Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (07/10/2003) Μέρος 1/7

Τρίτη, 07 Οκτωβρίου 2003 21:01
A- A A+

ΔΙΚΗ 17Ν

ΤΡΙΤΗ 7 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2003

ΩΡΑ ΕΝΑΡΞΕΩΣ: 09:10

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ΜΙΧΑΗΛ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που έχει διακοπεί. Καλημέρα σε όλους και στον κ. Μυλωνά.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Καλημέρα κ. Πρόεδρε, κ.κ. Δικασταί.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο κ. Εισαγγελεύς είναι καλά σήμερα.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Χαίρομαι.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Σας ευχαριστώ.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μείναμε στο «τι με έκανε εμένα να έρθω να μετάσχω σε αυτή τη Δίκη›.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Είμαστε στην εισαγωγή ακόμα.

Κ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Τα ενδιαφέροντα τα θυμάστε βλέπω.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όλα τα θυμάμαι. Κύριε Παπαδάκη, πέστε μου τι έχετε πει από την αρχή και δεν τα θυμάμαι;

(Διαλογικές συζητήσεις)

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο κ. Μυλωνάς έχει το λόγο.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Λίγα πράγματα είχα προλάβει να πω χθες. Είχα τονίσει την σημασία αυτής της Δίκης, την ιστορικότητά της, είχα πει δυο λόγια για τον σκοπό της ποινικής δίκης και είχα τονίσει ιδιαίτερα τη σημασία της τήρησης των δικονομικών τύπων. Είχα αναφερθεί σε κάποιες ανησυχίες του Καθηγητή Μανωλεδάκη και είχα αναφερθεί και ειδικά γιατί πρέπει να είναι δίκαιη Δίκη για τον κ. Τζωρτζάτο. Επιτρέψτε μου επιγραμματικά να πω πάλι τις τρεις βασικές ιδιαιτερότητες που αφορούν τον κ. Τζωρτζάτο.

Είναι ένας άνθρωπος ο οποίος έχει υποστεί βασανιστήρια στην προδικασία για να ομολογήσει, είναι ένας άνθρωπος όμως ο οποίος έχει αποχωρήσει από την Οργάνωση 17Ν από το 1992 και το πιο σημαντικό όπως είχα πει χθες υπάρχει μία πολύ μεγάλη προκατάληψη εις βάρος του. Έχει συκοφαντηθεί σε ακραίο βαθμό, έχει λοιδορηθεί, έχει προσληφθεί η τιμή και η υπόληψή του.

Σας ανέφερα ένα χαρακτηριστικό δημοσίευμα από το «ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ› (μην το ξαναλέω τώρα βέβαια) και ανέφερα και δύο χαρακτηριστικά, τις διατυπώσεις, ύβρεις θα έλεγα εις βάρος του κ. Τζωρτζάτου από δυο συνηγόρους της πολιτικής αγωγής. Βέβαια ξέχασα να αναφέρω κι έναν τρίτο για να είμαι πλήρης, είναι ο κ. Σινιόσογλου ο οποίος στην αγόρευσή του στις 17 Σεπτεμβρίου είπε μεταξύ άλλων «ο Τζωρτζάτος κ.κ. Δικασταί είναι στυγνός δολοφόνος, από τα πιο γερά πιστόλια της εταιρείας που ενώ στην αρχή δηλώνει υποκριτικά συγγνώμη στη συνέχεια ανακαλεί, δεν συνεργάζεται, επικαλείται πορτοκαλάδες με ύποπτη γεύση και μαντζούνια, τραβάει και κάτι μηνύσεις να μην πω τι και τελικά δεν πείθει κανέναν›. Αυτά μας είπε ο κ. Σινιόσογλου.

Έχουμε λοιπόν έναν στυγνό δολοφόνο, ένα γερό πιστολά ο οποίος δεν συνεργάζεται. Εδώ βέβαια έχει δίκιο κι αυτό ίσως του καταλογίζουν πιο πολύ απ’ όλα. Το πρόβλημά μου όμως είναι ένα και βασικό κ.κ. Δικαστές. Οι τρεις αξιότιμοι συνήγοροι πολιτικής αγωγής οι οποίοι προέβησαν σε αυτούς τους απαράδεκτους χαρακτηρισμούς πού βάσισαν αυτή την κρίση τους;

Μας είπαν ότι «ξέρετε κύριοι από την αποδεικτική διαδικασία προέκυψε αυτό, εκείνο, το άλλο;›. Όχι βέβαια. Το επισημαίνω και πάλι λοιπόν. Ένα από τα μεγάλα κενά αυτής της υπόθεσης όσον αφορά τον κ. Τζωρτζάτο είναι ότι δεν υπήρχαν στοιχεία εις βάρος του και όλοι αυτοί οι χαρακτηρισμοί «δολοφόνος, υποάνθρωπος, στυγνός εγκληματίας› είναι μετέωροι στον αέρα, δεν βασίζονται πουθενά όπως θα έχω την ευκαιρία στη συνέχεια να σας αναπτύξω τόσο εγώ όσο και ο κ. Παπαδάκης.

Είχαμε μείνει λοιπόν σε μία προσωπική παρέκβαση που ήθελα να ξεκινήσω, δεν την έκανα χθες, θα την κάνω σήμερα, γιατί συμμετέχω σε αυτή την Δίκη; Δεν ανήκω στην εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, δεν έχω συναισθηματικό δέσιμο με Οργανώσεις οποιουδήποτε τύπου ούτε βεβαίως με Οργανώσεις όπως ήταν η 17Ν, δεν συμφωνώ και με την δράση της. Δεν νομίζω ότι αυτή η δράση όπως έγινε μπορεί να επιφέρει κάτι και να βελτιωθούν τα πράγματα στην πολιτική ζωή αυτού του τόπου, αυτό ήταν μία προσωπική κρίση.

Γιατί λοιπόν είμαι σε αυτή τη Δίκη; Βέβαια εδώ δεν θα ασχοληθώ προς το παρόν τουλάχιστον με αυτή την ύβρη που άκουσα ότι το κάναμε για να πάρουμε τα χρήματα των ληστειών. Αυτό ας το αφήσουμε προς το παρόν. Θα ήθελα να σας πω ότι ήμουν από τους τελευταίους δικηγόρους που ασχολήθηκα με αυτή την υπόθεση. Μόλις αρχές Φεβρουαρίου 2003 ο εκλεκτός συνάδελφος ο κ. Παπαδάκης επικοινώνησε μαζί μου και μου ζήτησε να ασχοληθώ στην αρχή όχι με την Δίκη, με κάτι άλλο. Με μία προσφυγή που ήθελε να κάνει και στη συνέχεια έκανε ο κ. Τζωρτζάτος στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για τις συνθήκες της προδικασίας και ειδικότερα για την παντελή έλλειψη επικοινωνίας που είχε με τον συνήγορό του τον κ. Παπαδάκη κατά το διάστημα της προδικασίας και με την αδυναμία να οργανώσει την υπεράσπισή του.

Το κύριο αντικείμενο αυτής της προσφυγής το λέω παρενθετικά ήταν η παραβίαση του άρθρου 6 παράγραφος 3β της ΕΣΔΑ το οποίο ως γνωστό επιτάσσει να έχει κάθε κατηγορούμενος τα αναγκαία μέσα και τις ευκολίες για την προετοιμασία της υπεράσπισής του. Δέχθηκα να αναλάβω αυτή την υπόθεση – ο κ. Πρόεδρος το ξέρει, οι άλλοι δεν το ξέρουν – έχω μία ιδιαίτερη ενασχόληση με θέματα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Παρακολουθώ συστηματικά τη νομολογία από το 1991. Είναι ένα αντικείμενο που με ενδιαφέρει ιδιαίτερα.

Στη συνέχεια ο κ. Παπαδάκης μου ζήτησε αν τυχόν ήθελα να ασχοληθώ και με την υπόθεση αυτή. Στην αρχή δίστασα. Είχα τις αμφιβολίες μου, είχα τις αντιρρήσεις μου. Με μια τέτοια υπόθεση να ασχοληθώ; Γιατί; Σιγά-σιγά όμως κάμφθηκαν αυτές οι αντιρρήσεις μου γιατί είδα ασχολούμενος λιγάκι με την υπόθεση ότι στην προδικασία τουλάχιστον είχαν συμβεί σημεία και τέρατα, να το πω ευθέως από τώρα.

Βέβαια αυτές οι παρατυπίες, οι παρανομίες της προδικασίας είχαν άμεση επίπτωση στον τρόπο εφαρμογής, μη εφαρμογής θα έλεγα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Κάτι άλλο που έκανε να ασχοληθώ είναι ότι υπήρχαν σοβαρότατες ενδείξεις ότι ο κ. Τζωρτζάτος είχε βασανιστεί. Είναι κάτι που δεν μπορώ να το ανεχθώ. Φαντάζομαι κανείς μας δεν μπορεί να το ανεχθεί ο οποιοσδήποτε κατηγορούμενος ακόμα και για τα σημαντικότερα κακουργήματα να βασανίζεται, να τρώει άγριο ξύλο στην Ασφάλεια.

Επίσης κάτι άλλο που με έκανε να ασχοληθώ με αυτή την υπόθεση είναι ότι ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος από την αρχή έχει πει ότι «ναι κύριοι είχα συμμετοχή στην Οργάνωση 17Ν αλλά το 1992 αποχώρησα›. Ήταν και αυτός ένας παράγοντας που με έκανε να ασχοληθώ με την υπόθεση γιατί διαφορετικά νομίζω πρέπει να κριθεί και από το Δικαστήριό σας κάποιος ο οποίος έκανε ότι έκανε, θυμίζω βέβαια ότι ο κ. Τζωρτζάτος αρνείται το κατηγορητήριο το συγκεκριμένο, πάντως μας λέει ότι «ήμουν μέλος, έκανα κάποια άλλα πράγματα, είχα έναν περιφερειακό ρόλο›.

Όμως εντελώς διαφορετικά πρέπει να κριθεί κάποιος ο οποίος αποδεδειγμένα έχει αποχωρήσει το 1992, κάποιος για τον οποίο δεν υπάρχει κανένα στοιχείο (σημειώστε το αυτό παρακαλώ) για συμμετοχή στην 17Ν μετά το 1992. Νομίζω η όποια του δράση έχει μια άλλη ποιότητα.

Επίσης μου έκανε μεγάλη εντύπωση ότι ειδικά ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος είχε συκοφαντηθεί αγρίως. Και αυτό ήταν κάτι που με έκανε να αναλάβω αυτή την υπόθεση και βέβαια είχα αν θέλετε και ένα θεωρητικό ενδιαφέρον. Ήταν μία πρόκληση για μένα να δω αν σε μία τόσο μεγάλη Δίκη που διήρκησε, είμαστε στον 8ο μήνα, ένα μεγάλο χρονικό διάστημα αν θα υπήρχε μία τήρηση των κανόνων της Ποινικής Δικονομίας γιατί πράγματι έχω ένα ειδικότερο ενδιαφέρον για την Ποινική Δικονομία.

Τελικά παρά τους αρχικούς μου δισταγμούς ανέλαβα κι εγώ την υπεράσπιση του κ. Τζωρτζάτου κι αν θέλετε ήταν κάτι καθοριστικό που με έκανε να καταπολεμήσω τους δισταγμούς μου, το ότι υποψιάστηκα ότι υπήρχαν και άλλα θύματα σε αυτή την υπόθεση. Ποια είναι αυτά; Θα το δούμε στη συνέχεια.

Βέβαια ένα τελευταίο ειδικό ενδιαφέρον για μένα ήταν η σύγκριση που μπορούσε να γίνει με τα γερμανικά δεδομένα γιατί όπως ξέρουμε δίκες για αντίστοιχες ή παραπλήσιες Οργανώσεις έχουν γίνει και στην Ιταλία και στην Γερμανία. Επειδή γνωρίζω γερμανικά έχω παρακολουθήσει λίγο παραπάνω το τι έχει γίνει εκεί και πώς αντιμετωπίστηκαν οι κατηγορούμενοι για συμμετοχή στην RAF στην Γερμανία, για το πόσο δίκαιη ή άδικη ήταν η δίκη τους. Το έχει πει και ο κ. Πρόεδρος. Εκεί τα δεδομένα ήταν εντελώς διαφορετικά. Βέβαια όλοι οι παράγοντες της δίκης είχαν διαφορετική στάση εκεί πέρα και οι κατηγορούμενοι και οι συνήγοροι και οι Δικαστές, ήταν μάλλον άγρια πράγματα που μάλλον δεν τιμούν καθόλου την γερμανική νομική πραγματικότητα.

Εδώ λοιπόν υπάρχει ένας γνωστός θα έλεγα Γερμανός συνήγορος υπεράσπισης πρωτίστως και θεωρητικός του Ποινικού Δικαίου, είναι ο Χάιν Χανόφερ ο οποίος έχει ασχοληθεί με το φαινόμενο της πολιτικής ποινικής δίκης. Γι’ αυτό σας είπα χθες ότι ο όρος πολιτική ποινική δίκη που υιοθετώ και όσον αφορά τον προσδιορισμό της παρούσας υπόθεσης δεν είναι δικός μου, είναι γερμανικός, politichestrafprozess.

Ο συγκεκριμένος γηραιός συνήγορος, δεν ξέρω αν ζει καν, είναι γεννημένος το 1925 έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με το φαινόμενο της Πολιτικής Δικαιοσύνης στη Γερμανία. Μάλιστα ένα γνωστό βιβλίο του εδώ και 30τόσα χρόνια αφορά την Πολιτική Δικαιοσύνη στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης 1918 με 1933. Οι Γερμανοί λοιπόν έχουν μία μεγάλη παράδοση ποινικών δικών που όμως αφορούν πολιτικές υποθέσεις. Υπάρχουν λοιπόν ποινικές δίκες, δηλαδή δίκες τις οποίες εξετάζουμε το αν έχουν τελεσθεί κάποια εγκλήματα οι οποίος όμως είναι πολιτικές. Δεν δέχομαι τον διαχωρισμό ότι άλλο πολιτική δίκη, άλλο ποινική δίκη. Υπάρχουν σαφώς ποινικές δίκες που είναι πολιτικές.

Ένα από τα βιβλία που έχει γράψει ο Χάιν Χανόφερ έχει τον τίτλο «Δίκες Τρομοκρατών›. Έχει εκδοθεί στο Αμβούργο το 1991, εκδόσεις Φάουες?. Εκεί λοιπόν ξεκινάει το κείμενό του στη σελίδα 17 λέγοντας τα εξής: «στην πολιτική ποινική δίκη δεν πρόκειται, δεν εξετάζουμε την αναζήτηση της αλήθειας αλλά εξετάζουμε, ασχολούμαστε με την εξόντωση των εχθρών και την ενσωμάτωση των φίλων›.

Έτσι ξεκινάει το έργο του ο Χανόφερ και ήταν ένα ειδικότερο ενδιαφέρον για μένα να δω πώς θα αντιμετωπίσει η Ελληνική Δικαιοσύνη μία πολιτική ποινική δίκη, την Δίκη της 17Ν και να δούμε αν η Ελληνική Δικαιοσύνη θα εξετάσει ως οφείλει άλλωστε εκ του νόμου και εκ του Συντάγματος την αλήθεια, αν θα ψάξει να βρει τι ακριβώς έχει γίνει, αν θα αναζητήσει την αλήθεια ή αν θα ασχοληθεί πολύ απλά με την εξόντωση, την εξαφάνιση των πολιτικών αντιπάλων και την ενσωμάτωση βέβαια εκείνων των λίγων που είναι τα καλά παιδιά που έχουν μετανοήσει, που θέλουν πάλι να ενταχθούν στους κόλπους της κοινωνίας.

Εδώ παρενθετικά σημειώνω ότι μία παραπλήσια άποψη έχει υιοθετήσει ο Τακτικός Εισαγγελέας ο κ. Λάμπρου. Μας έχει πει ότι εδώ τα πράγματα είναι απλά, ή είσαι με τους εχθρούς της κοινωνίας (δεν ακριβολογώ όσον αφορά την διατύπωσή του) ή είσαι με τους εχθρούς οπότε πρέπει να αντιμετωπίσεις τον πέλεκυ της Δικαιοσύνης. Δεν το είπε έτσι για να μην παρεξηγηθώ. Ή αν είσαι με το μέρος της κοινωνίας πρέπει να συνεργαστείς και πρέπει να αναφερθείς διεξοδικά στο τι έχει γίνει.

Για να δούμε λοιπόν αν σε αυτή την ποινική Δίκη αντικειμενικά, νηφάλια το Δικαστήριο θα εξετάσει όλες τις λεπτομέρειες, θα δει τι προέκυψε από την αποδεικτική διαδικασία, θα επισημάνει τις αντιφάσεις των μαρτύρων, θα μελετήσει διεξοδικά όλα τα αποδεικτικά μέσα ή αν στο πλαίσιο μιας απλουστευτικής θεώρησης καλού-κακού, εχθρού-φίλου θα προσπαθήσει να αντιμετωπίσει αυτό το πολιτικό φαινόμενο που ήταν η δράση της 17Ν. Αυτά λίγο σύντομα για τα ειδικότερα κίνητρα της δικής μου εμπλοκής σε αυτή τη Δίκη.

Αν μπορώ να συνοψίσω σε μία φράση το γιατί ασχολούμαι με αυτή την υπόθεση εδώ και 8 μήνες είναι γιατί με ενδιαφέρει πραγματικά να δω πώς αυτά τα ωραία τα θεωρητικά τα οποία διαβάζουμε στα βιβλία και με τα οποία κάποιοι από μας ασχολούμαστε και συγγραφικά, πώς αυτά εφαρμόζονται σε μία καυτή ποινική υπόθεση που είναι όμως μια πολιτική ποινική υπόθεση. Να δούμε λοιπόν αν οι κανόνες του Ποινικού Δικαίου και ιδίως της Ποινικής Δικονομίας (σημειώστε το αυτό) οι οποίες σε μεγάλο βαθμό αποτυπώνονται και στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου να δούμε αν αυτοί οι κανόνες εφαρμόζονται σε μία πολύ συγκεκριμένη ποινική υπόθεση.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Συγγνώμη που διακόπτω. Έχουμε απουσία συνηγόρων. Τους εκπροσωπεί ο κ. Παπαδάκης προσωρινά. Ο κ. Γεωργιάδης και ο κ. Ψαραδέλλης απουσιάζουν. Ο κ. Ψαραδέλλης ήταν εδώ, θα ξανάρθει ο άνθρωπος. Για προσωρινή εκπροσώπηση μιλάμε για να είμαστε εντάξει. Μην γίνουμε και βασανιστικοί με τους συνηγόρους «ελάτε όλη νύχτα›.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Μια και αναφέρεστε στους συνηγόρους κ. Πρόεδρε θα μου επιτρέψετε έτσι παρενθετικά να επισημάνω – ας μην το χαρακτηρίσω – το φαινόμενο επί μία βδομάδα, 10 ημέρες που αγορεύει η υπεράσπιση να μην υπάρχει ούτε ένας συνήγορος πολιτικής αγωγής όλες αυτές τις μέρες. Σήμερα είναι ένας και διορθώνω είχε έρθει και μία μέρα και ο κ. Κατσαντώνης, είχε έρθει μια μέρα και ο κ. Χιρδάρης, υπάρχουν και κάποιες λαμπρές εξαιρέσεις. Είναι συνήγορος εδώ; Έξω.

Β. ΜΑΡΚΗΣ: Και το αντίστροφο.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Μια και αναφερθήκατε στο αντίστροφο επιτρέψτε μου να πω το εξής: είναι εντελώς διαφορετική η κατάσταση ενός συνηγόρου πολιτικής αγωγής ο οποίος έχει ολοκληρώσει το έργο του και στη συνέχεια μπορεί αν θέλει να παρακολουθεί την διαδικασία και είναι εντελώς διαφορετική η κατάσταση των συνηγόρων υπεράσπισης οι οποίοι θα έπρεπε να είναι εδώ και να παρακολουθούν τις αγορεύσεις της πολιτικής αγωγής όταν μάλιστα στη συνέχεια θα πρέπει αμέσως να αγορεύσουν.

Εδώ να σημειώσω ότι το Δικαστήριό σας δεν διέκοψε μετά τις αγορεύσεις των συνηγόρων πολιτικής αγωγής ώστε να δοθεί το χρονικό διάστημα στους συνηγόρους υπεράσπισης να ετοιμάσουν το έργο τους. Έπρεπε αμέσως μετά, ένα Σαββατοκύριακο υπήρχε, αμέσως μετά να έρθει η σειρά μας. Παρόλα αυτά θέλω να βεβαιώσω το Δικαστήριό σας ότι έχω διαβάσει όλες τις αγορεύσεις των συνηγόρων πολιτικής αγωγής από τα πρακτικά. Ήμουν κάποιες λίγες φορές εδώ. Δυστυχώς – το υπογραμμίζω – δεν μπορούσα να είμαι εδώ στις υπόλοιπες γιατί έπρεπε να προετοιμαστώ για την αγόρευσή μου. Με δεδομένο ότι δεν υπήρξε διακοπή για να προετοιμαστούν οι συνήγοροι υπεράσπισης θα μπορούσαμε να το είχαμε ζητήσει αλλά αν το ζητούσαμε θα μας έλεγε ο κ. Πρόεδρος ότι καθυστερούμε για άλλη μια φορά την πορεία της Δίκης. Δεν το θελήσαμε λοιπόν γι’ αυτό αμέσως μετά τους συνηγόρους πολιτικής αγωγής ήρθε η δική μας σειρά.

Είναι λοιπόν εντελώς διαφορετική η θέση των συνηγόρων πολιτικής αγωγής που έχουν ολοκληρώσει το έργο τους και εντελώς διαφορετική η θέση ήταν των συνηγόρων υπεράσπισης οι οποίοι λίγο πριν από την κορυφαία στιγμή της συμμετοχής τους σε αυτή τη Δίκη, γιατί νομίζω η αγόρευση του συνηγόρου υπεράσπισης είναι η κορυφαία στιγμή. Όπως η απολογία του κατηγορουμένου είναι η κορυφαία στιγμή γι’ αυτόν, η αγόρευση του συνηγόρου υπεράσπισης είναι η κορυφαία στιγμή συμμετοχής του στη Δίκη.

Λίγο πριν λοιπόν από την κορυφαία αυτή στιγμή δεν μπορούσαμε να είμαστε συνεχώς εδώ γιατί διαφορετικά δεν θα είμαστε επαρκώς προετοιμασμένοι για το ακροατήριο. Επιτρέψτε μου εδώ να θυμηθώ ότι ένας συνήγορος πολιτικής αγωγής είχε ξεκινήσει, έτυχε να είμαι εδώ, είχε ξεκινήσει την αγόρευσή του πομπωδώς (επιτρέψτε μου) επισημαίνοντας ότι ναι, λείπουν οι πιο πολλοί συνήγοροι υπεράσπισης αλλά τους διαβεβαιώνουμε ότι εμείς θα είμαστε όλοι εκεί για να παρακολουθήσουμε τις δικές τους αγορεύσεις. Πού είναι ο κ. συνάδελφος; Μάλλον έχει κάτι σημαντικότερο να κάνει.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Να του κάνουμε ένα τηλέφωνο να έρθει.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Ήταν ο κ. Ταουξής προς ενημέρωση.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τα παίρνουν όλα από το internet.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Καμία αντίρρηση, αλλά είχε δηλώσει επισήμως ότι εμείς θα είμαστε εδώ και θα σας ακούσουμε με προσοχή. Τι την ήθελε την δήλωση;

Πώς προσεγγίζω αυτή τη Δίκη; Θεωρώ ότι μια τέτοια Δίκη που αφορά μια πολιτική ποινική υπόθεση πρέπει να αντιμετωπιστεί εκ μέρους μου με καθαρά νομικό τρόπο. Κάποιος, ο οποιοσδήποτε, τυχαίνει να λέγεται Βασίλης Τζωρτζάτος κατηγορείται ότι έχει τελέσει πολλά κακουργήματα. Αποδεικνύεται όμως αυτό; Προέκυψε αυτό από την αποδεικτική διαδικασία; Μου έκανε εντύπωση ότι άλλοι παράγοντες της Δίκης και αναφέρομαι στην πολιτική αγωγή οι οποίοι δεν δέχονται ότι είναι πολιτική αυτή η δίκη χρησιμοποίησαν έναν πολιτικό λόγο με κάποιες εξαιρέσεις και αγνόησαν ή υποβάθμισαν τα νομικά επιχειρήματα.

Εγώ που θεωρώ ότι είναι πολιτική η Δίκη θα αρθρώσω έναν αποκλειστικά νομικά λόγο. Ούτε υπεράσπιση λοιπόν που αποσκοπεί στην ρήξη, ούτε υπεράσπιση που αποσκοπεί στη συναίνεση, αλλά υπεράσπιση που ζητά την ευλαβική τήρηση και εφαρμογή των Κανόνων Δικαίου και ειδικά της Ποινικής Δικονομίας. Ακούγεται ως κοινοτοπία αλλά δυστυχώς σε αυτή τη Δίκη δεν ήταν αυτονόητο.

Το ζητούμενο λοιπόν είναι η ύπαρξη μιας δίκαιης Δίκης. Ήταν δίκαιη Δίκη στο ακροατήριο αυτούς τους 8 μήνες; Για να το δούμε. Τι σημαίνει όμως δίκαιη Δίκη; Ποια είναι τα κριτήρια προσδιορισμού της; Ξέρετε, όλοι μιλάνε για δίκαιη Δίκη και πολύ λίγοι κάνουν τον κόπο να μας εξηγήσουν πώς ακριβώς την αντιλαμβάνονται. Εγώ θα σας εξηγήσω πώς την αντιλαμβάνομαι.

Καταρχήν την αντιλαμβάνομαι υπό δύο έννοιες. Για δίκαιη Δίκη μπορεί να γίνει λόγος υπό στενή έννοια και υπό ευρεία έννοια. Τι θεωρώ εγώ ότι είναι δίκαιη Δίκη υπό στενή έννοια. Η δίκαιη Δίκη υπό στενή έννοια θεσπίζεται στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Εδώ νομίζω ότι είναι πολύ μεγάλη και ίσως αυτονόητη η σημασία της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για το δικαιϊκό μας σύστημα και ειδικά για την πορεία αυτής της Δίκης. Βέβαια και εδώ θα μου επιτρέψετε να αναφέρω κ. Πρόεδρε η Ευρωπαϊκή Σύμβαση δεν είναι σαν το κατσαρολάκι όπως έχετε πει συγκεκριμένα στις 30 Μαίου. Η Συνθήκη της Ρώμης όπως και να το κάνεις σαν το κατσαρολάκι μπορούμε να την βάλουμε που το χερούλι το κολλάς όπου θέλεις. Δεν θα συμφωνήσω με αυτό και φαντάζομαι κι εσείς δεν συμφωνείτε γιατί όπως ξέρω είστε από τους πολύ καλούς γνώστες της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Δεν μιλάμε λοιπόν για κατσαρολάκι, μιλάμε για κάτι πολύ πιο σημαντικό.

Έχουμε κατά την άποψή μου τουλάχιστον 11 επιμέρους στοιχεία που καθιστούν μια Δίκη δίκαιη σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Θα αναφέρω πρόχειρα. Πρώτον, το Δικαστήριο πρέπει να έχει συγκροτηθεί νόμιμα λέει το άρθρο 6 νομίμως λειτουργούντος. Νομίζω η συγκρότηση είναι πιο καλή απόδοση. Έχει κάνει ένα λάθος η ελληνική μετάφραση, «established by law› λέει το πρωτότυπο. Πρέπει λοιπόν το Δικαστήριο να έχει συγκροτηθεί νόμιμα.

Δεύτερο σημείο, πρέπει να υπάρχει αμεροληψία των Δικαστών. Εδώ προσέξτε το, δεν αναφέρομαι στην υποκειμενική αμεροληψία. Δεν αναφέρεται το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ όπως είχε επεξεργασίες από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου μόνο στην υποκειμενική αμεροληψία. Καθοριστική συνιστώσα της αμεροληψίας σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο είναι η αντικειμενική αμεροληψία.

Δεν αμφισβητεί κανείς επιτρέψτε μου να πω, ούτε στη συγκεκριμένη υπόθεση θα το αμφισβητήσω, δεν αμφισβητεί κανείς ότι οι Δικαστές είναι υποκειμενικά αμερόληπτοι. Όμως αυτό που μπορεί ίσως να αμφισβητηθεί και θα το δούμε στην πορεία είναι ότι δεν υπάρχει αντικειμενική αμεροληψία, δηλαδή πέρα από το τι πιστεύουν και ανεξάρτητα από το τι πιστεύουν οι ίδιοι οι Δικαστές υπάρχουν κάποιες καταστάσεις, κάποιες ενέργειες που δημιουργούν αντικειμενικά τις εντυπώσεις ότι ένα Δικαστήριο δεν είναι αμερόληπτο. Αυτή λοιπόν η δεύτερη συνιστώσα της δίκαιης Δίκης έχει και τη σημασία της για την παρούσα υπόθεση.

Τρίτο στοιχείο της δίκαιης Δίκης κατ’ άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Πρέπει να ισχύει το τεκμήριο αθωότητας. Εδώ πολύ πρόχειρα να πω ότι δύο από τις επιμέρους πτυχές του τεκμηρίου αθωότητας είναι οι εξής: πρώτον, κανείς δεν πρέπει να αντιμετωπίζει κατά την διάρκεια της Δίκης τους κατηγορουμένους ως ενόχους και προσέξτε το αυτό, το τεκμήριο αθωότητας σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου αφορά και τους Εισαγγελείς. Σε αυτό θα επανέλθω.

Βέβαια μια άλλη σημαντική συνιστώσα του τεκμηρίου αθωότητας στην οποία θα επανέλθω είναι η κατανομή του βάρους απόδειξης. Ο κατηγορούμενος δεν έχει υποχρέωση να αποδείξει τίποτα. Δεν είναι ο κατηγορούμενος αυτός που θα αποδείξει την αθωότητά του. Είναι η Εισαγγελική Αρχή αυτή που θα αποδείξει την ενοχή του κατηγορουμένου και φυσικά αν υπάρχουν κάποιες αμφιβολίες αυτές πάντοτε είναι υπέρ του κατηγορουμένου.

Τέταρτο στοιχείο της δίκαιης Δίκης κατ’ άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Πρέπει να υπάρχει ισότητα όπλων μεταξύ κατηγορουμένου και Εισαγγελέως. Πέμπτο στοιχείο και αυτό προσέξτε το, η Εισαγγελία έχει υποχρέωση να αποκαλύπτει όλα τα στοιχεία που θα διαθέτει είτε είναι υπέρ, είτε είναι κατά του κατηγορουμένου. Θα επανέλθω και σε αυτό.

Έκτο στοιχείο, πρέπει να έχουμε μία κατ’ αντιδικία διαδικασία. Εδώ η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είναι σαφής και έχει παγιωθεί τα τελευταία χρόνια. Όταν μιλάμε για μία κατ’ αντιδικία διαδικασία σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος πρέπει να λαμβάνει γνώση και να σχολιάζει, να έχει το δικαίωμα να σχολιάσει και τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίζονται σε μια ποινική δίκη αλλά προσέξτε το αυτό και τις παρατηρήσεις που γίνονται και τα σχόλια που γίνονται είτε αυτά προέρχονται από την πολιτική αγωγή, είτε από τους Εισαγγελείς, είτε προσέξτε το και αυτό από κάποια Δικαστικό Όργανο που με οποιονδήποτε τρόπο έχει εκφέρει γνώμη.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει κρίνει στο πλαίσιο της αντιδικίας περιπτώσεις που ένα Κατώτερο Δικαστήριο έχει επισήμως καταθέσει την γνώμη του για μία εκκρεμούσα υπόθεση στο Ανώτερο Δικαστήριο. Σε αυτή την περίπτωση όταν έχουμε μία δικαστική εκτίμηση μιας τρέχουσας υπόθεσης πρέπει ο κατηγορούμενος να έχει το δικαίωμα να σχολιάσει και να υποβάλλει τις παρατηρήσεις του. Θα επανέλθω και σε αυτό αργότερα.

Έβδομο σημείο μιας δίκαιης Δίκης κατ’ άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Ο κατηγορούμενος πρέπει να γνωρίζει τις εις βάρος του κατηγορίες. Μας το λέει σαφώς το άρθρο 6 παράγραφος 3α της ΕΣΔΑ και εδώ θα επανέλθω βέβαια. Από τώρα όμως πρέπει να πω όταν λέμε ότι πρέπει να γνωρίζει τις κατηγορίες να γνωρίζει τόσο τα πραγματικά περιστατικά τα οποία του προσάπτονται λεπτομερώς, όσο όμως και το νομικό χαρακτηρισμό αυτών των πράξεων. Και σ’ αυτό το σημείο θα επανέλθω.

Όγδοο σημείο αυτής της δίκης: Ο κατηγορούμενος πρέπει να διαθέτει τα αναγκαία μέσα και ευκολίες για την προετοιμασία της υπεράσπισής του κατά άρθρο 6 παρ. 3β της ΕΣΔΑ.

Ένατο σημείο: Ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να εξετάζει τους μάρτυρες κατηγορίας κατά άρθρο 6 παρ. 3δ της ΕΣΔΑ. Από τώρα επισημαίνω, επειδή έχει γίνει και δικαίως πολύ συχνά αναφορά σ’ αυτή τη διάταξη, θα αναφερθώ εκτενώς στη συνέχεια της αγόρευσής μου και από τώρα να επισημάνω ότι κατά την ταπεινή μου γνώμη έχει γίνει μια παρανόηση του ακριβούς περιεχομένου αυτής της διάταξης όπως ερμηνεύεται από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού δικαστηρίου.

Δέκατο σημείο του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ: Δεν είναι δίκαιη μια δίκη όταν αυτή αποδέχεται τις ομολογίες που αποτελούν προϊόν βασανιστηρίων ως αποδεικτικό μέσον.

Ενδέκατο σημείο: Επιτρέπονται σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου όπως αυτό επεξεργάζεται το άρθρο 6 παρ. 1, μόνο τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα και αυτό παρακαλώ πολύ προσέξτε το ιδιαίτερα.

Αυτά πολύ πρόχειρα μας λέει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και ειδικότερα το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης σχετικά με το περιεχόμενο της δίκαιης δίκης υπό στενή έννοια. Όμως, κατά την άποψή μου, έχουμε και μία διαφορετική, μία πρόσθετη προσέγγιση της δίκαιης δίκης. Μιλώ λοιπόν για μια δίκαιη δίκη υπό ευρεία έννοια και θεωρώ ότι δίκαιη είναι η δίκη κατά την οποία επιπλέον, πέραν των όσων μας λέει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, τηρείται το σύνταγμα, οι θεμελιώδεις αρχές της διαδικασίας και ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας.

Θα μου πείτε, μα αυτό δεν είναι αυτονόητο κ. Μυλωνά; Δεν είναι αυτονόητο κ.κ. Δικαστές. Από την πορεία αυτής της Δίκης είδαμε ότι δεν είναι αυτονόητο ούτε αυτό. Από τώρα μπορώ να επισημάνω τέσσερα σημεία, τη συνταγματική κατοχύρωση των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων στο άρθρο 97 του συντάγματος, τη θεμελιώδη δικονομική αρχή της αμεσότητας –προσέξτε αυτή τη λέξη, θα τη βρούμε και στη συνέχεια- και βέβαια τις λεπτομερείς διατάξεις που περιέχει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας μας για τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης και γενικότερα την τήρηση του δικαίου της απόδειξης.

Γιατί στο ελληνικό νομικό σύστημα υπάρχουν σαφείς κανόνες που αφορούν το δίκαιο της απόδειξης και το τί είναι νόμιμο αποδεικτικό μέσο και το τί δεν είναι. Αυτό το σύνολο των κανόνων που αφορούν το δίκαιο της απόδειξης θα πρέπει να έχει τηρηθεί για να μπορούμε να μιλάμε για μια δίκαιη δίκη.

Ας κάνω όμως και δύο διευκρινίσεις τώρα: Όταν μιλάμε για δίκαιη δίκη, εξετάζουμε κατά την άποψή μου τρία ξεχωριστά στάδια: Εξετάζουμε την προδικασία, εξετάζουμε τη διαδικασία στο ακροατήριο και εξετάζουμε και μία δικαστική απόφαση. Κατά τη γνώμη μου είναι σφάλμα να περιοριστούμε όταν εξετάζουμε την προβληματική της δίκαιης δίκης μόνο στην ακροαματική διαδικασία. Μία ποινική υπόθεση αντιμετωπίζεται ενιαία, ξεκινά με την άσκηση ποινικής δίωξης και τελειώνει με την έκδοση απόφασης και καθοριστικό στοιχείο της επεξεργασίας μίας ποινικής υπόθεσης είναι το πώς αυτή έχει αντιμετωπισθεί στην προδικασία.

¶ρα λοιπόν, κατά την άποψή μου, πριν δούμε αν είχαμε δίκαιη δίκη στο ακροατήριο αυτής της υπόθεσης που έχει ξεκινήσει στις 3 Μαρτίου, θα πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας στην προδικασία γιατί η αντιμετώπιση μιας ποινικής υπόθεσης όπως είναι η υπόθεση που λέμε υπόθεση της 17Ν, δεν έχει ξεκινήσει στις 3 Μαρτίου, έχει ξεκινήσει πολύ πιο πριν και έχει υπάρξει μια προδικασία η δικαιότητα της οποίας είναι καθοριστική για να δούμε αν αντιμετωπίστηκαν δίκαια οι κατηγορούμενοι που φέρονται ότι είχαν δράσει στο πλαίσιο της 17Ν μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται βέβαια και ο εντολέας μου, ο κ. Τζωρτζάτος.

Η δικαιότητα της προδικασίας έχει και μία αυτοτελή σημασία αλλά έχει και μια πρόσθετη σημασία γιατί το τί έχει γίνει στην προδικασία επιδρά ευθέως και στην ακροαματική διαδικασία, συγκαθορίζει και την ποιότητα της ακροαματικής διαδικασίας.

Έρχομαι τώρα στη δεύτερη διευκρίνιση, νομίζω ότι πρέπει να προσέξουμε και το εξής σημείο: Δεν αρκεί να είναι καλή η συμπεριφορά των δικαστών, να παίρνουν στην ακροαματική διαδικασία τον λόγο οι κατηγορούμενοι και να διεξάγεται ομαλά η διαδικασία για να έχουμε μια δίκαιη δίκη. Χρειάζονται πολλά άλλα δεδομένα, χρειάζεται να πληρούνται πολλές άλλες προϋποθέσεις.

Δεν αρκεί να έχουμε καλές συνθήκες δίκης στο ακροατήριο. Για να θυμηθώ την απορία και αγωνία του εκλεκτού Εφέτη του κ. Ζαϊρη, ο οποίος στις 29 Αυγούστου ρώτησε τον κατηγορούμενο, τον κ. Κονδύλη αν ήταν καλές οι συνθήκες αυτής της Δίκης και είπε ο κ. Κονδύλης, που δεν είναι νομικός βέβαια, «ήταν καλές οι συνθήκες›. Αυτό κ. Ζαϊρη, επιτρέψτε μου να πω, δεν είναι αρκετό. Το ότι είχαμε σε πολύ μεγάλο βαθμό καλές συνθήκες διεξαγωγής αυτής της διαδικασίας είναι κάτι θετικό βεβαίως, πρέπει να το αξιολογήσουμε και να το εκτιμήσουμε, αλλά δεν είναι αυτό που καθορίζει αν ήταν δίκαιη η ακροαματική διαδικασία. Πολλά άλλα πράγματα έχουν σημασία και επιτρέψτε μου να πω, έχουν μεγαλύτερη ακόμα σημασία.

Εδώ βέβαια θα μου επιτρέψετε να απευθύνω δημόσια και έναν έπαινο προς τον κ. Ζαϊρη, τον Εφέτη, μέλος της τακτικής σύνθεσης του παρόντος Δικαστηρίου, γιατί πράγματι κατά τη διάρκεια αυτής της πολύμηνης ακροαματικής διαδικασίας, ο τρόπος που συμμετείχε ήταν άψογος, ο τρόπος που έθετε τις ερωτήσεις ήταν πάντοτε ευγενέστατος χωρίς καμία διάθεση προσβολής των κατηγορουμένων, βασιζόμενος πάντοτε σε στοιχεία, ακριβής, χωρίς καμία προσπάθεια να παραπλανήσει οποιονδήποτε.

Χρειάζεται λοιπόν να επαινέσουμε τον κ. Ζαίρη, γιατί η Υπεράσπιση δεν είναι μόνο να επισημαίνει τα αρνητικά, οφείλει να επισημαίνει και τα θετικά που υπήρχαν, διότι πράγματι ο τρόπος που συμμετείχε σ’ αυτή τη δίκη ήταν άψογος. Βέβαια δεν μπορώ να πω το ίδιο για τη στάση της Εισαγγελίας, αλλά θα το δούμε αυτό λίγο αργότερα.

Και μια και αναφέρομαι στους αξιότιμους κ.κ. Δικαστές ας κάνω άλλη μια παρέκβαση. Θα αναφερθώ λιγάκι στη στάση του κ. Προέδρου. Γιατί βέβαια, καθοριστικός για την εξέλιξη μιας πολύμηνης δίκης είναι ο τρόπος με τον οποίο διευθύνει τη συζήτηση ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου. Εδώ θα μου επιτρέψετε να ξεκινήσω με έναν έπαινο. Επειδή τυχαίνει να ξέρω και τον κ. Μαργαρίτη και από παλαιότερα, μάλιστα έχουμε συνυπάρξει σε επιστημονικές εκδηλώσεις, μία φορά μάλιστα στον Δικηγορικό Σύλλογο ήμαστε και οι δύο εισηγητές για θέματα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ο κ. Μαργαρίτης για το αστικό σκέλος του άρθρου 6, εγώ για το ποινικό, έχω και προσωπική άποψη για τις γνώσεις του κ. Προέδρου.

Πρέπει να πω ότι είναι ένας ξεχωριστός δικαστής, ότι έχει πολύ μεγάλες γνώσεις και όχι μόνο στο Ποινικό, και στο Αστικό, και στην Πολιτική Δικονομία, είναι θα έλεγα ένας δικαστής πρότυπο για τους νεότερους δικαστές, ένας δικαστής που πραγματικά τιμά το Δικαστικό Σώμα, ένας δικαστής που δεν περιορίζεται μόνο στα δικαστικά του καθήκοντα αλλά έχει και γενικότερα θεωρητικά ενδιαφέροντα και όπως σας είπα όχι μόνο στο Ποινικό αλλά και σε άλλους δικαιϊκούς κλάδους, ένας δικαστής που συμμετέχει ως συγγραφέας στην επιστημονική κίνηση.

Είναι πραγματικά ένας εξαίρετος νομικός, επιτρέψτε μου να το πω, είναι ένα κόσμημα για την Ελληνική Δικαιοσύνη. Κύριε Πρόεδρε, όλα αυτά τα πιστεύω και τα λέω εκ βάθους καρδίας. Είναι και κάτι άλλο εντυπωσιακό στον κ. Πρόεδρο και επιτρέψτε μου να πω ότι πράγματι ήμαστε τυχεροί που η κλήρωσε ανέδειξε τον ίδιο ως Πρόεδρο της παρούσης Δίκης. Όχι βέβαια πως οι άλλοι δικαστές του Εφετείου δεν έχουν ικανότητες, αλλά, είναι μια υποκειμενική κρίση, θεωρώ ότι ο κ. Μαργαρίτης έχει ξεχωριστές ικανότητες που υπερβαίνουν τον μέσο όρο των δικαστών μας. Βεβαίως και ο μέσος όρος είναι υψηλός, αλλά ο κ. Μαργαρίτης είναι πολύ πιο πάνω.

Είναι όμως και κάτι άλλο εντυπωσιακό: Ο κ. Μαργαρίτης έχει και πολύπλευρα ενδιαφέροντα. Προέκυψε κατά τη διαδικασία ότι διαβάζει και ιστορία, διαβάζει και φιλοσοφία, συχνά αναφέρθηκε στον Αριστοτέλη, όχι μόνο ιστορία και φιλοσοφία, και λογοτεχνία και στον Σαίξπηρ και στον Φουκώ, και σε πάρα πολλούς άλλους συγγραφείς, να μην τους αναφέρω τώρα....

Θα σταματήσω εδώ τον έπαινο, σημειώνω πολύ σύντομα ότι έχει και ευρύτερα ιστορικοφιλοσοφικά και λογοτεχνικά ενδιαφέροντα. Θα έρθω τώρα σε δύο χαρακτηριστικά του σεβαστού μας Προέδρου, δύο χαρακτηριστικά που μπορούν να ερμηνευθούν και έτσι και αλλιώς: Το πρώτο χαρακτηριστικό είναι ότι σχολίαζε πάρα πολύ τα τεκταινόμενα σ’ αυτή τη Δίκη και βέβαια είναι κάτι που δε συνηθίζεται στα ελληνικά δικαστήρια, αλλά ένας εξαιρετικός άνθρωπος δικαιούται ίσως να έχει και έναν διαφορετικό τρόπο χειρισμού της υπόθεσης.

Αλλά πρέπει να το επισημάνω ότι πάρα πολύ συχνά σχολίαζε το τί συνέβαινε. Σχολίαζε τους δικηγόρους, τους μάρτυρες, τα πάντα και επιτρέψτε μου κ. Πρόεδρε να πω, ότι αντικειμενικά, νομίζω χωρίς κι εσείς να το καταλαβαίνετε, αυτός ο τρόπος διεξαγωγής της διαδικασίας και Προεδρίας, αντικειμενικά οδηγούσε και στην καθυστέρηση της διαδικασίας. Αυτό που ήταν το μεγάλο σας άγχος, το υπερβολικό άγχος, σ’ έναν μεγάλο βαθμό το προκαλούσατε κι εσείς, άθελά σας βεβαίως, αλλά, επιτρέψτε μου να το πω, όταν πάρα πολύ συχνά σχολιάζει ο Πρόεδρος αυτά που γίνονται, άθελά του οδηγεί στην καθυστέρηση της διαδικασίας, κάτι που βεβαίως, το έχετε πει επανειλημμένα, δεν το θέλατε.

Έρχομαι και στο δεύτερο χαρακτηριστικό: Ο κ. Πρόεδρος είναι πολύ έξυπνος, ευφυής και πνευματώδης άνθρωπος και με αίσθηση του χιούμορ. Αυτό είναι θετικό. Όμως τίποτε στη ζωή δεν είναι άσπρο-μαύρο, όλα έχουν διάφορες πτυχές. Δυστυχώς μερικές φορές, δεν ξέρω αν το έκανε συνειδητά, δε νομίζω, αλλά αντικειμενικά και πάλι, ειρωνευόταν. Και βέβαια εδώ, παρά το ότι ο ίδιος έχει πει στις 8/5 ότι «η ειρωνεία είναι μια μορφή πνεύματος η οποία είναι ξεπερασμένη πλέον› και έχετε δίκιο βεβαίως, αλλά δυστυχώς, επιτρέψτε μου να το πω, αρκετές φορές ήσαστε είρωνας.

Εδώ αρχίζουν και κάποια προβληματάκια. Πριν όμως πάω στην ειρωνεία να πω κάτι άλλο για τα σχόλια, που το έχω παραλείψει. Τα σχόλια δεν έχω καμία αμφιβολία ότι ήταν καλοπροαίρετα, αλλά μερικές φορές ακούγονταν διαφορετικά.

Για παράδειγμα, όταν στις 20/6 εξεταζόταν ο μάρτυρας ο κ. Ράπτης, είναι ο άντρας της αδερφής του κ. Τζωρτζάτου και έλεγε: «Μοιάζει του πατέρα του ο Βασιλάκης, ήταν ένας φοβερός άνθρωπος, πράος, πολύ ήρεμος και ο Βασίλης άμα τον κοιτάξετε είναι ήρεμος›, εσείς απαντάτε, σχολιάζετε «δεν το έχω διαπιστώσει›. Όταν όμως ο μάρτυρας λέει, καταθέτει την άποψή του «ξέρετε, ο κατηγορούμενος Βασίλης Τζωρτζάτος είναι ένας πολύ ήρεμος και πράος άνθρωπος› και λέει ο Πρόεδρος «δεν το έχω διαπιστώσει› καλοπροαίρετα το λέει, καμία αντίρρηση, αλλά δημιουργούνται εντυπώσεις, δημιουργείται η εντύπωση ότι ο Πρόεδρος έχει σχηματίσει ήδη άποψη ότι δεν είναι ήρεμος ο κατηγορούμενος κι άμα δεν είναι ήρεμος, ας μην πούμε τί άλλο μπορεί να είναι.

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή