Η Ευρώπη γνωρίζει αυτόν τον καιρό την έκρηξη, σε αργή κίνηση, της πιο προβλέψιμης οικονομικής και κοινωνικής ωρολογιακής βόμβας στην ιστορία της. Με το προσδόκιμο ζωής να αυξάνεται με γοργούς ρυθμούς στο δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα, και με τη γονιμότητα να αρχίζει να μειώνεται τη δεκαετία του '70, τα θεμέλια του γενναιόδωρου κοινωνικού κράτους της Ευρώπης άρχισαν να τρίζουν. Το κοινωνικό κράτος στηριζόταν στην υπόθεση ότι οι εργαζόμενοι υπερτερούν κατά πολύ των συνταξιούχων, και κατά συνέπεια αυτοί που εργάζονται σήμερα θα πρέπει να χρηματοδοτούν τις συντάξεις εκείνων που εργάζονταν χθες.
Η υπόθεση αυτή δεν ισχύει όμως εδώ και δύο τουλάχιστον δεκαετίες. Η σημερινή σχέση εργαζομένων – συνταξιούχων στην Ευρώπη έχει μειωθεί στο τρία προς ένα, και μέσα στα επόμενα τριάντα χρόνια αναμένεται να φτάσει το τρία προς δύο.
Οπως όμως σημειώνει στο τελευταίο του τεύχος ο «Economist», οι περισσότερες κυβερνήσεις κληροδοτούν το πρόβλημα στους διαδόχους τους.
Αυτό ακριβώς ετοιμάζεται να κάνει τώρα η ιταλική κυβέρνηση. Οι μεταρρυθμίσεις του Σίλβιο Μπερλουσκόνι στον τομέα των συντάξεων θα τεθούν σε ισχύ μόλις το 2008, όταν ο «καβαλιέρε» μάλλον δεν θα βρίσκεται πια σε αυτή τη θέση. Η Γερμανία συζητά τη σταδιακή αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 65 στα 67, την περίοδο 2011 – 2035, αλλά ακόμη και αυτή η μικρή αλλαγή δεν είναι αποδεκτή από την αριστερή πτέρυγα του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Η Γαλλία ψήφισε φέτος, με μεγάλη καθυστέρηση, ένα νόμο που υποχρεώνει τους δημοσίους υπαλλήλους να εργάζονται όσο και οι ιδιωτικοί προκειμένου να λαμβάνουν πλήρη σύνταξη. Η κυβέρνηση της Αυστρίας τόλμησε να προωθήσει φέτος μια πιο φιλόδοξη μεταρρύθμιση, αλλά οι δαπάνες της μικρής αυτής χώρας για τις συντάξεις είναι έτσι κι αλλοιώς πολύ μεγάλες.
Δεν είναι περίεργο που οι κυβερνήσεις εμφανίζονται τόσο απρόθυμες σε αυτό το θέμα. Οποιαδήποτε αλλαγή στο ζήτημα των συντάξεων συναντά τη σφοδρή αντίδραση των εργαζομένων και των ψηφοφόρων. Στη Γαλλία και στην Ιταλία, τα συνδικάτα κηρύσσουν απεργία μόλις υπάρξει έστω και ένας υπαινιγμός για μεταρρύθμιση των συντάξεων. Αυτός ήταν και ο βασικός λόγος που έπεσε η κυβέρνηση Μπερλουσκόνι το 1994.
Κι όμως, τονίζει ο «Economist», αργά ή γρήγορα οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και οι ψηφοφόροι θα αντιληφθούν ότι τα σημερινά συνταξιοδοτικά προγράμματα δεν μπορούν πλέον να λειτουργήσουν. Η επίλυση αυτής της κρίσης θα είναι οδυνηρή για όλους, και μαγικό φάρμακο δεν υπάρχει. Υπάρχουν όμως ορισμένα μέτρα που μπορούν και πρέπει να ληφθούν στο άμεσο μέλλον.
Σύμφωνα με το βρετανικό περιοδικό, οι κυβερνήσεις θα πρέπει πρώτον να περιορίσουν το εύρος του σημερινού δημόσιου συνταξιοδοτικού συστήματος. Δεύτερον, οι εργαζόμενοι είτε στον δημόσιο είτε στον ιδιωτικό τομέα θα πρέπει να ενθαρρυνθούν να διοχετεύουν τις αποταμιεύσεις τους σε ιδιωτικούς συνταξιοδοτικούς λογαριασμούς, τους οποίους θα διαχειρίζονται είτε οι εργοδότες τους είτε, ακόμα καλύτερα, ιδιωτικά συνταξιοδοτικά ταμεία.
Τρίτον, η ενιαία ηλικία συνταξιοδότησης θα πρέπει να καταργηθεί, αφού δεν έχει πλέον νόημα ούτε για τα δημόσια ούτε για τα ιδιωτικά συνταξιοδοτικά ταμεία.
Επιπλέον, πολλές ευρωπαϊκές χώρες θα πρέπει να λάβουν μέτρα για να αντιμετωπίσουν τη συνεχώς μειούμενη γεννητικότητα, ώστε να αποκατασταθεί η ισορροπία μεταξύ εργαζομένων και συνταξιούχων.
Καθώς η αναθεώρηση των σημερινών υποσχέσεων για τις συντάξεις είναι κάτι σκληρό, το πρώτο πράγμα που πρέπει να γίνει είναι να αυξηθεί η ηλικία συνταξιοδότησης στα δημόσια προγράμματα. Τις τελευταίες δεκαετίες, η ηλικία συνταξιοδότησης στην Ευρώπη μειώθηκε, αντί να αυξηθεί, παρόλο που παράλληλα αυξανόταν το προσδόκιμο ζωής.
Αναρωτιέται κανείς αν οι εργαζόμενοι που ετοιμάζονται σήμερα να βγουν στη σύνταξη είχαν πραγματικά λάβει την υπόσχεση όταν άρχισαν να δουλεύουν ότι θα έχουν 30 χρόνια ζωής μετά την αποχώρησή τους από τη δουλειά. Αν οι Ευρωπαίοι θέλουν να διατηρήσουν τα δημόσια συνταξιοδοτικά προγράμματα θα πρέπει να δουλεύουν περισσότερο, πέντε ή και δέκα χρόνια.
Στο άλλο ήμισυ του προβλήματος, δηλαδή στην πλευρά των εργαζομένων, απαιτούνται επίσης τολμηρά μέτρα. Η αύξηση της μετανάστευσης είναι μια επίμαχη πρόταση, θα έχει όμως ουσιαστικά οικονομικά και κοινωνικά αποτελέσματα.
Παράλληλα, θα πρέπει να αυξηθεί η εγχώρια προσφορά νέων εργαζομένων, δηλαδή να γεννιούνται περισσότερα παιδιά. Και εδώ, οι κυβερνήσεις πρέπει να είναι προσεκτικές. Ο βασικότερος λόγος για τον οποίο μειώνονται οι γεννήσεις στην Ευρώπη είναι το δίλημμα που αντιμετωπίζουν οι περισσότερες νέες γυναίκες: ή να ξεκινήσουν μια καριέρα και να αφήσουν τα παιδιά για αργότερα (κάτι που για ορισμένες από αυτές σημαίνει ότι δεν θα κάνουν ποτέ παιδιά) ή να κάνουν παιδιά και να χάσουν την ευκαιρία να είναι ανταγωνιστικές στο χώρο εργασίας. Οι κυβερνήσεις θα πρέπει έτσι να μειώσουν τα εμπόδια που συναντά μια νέα εργαζόμενη που θέλει να κάνει παιδιά, αλλάζοντας είτε το σύστημα φορολογίας είτε τους νόμους για την απασχόληση.
Πηγές: The Economist, ΑΠΕ