκει κανείς τα στοιχεία εκείνα που κατά την άποψή του συγκροτούσαν την ομάδα, μια ομάδα που όπως αποδείχθηκε όμως και θα πούμε γιατί, κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος μέσα σε 48 ώρες του Ιουνίου του 2002.
Σταχυολογώ από αυτή την απολογία, δήλωση, προκήρυξη, όπως θέλετε ονομάστε την, δε μ’ ενδιαφέρει, αλλά αποτυπώνει τις σκέψεις και τις θέσεις του, τα εξής: «Δε θα κάνω αυτό που θέλετε εσείς κύριοι δικασταί, η δική μας ηθική δεν δέχεται λογικές συνεργασίες και καταδόσεις›. Μα ακριβώς αυτό κ. Κουφοντίνα, η δική σας ηθική ήταν εκείνη που μετέτρεψε τους περισσότερους από εσάς σε αρχιερείς της κατάδοσης.
Αρχιερεύς της κατάδοσης ο Σάββας Ξηρός αρχιερεύς της κατάδοσης ο Χριστόδουλος Ξηρός, αρχιερεύς της κατάδοσης ο Τζωρτζάτος, για να μην πάω αλλού. Ποια είναι λοιπόν αυτή η ηθική της προδοσίας των συντρόφων τους; Γι αυτήν μιλά ο κ. Κουφοντίνας στην απολογία του; Για την ηθική της προδοσίας; Αυτοί ήδη που ανέφερα, που αποδείχθησαν τόσο δειλοί και μικροί, προσπάθησαν να αναστηλώσουν το ανάστημά τους μετά για λόγους που θα εξηγήσω και οι οποίοι δεν είναι δυνατόν ποτέ σοβαρά να αντιμετωπισθούν, παρά μόνο αντικείμενο ψυχιατρικής μελέτης μπορούν να γίνουν.
Προχωρεί όμως ο Κουφοντίνας και διαβάζω: «Η 17Ν ήταν μια Οργάνωση της επαναστατικής Αριστεράς, του κομματικού εκείνου της Αριστεράς που πιστεύει ότι το σημερινό κοινωνικό καθεστώς?› κλπ. Κύριε Κουφοντίνα, η επαναστατική Αριστερά ήταν πάντοτε ένα μαζικό Κίνημα. Δεν υπήρξα κ. Πρόεδρε ποτέ Αριστερός αλλά δεν μπορεί να αφήνουμε εδώ σε αυτή την αίθουσα να γίνεται αυτή η παραμόρφωση, η κακοποίηση μιας ιστορικής φρασεολογίας την οποία φαίνεται ότι δεν κατανοούν ή επιθυμούν να παραμορφώνουν συνεχώς.
Η επαναστατική Αριστερά με τις πολλές εκδοχές και μορφές της, τη δράση της, ήταν μαζική. Η επαναστατική Αριστερά είχε οπλοστάσιο ιδεών και αναμφισβήτητα πήρε και τα όπλα, αλλά ήταν μαζικά τα όπλα της, ήταν συλλογικός ο αγώνας της, ήταν ανοιχτός, ήταν καθαρός. Δεν ήταν αγώνας των υπονόμων και του σκότους. Πως είναι δυνατό να τολμά -και δια του κ. Κουφοντίνα προφανώς και οι άλλοι που σιωπηλά αποδέχονται από όσα είπε εκτός των τριών μεταμεληθέντων- να υβρίζει ουσιαστικά, γιατί αποτελεί ύβρις η χρήση του όρου «επαναστάτης›. Δεν τον ξέρει τον όρο ή προσπαθεί να βρει το άλλοθί του αυτοβαφτιζόμενος επαναστάτης της Αριστεράς.
Η Αριστερά ναι χρησιμοποίησε τα όπλα της σε διάφορες ιστορικές συγκυρίες, αλλά η 17Ν χρησιμοποιούσε όπλα αμερικανικής κατασκευής και τα χρησιμοποιούσε αιφνιδιαστικά, ύπουλα, σκοτεινά γιατί αποτελούσε Οργάνωση ατομικής τρομοκρατίας και τίποτα πέραν αυτού. Οργάνωσης ατομικής τρομοκρατίας, μορφή άγνωστη στην Αριστερά οπουδήποτε. Διότι η επαναστατική Αριστερά και οι επαναστάτες της Αριστεράς δεν κυκλοφορούσαν το πρωί με τη μάσκα του δολοφόνου και το βράδυ με το προσωπείο του μικροαστού μελισσοκόμου ή αγιογράφου, ή ερασιτέχνη μεταφραστή.
Όσο κι αν διαφωνούμε με τους αγώνες της Αριστεράς είχαν την τόλμη και τη γενναιότητα να παλεύουν και να διεκδικούν το όραμά τους, το όποιο όραμα είχαν. Αποτελεί -πάλι το λέω- ύβρη και προσβολή στην ιστορική πορεία αυτής της Αριστεράς, που υπήρξε πάντοτε επιτιθέμενη, για να θυμηθώ τα όσα είπε ο αγαπητός συνάδελφός μου της Υπεράσπισης. Επιτιθέμενη όμως με το οπλοστάσιο των ιδεών της σαν υπόβαθρο και βεβαίως και το περίστροφο όταν χρειαζόταν, αλλά όπως τονίσαμε και επισημάναμε και το ξέρει η ιστορία το έχει αναγνωρίσει σε ανοιχτούς, μαζικούς, συλλογικούς αγώνες.
Λέει παρακάτω ο κ. Κουφοντίνας σε αυτή την Αριστερά –που έχει περιγράψει- ανήκει και η 17Ν και προσέξτε, προσπαθεί να κάνει έναν ιστορικό προσδιορισμό αυτής της Αριστεράς και συνεχίζει: «Σε αυτή την Αριστερά ανήκει η 17Ν, στην Αριστερά του Λένιν, του Τσε και του ¶ρη, στην Αριστερά της Οκτωβριανής, της Ισπανικής, της Κινέζικης, της Κουβανέζικης Επανάστασης›. Αν έχετε το Θεό σας. Έχετε ποτέ δει τόσο θράσος ιστορικής κακοποίησης; Επειδή είναι ευφυής και δεν πιστεύω ότι χρησιμοποιεί όρους απλώς επειδή κάποτε τους ανέσυρε από κάποια εγχειρίδια, προσπαθεί σήμερα ετεροχρονισμένα και προσπαθώντας ενδεχομένως και να καλύψει από το θλιβερό, το αισχρό θέαμα των συντρόφων του –που όπως ως χειρίστης προδοσίας κατέδωσαν τους υπολοίπους- να δώσει το πέπλο της ιστορικής της λειτουργίας.
Ποια Αριστερά του Λένιν; Θα ανατρίχιαζε στον τάφο του αν τα άκουγε αυτά. Ποιας Οκτωβριανής επανάστασης που ανέτρεψε ένα αυτοκρατορικό καθεστώς, εγκατέστησε ένα άλλο που κατέρρευσε επίσης, δεν έχει σημασία; Πως τολμάτε να συγκρίνεστε με την επαναστατική ηθική του Τσε ή ακόμη και με τους αγώνες του ¶ρη, που ποτέ δεν τους υιοθέτησα, αλλά εν πάση περιπτώσει είχε τη γενναιότητα κάποια στιγμή και την τόλμη να αυτοκτονήσει, όταν είδε τον εαυτό του εγκλωβισμένο, χωρίς διέξοδο.
Αυτά δεν προδίδουν αφέλεια, δεν προδίδουν επιπολαιότητα, προδίδουν αυτό που θα ήθελε να είναι ο Κουφοντίνας και οι υπόλοιποι, ή τουλάχιστον ο Κουφοντίνας αλλά δεν κατάφερε ποτέ να το πετύχει και να το φτάσει. Ιστορικά ολίσθησε όπως και όλη η παρέα του. Αλλά το να ολισθαίνεις όπως ολίσθησες, δεν μπορείς να ξαναπιάσεις το χαμένο έδαφος κάτω από τα πόδια σου.
Ομάδα συμμορία ατομικής τρομοκρατίας και για να θυμηθώ κάτι που έχει πει Ασήμοφ ότι «η ατομική βία είναι το έσχατο καταφύγιο των αποτυχημένων›. Αυτή ήταν η επιλογή τους: η ατομική βία σαν έσχατο, τελευταίο καταφύγιο της αποτυχίας τους της κοινωνικής, της πολιτικής και της ιστορικής.
Επικαλείται ακόμη στην απολογία του το Βιετνάμ, τους κοινωνικούς αγώνες. Μα κ. Κουφοντίνα σήμερα, εδώ τα τελευταία χρόνια βλέπουμε μαζικά Κινήματα κατά της παγκοσμιοποίησης, το κοινωνικό φόρουμ και όλα τα άλλα διεθνή Κινήματα που συγκεντρώνονται, αγωνίζονται, διαδηλώνουν, κραυγάζουν, λιθοβολούν, αλλά δεν δολοφονούν. Θυσιάζονται όταν συγκρούονται με τις ομάδες της έννομης τάξης στις διάφορες χώρες. Αυτό μάλιστα να το κάνετε. Αν δεν είμαι κοντά σας, να σας βγάλω το καπέλο. Υπάρχει έδαφος για αντίδραση, υπάρχει έδαφος για ανησυχία, υπάρχει έδαφος για να εκδηλώσεις τον αγώνα σου, την πίστη σου για τη μεταρρύθμιση κι έχεις πρόσφορο έδαφος σήμερα. Αλλά κι αυτοί δεν κινούνται με κουκούλες το βράδυ ή το πρωί ύπουλα, αιφνιδιαστικά.
Φτάνει μέχρι του σημείου να επικαλείται και τη Μακρόνησο και τους αγωνιστές του ΚΚΕ. Μα αγαπητέ κ. Κουφοντίνα οι ίδιοι οι Μακρονησιώτες σήμερα τραγουδούν μαζί με όλους «Τούτο το χώμα είναι δικό σας και δικό μας›. Αυτό τραγουδούν οι ίδιοι οι Κομμουνιστές, οι βασανισθέντες στη Μακρόνησο. Αλλά ούτε αυτό σεβαστήκατε, προσπαθώντας εδώ να δημιουργήσετε τις εντυπώσεις και τα άλλοθί σας, τα τρύπια, τα διάτρητα ιστορικά σας άλλοθι.
Κύριε Πρόεδρε, οι αγωνιστές από όπου κι αν προέρχονται ονειρεύονται και όπως θα έλεγε και ο ποιητής ονειρεύονται με τα μάτια ανοιχτά νύχτα και μέρα. Οι άνθρωποι αυτοί δεν ονειρεύτηκαν απολύτως τίποτα. Δημιούργησαν έναν εφιάλτη, λειτούργησαν μέσα στον εφιάλτη, κινήθηκαν μέσα στον εφιάλτη, προκάλεσαν τον εφιάλτη.
Η Αριστερά –την οποία με τόση άνεση με τόση ευκολία επικαλείται ο κατηγορούμενος Κουφοντίνας- αγωνίστηκε, κυνηγήθηκε, ηττήθηκε, αλλά αυτοί που πέρασαν αυτές τις διαδρομές μέσα από τα βουνά, τα λαγκάδια, τις φυλακές και τις εξορίες, κράτησαν ένα ήθος το οποίο και οι αντίπαλοί τους σέβονται. Είναι οι πρώτοι που καταδίκασαν αυτά τα φαινόμενα της ατομικής τρομοκρατίας διότι δεν είναι καν μειοψηφική τρομοκρατία, είναι ατομική τρομοκρατία ένα φαινόμενο βάρβαρο, βάναυσο και ιστορικά αδικαίωτο.
Έτσι θα μπορούσα νομίζω να προσδιορίσω το μόρφωμα αυτό της 17Ν με τα εξής στοιχεία, που το χαρακτηρίζουν: ένα δολοφονικό παροξυσμό, ένα μανιχαϊκό ζηλωτισμό, ένα εθνικιστικό παραλήρημα και ένα νετσαγιεφικό συνωμοτισμό. Κάπου αναφέρεται και στο Νετσιάγεφ τον πρώτο αναρχικό, αλλά αυτός κ. Κουφοντίνα στην αρχή του αιώνα πάλευε μόνος του και με λίγους συντρόφους από τους πρώτους αναρχικούς της ιστορίας, εναντίον της ρωσικής τότε τσαρικής αυτοκρατορίας.
Αυτά όλα, το μόρφωμα αυτό, οι άνθρωποι που το αποτελούσαν κινήθηκε μέσα στο μίσος. Πατούσαν τη σκανδάλη, πατούσαν το κουμπί του εκρηκτικού μηχανήματος και δημιουργούσαν χήρες και ορφανά, αίμα και δάκρυα. Επειδή είδα ότι έχει τάση και ροπή προς την ποίηση, εδώ θα θυμηθώ τα λόγια του ποιητή, που θα του απέδιδα σε αυτόν και τους συντρόφους του: «Για να πατάμε και να σβήνουμε είμαστε τα ωραία και τα αληθινά, τα άνθια και τις λαμπάδες, τον ήλιο και τα ηλιόχαρα οχτρευόμαστε και τις αγάπες της καρδιάς και του παιδιού τα γέλια οχτρευόμαστε›. Αυτοί οι στίχοι τους ανήκουν.
Όλα αυτά τα διέπρατταν μέσα σ’ ένα κλίμα μίσους, μέσα στο σκότος από τη μια μεριά και από την άλλη στο κλίμα μιας δειλής πλιατσικολογίας και εξηγούμαι, δεν είναι αυθαίρετο αυτό που λέω: παραπέμπει στις ληστείες. Νομίζω ότι διερωτηθήκατε κι εσείς κ. Πρόεδρε και το Δικαστήριο και όλη η σύνθεση, γιατί σε αυτές τις 85 προκηρύξεις με τις οποίες μας βομβάρδιζαν –διότι αυτός ήταν ο στόχος τους θα το πούμε λίγο μετά- διαπράττοντας –ας μου επιτρέψετε τον όρο- επικοινωνιακών εγκλημάτων, γιατί σε αυτές τις προκηρύξεις μια φορά δεν είπαν «Ληστέψαμε αυτή την Τράπεζα γιατί πιστεύουμε ότι η Τράπεζα είναι κορυφαίος παράγοντας οικονομικής καταπίεσης, είναι κορυφαίος παράγοντας του κρατικού καπιταλισμού, έχουμε ανάγκη να χρηματοδοτήσουμε τη δράση μας και τη ζωή μας›.
Διότι κύριοι κατηγορούμενοι που λέτε ότι εκπροσωπούσατε τις περιθωριακές τάξεις, τις τάξεις που μοχθούν, που πεινούν, που υποφέρουν, που καταπιέζονται από το αδίστακτο κράτος και την αδίστακτη εργοδοσία γιατί δεν τολμήσατε σε αυτές που απευθυνόσασταν να τους πείτε «Βέβαια εμείς ληστεύουμε για να βοηθήσουμε εσάς. Εμείς έχουμε τη δική σας λαϊκή νομιμοποίηση. Αυτή μας δίνει δύναμη, αυτή μας δίνει κουράγιο, αυτή μας δίνει ελπίδα και εν ονόματι αυτής για το καλό το δικό σας, είναι ανάγκη να ληστέψουμε για να ζήσουμε, για να δουλέψουμε για να σας, για να αγωνιστούμε για σας και για να σας βοηθήσουμε›. Όχι. Ήξεραν ότι δεν τολμούσαν, ήξεραν ότι δεν μπορούσαν να αναδεχθούν δημόσια τη ληστεία, τους χάλαγε τη δημόσια εικόνα που προσπαθούσαν να δημιουργήσουν με το φόνο, με το αίμα και το μίσος που σκορπούσαν.
Έλεγε ο Μπρεχτ ότι «μεγαλύτερο έγκλημα από το να ληστεύεις μια Τράπεζα είναι να ιδρύεις μια Τράπεζα› αλλά φαίνεται ότι δεν το είχαν καταλάβει, διότι ταυτόχρονα συναλλάσσοντο όπως προέκυψε με τις Τράπεζες, έπαιρναν δάνειο, γραμμάτια. Τι ωραίο αυτό; Και την πολεμώ σιωπηλά και την εκμεταλλεύομαι και τη χρησιμοποιώ από την άλλη μεριά. Συνεπώς και όταν λέω και προσδιορίζω ότι ένα κομμάτι της δράσης ήταν μέσα σ’ ένα πλαίσιο δειλής πλιατσικολογίας το εννοώ και νομίζω ότι αποδίδει με ακρίβεια αυτό το κομμάτι της δραστηριότητάς τους.
Αλλά ο Κουφοντίνας δεν είναι ο μόνος. Υπάρχει βέβαια και ο προβληματικός Ξηρός Σάββας και αναφέρομαι σε αυτόν, δεν θέλω ν’ αναφερθώ σε όλους σε τρεις μόνο, διότι είναι χαρακτηριστική η περίπτωσή του αφού πρώτον από αυτόν ξεκίνησε όλο αυτό που έχουμε μπροστά μας σήμερα από την έκρηξη εκείνη της 29ης Ιουνίου του 2002 και από αυτόν ξεκίνησε και ξεχαρβάλωμα της Οργάνωσης, η κατάδοση, η προδοσία.
Βέβαια πολλά λέει και πολλά έχει πει κατά καιρούς.
Πρώτη φάση Σάββα Ξηρού: ομολογώ, περιγράφω με λεπτομέρειες τα πάντα, προανακριτικά και στις 11 Αυγούστου ενώπιον του ανακριτή με παρουσία δικηγόρου τα επιβεβαιώνει όλα και προσθέτει και διευκρινίζει και βελτιώνει. Μέτρησα κ. Πρόεδρε ότι ο Σάββας ότι συνολικές 4 καταθέσεις του (3 προανακριτικές και μια ανακριτική) έχει αναφερθεί σε 16 μέλη της Οργάνωσης, ούτε ένα ούτε δυο ούτε τρία. 16. Έχει προδώσει 16 συντρόφους του. Αυτή είναι η ηθική της 17Ν.
Δεύτερη φάση Σάββα Ξηρού: είναι -πριν ανακαλέσει γιατί η ανάκληση τον Οκτώβριο είναι η τρίτη φάση- οι συνεντεύξεις που δίνει στον Τύπο στα ΜΜΕ. Για εμένα κ. Πρόεδρε είναι αποκαλυπτικές. Επειδή είναι αναγνωστέο κάνω χρήση της συνέντευξης που έχει δώσει στο Μάκη Τριανταφυλλόπουλο νομίζω αρχές Σεπτεμβρίου και δεν θα την αναλύσω ολόκληρη, διότι νομίζω ότι κάποιοι συνάδελφοί μου αναφέρθηκαν σε αυτήν, αλλά είμαι υποχρεωμένος να επισημάνω κάποια πράγματα που τα θεωρώ χαρακτηριστικά.
Το πρώτο είναι στη σελ. 5 και προσέξτε τι λέει αυτός ο αγωνιστής: Τον ρωτάει ο Τριανταφυλλόπουλος για το μηχανισμό που έσκασε και απαντά: «Το πρώτο που έκανα ήταν να βγάλω το πόρισμα γιατί έφτασε πρώτα και μετά σκέφτηκα ας πούμε ότι μέχρι εδώ ήταν, τίποτα περισσότερο, δηλαδή ούτε να φοβηθώ ούτε να πω, το θεώρησα ένα φυσικό θάνατο για τη δουλειά που έκανα›. Πείτε μου κ. Πρόεδρε και ας απαντήσουν οι σύντροφοί του κατηγορούμενοι ποιος αγωνιστής της Αριστεράς μιλούσε για τον αγώνα του ως «δουλειά›; Ποιος αγωνιστής που παλεύει και μοχθεί για την κοινωνική δικαιοσύνη της Αριστεράς που θέλουν να αυτοαποκαλούνται και θέλουν ν’ ανήκουν αναφερόμενος στη δράση του λέει «Τη δουλειά που έκανα›; Δηλαδή τι; Το μεροκάματο; Επάγγελμα δολοφόνος, επάγγελμα ληστής. Αυτό είναι το χαρακτηριστικό πιστεύω όλης αυτής της συνέντευξης και φαίνεται ότι αυτή την αντίληψη την είχαν όλοι. Δουλειά έκαναν. Σκοτώνουμε, είναι δουλειά, πυροβολούμε είναι δουλειά, εκτινάσσουμε αυτοκίνητα είναι δουλειά. Αυτή τη δουλειά βεβαίως τη χρηματοδοτούμε από το πλιάτσικο, από τις ληστείες.
Τι άλλο χρειάζεται για να δει κανείς και να τοποθετήσει στο σωστό του πλαίσιο την ψυχολογία αυτών των ανθρώπων, τις επιλογές τους; Έκαναν μια δουλειά. Απόκτησαν μόνοι τους, παράλληλα με το επάγγελμα που ο καθένας ασκούσε και το επάγγελμα του δολοφόνου και το επάγγελμα του ληστή. Να το χαίρεστε. Κανένας από ότι ξέρω και από όσο έχω διαβάσει από τους τρομοκράτες, τους συντρόφους τους που κινήθηκαν στην Ευρώπη, στη Γερμανία, στην Ιταλία, στη Γαλλία δεν ομολόγησε, δεν είπε πουθενά ότι έκανε δουλειά. Πάλευα, μοχθούσα, έκανα αγώνα ό,τι θέλετε κι εγώ κι εσείς απέναντί τους αντίπαλος.
Όταν μπαίνει στην τρίτη φάση τον Οκτώβριο αποφασίζει να ανακαλέσει και από εκεί και ύστερα αρχίζει μια παλινδρόμηση, μια σύγχυση εδώ ενώπιόν σας. Δεν θα παρακολουθήσω αυτό το παραλήρημα πότε δεν είναι στην Οργάνωση, πότε είναι, πότε δίνει κάποιες πληροφορίες για ορισμένες πράξεις και εγκλήματα, πότε τις αρνείται, ο άνθρωπος βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση και προσπαθεί να μας πει ετεροχρονισμένα ότι εκεί στον ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟ περίπου όσα είπε, του τα υπέβαλλαν. Ποιοι; Οι αστυνομικοί.
Το ίδιο λέει και ο αδελφός του ο Χριστόδουλος, ο οποίος ξαφνικά εμφανίζεται να διερωτάται γιατί βρίσκεται εδώ ενώπιόν σας και ενώπιόν μας. «Τι έκανα; Ποια είναι αυτή η 17Ν; Που τη συνάντησα; Που τη γνώρισα; Είναι δυνατόν; Αυτά που είπα εγώ κ. Πρόεδρε εκεί στην Αστυνομία στην προανάκριση μου τα είπαν, μου τα υπέβαλλαν, μου τα υπαγόρευσαν› λέει ο Χριστόδουλος. Δεν στέκει στη λογική, δεν στέκει στην οποιαδήποτε ανάγνωση.
Αλλά θα κάνω κι ένα πολύ απλό, αφελές ερώτημα: Μα αν η Αστυνομία τα ήξερε όλα αυτά, τι ανάγκη είχε να περιμένει την έκρηξη; Γιατί δεν τους είχε πιάσει; Γιατί δεν είχε πάει στη γιάφκες της Δαμάρεως και της Πάτμου; Τι τους περίμενε; Μα είναι σοβαρά να λέγονται αυτά; Διότι κ. Πρόεδρε κι εδώ θα μου επιτρέψετε να κάνω μια παρένθεση, εδώ οι περισσότεροι από τους κατηγορούμενους δεν είχαν εδώ στο Δικαστήριό σας ούτε τη δικαστική τόλμη να προχωρήσουν σε μια δίκη ρήξης, όπως θα έκαναν και όπως έκαναν οι «συνεπείς› τρομοκράτες της μειοψηφικής τρομοκρατίας στη Δυτική Ευρώπη σε ορισμένες χώρες. Ούτε αυτό το θάρρος δεν είχαν.
Προσπάθησαν και επικαλούνται τα ατομικά δικαιώματα και τις ελευθερίες από ένα κράτος Δικαίου του οποίου εκπρόσωποι είστε εσείς, φορείς είστε εσείς, το οποίο πολέμησαν, το οποίο υπονόμευσαν, το οποίο τραυμάτισαν και επικαλούνται τώρα την προστασία του.
Έτσι ο Σάββας Ξηρός που κάποιες ώρες της ζωής του ζωγράφιζε εικόνες ως αγιογράφος και προφανώς θα πήγαινε και στην εκκλησία αφού ήταν αυτή η οικογενειακή του παράδοση, τις άλλες ώρες της ίδιας μέρας του ίδιου 24ώρου έβγαινε από το δωμάτιο και το εργαστήρι της αγιογραφίας και έμπαινε στο εργαστήρι του θανάτου. Με ποια ευκολία το έκανε αυτό; Πως μπορείς από το εργαστήρι της αγιογραφίας όταν κάθεσαι και ζωγραφίζεις τον ¶γιο Νικόλαο, τον ¶γιο Γεώργιο –δεν ξέρω ποιον- να εγκαταλείπεις με άνεση, με ευκολία και να πηγαίνεις στο πλαϊνό δωμάτιο που είναι το εργαστήρι του θανάτου, το εργαστήρι της οδύνης, που προκαλείς; Δεν μας έδωσε απάντηση ή δεν μπορεί να δώσει απάντηση. Διότι ένας αγωνιστής της Αριστεράς δίνει απαντήσεις. Διότι η θεωρία που έχει διατυπώσει ο Λένιν το 1905 ότι «όταν πέσεις στα χέρια του εχθρού πρέπει να σιωπάς, πρέπει να ξεχνάς τα πάντα› φαίνεται αυτή την υιοθετεί κάποια μερίδα των συντρόφων με καθοδηγητή τον κ. κατηγορούμενο Γιωτόπουλο, θα έρθω για λίγο σε αυτόν μετά.
Α. ΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: (Εκτός μικροφώνου)
Α. ΛΥΚΟΥΡΕΖΟΣ: Αφού είναι η Οργάνωσή σας ομολογήσετε το δειλέ κ. Γιωτόπουλε και να μην διακόπτετε.
Α. ΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: (Εκτός μικροφώνου)
Α. ΛΥΚΟΥΡΕΖΟΣ: Δειλέ κ. Γιωτόπουλε.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε Γιωτόπουλε, παρακάλεσα πάρα πολύ να μην παρεμβαίνετε όταν αγορεύουν οι συνήγοροι.
Α. ΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: (Εκτός μικροφώνου)
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είναι ρητορική η ερώτηση η οποία δεν απευθύνεται σε κανέναν.
Ι. ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ: Οι ύβρεις;
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μετά ήρθαν οι ύβρεις μέσα στη διακοπή κι εγώ δεν θέλω τέτοια πράγματα μέσα στο Δικαστήριο. Παρακαλώ πάρα πολύ να έχουμε ήπιο τόνο όλοι μας.
(Διαλογικές συζητήσεις)
Α. ΛΥΚΟΥΡΕΖΟΣ: Κύριε Πρόεδρε και απαντώ και στην εκλεκτή συνάδελφο την κα Κούρτοβικ το «δειλέ› δεν είναι ύβρις διότι η συμπεριφορά του κ. Γιωτόπουλου νομίζω ότι μου επιτρέπει και σε άλλους πολλούς ευπρεπώς να τη χαρακτηρίζουμε ως συμπεριφορά δειλού, σε αντίθεση με τη συμπεριφορά του Κουφοντίνα τον οποίο δεν χαρακτήρισα δειλό και πρέπει να το προσέξατε αυτό. Νομίζω ότι έχω απόλυτη συνείδηση του τι λέω.
???.: Φωνάζετε πολύ γιατί δεν έχετε επιχειρήματα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όλα τα επιχειρήματα μπορούν εδώ να τα ακούσουμε. Θα αξιολογήσει ο καθένας μόνος του τα επιχειρήματά του και εμείς τελικά.
Α. ΛΥΚΟΥΡΕΖΟΣ: Κύριε Πρόεδρε ελπίζω και είμαι βέβαιος ότι οι εκλεκτοί συνάδελφοι της Υπεράσπισης όταν πάρουν τον λόγο θα αντικρούσουν τα επιχειρήματά μου, θα αντικρούσουν τις σκέψεις μου και είμαι βέβαιος ότι θα το κάνουν και με συνείδηση του καθήκοντος και του χρέους που έχουν από τη θέση εκείνη που κατέχω σήμερα και εγώ δεν θα τους διακόψω βεβαίως.
(Διαλογικές συζητήσεις)
Α. ΛΥΚΟΥΡΕΖΟΣ: Έτσι φτάνω –αφού το θέλει- και στον κατηγορούμενο Γιωτόπουλο, ο οποίος μου κάνει την τιμή να με διακόπτει. Τι λέει ο κ. Γιωτόπουλος; «Δεν έχω καμιά σχέση. Είμαι ένα θύμα σκευωρίας των μυστικών υπηρεσιών Ελλάδας, Αγγλίας και ΗΠΑ›. Βέβαια δεν πρόκειται να εξέλθω και να απαντήσω στην πολυσέλιδη δήλωση που μας διάβασε εδώ ως απολογία διότι δεν έχει κανένα ενδιαφέρον, απολύτως κανένα. Κάποιοι εδώ στο Δικαστήριο φίλοι του προσπάθησαν να χτίσουν ένα μύθο περί τον Γιωτόπουλο, ένα μύθο όμως που έχει αφετηρία και τέλος το Παρίσι της δεκαετίας του ’60 και τίποτα άλλο.
Έρχεται και μας λέει ο κατηγορούμενος Γιωτόπουλος έτσι σταχυολογώ, όταν τον ρωτάτε εσείς, οι κύριοι Εισαγγελείς, οι δικαστές της Έδρας «Για πες μου κ. Γιωτόπουλε γιατί διατήρησες αυτό το ψευδώνυμο Μιχάλης Οικονόμου που να δεχτούμε ότι το πήρες τότε όταν αγωνιζόσουν κατά της Χούντας της Ελλάδα γιατί το διατήρησες 30 χρόνια;› Απάντηση: «Διότι έτσι είχα συνηθίσει, φοβόμουν μήπως εμπλακώ σε κάποια περιπέτεια›. Αλλά δεν ξέρω αν του είπε κανείς ότι μετά το ’74 όταν αποκαταστάθηκε η δημοκρατία όποιος είχε αγωνιστεί κατά της Χούντας με ψευδώνυμο ή χωρίς ψευδώνυμο, ήταν δεκτός με χειροκροτήματα από τη συντριπτική πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας, δεν τον λιθοβολούσαν, δεν τον συνελάμβαναν, απεκάλυπτε τη δράση του δημόσια, απεκάλυπτε τα ψευδώνυμά του και η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού του έλεγε μπράβο. Επαίνους εισέπραττε ο αγωνιστής κατά της χούντας και όχι λιθοβολισμούς, χειροκροτήματα και όχι κατάρες ή συλλήψεις.
Συνεπώς γιατί φοβόταν; Μα είναι πολύ απλή η απάντηση. Εξαφανίστηκε, διότι έπρεπε να επιτελέσει το έργο αυτό το οποίο δεν έχει τη γενναιότητα να αναλάβει σήμερα, δημόσια και να πει «Το έκανα›. Αλλά φτάνει να λέει «Διαφωνώ μεν με τη δράση της 17Ν αλλά δεν την καταδικάζω›. Αυτό είναι ένα σχήμα περίεργο βέβαια, το οποίο δεν σημαίνει τίποτα. Διότι ή διαφωνείς με τη δράση και η δράση της 17Ν είναι η συγκεκριμένη δράση δολοφονώ, ληστεύω και την καταδικάζω ή αν δεν την καταδικάζω την υιοθετώ.
Δεν θα ασχοληθώ με τα άλλα, διότι βέβαια το ρόλο του τον έχουν περιγράψει οι σύντροφοί του. Θέλω να θυμίσω απλώς πρώτον πέρα από τις απολογίες τις προανακριτικές ο Σάββας Ξηρός σε αυτή την περίφημη συνέντευξή του στο Μάκη Τριανταφυλλόπουλο, που είναι πια το Σεπτέμβριο του 2002, μιλά για τον Γιωτόπουλο. Έχει φύγει από τα χέρια της Αντιτρομοκρατικής, άρα δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι κάποιος τον καθοδηγεί, κάποιος τον χειραγωγεί, κάποιος τον κατευθύνει, κάποιος του υπαγορεύει, ελεύθερα στο τηλέφωνο ενώπιον του τηλεοπτικού κοινού λέει στον Τριανταφυλλόπουλο: (Σελ. 14 της συνέντευξης) «Αυτό είχε γίνει κάποτε, είχε έρθει κάποιος που είχε διαβάσει το Κεφάλαιο και τον Μαρξ και δεν είχε δοκιμαστεί βέβαια στο δρόμο, δηλαδή δεν είχε βγει στην πιάτσα για να σκοτώνει. Αυτό έφερε αντίρρηση για να κάνει κουμπάντο ο Λάμπρος› Ερώτηση: «Αμφισβήτησε δηλαδή τον Γιωτόπουλο ή τον Κουφοντίνα;› Απάντηση: «Όχι τη διαδικασία γιατί εγώ πιστεύω αν γίνονταν εκλογές μέσα στην Οργάνωση πάλι ο Λάμπρος θα είχε τη δυνατότητα, άλλωστε αυτός ήταν που μας έμαθε όλους να στεκόμαστε στο δρόμο, να βγάζουμε πληροφορίες. Τα πάντα τα μάθαμε από αυτόν τον Λάμπρο, τον Γιωτόπουλο› και αυτό το λέει ο Σάββας Ξηρός αρχές Σεπτεμβρίου του 2002 στο δημοσιογράφο Τριανταφυλλόπουλο από το κελί του στις φυλακές του Κορυδαλλού μακριά από την καταπιεστική –όπως μας έλεγε- Αντιτρομοκρατική υπηρεσία της Αστυνομίας.
Θέλετε κι άλλα; Σελ. 19: «Ο Γιωτόπουλος είχε τη δυνατότητα να συγκεντρώνει από όλους αυτό που θέλαμε να πούμε και να το βάζει σ’ ένα κείμενο›. Ποιο κείμενο; Οι προκηρύξεις. Δεν είναι μόνο ο Τσελέντης που σας τα είπε εδώ και σας έδωσε μια ανάγλυφη εικόνα του πως λειτουργούσε ο Γιωτόπουλος και πως έγραφε τις προκηρύξεις, δεν είναι μόνο ο γραφικός του χαρακτήρα πάνω στην προκήρυξη για την εκτέλεση και τη δολοφονία του Περατικού, είναι τα λόγια του Ξηρού και επαναλαμβάνω όχι ενώπιον της προανακριτικής Αστυνομίας, αλλά στο δημοσιογράφο Τριανταφυλλόπουλο, στον οποίο μιλά ελεύθερα, άνετα, χωρίς κανένα έλεγχο.
Τον ρωτά ο Τριανταφυλλόπουλος: «Γιατί πιστεύεις ότι ο Γιωτόπουλος αρνείται τα πάντα αυτή τη στιγμή ποιος ήταν ο σκοπός του;› και φυσικά αν δεν ήταν ο Γιωτόπουλος μέσα δεν θα έλεγε τα προηγούμενα, θα έλεγε ο Σάββας «βεβαίως αρνείται αφού δεν είχε καμία σχέση μαζί μας, δεν ήταν στην παρέα μας›, αλλά απάντά: «Αυτή ήταν η θέση του από την αρχή, δηλαδή όλοι έπρεπε να αρνηθούμε τα πάντα κανονικά. Από τη στιγμή που αναλαμβάναμε ο καθένας τις ευθύνες του, έπρεπε ν’ αναλάβει κι αυτός, όπως ο Λουκάς, τουλάχιστον να μας παραδεχτεί σαν παιδιά του το λιγότερο›. Ο Σάββας Ξηρός επαναλαμβάνω μονότονα το Σεπτέμβριο του 2002 περιγράφει το ρόλο του και εκφράζει το παράπονό του και λέει «Έπρεπε να ακολουθήσει και ο Γιωτόπουλος το παράδειγμα του Κουφοντίνα και να μας παραδεχτεί σαν παιδιά του, ήμασταν τόσα χρόνια υπό την καθοδήγησή του, μας έμαθε τα πάντα, μας έμαθε να βγαίνουμε στο δρόμο. Όλα από αυτόν τα μάθαμε. Και τώρα μας αρνείται› αυτό είναι το παράπονο του Σάββα Ξηρού.
Τι άλλο θέλετε; Για να μην επεκταθώ στα όσα λέει ο Τζωρτζάτος και ο Χριστόδουλος στις προανακριτικές τους απολογίες, και ο Σάββας Ξηρός όπου ευθέως τον ονομάζει αρχηγό. Ο Τζωρτζάτος λέει ότι υπερείχε διανοητικά από όλους μας. Τα ξεχνώ αυτά. Τι άλλο θέλετε από αυτή την συνέντευξη αναγνωστέο του Σεπτεμβρίου του Σάββα Ξηρού προς το Μάκη Τριανταφυλλόπουλο. Αυτό το ρόλο δεν είχε την τόλμη να τον παίξει ο κ. Γιωτόπουλος. Οχυρώθηκε πίσω από τη σιωπή και πίσω από το κατασκεύασμα της διεθνούς συνωμοσίας για να πετύχει τι; Δεν ξέρω τα εσωτερικά των ανθρώπων, είναι κατηγορούμενοι και σέβομαι. Αλλά πιστεύω ότι όλοι μέσα τους θα τον κοιτάζουν και θα τον περιφρονούν και αν δεν τολμούν να του το πουν, θα το σκέφτονται τουλάχιστον.
Περιορίστηκα σε αυτά τα πρόσωπα που νομίζω ότι είναι χαρακτηριστικά και να μην ασχοληθώ με τα άλλα. Θα ήθελα μπαίνοντας στο τελευταίο κεφάλαιο της αγόρευσής μου να πω και τα εξής ακόμη: η 17Ν ήταν μια κλειστή ομάδα, μια περίκλειστη συμμορία τρόμου. Αυτό σημαίνει ότι είτε είχαν αρχηγό ή συναρχηγό, είτε είχαν περιφερειακούς και μη περιφερειακούς, είτε ήταν μια ομάδα που λειτουργούσε συλλογικά ουσιαστικά όλοι αποδέχονται τη μέθοδο που χρησιμοποιούσε και ήταν η μέθοδος αυτή που έχουμε πει και που γνωρίζουμε και για την ποία σήμερα βρίσκονται ενώπιόν σας.
Συνεπώς ο καθένας κυκλικά ενδεχομένως από ότι καταλαβαίνει κανείς από όσα έχουμε ως τώρα διαβάσει επιτελούσε ένα έργο σε κάποια πράξη, σε κάποια δολοφονία σε κάποια ληστεία μοιράζονταν οι ρόλοι, αλλά ουσιαστικά και νομίζω ότι αυτό το έχει συνειδητοποιήσει το Δικαστήριό σας, αποδέχονταν κάθε φορά την εγκληματική πράξη η οποία είχε προγραμματιστεί, είχε σχεδιαστεί μεθοδικά.
Βέβαια επειδή έγινε πολύς λόγος για ηθική αυτουργία του Γιωτόπουλου και αμφισβητήθηκε και νομικά, νομίζω ότι καλύφθηκε το θέμα αυτό από τους αξιότιμους κυρίους Εισαγγελείς, αλλά θα ήθελα να πω ότι ουσιαστικά η μορφή της συμμετοχής εμένα κ. Πρόεδρε σαν εκπρόσωπο της Πολιτικής Αγωγής των τριών οικογενειών, δεν με πολύ-απασχολεί πως θα τη βαφτίσετε αυτή τη συμμετοχική δράση.
Με ενδιαφέρει να αποδοθεί Δικαιοσύνη και να τιμωρηθούν οι ένοχοι και θέλω να πιστεύω ότι επειδή η ηθική αυτουργία και ο τρόπος που λειτουργεί ένας ηθικός αυτουργός είναι ότι ουσιαστικά συμβάλλει αποφασιστικά στη διαμόρφωση μιας απόφασης, εδώ από το υλικό που έχουμε και από τις ομολογίες των ίδιων των συντρόφων του αυτό προκύπτει. Λένε οι ίδιοι «μας καθοδηγούσε, πέρναγε το δικό του, μας υπεδείκνυε αλλά μετά μας έπειθε με την ιδεολογική του ανωτερότητα›. Συνεπώς αναμφισβήτητα από εκεί που είναι μέλος της Οργάνωσης και πανηγυρικά αποδεικνύεται από αυτά που λένε οι σύντροφοί του με κορυφαίο αποδεικτικό υλικό τη συνέντευξη του Σάββα Ξηρού στον Τριανταφυλλόπουλο, ορθά η Πολιτική Αγωγή ζητά να καταδικαστεί τουλάχιστον για τα τρία αδικήματα που μας ενδιαφέρουν και εκπροσωπώ, ως ηθικός αυτουργός και της απόπειρας κατά Βαρδινογιάννη και της δολοφονίας Αγγελόπουλου και Αθανασιάδη.
Αλλά θέλω επικουρικά να πω ότι όλα τα μέλη αυτής της Οργάνωσης από τη στιγμή που μετέχουν σε αυτό τον κλειστό συνωμοτικό κύκλο αποδέχονται τις επιλογές, άσχετα ποιο ρόλο παίζει ο καθένας στην κάθε εγκληματική πράξη και στη διαδρομή για την προετοιμασία της είναι τουλάχιστον απλοί συνεργοί με ψυχική συνδρομή, με εφαρμογή βεβαίως του άρθρου 42 δηλαδή εκείνη που λέει ότι και ο απλός συνεργός πρέπει να τιμωρείται με την ποινή του αυτουργού, εφόσον γίνεται κι άλλες πράξεις. Αναπτύχθηκε από τους κυρίους Εισαγγελείς αλλά νομίζω ότι ήταν χρέος να το θέσω κι εγώ.
Εκπροσωπώ τη χήρα Αγγελοπούλου. Επέλεξαν τον βιομήχανο Αγγελόπουλο το ’86 και όμως για την ιστορία έχω χρέος να πω πέντε λόγια για τον καθένα. Αυτά τα αδέλφια Αγγελόπουλοι –δεν ζει κανένας σήμερα πια- ξεκίνησαν ξυπόλητοι από ένα χωριό της Αρκαδίας, δούλεψαν, μόχθησαν, έκαναν μια οικονομική αυτοκρατορία, όχι όλοι. Ο ένας, ο ¶γγελος ήταν σοσιαλιστής Αριστερός και μέλος της Κυβέρνησης του Βουνού, οι άλλοι ασχολήθηκαν με τις επιχειρήσεις. Όταν ανδρώθηκαν οικονομικά, όταν απέκτησαν όλα αυτά τα πλούτη, δεν τα κράτησαν μόνο στην τσέπη τους άρχισαν τις ευεργεσίες, τις δωρεές σε Πατριαρχεία, σε σχολεία, στην Ελλάδα, στο εξωτερικό, στην ομογένεια. Ακολούθησαν την παράδοση των μεγάλων Ελλήνων ευεργετών του 20ου αιώνα. Έτσι, ποιος ξέρει, στη λοταρία κάποιου υπογείου ή κάποιου υπονόμου βγήκε το όνομά του από τους κυρίους κατηγορούμενους μια μέρα.
Ο Αθανασιάδης. Ήταν 30 χρόνια στο εργοστάσιο του θείου του, από τους ιδρυτές του Ιδρύματος Μποδοσάκη κι αυτά τα 30 χρόνια -και θα το ξέρουν οι κύριοι δολοφόνοι πριν επιλέξουν τα θύματά τους- μια μόνο απεργία έγινε στα εργοστάσια που διηύθυνε και των οποίων είχε την ευθύνη, αυτός ο σκληρός και αδίστακτος εργοδότης, όπως τον εμφανίζουν. Αν είχαν την περιέργεια να πάνε να δουν τώρα ακόμη μετά τόσα χρόνια στα ετήσια μνημόσυνα που γίνονται, ποιοι πάνε και καταθέτουν στεφάνι; Αυτοί που δούλευαν κοντά του, οι εργάτες, οι υπάλληλοί του. Αυτόν επέλεξαν για να σκοτώσουν πάλι κάνοντας τον κλήρο μέσα σε κάποιο σκοτεινό υπόγειο ή υπόνομο της Αθήνας
Και ο Βαρδινογιάννης που γλίτωσε ευτυχώς όπως και η συνοδεία του, πώς ξεκίνησε; Ξυπόλυτος από το χωριό της Επισκοπής στο Ρέθυμνο. Έγινε Αξιωματικός του Ναυτικού και όταν ήρθε η χούντα τον απεστράτευσε από Πλωτάρχη, διότι πολιτικολογούσε, γιατί ήταν αντίθετος. Έκανε και αυτός τον αγώνα του. Από και ύστερα βέβαια έχτισαν αυτοκρατορία με τη δουλειά. Αλλά έχουν διερωτηθεί πόσοι δουλεύουν κοντά τους; Έχουν διερωτηθεί πόσοι Κρήτες έχουν ευεργετηθεί; Λοιπόν, δεν υπάρχουν δικαιολογίες.
Κύριε Πρόεδρε, εγώ δεν θα μιλήσω για το πολιτικό έγκλημα, έχει λυθεί το θέμα. Αλλά επειδή έγινε πολύς λόγος για τις προκηρύξεις τους, δεν πρόκειται ούτε να κάνω ανάλυση των κειμένων τους. διαβάζοντάς τις όμως, όπως είχα χρέος να κάνω και το έχετε κάνει κι εσείς, είμαι βέβαιος κ. Πρόεδρε, κ.κ. Δικασταί, μου θυμίζουν αντιγραφές τεμαχισμένες από εγχειρίδια πολιτικής και κοινωνικής ιστορίας. Είναι όπως η κουρελού που μπαίνουν τα κομμάτια μαζί και τη φτιάχνεις. Και όχι με έναν ξύλινο λόγο θα έλεγα διατυπωμένα, θα έλεγα με έναν γύψινο λόγο γιατί θρυμματίζεται πολύ πιο εύκολα απ’ το ξύλο.
Επειδή έγινε κάπου κουβέντα αν θυμάμαι καλά, ή αν διάβασα σωστά γιατί απουσίασα πολλές ημέρες από το ακροατήριο, νομίζω επαίροντο κάπου ότι κατασκεύασαν και τον όρο «λούμπεν μεγαλοαστική τάξη›, το «λματ›. Φαίνεται ότι αγνοούν ότι κάποιοι άλλοι επίσης διαβάζουμε μερικά βιβλία και θα του θυμίσουμε του συντάκτη και του εφευρέτη, του δημιουργού αυτού του όρου, ότι ο όρος «λούμπεν αστική τάξη›, τον είχε εισαγάγει στην πολιτική ορολογία ο Αντρέ Φρανκ, ο Μαρξίζων θεωρητικός και μάλιστα επ’ αυτού είχε κάνει σκληρή κριτική ο μακαρίτης ο Νίκος Πουλατζάς και τον είχε καταστήσει αναξιόπιστο και στον κύκλο των μαρξιστών σοσιαλιστών της εποχής του ’70. Συνεπώς ούτε εδώ δεν έδειξαν πρωτοτυπία τουλάχιστον.
Κύριε Πρόεδρε, κ.κ. Δικασταί, δε μπορώ να μην αναφερθώ δι’ ολίγον στους τρεις που έδειξαν μεταμέλεια. Διότι πιστεύω ότι η μεταμέλεια για να τη διατυπώσει κανείς μετά από μια τέτοια διαδρομή και δραστηριότητα, χρειάζεται γενναιότητα, χρειάζεται τόλμη. Πράξη δειλίας είναι η σιωπή, πράξη δειλίας είναι να χώνω και να κρύβω το κεφάλι μου και το πρόσωπό μου μέσα στην άμμο, όπως η στρουθοκάμηλος. Η δημόσια μεταμέλεια χρειάζεται δύναμη και γενναιότητα. Αυτό, το Δικαστήριό σας θα πρέπει να το αναγνωρίσει στους τρεις που ενώπιόν σας και ενώπιόν μας και ενώπιον της κοινής γνώμης ζήτησαν συγνώμη, διότι πιστεύω ότι ήταν ειλικρινής.
Θα κλείσω λέγοντας το εξής: Συνοψίζοντας και συμπυκνώνοντας θα έλεγα πως αυτή η Δίκη μας έδωσε δύο μεγάλα μαθήματα, εγώ τουλάχιστον έτσι τα εισέπραξα. Πρώτον, πολιτικό έγκλημα σήμερα, τη σημερινή εποχή μπορεί να υπάρξει μόνο όταν αυτοί που το διαπράττουν αγωνίζονται για την αποκατάσταση της δημοκρατίας, όταν αγωνίζονται κατά ενός αυταρχικού δικτατορικού καθεστώτος, όταν αγωνίζονται για τις ατομικές και προσωπικές ελευθερίες, όταν αγωνίζονται στα πλαίσια ενός εθνικο-απελευθερωτικού κινήματος. Μόνο τότε μπορεί να έχουμε πολιτικό έγκλημα, αλλιώς δε μπορεί. Στα πλαίσια μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, όσο και αν είναι αδύνατη, με τα κενά της, με τα ελλείματά της, υπάρχουν άλλοι τρόποι δράσης. Υπάρχει ακόμα και η κοινωνική ανυπακοή. Ας την είχαν αυτοί προκαλέσει αν είχαν τη δύναμη και το θάρρος να το κάνουν.
Το δεύτερο μάθημα είναι κ. Πρόεδρε, ότι στο όνομα μιας κατ’ επίφαση πάλης κατά του κρατικού ιμπεριαλισμού όπως ισχυρίζονται, παρήγαγαν σκότος, παραλογισμό και απόλυτο απολυταρχισμό. Η σύλληψή τους, η εξάρθρωση της ομάδας αυτής το καλοκαίρι, παρ’ όλα τα κενά που υπάρχουν, διότι πολλοί διαφεύγουν, αυτό προκύπτει και από την απολογία Κουφοντίνα που λέει κάπου ότι πολλοί κατά τη διαδρομή αυτή λάκισαν, έφυγαν, δεν ξέρουμε πόσοι είναι, δεν ξέρουμε πότε έφυγαν, δεν ξέρουμε πού βρίσκονται, άρα σαφώς δεν τους έχουμε όλους εδώ. Αλλά εν πάση περιπτώσει η εξάρθρωση, η σύλληψη τον Ιούλιο έφερε τον εκκαθάριση. Η απόφασή σας πιστεύω ότι θα φέρει την κάθαρση.
Επειδή ο κ. Κουφοντίνας θέλησε να κλείσει την απολογία του ανασύροντας κάποιους στίχους του Παλαμά, ο οποίος αν τον άκουγε θα εδάκρυζε, θέλω να κλείσω την αγόρευσή μου με στίχους του ίδιου του Παλαμά που τους αρμόζουν:
Πάει το ψήλος σου, το κτίσμα σου συντρίμμι,
γέρνεις, όμως το πρωί για σε δεν θα γυρίσει
και θα σβήσεις καθώς σβήνουν λιβάδια
και ο καιρός μέσα στους γύρους του τη μνήμη
κάποιου σκέλεθρου πανάθλιου θα βαστά
όσο να σε λυπηθεί της αγάπης ο θεός
και να ξημερώσει μιαν αυγή
και να σε καλέσει ο λυτρωμός.
Ω! ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα,
θα γδυθείς της αμαρτίας το ντύμα
και θα φύγεις και απ’ το σάπιο το κορμί.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ευχαριστούμε τον κ. Λυκουρέζο. Το Δικαστήριο διακόπτει για το διάλειμμα
ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ