Όταν όμως τους ρωτήσει κανείς, εντάξει παιδιά, πράγματι, θα συνεγείρετε τον κόσμο, θα τα καταφέρετε, θα έρθει μαζί σας και αυτοί που το 1989 ήταν 325.000 το 2002 ή το 1999 πότε φάγανε τον Σόντερς είναι περισσότεροι, εν πάση περιπτώσει τι θα κάνετε; Μας δίνει απάντηση, πάλι η προκήρυξη Μπακογιάννη. «Αγωνιζόμαστε όμως για μια κοινωνία και μια δημοκρατία, θεσπισμένη στη βάση της αρχής της άμεσης συμμετοχής των εργαζομένων. Όχι μόνο στη διαχείριση των οικονομικών μονάδων, αλλά και της άμεσης συμμετοχής τους στους διάφορους θεσμούς της κρατικής και πολιτικής εξουσίας. Στη βάση της συνύπαρξης μορφών άμεσης δημοκρατίας, με τις ριζικά αλλαγμένες μορφές αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, με βάση τις αρχές της αιρετότητας, της ανακλητότητας και της τακτής λογοδοσίας. Στη βάση του οποιουδήποτε αντιπροσώπου. Τα αιτήματα αυτά άλλωστε, δεν είναι δικά μας, αλλά είναι τα κυρίαρχα οικουμενικά αιτήματα των λαών, σε ανατολή και δύση.›
Και προσέξτε τώρα και το γεγονός ότι δεν υπάρχει μια δημοκρατία που να στηρίζεται σ’ αυτές τις αρχές, δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να υπάρξει τίποτα το καινούργιο. Το γεγονός τέλος και κυρίως εδώ, ότι δεν προτείνεται ένα συγκεκριμένο μοντέλο ή σύνταγμα μιας τέτοιας δημοκρατίας, δεν έχει καμιά σημασία, αφού η ιστορία διδάσκει πώς η οποιαδήποτε ριζική αλλαγή μιας κοινωνίας, δεν προήλθε από συντάγματα και προγράμματα στα χαρτιά, αλλά από τη ριζική και ανελέητη κριτική των αντιφάσεων αυτής της κοινωνίας, την υιοθέτηση από τις μάζες των βασικών κατευθυντήριων ιδεών αυτής της κριτικής. Οι οποιεσδήποτε θετικές προτάσεις υλοποίησης αυτών των ιδεών, δεν ακολούθησαν γραμμική και μονοσήμαντη πορεία, αλλά πορεία με καμπές, αντιφατικότητα και σκαμπανεβάσματα κλπ.›
Δηλαδή τι γίνεται εδώ; Αποδομούμε, με δεκάδες προκηρύξεις υβρίζουμε δικαίους και αδίκους, γιατί και δικαίως μπορεί να υβρίζουν σε ορισμένες περιπτώσεις, δικαίους και αδίκους, δικαιολογούμε τις εκτελέσεις μας μ’ αυτό τον τρόπο και όταν είναι να προτείνουμε κάτι θετικό τι προτείνουμε; Λυπούμαι που το λέω, εάν το έλεγαν κάποια επαρχιωτόπουλα που ήρθαν και παρεσύρθησαν και έγιναν μέλη της οργάνωσης, θα έλεγα, κάποιους ευγενείς σκοπούς. Όταν όμως γράφονται από τον συντάκτη αυτής της προκήρυξης, πρόκειται για αμπελοφιλοσοφίες, για αμπελοφιλοσοφίες, οι οποίες επειδή ο ίδιος ο συντάκτης το παίρνει είδηση ότι έχουν μια γενικότητα και μια αοριστία πολύ μεγάλη, σπεύδει να μας δηλώσει και να μας εξηγήσει ότι έτσι είναι αυτά τα πράγματα. Μη ζητάτε περισσότερες θετικές λεπτομέρειες πώς θα χτίσουμε την καινούργια μας κοινωνία, γιατί αυτά θα βγούνε μέσα από την πάλη, αυτόματα.
Έρχομαι λοιπόν τώρα και αφού έδειξα το αποδεικτικό υλικό το οποίο υπάρχει εις βάρος του κ. Αλέξανδρου Γιωτόπουλου, τη λογική την οποία αντιτάσσει καταρχήν ο συντάκτης των προκηρύξεων και εν συνεχεία την λογική την οποία αντιτάσσει ο ίδιος ο κ Γιωτόπουλος στη κατηγορία, μια λογική η οποία στηρίζεται στο εξής, κύριε Πρόεδρε και κύριοι Εφέτες, συλλαμβάνει η αστυνομία έναν με το μαχαίρι στο χέρι ματωμένο και με ματωμένο πουκάμισο πάνω από το πτώμα. ¶μυνα του κατηγορουμένου. Μα βεβαίως εμένα θα πιάνανε, αφού φόραγα ματωμένο πουκάμισο και είχα ματωμένο μαχαίρι στο χέρι ποιον άλλον να πιάσουν; Ήμουν ιδανικός για να με πιέσουν.
Αυτή είναι η ποιότητα της λογικής του κ. Γιωτόπουλου. Ο κ. Γιωτόπουλος φοβάται, μήπως οι αμερικάνοι τον εκδικηθούν από το 1972, όταν έκανε αυτό το οποίο έκανε. Φοβάται λοιπόν, περνάει σε βαθιά, σε πολύ βαθιά ανωνυμία. Ερώτησα και δεν πήρα ποτέ απάντηση. Υπάρχει ένας άνθρωπος που να τον γνωρίζει και με τα δυο ονόματα; Ένας. Τόσο πολύ φοβόταν! Ένας άνθρωπος που να τον ξέρει ως Αλέξανδρο Γιωτόπουλο και ως Μιχάλη Οικονόμου; Κανένας. Εκτός αν δεν μας τα λέει. Αλλά αυτό δεν αφορά εμάς.
Και η ποιότητα της λογικής στην αντίκρουση είναι. Μεταφορά δακτυλικών αποτυπωμάτων, ψευδείς γραφολογικές εκθέσεις. Όλα ψέματα. Όλα. Πόσοι άνθρωποι χρειάζονται για να οργανώσουν αυτό το ψέμα; Πόσες δεκάδες ανθρώπων; Τεχνικοί, γραφολόγοι, δικαστές, εισαγγελείς, όλη η κοινωνία και όλες οι μυστικές υπηρεσίες κατά του κ. Γιωτόπουλου.
Μα θα τελειώσω μ’ αυτό το κεφάλαιο κύριοι Δικαστές, ο κ. Γιωτόπουλος ούτε ο ίδιος δεν πιστεύει ότι πιστεύουμε εμείς, έστω κατ’ ελάχιστον σ’ αυτά τα παραμύθια. ¶λλο κάνει ο κ. Γιωτόπουλος και σωστά το κάνει. Γιατί ο κ. Γιωτόπουλος δεν είναι τυχαίος. Έχει όχι την λογική των προκηρύξεών του και τη λογική της άμυνάς του, αλλά έχει τη λογική του παιγνίου του.
Ο κ. Γιωτόπουλος είναι παίκτης. Και είναι σοβαρός παίκτης. Παίζει λοιπόν τώρα και λέει, λέγοντας, λέγοντας, λέγοντας, χαριτολογώντας με δημοσιογράφους, κάνοντας, δείχνοντας, διαμαρτυρόμενος με την φωνούλα του, ψέματα λες, κάτσε κάτω, καραγκιόζη τι είναι αυτά που λες? Με όλα αυτά κάτι θα μείνει, θα μείνει η αμφιβολία γι’ αυτό το υλικό. Μπας και δεν είναι ο Γιωτόπουλος. Έτσι θα περάσει αυτή η αμφιβολία ελπίζει ο κ. Γιωτόπουλος.
Και επίσης θα πρέπει να του αναγνωρίσει κανείς ότι είναι συνεπής στις δικές του αρχές. ¶λλο αν οι αρχές αυτές τον εμφανίζουν ως δειλό, ή οτιδήποτε άλλο έχει ακουστεί. Εγώ δεν συμμερίζομαι τουλάχιστον ότι έχω τέτοιο δικαίωμα να κάνω τέτοιους χαρακτηρισμούς. Δεν ξέρω και δεν ψυχολογώ, δεν κάνω ψυχολογία του κ. Γιωτόπουλου. Δεν θέλω να κάνω ψυχολογία του κ. Γιωτόπουλου, καταρχήν δεν είμαι ειδικός.
Εκείνο το οποίο κάνω όμως, είναι να προσπαθώ να αποκαλύψω την λογικότητα του παιγνίου του. Αυτά λοιπόν για τον κ. Γιωτόπουλο. Θα προχωρήσω κύριε Πρόεδρε, για να μην σας κουράζω με ορισμένα ερωτήματα τα οποία εγέρθηκαν σχετικά με την νομική ορθότητα ορισμένων παραδοχών που έγιναν σ’ αυτή τη δίκη. Και επειδή εμείς καλώς δικάζουμε, με τον αστικό νόμο, αυτό μπορούμε να κάνουμε, τον δεχόμαστε τον αστικό νόμο, αλλά βέβαια οφείλω να παρατηρήσω εδώ, ότι και οι κατηγορούμενοι κάνουν χρήση του αστικού νόμου. Διότι η δίκη που κάνουν, είναι δίκη εκμετάλλευσης των δικονομικών δυνατοτήτων του αστικού νόμου.
Υπάρχει λοιπόν και εδώ μια αντιφατικότητα στη γραμμή. Εάν δεν παραδέχεσαι τον αστικό νόμο, γιατί τον χρησιμοποιείς; Υπάρχει απάντηση. Γιατί οφείλω ως επαναστάτης να εκμεταλλευθώ οτιδήποτε μου δίνουν οι αστοί. Έτσι είναι σαφές, κολλάνε όλα. Αλλά παρόλα αυτά, εγώ οφείλω να επισημάνω αυτή την αντίφαση, όπως και την αιτιολογία της. Αν μη τι άλλο, για να δούμε πόσο σοβαρά πρέπει να παίρνουμε αυτή την αντίφαση υπόψη μας και αυτή τη στάση, εκμετάλλευσης των δικονομικών δυνατοτήτων του νόμου.
Εκείνο το οποίο λοιπόν θέλω εδώ να επισημάνω είναι το εξής. Έγινε πάρα πολύς λόγος για το εάν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τις καταθέσεις των συγκατηγορουμένων. Κυρίως όταν δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία. Επισημαίνω το πολύ εύστοχο που είχε πει η κα Τσόλκα, ότι στην υπόθεση Μπακογιάννη, ειδικά για τον Ηρακλή Κωστάρη στον οποίο σε ένα αρχικό στάδιο τα στοιχεία φαινόντουσαν κάπως λιγότερο ισχυρά, ο Χριστόδουλος Ξηρός δεν είναι κατηγορούμενος.
Συνεπώς η ομολογία του αποτελεί άλλο αποδεικτικό μέσο και όχι ομολογία συγκατηγορουμένου για την αυτή υπόθεση. Όσον αφορά όμως την ίδια τη διάταξη πολύ γρήγορα απαριθμώ τα επιχειρήματα, τα οποία η πολιτική αγωγή ανέφερε γιατί η διάταξη αυτή ισχύει. Δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στην αξιολόγηση των ομολογιών των κατηγορουμένων αυτής της δίκης. Ακόμα και όταν δεν υπάρχει άλλο αποδεικτικό μέσο.
Ειπώθηκε λοιπόν ότι αποτελεί αποδεικτική οδηγία και όχι αποδεικτική απαγόρευση, ότι ο κατηγορούμενος δεύτερο επιχείρημα αυτό, όταν καταθέτει κατά συγκατηγορουμένου είναι μάρτυρας και στο βαθμό που επιτρέπεται να εξεταστεί, δεν παραβιάζεται το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, ότι υπάρχουν περισσότερες από μια απολογίες και ο νόμος γραμματικά ερμηνευόμενος πιάνει την μια απολογία, ότι ο νεώτερος νόμος κατήργησε τον παλαιότερο νόμο, δηλαδή ο λεγόμενος αντιτρομοκρατικός, το λεγόμενο 187Α έχει σιωπηρά τροποποιήσει το 211, ότι το 211 έχει εφαρμογή μόνο όταν η δίκη γίνεται ερήμην του συγκατηγορουμένου, διότι οι εξηγήσεις που θα δώσει, δεν θα δώσει ο παρών κατηγορούμενος, μπορούν να συνδυαστούν με την απολογία άλλου κατηγορουμένου. Και ότι το 211 έχει μάλλον συμβολικό χαρακτήρα. Όλα αυτά ειπώθηκαν ως επιχειρήματα υπέρ της ισχύος του 211Α.
Δεν μακρηγορώ έχουν αναλυθεί όλα. Εκείνο το οποίο θέλω να πω είναι το εξής, το 211 είναι μια διάταξη η οποία τίθεται και είναι καλό να τηρείται, διότι στην ουσία αποτελεί ένα είδος εξόδου από το ?non likvet.? Δηλαδή λέει προς τον Δικαστή ο νόμος, ότι εάν δεν έχεις καμιά άλλη δυνατότητα αξιολογήσεως άλλων στοιχείων, η αιτιολογία σου πιθανότατα να είναι πλημμελής.
Αλλά βεβαίως για να αναφερθώ και στο επιχείρημα του κ. Εισαγγελέως, δεν είναι ο περιορισμός αυτός του 211Α της ιδίας φύσεως, της ιδίας βαρύτητας και της ιδίας ισχύος των άλλων περιορισμών που έχει το 211. Δηλαδή δεν είναι η φύση του ουσιαστικά συνταγματικής προέλευσης. Το 211 δεν έχει συνταγματική βάση. Όμως οι περισσότεροι περιορισμοί του έχουν συνταγματική βάση. Απαγόρευση των βασανιστηρίων παραδείγματος χάρη. Η απαγόρευση αυτή η συγκεκριμένη, είναι πολύ απόμακρη, δεν έχει κάποια ιδιαίτερη βαρύτητα ως παραβίαση αρχής για να καταταγεί σ’ αυτού του είδους περιορισμούς του 211. Αποτελεί όπως είπα, μια έξοδο από το ?non likvet? και μια οδηγία αιτιολόγησης προς τον Δικαστή. Αυτά για το 211Α.
Ένα άλλο θέμα το οποίο ετέθη είναι το θέμα του ενδεχομένου δόλου που στις δικές μου τουλάχιστον υποθέσεις, δεν προκύπτει, παρά μόνον όσον αφορά το δεύτερο αυτοκίνητο, μπορεί να το σκεφθεί κανείς της συνοδείας του Βαρδή Βαρδινογιάννη υπό την έννοια ότι εκεί πράγματι ειπώθηκε ότι είχαν ληφθεί κάποια μέτρα, είχε μπει ένας εκρηκτικός μηχανισμός μικρής ισχύος για να σταματήσει αυτό το αυτοκίνητο και να προκαλέσει σύγχυση ώστε να μην μπορέσουν να επέμβουν. Η απορία μου όμως είναι η εξής: Είμαστε σε μια εποχή κ. Πρόεδρε και κ. Δικαστές, όπου όχι μόνο ένα βούλευμα Συμβουλίου Πλημμελειοδικών ή Εφετών, αλλά πολύ περισσότερος ένας έγκριτος Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου και κατά συνέπεια και κατ’ ακολουθίαν τα μετά ταύτα βουλεύματα των κατωτέρων δικαστηρίων, δέχονται ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, στον ναυτικό που έστειλε το πλοίο να σφηνωθεί πάνω στα βράχια, σε έναν μηχανικό που είχε κάνει σχέδιο πριν 15 χρόνια και κατέρρευσε μια πολυκατοικία και σκοτώθηκαν άνθρωποι.
Εγώ δεν λέγω ότι αυτοί δεν πρέπει να τιμωρηθούν και δεν πρέπει να τιμωρηθούν αυστηρά. Εδώ πράγματι είναι σοβαρή η πρόταση η οποία έχει γίνει για την εισαγωγή της τιμωρήσεως μιας βαρύτερης μορφής αμέλειας με κάποια ποινή καθείρξεως. Αυτό θα μπορούσε κανείς να το δεχθεί πράγματι ως σοβαρή πρόταση, αν και φοβάμαι ότι η δικαστηριακή πρακτική μετά ταύτα, θα έτεινε όλες τις αμέλειες να τις κάνει κακουργήματα. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Εν πάση περιπτώσει όταν φθάνουμε από καθαρά νομική άποψη να λέμε ότι αυτές οι περιπτώσεις έχουν ενδεχόμενο δόλο, τότε τι θα πούμε, όταν πετάμε, εκτοξεύουμε αντιαρματική βολίδα τρεις μάλιστα και το αυτοκίνητο το από πίσω είναι σε μια απόσταση ολίγων μέτρων, ή υπάρχουν ενδεχομένως, δεν ξέρω ότι δεν προσέξανε να μην υπάρχουν περαστικοί, εγώ το δέχομαι αυτό, αλλά σε ποιο βαθμό μπορεί κανείς να ελέγξει, ένας περαστικός βρέθηκε κοντά. Μια ρουκέτα ξέφυγε και έπεσε σε ένα σπίτι. Δηλαδή ο υποαμοιβόμενος, ταλαίπωρος ναυτικός, ο οποίος ρίχνει το καράβι γιατί έβλεπε το ματς πάνω στα βράχια, έχει ενδεχόμενο δόλο εκατοντάδων ανθρωποκτονιών και αυτός ο οποίος εκτοξεύει σε δημόσιο χώρο ρουκέτες δεν έχει; Είναι μια απορία μου που θα την απαντήσετε εσείς.
Και προχωράω, δεν θα μπω σε θεωρίες για τον ενδεχόμενο δόλο είναι πάρα πολλές για την διάκριση αυτή από την ενσυνείδητη αμέλεια. Όμως οι περιπτώσεις αυτές και αυτό θέλω να τονίσω και είναι αρκετές, δεν είναι από τις οριακές περιπτώσεις. Δεν είναι από τις περιπτώσεις που πράγματι μπορούμε να πούμε ναι εδώ υπάρχει ενδεχόμενος δόλος ή αμέλεια. Είναι σαφέστατα περιπτώσεις αποδοχής έστω και με λύπη του αποτελέσματος. Προχωράω λοιπόν στο επόμενο, το οποίο είναι το θέμα της ηθικής αυτουργίας, που έχει γίνει τόσο πολύ κουβέντα γι’ αυτήν.
Ανέφερα προηγουμένως ότι υπάρχουν εννέα περιπτώσεις εις τις απολογίες των κατηγορουμένων, τόσο τις προανακριτικές και τις ανακριτικές όσο και ενώπιον του ακροατηρίου, όπου ο κ. Γιωτόπουλος αναφέρεται πώς; Διότι θέλω να είμαι ακριβής. Δεν είπε κανένας από τους κατηγορουμένους ότι είναι ο ηθικός αυτουργός. Είπε τι: Ότι ο Λάμπρος και ο Λουκάς μας πρότειναν αυτό, ή ότι έφεραν για συζήτηση εκείνο. Για να δούμε τι σημαίνει αυτό το πράγμα;
Εγώ θα συμφωνήσω ότι η επαναστατική οργάνωση 17Ν δεν είχε στρατιωτική δομή, ούτε μπορούσε να έχει, διότι εάν κάποιος απεπειράτο να το κάνει θα διελύετο. Θα ήταν αδύνατον οι άνθρωποι αυτοί να ανεχθούν αυτής της μορφής την επιβολή και δικτατορία, σ’ αυτό συμφωνούμε.
Πώς όμως θα αντιδράσουν; Κάποιοι καταρχήν εγώ θα το δεχθώ, αγνοί άνθρωποι, κυρίως με ότι αυτό σημαίνει, συχνά δεν σημαίνει καμιά θέση στον ήλιο, επαρχιωτόπουλα που ήρθαν εδώ, πώς θα αντιδράσουν στο γλυκομίλητο, έμφρονα, έμπειρο και περιβαλλόμενο από την άχλη του θρύλου 40άρη και 45άρη; Βεβαίως μπορούσαν τα μέλη της 17Ν να διαφωνήσουν. Μπορούσαν να πούνε ότι δεν το κάνουν. Το είπαν αυτό και το δέχομαι. Μα δεν είναι εκεί το θέμα. Δεν σημαίνει ότι ο ηθικός αυτουργός είναι πάντοτε επιτυχημένος ηθικός αυτουργός, σε κάτι μπορεί να μην έπεισε. Το θέμα είναι αλλού. Και προσπάθησα, το έθεσα ως ερώτηση, όσο μπόρεσα και όσο μου επιτρέψανε οι κατηγορούμενοι.
Γνωρίζετε να έκανε ποτέ άλλος πρόταση; Γνωρίζετε; Και δόθηκε μια απάντηση, μια περίπτωση μόνο, ο κ. Τζωρτζάτος για την περίπτωση Καψαλάκη. Ερώτηση: απερρίφθη ποτέ πρόταση του κ. Γιωτόπουλου; Δεν πήρα απάντηση. Μπορεί να απερρίφθη. Δεν σημαίνει όμως ότι επειδή απερρίφθη κάτι, κάποια, οι άλλες δεν προέρχονται από αυτήν. Η ηθική αυτουργία υπάρχει και όταν ο δράστης έχει ήδη μια υπάρχουσα κλίση προς την πράξη, το γεγονός αυτό δεν αποκλείει την ηθική αυτουργία. Ακόμη κι αυτός που προσφέρεται για τη διάπραξη ενός εγκλήματος μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ηθικής αυτουργίας γιατί η απόφαση για τη συγκεκριμένη πράξη εξαρτήθηκε ή και συνεξαρτήθηκε από τον ηθικό αυτουργό. Απαιτείται πάντα απόφαση για τη συγκεκριμένη πράξη, Γερμανικό Ακυρωτικό 1994 έχω τις παραπομπές και επίσης στο 2ο τόμο του εγχειριδίου του πλέον έγκριτου Γερμανού Καθηγητή του Ροξίν έκδοση 2003.
Εννοώ δηλαδή ότι δεν είναι απαραίτητο για να αποδεχθούμε την ηθική αυτουργία να πάρουμε την κλασική εικόνα που κάποιος με πειθώ και φορτικότητα πείθει έναν άλλο στην τέλεση ενός εγκλήματος. Ηθική αυτουργία έχουμε και όταν υπάρχει μια ομάδα ανθρώπων με αμοιβαία εκτίμηση και αποδοχή η οποία εν πάση περιπτώσει έχει συνηθίσει κάποιος λόγω εμπειρίας λόγω φήμης που τον περιβάλλει, λόγω επιλογής χαρακτηριολογικής να τον αποδέχεται ως ένα πρεσβύτερο και εμπειρότερο και σημαντικότερο μέλος της παρέας, εάν αυτός στοχοθετήσει και αν αυτός είναι ο μόνος διότι δεν υπάρχει πουθενά αλλού υλικό που να λέει ότι οι άλλοι στοχοθετούσαν, τότε είναι ηθικός αυτουργός.
Οι άλλοι περιμένουν έτοιμοι. «Να το συζητήσουμε βεβαίως όχι δεν θα πάμε να σκοτώσουμε τον Χ για τον Α ή Β. Αλλά τον Ψ που είπες, θα πάμε να τον σκοτώσουμε›. Αυτός όμως είπε τον Ψ, αυτός έβαλε τον στόχο. ¶λλωστε όπως είπα και προηγουμένως μια τέτοια Οργάνωση δεν θα μπορούσε να διοικηθεί αλλιώς. Εγώ το πιστεύω αυτό.
Υπήρχε μια δημοκρατία στη συζήτηση η οποία έφτανε μέχρι σ’ ένα ορισμένο σημείο. Από εκεί και πέρα κάποιος δεν άκουγε, ή άκουγε και δεν απαντούσε, ή δεν απαντούσε ποτέ. Τη συμπεριφορά αυτή την είδαμε και στο Δικαστήριο. ¶ρα κεφάλαιο 1ο όπου υπάρχουν οι ομολογίες των συγκατηγορούμένων ότι «ο Λάμπρος μας έφερε αυτό και προχωρήσαμε› δεν υπάρχει καμία αμφισβήτηση για την ύπαρξη της ηθικής αυτουργίας πολύ περισσότερο που σε ερώτησή μου η οποία δεν ήταν τυχαία, ρώτησα τον κ. Τσελέντη «Το Μομφεράτο τον ξέρατε; Τον είχατε ακούσει;› μου λέει «Όχι δεν τον είχα ακούσει καν›. Αλλά πήγε να τον σκοτώσει, ή να βοηθήσει εν πάση περιπτώσει. Δεν υπάρχει ηθικός αυτουργός εδώ;
Οφείλω όμως να σταθώ σε δυο πράγματα: πρώτον τι κάνουμε με τις υπόλοιπες υποθέσεις στις οποίες για τον Α ή Β λόγο προφανώς διότι θεωρήθηκε αυτονόητο ή διότι δεν γνώριζε ο ομολογών δεν αναφέρεται το όνομα του κ. Γιωτόπουλου που είναι και η μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων. Τι κάνουμε με αυτές τις περιπτώσεις; Καθώς και τι κάνουμε με τις περιπτώσεις εκείνες όπου εμφανίζονται ως ρίπτων την ιδέα επί της τραπέζης ο κ. Κουφοντίνας; Υπάρχουν τέτοιες περιπτώσεις, όπου την ιδέα τη φέρει ή τη μεταφέρει –αυτό το ξέρει ο ίδιος μόνο- ο κ. Κουφοντίνας.
Εδώ πρέπει να λεχθούν τα εξής: όσον αφορά το δεύτερο. Ακούστηκε σε αυτή την αίθουσα η έννοια του ηθικού αυτουργού του ηθικού αυτουργού, δηλαδή της αλυσιδωτής ηθικής αυτουργίας. Έχουμε δυο δυνατότητες: ή να θεωρήσουμε ότι η αλυσίδα σταματάει στον κ. Κουφοντίνα, οπότε η μετατροπή του εάν μεν είναι φυσικός αυτουργός η μετατροπή της κατηγορίας δεν θα γίνει, διότι το φυσικός αυτουργός θα επικρατήσει, εάν όμως είναι απλός ή άμεσος συνεργός τότε θα επικρατήσει η λύση του ηθικού αυτουργού. Αυτή είναι η μία λύση και να σταματήσουμε εκεί.
Η άλλη λύση είναι να προχωρήσουμε προς τον κ. Αλέξανδρο Γιωτόπουλο, έτσι -για να κάνω ένα λογοπαίγνιο- μέσω του Αγίου Πνεύματος από τον Υιό προς τον Πατέρα. Αυτό μπορεί να ενισχυθεί μόνο από τον εξής συλλογισμό. Είναι δεδομένο ότι ουδείς άλλος στοχοθετούσε. ¶ρα ή θα αποδεχτείτε μια κοινή αρχή Γιωτόπουλου – Κουφοντίνα στη στοχοθέτηση, πράγμα όμως που εγώ έχω δυσκολίες να το δεχτώ και ο λόγος είναι ο εξής: είναι η νεαρότατη ηλικία του Κουφοντίνα παρ’ όλο που ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος πρέπει από πολύ μικρός να είχε ενεργοποιηθεί και πιστεύω ότι αυτό το πράγμα δεν θα μπορούσε να τον κάνει να κάνει μια ηθική αυτουργία από κοινού. Συνεπώς εγώ πιστεύω ότι δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα και δεν υπάρχει άλλη λογική από το να δεχτούμε τον Αλέξανδρο Γιωτόπουλο ως τον ηθικό αυτουργό όλων των πράξεων.
¶λλωστε σας ερωτώ κ. Πρόεδρε τι θα γράψετε; Θα γράψετε ότι προκύπτει ότι ο κ. Γιωτόπουλος είναι ηθικός αυτουργός στην υπόθεση Στιούαρτ, στην υπόθεση Μπακογιάννη, στην υπόθεση Μομφεράτου, στην υπόθεση Σόντερς, αλλά φέρ’ ειπείν στην τάδε υπόθεση δεν είναι; Ποιος είναι; Θα πάμε και θα μπούμε σε χώρους στους οποίους και ο ίδιος ο κ. Γιωτόπουλος με ιδιαίτερη ευχαρίστηση μπαίνει ή θα μπούμε στους χώρους εκείνους στους οποίους οριοθέτησα αρνητικά στην αρχή, όπου βεβαίως δεν θα ευδοκιμήσει τίποτε άλλο παρά η συνωμοσιολογία, τα λογικά σφάλματα και το anything goes, όλα πάνε δηλαδή ό,τι πούμε.
Εγώ σας δίνω μια συγκεκριμένη αιτιολογία. Η αιτιολογία είναι η εξής: δεν μπορεί κανένας άλλος να είναι ηθικός αυτουργός από τον Αλέξανδρο Γιωτόπουλο. Αυτό είναι που αποκλείεται λογικά, εκτός από τις περιπτώσεις που πράγματι και οι οποίες λέγονται, όπου ο κ. Κουφοντίνας μεταφέρει την πρόταση -δεν νομίζω περί εντολής, την πρόταση- όπου εκεί σε αυτή την περίπτωση έχουμε πράγματι αλυσιδωτή ηθική αυτουργία.
Κύριε Πρόεδρε και κύριοι Δικαστές εάν δεν κάνουμε το διάλειμμα σε 10 λεπτά, αλλά το κάνουμε σ’ ένα τέταρτο ή σε 20 λεπτά, θα έχω τελειώσει.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Να τελειώσουμε με την αγόρευσή σας.
Ι. ΓΙΑΝΝΙΔΗΣ: Αν δεν υπάρχει αντίρρηση θα προχωρήσω λίγο δεδομένου ότι δεν θα υπάρχει διάλειμμα θα υπάρξει η σιγή της Πολιτικής Αγωγής η οποία θα έχει τελειώσει.
Λέω τα εξής: υπάρχει ένα ακόμη θέμα το οποίο τέθηκε. Δήλωσα ήδη ότι δεν είναι ίδιον, δεν αρμόζει και δεν προσήκει στην Πολιτική Αγωγή γιατί η Πολιτική Αγωγή είναι μέρος να ζητά αυτή ελαφρυντικά. Στο βαθμό αυτό δεν αντιλαμβάνομαι το γιατί μερικές φορές αυτό έγινε. Δεν λέω ότι πρέπει οπωσδήποτε η Πολιτική Αγωγή να ζητά ό,τι σκληρότερο και χειρότερο υπάρχει, δεν λέω ότι η Πολιτική Αγωγή πρέπει να εκφέρεται πάντοτε με τον χειρότερο τρόπο, λέγω ότι εκείνο το οποίο πρέπει να ζητάει κανείς από την Πολιτική Αγωγή είναι η με απόσταση ψυχραιμία κατά το δυνατό και λογική καθαρότητα, ανάλυση της κατηγορίας και των επιχειρημάτων.
Έτσι δεν θα πω πολλά για το θέμα που τέθηκε όσον αφορά την ευγένεια των πράξεων των κατηγορουμένων. Δηλαδή αν οι κατηγορούμενοι από τη φύση των πράξεών θα έπρεπε να τύχουν μια πιο επιεικούς μεταχείρισης. Το Δικαστήριό σας σύμφωνα με την πάγια νομολογία έχει αποφανθεί ότι τα εγκλήματα τα οποία αποδίδονται στους κατηγορουμένους δεν είναι πολιτικά εγκλήματα. Δεν θα αρνηθώ –και είναι σωστό- ότι στο βάθος των εγκλημάτων αυτών διακρίνονται τουλάχιστον ρηματικά πολιτικά κίνητρα.
Γιατί όμως λέω «ρηματικά› και γιατί λέω «στο βάθος›; Εάν διαβάσετε τις προκηρύξεις λεπτομερώς που δεν αμφιβάλλω ότι το έχετε κάνει, θα δείτε ότι ο πολιτικός λόγος των προκηρύξεων εκφράζεται και εξαντλείται στην κοινωνική κριτική, στο τιμωρητικό περιεχόμενο του λόγου. «Εκτελούμε διότι είναι απατεώνας, εκτελούμε διότι είναι κλέφτης, εκτελούμε διότι είναι εκμεταλλευτής›. Υπάρχει εδώ ένας κοινωνικός λόγος. Η 17Ν υποκαθίσταται στο ρόλο του δικαστή. Είναι η ίδια Δικαστής και δικάζει για τις αμαρτίες εκείνες που πράγματι κάπου στο βάθος, σύμφωνα με τα όσα η ίδια νομίζει, συνδέονται με το πολιτικό κίνητρο.
Διότι δεν θα εκτελέσει βεβαίως τον οποιονδήποτε απατεώνα, ή τον οποιονδήποτε κλέφτη, ή τον οποιονδήποτε εκμεταλλευτή, αλλά θα εκτελέσει τον εκμεταλλευτή, τον απατεώνα, τον κλέφτη Le Mat λούμπεν μεγαλοαστική τάξη. Διότι έτσι μόνο μπορεί να δικαιολογήσει τις πράξεις και μόνο έτσι μπορεί να συνδεθεί με το οποιοδήποτε πολιτικό κίνητρο. Είναι εκτέλεση μελών της Le Mat κατά τη 17Ν θα όφειλε να αναγνωριστεί από το Δικαστήριό σας ως -νομίζω ότι αυτό έχουν την ειλικρίνεια να το πουν- ως ανθρωποκτονία μεν αλλά ανθρωποκτονία η οποία έχει κάποια τέτοια κίνητρα, πολιτικά στο βάθος τιμωρητικά κοινωνικά στην επιφάνεια.
Πιστεύω κύριοι Δικαστές τα εξής: η αναζήτηση της ουτοπίας είναι μια ανθρώπινη ανάγκη όπως ανθρώπινη ανάγκη είναι και η πίστη στο δόγμα και στο αλάθητο κάποιων θέσεων. Για πολλούς από τους κατηγορουμένους που βρίσκονται σήμερα εδώ, θα έλεγα ότι η αρχική τους προέλευση κοινωνική, οικονομική είναι τέτοια που καθιστά κατανοητή μια τέτοια προσέγγιση. Τι εννοώ; Δηλαδή το να πιστέψουν σε μια ουτοπία, το να πιστέψουν σ’ ένα δόγμα, το να πιστέψουν ότι έκαναν κάτι το οποίο ενδεχομένως ήταν σωστό.
Αυτό όμως τους δίνει το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου μέχρι τη στιγμή που μπήκαν στην Οργάνωση. Από τη στιγμή και μετά που μπήκαν στην Οργάνωση και άρχισαν τις διάφορες πράξεις δεν υπάρχει πλέον ελαφρυντικό. Αλίμονο εάν ο καθένας που νιώθει την ψυχική ανάγκη και την θεμελιώνει λογικά με πολιτικά μέσα να επιδιώξει την ουτοπία και να πιστέψει σε δόγματα και σε αλάθητα. Αλίμονο αν ο καθένας εξέφραζε με αλάθητο τρόπο την τιμωρητική δικαιοδοσία των Δικαστηρίων. Τότε δεν θα ζούσαμε σε μια οποιαδήποτε ατελή αλλά στοιχειωδώς ευνομούμενη κοινωνία, αλλά θα ζούσαμε στη ζούγκλα καθ’ οδόν προς την ουτοπία.
Πιστεύω ότι γι’ αυτές τις πράξεις όχι μόνο για τους λόγους που ανέφερε ο συνάδελφος ο κ. Αναγνωστόπουλος ότι είναι προμελετημένες, ότι έχουν γίνει με υπουλία, αυτά όλα έχουν γίνει και αυτά είναι κριτήρια τα οποία αναφέρονται μονίμως στη γερμανική νομολογία. Εγώ όμως θα πω το εξής: πιστεύω ότι η αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής δεν μπορεί να δικαιολογήσει ελαφρυντικό αυτού του τύπου, δηλαδή των μη ταπεινών αιτίων παρά μόνο σε ακρότατες οριακές περιπτώσεις και αν αυτό καν είναι δυνατό.
Υπάρχει μια αναλογία και μια προσβολή της αρχής της αναλογίας. Η αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να αποδώσει εύσημα. Για τον λόγο αυτό πιστεύω και μιλώντας πάντα στο επίπεδο της ενοχής, ότι δεν θα πρέπει να αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό των μη ταπεινών αιτίων. Θα θεωρούσα ότι η αναγνώριση αυτού του ελαφρυντικού αποτελεί πρόκληση.
Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: (Εκτός μικροφώνου)
ΓΙΑΝΝΙΔΗΣ: Ο κ. Κουφοντίνας έχει δικαίωμα να πιστεύει αυτό που πιστεύει. Αυτό δεν πρόκειται να το αμφισβητήσω ποτέ και αυτό είναι το οποίο θα εκμεταλλευτεί και σε βάρος μας. Αλλά ας το εκμεταλλευτεί, δεν πειράζει. Αυτή είναι η ηθική υπεροχή του κράτους δικαίου και αυτή είναι η ηθική υπεροχή του πραγματικού, όχι κατ’ όνομα φιλελεύθερου, χωρίς δόγματα, κράτους. Αυτό τουλάχιστον εγώ πιστεύω.
Θα τελειώσω αναλογιζόμενος τα εξής: Μιλήσατε και στην αρχή και συχνά σε αυτή την Δίκη για την ιστορικότητα αυτής της Δίκης. Ο χαρακτηρισμός της Δίκης ως ιστορικής είναι εν μέρει ορθός, εν μέρει λανθασμένος. Η Δίκη αυτή δε είναι και δεν μπορεί να κερδίσει τον χαρακτηρισμό «ιστορική› από μία Οργάνωση η οποία όπως εκφράζεται από τον αρχηγό της και κάποια μέλη της ,όχι απ’ όλους, είναι αντιφατική, ψευδολόγα και υποκρίτρια και εξαντλεί μέχρι τέλους και θα εξαντλήσει κάθε πλεονέκτημα που της δίνουν οι νόμοι του αστικού κράτους που εμάχετο επί 27 χρόνια.
Η 17Ν είναι καταδικασμένη στο θάνατο των ασήμαντων που μεγαλοπιάνονται. Ιστορικά έχει εξασφαλίσει τη θέση μιας υποσημείωσης. Μόνο τα μαζικά κινήματα ή και τα άτομα που μπορούν να καταστούν εκφραστές των μαζικών κινημάτων γίνονται κεφάλαια της ιστορίας. Οι υπόλοιποι μένουν απλές υποσημειώσεις. Και αυτό όμως δεν πειράζει. Και το πετραδάκι ίσως ωφελεί. Πάντως είμαι υποχρεωμένος να σημειώσω ότι ιστορικά η 17Ν θα αναζητείται πάντοτε σε μια υποσημείωση.
Η Δίκη όμως είναι για άλλους λόγους ιστορική: Γιατί πιστοποιεί επιτέλους τη χειραφέτηση της ελληνικής κοινωνίας και όχι μόνο δικαιοσύνης, από αγκυλώσεις του παρελθόντος. Από πλέγματα και ιδεολογίες του παρελθόντος που οδήγησαν ακριβώς σε αυτά τα φαινόμενα που δικάζουμε σήμερα εδώ. Που οδήγησαν σε εκφράσεις ανεπίτρεπτες, όπως «δολοφονούσα Αριστερά› ή αυτονόητες όπως «επιθετική Αριστερά› -η Αριστερά είναι πάντα επιθετική και καλά κάνει.
Η Δίκη είναι ιστορική γιατί έστω και με καθυστέρηση επιβεβαιώνει την ύπαρξη του κράτους δικαίου. Το ότι η Δίκη αυτή κατέστη δυνατή, εγγυάται την ιστορικότητά της στο μέλλον μας. Ευχαριστώ.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ευχαριστούμε και εσάς κ. Γιαννίδη. Έχουμε μερικούς οι οποίοι δεν εμφανίστηκαν, του MEGA CHANNEL κτλ. Είπαμε ότι σήμερα τελειώνουμε γιατί τη Δευτέρα έχει πρεμιέρα η Υπεράσπιση, η κα Κούρτοβικ έχει εκδηλώσει το ενδιαφέρον για τη Δευτέρα και είναι και του πρώτου κατηγορουμένου.
Κατόπιν τούτου, διακόπτουμε τη συνεδρίαση για τη Δευτέρα το πρωί.