ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που έχει διακοπεί. Ο κ. Μυλωνάς παρακαλείται να συνεχίσει.
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Μιλούσα για το μνημείο της Δικαιοσύνης, το βούλευμα το 205 που μας διαβεβαίωνε ότι όλοι είναι μέλη της 17Ν και έχουν διαπράξει και σωρεία εγκλημάτων. Καμία αιτιολογία, πλήρης περιφρόνηση του ισχύοντος Δικαίου. Αντίστοιχο είναι και το βούλευμα με το οποίο παρατείνεται και μετά το 12μηνο η κράτηση των κατηγορουμένων ως μέλη της 17Ν, είναι το 1554/2003. Κάπως καλύτερη η διατύπωση. Βέβαια κι εδώ έχουμε αναφορές όλοι οι ανωτέρω, μέλη της επαναστατικής Οργάνωσης 17Ν, κρατούνται προσωρινά.
Γίνεται πάλι λόγος για βιαιότητα, επιθετική συμπεριφορά χωρίς καμία αιτιολογία για επικινδυνότητα, γίνεται λόγος για την δικαιολόγηση της πέραν του έτους παράτασης της προσωρινής κράτησης των αναφερομένων 17 κατηγορουμένων μελών της επαναστατικής Οργάνωσης 17Ν. Μην σας κουράζω, περίπου τα ίδια λέει και αυτό το βούλευμα και αυτό είναι ένα δεύτερο μνημείο της Ελληνικής Δικαιοσύνης και αυτό βεβαίως έχει διατυπώσεις που ευθέως παραβιάζουν το τεκμήριο αθωότητας, γι’ αυτό ειδικά θα προσφύγουμε με τον κ. Τζωρτζάτο στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο γιατί είναι ντροπή να υπάρχει τέτοιο βούλευμα, τέτοια απόφαση Συμβουλίου Εφετών που να λέει ευθέως οι κατηγορούμενοι είναι μέλη της 17Ν.
Αν είναι μέλη και έχουν διαπράξει τα εγκλήματα τι κάνουμε εμείς εδώ 8 μήνες; Αν ήταν δεδομένο μας αρκούσε το παραπεμπτικό βούλευμα, βγάζαμε και μία απόφαση και πηγαίναμε όλοι σπίτι μας. Αν το ζητούμενο το θεωρούμε ως δεδομένο Δικαιοσύνη δεν υπάρχει σε αυτόν τον τόπο με αυτά τα δεδομένα. Βέβαια υπήρχε μία ελπίδα. Να συνεχίσω κ. Πρόεδρε;
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Απλώς να έχουμε λίγο μετριότερες εκφράσεις. Δεν χρειάζεται να λέμε «ντροπή› του βούλευμα.
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Είναι κάτι πολύ χειρότερο, είναι η αυθαιρεσία αποτυπωμένη σε νομικό κείμενο.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όπως ξέρετε σε μας εδώ δεν πολυ-ωφελούν αυτά. Τι μας νοιάζει εμάς που λένε αφού δεν μπορούμε να διορθώσουμε κάποια κατάσταση τέτοια. Καταλάβατε; Αν χρειαζόταν και μπορούσαμε να διορθώσουμε μια τέτοια κατάσταση?..
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Θα σας εξηγήσω γιατί έχει σημασία και στην παρούσα δίκη κ. Πρόεδρε.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Θα μπορούσαμε κι εμείς να σας ακούσουμε και να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε. Τώρα με τα βουλεύματα αυτά πώς εμείς μπορούμε να παρέμβουμε σε όλα αυτά; Πώς μπορούμε να παρέμβουμε τώρα πια εμείς; Εντάξει, η πράξη προδικασίας πολύ σωστά εξηγήσατε, κύριοι μην τις λάβετε υπόψη αυτές τις καταθέσεις γιατί αυτό κι γι αυτό. Το ακούσαμε. Τώρα ετούτο το βούλευμα; Μπορείτε να συνεχίσετε.
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Θα το δείτε στη συνέχεια. Μέχρι στιγμής λοιπόν για την ακρίβεια ακόμα και όταν συζητήθηκε η υπόθεση στο Συμβούλιο Εφετών, αναφέρομαι στην παράταση πέραν του έτους, ακόμα και τότε υπήρχε μία νομική διέξοδος. Είχε τη δυνατότητα ο κατηγορούμενος να κάνει αναίρεση, να ασκήσει αναίρεση κατά του βουλεύματος και να κρίνει ο ¶ρειος Πάγος αν το περιεχόμενο του βουλεύματος που λέει ότι όλοι οι κατηγορούμενοι είναι μέλη της 17Ν και έχουν διαπράξει αυτά τα εγκλήματα αν είναι συμβατό προς το Δίκαιο κι αν παραβιάζει ή όχι το τεκμήριο αθωότητας.
Βέβαια ο καλός νομοθέτης φρόντισε να εξαφανίσει και αυτή τη δυνατότητα γιατί με το νέο νόμο το 3160 καταργήθηκε η δυνατότητα άσκησης αναίρεσης κατά τέτοιου είδους βουλευμάτων. Μη τυχόν και καταφέρουμε να εκφράσουμε το νομικό μας αντίλογο σε επίπεδο Αρείου Πάγου. Αλίμονο! Πρέπει να μην έχουν κανέναν έλεγχο οι Δικαστές της ουσίας και να λένε αυτά που λένε χωρίς να τους ελέγχει ο ¶ρειος Πάγος.
Θα πω δυο λόγια αλλά ίσως λίγο αργότερα για την σημασία του 18μηνου και τη σημασία της προσωρινής κράτησης. Ας το κρατήσουμε αυτό για λίγο αργότερα και ας έρθω λίγο στο συμπέρασμά μου για το ζήτημα της προδικασίας. Σας ανέπτυξα δέκα λόγους για τους οποίους κατά την γνώμη μου παραβιάστηκε η δίκαιη Δίκη στην προδικασία. Ας τους συνοψίσω πάλι τηλεγραφικά θα έλεγα. Πρώτος λόγος είναι οι συνθήκες σύλληψης και η ανυπαρξία γνώσης της κατηγορίας.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε Μυλωνά, τα έχουμε σημειώσει. Γίνεται λεπτομερής η καταχώρησή σας.
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Δεν διαφωνώ αλλά την ώρα που με διακόψατε θα τα είχα πει.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εγώ θα παρακαλούσα αν τα λέτε για μας βέβαια να μην τα επαναλάβετε διότι καταλαβαίνουμε, προσέχουμε, σημειώνουμε εκτός αν νομίζετε ότι αν μας τα πείτε δεύτερη φορά ?.
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Δηλαδή αν κατάλαβα καλά κ. Πρόεδρε υποδεικνύεται αυτή την στιγμή τον τρόπο που θα αγορεύει ο συνήγορος σε αυτή την υπόθεση.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δικαιούται ο Προεδρεύων όταν ορισμένα πράγματα είναι απ’ έξω που λένε ή υπερβαλλόντως πολλά να κάνει κάποια σύσταση. Αν θέλετε μην την ακολουθείτε φυσικά.
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Δε νομίζω ότι και αυτό που λέτε είναι νόμιμο. Θα το λάβω υπόψη μου και θα συνεχίσω.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ότι θέλετε κάντε.
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Ανέφερα 10 λόγους παραβίασης. Οι 6 από αυτούς θεωρώ ότι επηρεάζουν ευθέως και την ακροαματική διαδικασία και κατά τούτο είχε και σημασία για την παρούσα Δίκη η αναφορά τους. Ποιοι είναι αυτοί οι 6 λόγοι που επηρεάζουν ευθέως και την ακροαματική διαδικασία; Είναι οι συνθήκες σύλληψης και η μη γνώση της κατηγορίας, είναι η μεταχείριση, η άσκηση σωματικής και ψυχολογικής βίας στην Ασφάλεια (2), είναι τα προβλήματα της νοσηλείας του Σάββα Ξηρού στον ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟ και ότι αυτό συνεπάγεται γιατί από κει ξεκινάνε όλα (3), είναι οι συνθήκες της ανάκρισης στην κα Μπούρη με την ύπαρξη ένοπλων Αστυνομικών (4), είναι το τρόπος διεξαγωγής της ανάκρισης στους Εφέτες Ανακριτές και η ταχύτητα διαδικασίας και στους Εφέτες Ανακριτές και στο Συμβούλιο Εφετών (5 και 6).
Έχουμε και άλλους 4 λόγους οι οποίοι ναι μεν δεν επηρεάζουν ευθέως την ακροαματική διαδικασία αλλά συνιστούν αυτοτελείς παραβιάσεις και του ισχύοντος Δικαίου και ιδίως της ΕΣΔΑ. Είναι οι συνθήκες κράτησης στα κελιά, είναι η υποκατάσταση της ανάκρισης από την Αστυνομία. Στο ρόλο του Τακτικού Ανακριτή έρχεται η Αστυνομία και ο Εισαγγελέας. Βέβαια θέλω να αναφερθώ λιγάκι στο θέμα της προσωρινής κράτησης γιατί ναι μεν δεν αφορά το παρόν Δικαστήριο, ναι μεν εσείς δεν μπορείτε να επέμβετε αλλά για μένα αυτό που έγινε στην παρούσα υπόθεση σημαίνει πάρα πολύ απλά ότι για την προσωρινή κράτηση η Δικαιοσύνη και οι Δικαστές που κάθε φορά την εκφράζουν μετά από αυτή την υπόθεση μπορούν να αυθαιρετούν και να κάνουν ότι θέλουν.
Έχουμε το άρθρο 282, λέει σαφέστατα ποιες προϋποθέσεις υπάρχουν. Έχουμε το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ λέει εξίσου σαφώς τι πρέπει να γίνει. Όλα αυτά τα αγνοούν, τα περιφρονούν οι Δικαστές και χωρίς καμία αιτιολογία λένε ότι ναι, άλλους 6 μήνες θα μείνετε προσωρινά κρατούμενοι μέχρι τους 12, ναι άλλους 6 μήνες θα μείνετε κρατούμενοι από τον 12ο μέχρι τον 18ο. Δεν πα να λέει το 282 αυτά που λέει, δεν πα να λέει η ΕΣΔΑ αυτά που λέει, εμείς έτσι θέλουμε, έτσι κάνουμε. Είναι μία σαφέστατη, πλήρης, ωμή έκφραση αυθαιρεσίας και οφείλω να το διαπιστώσω, οφείλω να το καταγγείλω παρόλο που δεν αφορά το παρόν Δικαστήριο.
Αυτό ήταν ένα σημαντικό συμπέρασμα που νομίζω ότι πρέπει να αναδειχθεί σε αυτή την Δίκη. Πρέπει επίσης να αναδειχθεί μια γενικότερη σημασίας διαπίστωση ότι η Αστυνομία παράνομα υποκαθιστά την Δικαιοσύνη κατά την άσκηση διεξαγωγή ανάκριση για κακουργήματα. Τα είπα πριν, ας μην τα επαναλάβω. Τα έχετε σημειώσει φαντάζομαι. ¶λλα λέει το ισχύον Δίκαιο, άλλα κάνει η Αντιτρομοκρατική με την συνεργασία του Εισαγγελέα του κ. Διώτη. Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό που έχει μία γενικότερη σημασία.
Τελειώνοντας τώρα το θέμα της προδικασίας θα κάνω μία παρέκβαση και θα αναφερθώ στο ρόλο της Αστυνομίας που όπως είπαμε αναδεικνύεται σαν καθοριστικός σε αυτή την Δίκη. Είναι δυνατόν η Αστυνομία να αυθαιρετεί; Ο προβληματισμός αυτός ήταν έντονος και επαναλαμβανόμενος από τον κ. Πρόεδρο και μάλιστα πολύ εύκολα και αβασάνιστα θα έλεγα το εύλογο ερώτημα, μπορεί να αυθαιρετεί η Αστυνομία, είναι δυνατόν; Πολύ εύκολα ολίσθαινε στο εντελώς διαφορετικής φύσης ερώτημα «θέλετε να καταργήσουμε και την Αστυνομία;›. Πάρα πολλές φορές το είπατε αυτό κ. Πρόεδρε. Ενδεικτικά αναφέρομαι στις 29 Μαίου. Ήταν η εξέταση του κ. Μανιού ο οποίος έδωσε νομίζω μια πολύ καλή απάντηση «όχι, θέλουμε να αναδείξουμε και να την αναβιβάσουμε στο ύψος της›. Δεν μιλάμε φυσικά για κατάργηση. Μιλάμε για τήρηση της νομιμότητας και για ανάδειξη του σωστού έργου της Αστυνομίας.
Επανειλημμένα εξέφρασε την αγωνία του θα έλεγα ο κ. Πρόεδρος γι αυτό το ζήτημα. Να μην αναφερθώ τώρα στις επιμέρους φορές που έχει τεθεί το ζήτημα. Θα πάω πάλι στην κατάθεση του κ. Φοίβου Ιωαννίδη, του Βουλευτή που για μένα η παρουσία του σε αυτή την Δίκη σήμαινε πολλά και η προσωπικότητά του έχει ένα άλλου είδους εκτόπισμα, χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης και για μένα τουλάχιστον είναι ένας πολιτικός άντρας και συνάδελφος με πολύ μεγάλη εμβέλεια η προσωπικότητά του και με αυξημένο κύρος και τον εκτιμώ προσωπικά ιδιαίτερα.
Ας δούμε λοιπόν τι είχε πει ο κ. Ιωαννίδης όταν είχε έρθει να καταθέσει εδώ σε σας στις 15 Ιουλίου γιατί βέβαια επανειλημμένα ο κ. Πρόεδρος έφερε το θέμα της συζήτησης στο τι γίνεται με την Αστυνομία. Εδώ είχε πει ο κ. Ιωαννίδης «η φύση του αστυνομικού λειτουργήματος είναι περίεργη, μια κοινωνία κ. Πρόεδρε δεν μπορεί να ζήσει χωρίς Αστυνομία και χωρίς φυλακές δυστυχώς. Μου λέτε για την Ελληνική Αστυνομία. Υπόδειγμα στον κόσμο είναι η Αγγλική Αστυνομία. Πρόσφατα διάβαζα στους «TIMES› για την έρευνα που γίνεται για φοβερά εγκλήματα που διέπραξε η Αγγλική Αστυνομία και ειδικό Αγγλικό Σώμα εναντίον του IRA, γίνεται τώρα έρευνα. Ποιος θα το έλεγε ότι η Αγγλική Αστυνομία μπορεί να κάνει και φόνους; Διότι περιλαμβάνονται και φόνοι›.
Βλέπουμε λοιπόν ότι ο κ. Ιωαννίδης μας επισημαίνει ότι η Αγγλική Αστυνομία που την έχουμε και ως πρότυπο όχι μόνο παρανομεί αλλά καμιά φορά κάνει και πολύ χειρότερα, δολοφονεί. Αφού επισημάνω ότι ο κ. Ιωαννίδης μας είχε πει την προσωπική εμπειρία γιατί είχε συλληφθεί ο ίδιος στην Χούντα για την αντιστασιακή του δράση και μας είπε ότι υπήρξε ένας συγκατηγορούμενος ο οποίος προκειμένου να γλιτώσει κατέθεσε πάρα πολλά πράγματα εις βάρος άλλων τα οποία ήταν ψέματα. Αφού επισημάνω ότι και ο Πρόεδρος είχε πει «ξέρω ότι αν την παρα-αφήσουμε την Αστυνομία, η Αστυνομία είναι μαντρόσκυλο και αυτή, εάν το αφήσουμε τελείως το λουράκι μπορεί να φάει εκείνους που δεν πρέπει να φάει›.
Θα επισημάνω στη συνέχεια έναν διάλογο που είχε ο κ. Ιωαννίδης με τον κ. Εισαγγελέα. Εισαγγελέας: «σας παρακολουθώ με προσοχή. Είπατε ότι όταν ακούσατε ότι κρατείται προσωρινά ο Γιάννης Σερίφης σκεφτήκατε: τον τσουβάλιασαν. Έχετε αφήσει να εννοηθεί ότι είναι δυνατή η ύπαρξη της δράσης σκοτεινών μηχανισμών σήμερα.› Ιωαννίδης: «γιατί εσείς το αποκλείεται;›. Εισαγγελέας: «Εγώ;›. Ιωαννίδης: «Με συγχωρείτε, ποιος μπορεί να το αποκλείσει οπουδήποτε αυτό;›.
¶ρα λοιπόν κ. Πρόεδρε, κ.κ. Δικαστές ακόμα και σήμερα μπορούν να δρουν σκοτεινοί μηχανισμοί στην Αστυνομία, προσθέτω εγώ, μπορούν να παρανομούν θαυμάσια ακόμα και σήμερα στην Αστυνομία. Έχει ενδιαφέρον νομίζω να θυμίσω έναν διάλογο που είχε ο κ. Ιωαννίδης με τον Αναπληρωτή Πρόεδρο τον κ. Γεωργαντόπουλο. Αφού έχει πει ο κ. Ιωαννίδης «ξέρω όμως την Αστυνομία και τη νοοτροπία της› στη συνέχεια ο κ. Γεωργαντόπουλος ρωτάει «επομένως ξέρετε αν έχουν την νοοτροπία μηχανισμών ή όχι αυτοί οι δύο συγκεκριμένοι που πήραν τις καταθέσεις; (εννοείται από τον κ. Σερίφη)›. Ιωαννίδης: «Να σας απαντήσω. Καταρχήν θα έλεγα, το είπα και στο Στρατοδικείο αυτό, ουέ της συλλαμβανομένης, θα πω εδώ, εκεί είπε ουέ της δικαζομένης. Με το κλίμα που υπάρχει χρόνια τώρα από την καταστροφική δράση της 17Ν συλλαμβάνονται, η Αστυνομία έχει εξευτελιστεί προηγούμενα 10 φορές από την Ριανκούρ που έπρεπε να αυτοκτονήσουν κάποιοι. Συλλαμβάνονται άρα έχουν μία επιτυχία. Μέσα σε αυτή την βιασύνη να ολοκληρώσουν την υπόθεση πολλά μπορεί να έγιναν›.
Στη συνέχεια ο κ. Γεωργαντόπουλος «ξέρετε ποιοι πήραν την προανάκριση στην Αστυνομία, τις καταθέσεις, τις απολογίες του Σάββα Ξηρού, ξέρετε τα πρόσωπα;›. Ιωαννίδης: «όχι›. Γεωργαντόπουλος: «Σας το θέτω εγώ, Σύρος Στυλιανός, σε μια συμπαρίσταται ο Ιωάννης Διώτης και σε μία άλλη Ιωάννης Διώτης συμπαρισταμένου του Σύρου Στυλιανού. Για αυτούς έχετε κάτι συγκεκριμένο ότι έχουν τη νοοτροπία του μηχανισμού;›.
Ιωαννίδης: «Θα σας απαντήσω. Ένας Γάλλος Αντιεισαγγελέας απευθυνόμενος στους συναδέλφους του τους είπε «να είστε προκατειλημμένοι κατά του συζύγου και υπέρ της συζύγου, να είστε προκατειλημμένοι κατά του πατέρα και υπέρ του παιδιού, να είστε προκατειλημμένοι κατά του εργοδότη και υπέρ του εργαζομένου, να είστε προκατειλημμένοι υπέρ του κλέφτη και κατά της Αστυνομίας, να είστε προκατειλημμένοι υπέρ του κατηγορούμενου και κατά της Δικαιοσύνης. Αυτό να μην σας πω σε ποιο βιβλίο το έχω διαβάσει. Σας επαναλαμβάνω ότι οι προσωπικές και οι δικηγορικές εμπειρίες μου με έχουν κάνει να πιστεύω ότι δεν μπορώ να αποκλείσω τίποτα. Δεν μπορώ να βεβαιώσω κάτι γιατί δεν μπορώ να το ξέρω αλλά δεν μπορώ να αποκλείσω τίποτε ιδίως μέσα στην ατμόσφαιρα της εποχής εκείνης και με το δεδομένο ότι η συντριπτική πλειοψηφία του Ελληνικού λαού αισθανόταν ανακούφιση διότι είχε επιτέλους εξουδετερωθεί μία Οργάνωση η οποία ταλαιπώρησε τον τόπο ›.
Βλέπουμε λοιπόν ότι ένας Βουλευτής, ένας έμπειρος δικηγόρος και πολιτικός άντρας όταν τον ρωτάει συγκεκριμένα ο κ. Αναπληρωτής Πρόεδρος «μα αυτοί, τα κεφάλια μπορούσαν να κάνουν κάτι τέτοιο› λέει ο κ. Ιωαννίδης «δεν μπορώ να αποκλείσω τίποτε›. Δεν τα λέει ο συνήγορος υπεράσπισης, τα λέει ο κ. Φοίβος Ιωαννίδης, Βουλευτής.
Θα τελειώσω με τον κ. Ιωαννίδη θυμίζοντας το εύστοχο που είχε πει, μεταφέροντας τα λόγια του πάλε ποτέ Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κισσόπουλου ότι το μεγαλύτερο ελάττωμα ενός Δικαστή είναι η υπερβολική αυτοπεποίθηση. Προσθέτω εγώ, το να θεωρούμε ως δεδομένο ότι η Αστυνομία δεν είναι δυνατόν και τα κεφάλια της Αστυνομίας, οι Αρχηγοί ότι δεν είναι δυνατόν να παρανομήσουν.
Αυτές τις αμφιβολίες μου για την δράση της Αστυνομίας δεν τις εκφράζω μόνο εγώ ή έστω κάποιοι συνήγοροι υπεράσπισης που επιτελούν το καθήκον τους. Είχα αναφέρει την 1η Αυγούστου και το αναφέρω και πάλι μία Έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας ειδικά για την Ελλάδα. Θα το πω και πάλι, έχει σημασία. Είναι η Έκθεση της 24ης Σεπτεμβρίου 2002 με τίτλο «Ελλάδα στη σκιά της ατιμωρησίας, κακομεταχείριση και κακή χρήση πυροβόλων όπλων›. 88 πυκνογραμμένες σελίδες ειδικά για την Ελληνική Αστυνομία και θα δείτε στα πρακτικά της 1ης Αυγούστου.
Απλώς θυμίζω ότι η Διεθνής Αμνηστία, ένας εγκυρότατος Διεθνής Οργανισμός μας λέει ότι ειδικά για την δράση της Ελληνικής Αστυνομίας στην Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών κατά των βασανιστηρίων είχε αναφέρει η ελληνική αντιπροσωπεία ότι μεταξύ 1996 και 2000 είχαν υποβληθεί 163 καταγγελίες εναντίον Αστυνομικών. Νομίζω αυτό λέει πάρα πολλά. Αξίζει τον κόπο να διαβάσετε και το σύνολο της Έκθεσης. Η Διεθνής Αμνηστία μας καταγγέλλει όχι 1, όχι 2, 163 καταγγελίες κακομεταχείρισης για 4 μόνο χρόνια. Κάτι δεν πάει καλά λοιπόν με την Ελληνική Αστυνομία και αυτό το έχει καταλάβει και ο Έλληνας νομοθέτης ο οποίος το 1999 με το νόμο 2713 θέσπισε μία υπηρεσία εσωτερικών υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας.
Προσέξτε πώς ξεκινάει η εισηγητική έκθεση του νόμου. Κώδικας Νομικού Βήματος 99, σελίδα 629. Με το ενθέματι σχέδιο νόμου επιχειρείται η αποτελεσματική αντιμετώπιση του πασίγνωστου και κατά κοινή ομολογία θλιβερού φαινομένου της διαφθοράς Αστυνομικών. Αν και το φαινόμενο αυτό αντικατοπτρίζει τη γενικότερη διαχρονική και σύμφυτη με την λειτουργία της κρατικής μηχανής παθογένεια κυρίως των υπηρεσιών που οι δραστηριότητά τους έχει σχέση με οικονομικά συμφέροντα, ο πολλαπλασιασμός των φαινομένων διαφθοράς τελευταία στο χώρο της Αστυνομίας έχει δημιουργήσει έντονη ανησυχία στο κοινωνικό σύνολο με αποτέλεσμα να κλονίζεται σημαντικά ο βαθμός εμπιστοσύνης σε ένα βασικό θεσμό για την λειτουργία του κράτους Δικαίου, να δυσχεραίνει το έργο της Αστυνομίας και περαιτέρω να αποβαίνει σε βάρος της νομιμότητας της έννομης τάξης και της ασφάλειας των πολιτών.
Δεν τα λέω εγώ αυτά, τα λέει η επίσημη πολιτεία, η εξουσία που νομοθετεί το 1999 αναφερόμενη στην αστυνομία. Είναι πασίγνωστο λέει το θλιβερό φαινόμενο της διαφθοράς των αστυνομικών και αυτή η δραστηριότητα έχει πολλαπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια. Γι’ αυτό με το πρώτο άρθρο αυτού του νόμου, συνιστάται μια αυτοτελής ειδική αστυνομική υπηρεσία, υπαγόμενη απευθείας στον αρχηγό της ελληνικής αστυνομίας, η οποία διερευνά την εξιχνίαση των εγκλημάτων των αστυνομικών και ειδικότερα των άρθρων 134 με 137Δ κλπ.
Τα πρώτα άρθρα που αναφέρονται είναι αυτά που αφορούν και τα βασανιστήρια. Βλέπουμε λοιπόν ότι, δεν πρέπει να ενοχλούμαστε, όταν ακούστηκε σ’ αυτή την αίθουσα ότι, υπάρχουν και κάποιοι αστυνομικοί, δεν λέμε για το σύνολο της αστυνομίας και κατά προτίμηση βέβαια εκεί στην Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία, οι οποίοι παρανομούν, οι οποίοι εγκληματούν, ακούσατε χθες και τον κ. Αγιοστρατίτη πόσα ενδιαφέροντα είπε, είναι ένα φαινόμενο που και ο νομοθέτης μας το έχει αντιμετωπίσει και γι’ αυτό μάλιστα έχει θεσπίσει ένα ειδικό νόμο.
Θα περάσω τώρα κ. Πρόεδρε, κ. Δικαστές, σε ένα άλλο κεφάλαιο της αγόρευσής μου, που μακάρι να μην χρειαζόταν να το αναφέρω. Και εγώ πραγματικά στενοχωριέμαι γι’ αυτά που θα πω στη συνέχεια, αλλά είναι δυστυχώς ότι προέκυψε από την ακροαματική διαδικασία. Η επόμενη ενότητα που ξεκινώ τώρα, έχει ως αντικείμενο την δίκαιη δίκη στο ακροατήριο, στην ακροαματική διαδικασία. Σ’ αυτή τη διαδικασία που ξεκίνησε στις 3 Μαρτίου ενώπιόν σας.
Και βέβαια θα πω ότι, αναφέρομαι στην δίκαιη δίκη, υπό ευρεία έννοια, όπως την προσδιόρισα πριν λίγες ώρες και θα ασχοληθώ με το εάν η διαδικασία στο ακροατήριο αυτό το 8μηνο, πληρούσε τις προϋποθέσεις μιας δίκαιης δίκης. Είναι ένα καυτό ερώτημα, όπως καταλαβαίνετε έχει άμεσο αντίκτυπο η μια ή η άλλη απάντηση στην αξιολόγηση της ποινικής αντιμετώπισης του κ. Τζωρτζάτου από το δικαστήριο και είναι κάτι που άπτεται ευθέως της παιδαγωγικής λειτουργίας αυτής της δίκης.
Δεν νομίζω ότι είναι δυνατόν να μιλάμε για παιδαγωγική λειτουργία μιας ιστορικής δίκης, αν καταλήξουμε τυχόν στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν η δίκαιη δίκη στο ακροατήριο. Πώς θα το κρίνουμε αυτό; Ποια είναι τα κριτήριά μας; Ανέφερα κάποια πράγματα προηγουμένως, θα πω και κάτι που το έχω πει ήδη από τις 5 Ιουνίου σε συνέχεια αυτού που είπα ότι δεν αρκεί απλώς να διεξάγεται σωστά η διαδικασία, να είμαστε ευγενείς με τους κατηγορουμένους, το Δικαστήριο, γιατί οι Εισαγγελείς ούτε καν ευγενείς με τους κατηγορουμένους ήταν, να έχει τη δυνατότητα ο κ. Κουφοντίνας, ο κ. Τζωρτζάτος να λένε την γνώμη τους, όλα αυτά χρειάζονται, είναι πολύ σημαντικά. Αλλά αν θέλετε είμαστε ακόμα στην επιφάνεια. Καλή και η επιφάνεια, αλλά το βάθος είναι λίγο πιο σημαντικό.
Είχα πει λοιπόν τότε στις 5 Ιουνίου με αφορμή τα θέματα της προσκόμισης των όψιμων πραγματογνωμοσυνών τα εξής. Επιτρέψτε μου να πω από τώρα, ότι από εδώ από και πέρα, με αφετηρία την σημερινή ένσταση θα τεθούν στο Δικαστήριό σας τρία, ή τέσσερα πολύ σοβαρά νομικά ζητήματα, από την απάντηση την οποία θα δώσετε σ’ αυτά, νομίζω ότι θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό, σε ένα αντικειμενικά πια πεδίο το εάν θα είναι αυτή δίκη δίκαιη. Γιατί ο τρόπος που θα αντιμετωπίσετε συγκεκριμένα νομικά ζητήματα, η απάντηση που θα δώσετε με μια προπαρασκευαστική απόφαση, αυτός ο τρόπος αντικειμενικά θα προσδιορίσει και το αποτέλεσμα, αν τελικά θα έχουμε μια δίκαιη δίκη. Αυτά είχα πει τότε στις 5 Ιουνίου και ήρθε τώρα ο καιρός να δούμε την αξιολόγηση αυτής της διαδικασίας, όταν μάλιστα έχουμε στο διάστημα που έχει μεσολαβήσει από τις αρχές Ιουνίου μέχρι τώρα, μια σειρά από επιμέρους προπαρασκευαστικές αποφάσεις, με τις οποίες έχει τοποθετηθεί το Δικαστήριό σας, είναι ένα αντικειμενικό δεδομένο.
Βέβαια επιτρέψτε μου να το πω και έχει σημασία, αυτές οι αποφάσεις πάντοτε ανακαλούνται. Το λέει το άρθρο 548 του Κ.Ποιν.Δ. ¶ρα πάντοτε έχετε τη δυνατότητα κάποιες απ’ αυτές να τις ανακαλέσετε και με την τελική σας απόφαση να τις τροποποιήσετε. Και βέβαια, ευχή εκ μέρους μου, που δεν νομίζω βέβαια ότι θα τύχει ευμενούς αντιμετώπισης, θα ήταν κάποιες απ’ αυτές να κληθούν και να αντιμετωπιστούν διαφορετικά.
Εδώ θα κάνω όμως μια πολύ σημαντική παρέκβαση. Είναι δυνατόν να ασκείται κριτική σε δικαστικές αποφάσεις; Εδώ είχα μια από τις πιο έντονες αντιπαραθέσεις με τον κ. Πρόεδρο και εδώ διέπραξε ένα από τα σημαντικότερα σφάλματα, να χρησιμοποιήσω αυτό τον προσδιορισμό στις τοποθετήσεις του. Έφθασε μάλιστα στο σημείο να πει ο κ. Πρόεδρος, κάνετε κριτική σε δικαστική απόφαση; Συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα. Κατά λέξη έτσι το είχατε πει.
Αν ήταν κάποιος κακοπροαίρετος, θα έλεγε ότι αυτό συνιστά μια ακραία μορφή αυταρχισμού εκ μέρους του δικαστηρίου. Εγώ όμως δεν θα είμαι κακοπροαίρετος. Θα πω ότι σε μια δίκη, λέγεται και καμιά κουβέντα παραπάνω. Όμως θα επιμείνω, στο ότι ήταν μια εντελώς εσφαλμένη τοποθέτηση. Και είναι εσφαλμένη γιατί η κριτική στις δικαστικές αποφάσεις, όχι μόνο δεν απαγορεύεται, αλλά αποτελεί και δικαίωμα και θα έλεγα ότι είναι και συστατικό στοιχείο της κατ’ αντιδικία διαδικασίας. Αναφέρθηκα ήδη στην κατ’ αντιδικία διαδικασία, υπάρχει πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, για το τι σημαίνει κατ’ αντιδικία διαδικασία, το είπα και πριν, σημαίνει μεταξύ άλλων ότι ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να σχολιάζει, τις παρατηρήσεις που υποβάλλονται στη διάρκεια της διαδικασίας.
Και επιπλέον, να σχολιάζει και τα δεδομένα να το πω έτσι, που προέρχονται από δικαστήρια, εφόσον αυτά τεθούν στην κρίση του δικαστηρίου. Θεωρώ λοιπόν ότι, στο πνεύμα αυτής της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, το έλασσον είναι, να έχεις το δικαίωμα να σχολιάζεις τις παρατηρήσεις που τυχόν θα υποβάλει ένα κατώτερο δικαστήριο και το μείζον είναι, να έχεις δικαίωμα όταν έχεις μια πολύμηνη διαδικασία, όπως είναι η παρούσα και όταν το δικαστήριο εκδίδει προπαρασκευαστικές αποφάσεις, να τις σχολιάζεις, να ασκείς την κριτική σου, σε νομικό επίπεδο πάντοτε και αυτό είναι, όχι απλώς δικαίωμα, αλλά θα έλεγα και υποχρέωση του συνηγόρου, ο οποίος υποχρεούται να υπερασπιστεί αποτελεσματικά τον εντολέα του, γιατί πάντοτε αυτές οι αποφάσεις μπορούν να ανακληθούν.
Είναι προπαρασκευαστικές, δεν είναι τελειωτικές. ¶ρα λοιπόν όταν κάποιες φορές άσκησα κριτική στις αποφάσεις του Δικαστηρίου σας, αργότερα θα δούμε ποιες ήταν αυτές, όχι μόνο δεν προσέβαλα το Δικαστήριο, όχι μόνο δεν υπέπεσα σε πειθαρχικό παράπτωμα, αλλά άσκησα και ένα δικαίωμα που μου δίνει η ΕΣΔΑ, αλλά ταυτόχρονα είχα και την υποχρέωση να το κάνω, αν ήθελα να είμαι αποτελεσματικός υπερασπιστής του κ. Τζωρτζάτου.
Κλείνουμε την παρέκβαση για να δούμε λοιπόν ήταν δίκαιη η διαδικασία στο ακροατήριο; Δυστυχώς κ. Πρόεδρε, δυστυχώς κ. Εφέτες και ειλικρινά το λέω δεύτερη φορά, στενοχωριέμαι πολύ γι’ αυτά που θα πω στη συνέχεια, δεν ήταν δίκαιη η διαδικασία στο ακροατήριο, χωρίς καμία διάθεση προσωπικής μομφής, το έχω πει επανειλημμένα, προσωπικά τιμώ ιδιαίτερα και τον κ. Ζαϊρη, είπα για τον τρόπο που τοποθετείται στη δίκη, γνωρίζω από παλαιότερα τον κ. Πρόεδρο, έτυχε να μην γνωρίζω τον κ. Κουρκάκη, δεν έχω τίποτα προσωπικά με σας, ούτε αμφισβητώ το πρόσωπο του κάθε τακτικού δικαστή, αλλά τα δεδομένα που έχουν προκύψει από την ακροαματική διαδικασία, ιδίως όπως αυτά αποτυπώνονται στις δικαστικές προπαρασκευαστικές αποφάσεις του Δικαστηρίου σας, είναι κάποια αντικειμενικά δεδομένα, με κάνουν να καταλήξω στο συμπέρασμα ότι η διαδικασία στο ακροατήριο, δεν ήταν δίκαιη.
Δεν είχαμε μια δίκαιη δίκη, όπως επιτάσσει η ΕΣΔΑ, σε συνδυασμό με αυτά που λέει το Σύνταγμά μας, οι θεμελιώδεις δικονομικές αρχές και ο Κ.Ποιν.Δ. Και βέβαια δεν είναι μόνο ένας ο λόγος που με κάνει να καταλήξω σ’ αυτό το θλιβερό για μένα συμπέρασμα, είναι τουλάχιστον δέκα αυτοί οι λόγοι. Ας δούμε λοιπόν αυτούς τους δέκα λόγους, για τους οποίους θεωρώ ότι δεν ήταν δίκαιη η διαδικασία στο ακροατήριο.
Πρώτος λόγος, αφορά την συγκρότηση του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριό σας συγκροτήθηκε κατά παραβίαση του άρθρου 97 του Συντάγματος και αναφέρομαι όχι στο θέμα του πολιτικού εγκλήματος, γιατί εκεί ανεξάρτητα από το εάν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με την απόφαση, η απόφασή σας νομίζω ότι κινείτο στα δεδομένα τα νομικά, που μπορεί κανείς να υποστηρίξει.
Διαφωνήσαμε φυσικά μ’ αυτά τα δεδομένα, αλλά αυτό δεν συνιστούσε παραβίαση της δίκαιης δίκης. Κατά την άποψή μου, παραβίαση της δίκαιης δίκης και του άρθρου 97 του Συντάγματος, όπως σας είπα αναφέρομαι στη δίκαιη δίκη, υπό ευρεία έννοια, συνιστούσε η αγνόηση της συνταγματικής επιταγής, βάση της οποίας, στα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια, πρέπει να υπαχθούν τουλάχιστον οι ανθρωποκτονίες.
Ανέπτυξα μια σχετική ένσταση στις 11 Μαρτίου του 2003 και συμπληρωματικά στις 14 Μαρτίου. Θα μπορούσα να την επαναφέρω τώρα, δεν θέλω να σας κουράσω, παρακαλώ πολύ αν θέλετε, ρίξτε μια ματιά στα πρακτικά, για την επιμέρους ανάπτυξη των νομικών μου επιχειρημάτων. Και βέβαια είχε ένα διπλό σκέλος, είχα θεωρήσει ότι είναι αντισυνταγματική και κατά τούτο παραβιάζουσα το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη και η αποδοχή της αναδρομικής εφαρμογής της δικονομικής διάταξης του νόμου 2928 που επέτρεπε στο Δικαστήριό σας να δικάσει πράξεις που έχουν τελεστεί πριν την θέση σε ισχύ του νόμου 2928 του 2001.
Η αιτιολογία αυτού του λόγου παραβίασης της δίκαιης δίκης περιέχεται στην ένστασή μου αυτή, αν θέλετε ρίχνετε πάλι μια ματιά. Περνώ στον δεύτερο λόγο. Δεν ήταν δίκαιη η δίκη στο ακροατήριο, η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου σας, γιατί το Δικαστήριό σας, συγκροτήθηκε κατά παραβίαση του άρθρου 8 του Συντάγματος και του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Το Δικαστήριό σας, το λέω και πάλι χωρίς καμιά διάθεση προσωπικής μομφής, είναι ένα έκτακτο δικαστήριο. Ενοχλήθηκαν κάποιοι τότε όταν το ανέπτυξα, ποτέ δεν είπα φυσικά ότι είναι ένα έκτακτο στρατοδικείο. Είναι ένα έκτακτο δικαστήριο και αυτό λόγω της εφαρμογής εκείνου του άρθρου του Ν. 3090/2002, που προσδιορίζει ένα νέο τρόπο ορισμού της σύνθεσης του δικαστηρίου, θα έλεγα κομμένο και ραμμένο ειδικά στα μέτρα της παρούσας υπόθεσης.
Και εδώ είχα αναπτύξει μια σχετική ένσταση στις 5 Μαρτίου, δεν θα ήθελα πάλι να μην σας κουράζω, να την αναπτύξω στις λεπτομέρειές της, μπορείτε και πάλι να την δείτε. Να θυμίσω απλώς ότι το άρθρο 8 του Συντάγματος μας λέει, ότι κανένας δεν στερείται χωρίς την θέλησή του το δικαστή που του έχει ορίσει ο νόμος και στην παράγραφο 2, ότι οι δικαστικές επιτροπές και έκτακτα δικαστήρια με οποιοδήποτε όνομα, δεν επιτρέπεται να συσταθούν.
Και εδώ είχα αναφερθεί όχι σε δικές μου σκέψεις, σε σκέψεις και του καθηγητή Δαυτόγλου και ιδίως, ενός κορυφαίου έργου της συνταγματικής θεωρίας, του έργου των αείμνηστων καθηγητών Σβώλου και Βλάχου «Το Σύνταγμα της Ελλάδος – Ερμηνεία› τόμος 2ος Αθήνα 1955. Είχα διαβάσει 4, 5 αποσπάσματα θα τα δείτε στα πρακτικά της 5ης Μαρτίου. Και βέβαια να τονίσω, ίσως το τελευταίο από αυτά, βάση του οποίου λένε οι αείμνηστοι καθηγητές Σβώλος, Βλάχος, τα έκτακτα δικαστήρια διαφέρουν των ειδικών, γιατί δεν συνιστώνται ως αρμόδια δια πάσαν υπόθεση μιας και της αυτής βάση νόμου προσωπικών ή αντικειμενικών χαρακτηριστικών ιδιαιτέρας κατηγορίας, αλλά ιδρύονται δι’ ειδικής διατάξεως, δια ατομικώς ορισμένη υπόθεση, ή δι’ ορισμένων αριθμών τοιούτων υποθέσεων. Είτε πρόκειται περί νέου, είτε περί υπάρχοντος δικαστηρίου τακτικού, ή ειδικού, καθισταμένου εκτάκτως αρμοδίου για την συγκεκριμένη περίπτωση. Είναι η περίπτωσή μας κ. Πρόεδρε, κ. Δικαστές. Έχουμε όχι δικαστήριο για μια υπόθεση, έχουμε ένα δικαστήριο για μια ορισμένη κατηγορία υποθέσεων. Και μ’ αυτό τον τρόπο ένα υπάρχον δικαστήριο, δεν είστε δικαστήριο που προέκυψε από το πουθενά, είστε Τακτικό Δικαστήριο Εφετών.
Το υπάρχον όμως Δικαστήριο καθίσταται έκτακτο, με την συγκεκριμένη ρύθμιση που αφορά την συγκεκριμένη υπόθεση. Τις λεπτομέρειες αυτής της ένστασης, όπως σας είπα, μπορείτε να τις δείτε στα πρακτικά της 5ης Μαρτίου 2003.
Αυτό όμως που δεν είχα πει τότε και δεν μπορούσα και να το πω, θα δείτε το γιατί, είναι ότι αυτή η παρέμβαση του νομοθέτη με το Νόμο 3090 που αφορούσε την σύνθεση και η αποδοχή της νομιμότητας αυτής της σύνθεσης από το Δικαστήριό σας, εμπίπτει και στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Γιατί, υπάρχει μια απόφαση Ποσοκώφ κατά Ρωσίας, που έχει δημοσιευθεί στις 4 Μαρτίου του 2003, την παραμονή της τοποθέτησής μου. Εκεί λοιπόν, στην παράγραφο 37, μας λέει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ότι η φράση established by law νομίμως λειτουργούντος είναι η ελληνική απόδοση δεν ακριβολογεί, νομίμως συγκροτημένου είναι το καλύτερο, καλύπτει όχι μόνο την νομική βάση της ύπαρξης ενός δικαστηρίου, αλλά επίσης την σύνθεση της έδρας σε κάθε περίπτωση. The composition off the pence in its case, λέει η παράγραφος 37 αυτής της απόφασης. ¶ρα έχουμε πρόβλημα, υπάρχει παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 από την αποδοχή της εφαρμογής του άρθρου αυτού του δικονομικού του νόμου 3090, στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Και εδώ θα επισημάνω και αυτά που λέει ο κ. Μαργαρίτης, ο κ. Λάμπρος Μαργαρίτης, νομίζω δεν έχετε κάποια συγγένεια, είναι ο καθηγητής Ποινικού Δικαίου στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος σε ένα δημοσίευμά του στην Ποινική Δικαιοσύνη του 2003 σελίδες 301 με 303, το οποίο επιγράφεται εύγλωττα Δίκη 17Ν: οι ενστάσεις απορρίφθηκαν, αλλά το επίπεδο του νομικού μας πολιτισμού υποβαθμίστηκε, ακόμα και αυτός σχολιάζει αρνητικά την μεταξύ πολλών άλλων, την εφαρμογή του νόμου αυτού της διάταξης αυτού του νόμου 3090 περί συνθέσεως, και μιλάει για ένα ευκαιριακό ειδικό έκτακτο ποινικοδικονομικό κανονιστικό πλαίσιο. Ακόμα και ο καθηγητής Μαργαρίτης λοιπόν ασκεί έντονη κριτική και βέβαια εντονότατη κριτική, γιατί μεταξύ άλλων λέει ότι, η έκπτωση των αξιώσεων του κράτους δικαίου είναι πρόδηλη.
Προχωρώ με τον 3ο λόγο για τον οποίον δεν ήταν δίκαιη η διαδικασία στο ακροατήριο και περιορίζομαι βέβαια στον εντολέα μου κ. Τζωρτζάτο. Ο κ. Τζωρτζάτος δεν γνώριζε τις εις βάρος του κατηγορίες. Ξεκίνησε μια δίκη, συνεχίστηκε επί 8 μήνες μια δίκη, χωρίς να ξέρει για ποιο πράγμα κατηγορείται. Για συγκεκριμένες υποθέσεις. Ενδεικτικά αναφέρω, την έκρηξη του Ρέντη, όπου είχα επισημάνει σε μια τοποθέτησή μου, δεν έχω τώρα πρόχειρη την ημερομηνία θα την βρω και θα σας την πω αν θέλετε, όπου είχα τονίσει ότι, ειδικά γι’ αυτή την κατηγορία δεν υπήρχε ο ακριβής νομικός χαρακτηρισμός. Πώς αξιολογείται νομικά η εις βάρος του κατηγορία για την συγκεκριμένη υπόθεση.
Αν ήταν μόνο αυτό το πρόβλημά μας βέβαια, καθώς θα έλεγα αυτά που λέω. Υπάρχει εδώ ένα τεράστιο πρόβλημα και θα το πω και πάλι. Ο κ. Τζωρτζάτος από την αρχή λέει, είχα μια περιφερειακή συμμετοχή στην 17Ν μέχρι το ’92, τώρα έχουμε 2003. Ο κ. Τζωρτζάτος λέει επί 11 χρόνια δεν έχω σχέσεις με την οργάνωση έχω αποχωρήσει. Και εξήγησε στο Δικαστήριό σας λεπτομερώς γιατί αποχώρησε.
Όμως παρόλα αυτά το παραπεμπτικό βούλευμα τον κατηγορεί ότι συμμετείχε στην 17Ν, μέχρι την ημέρα της σύλληψής του. Μέχρι την 18η Ιουλίου του 2002. Εδώ είχα αναπτύξει στις 14 Μαρτίου μια ένσταση άκυρης κλήτευσης, μη νομίμου κλητεύσεως στο ακροατήριο λόγω ακυρότητας της σχετικής κλήσεως, υπάρχει στα πρακτικά, δεν θα σας την διαβάσω πάλι, την έχετε λάβει υπόψη σας.
Βέβαια θα επισημάνω και πάλι ότι, μια πρόσθετη παραβίαση της δίκαιης δίκης, ήταν ο συνοπτικός τρόπος με τον οποίο απορρίφθηκε αυτή η ένσταση μια Παρασκευή μεσημέρι με μια διάσκεψη εντός διλέπτου επί της έδρας, όταν η ένσταση ήταν γραπτή, μάλιστα τη συγκεκριμένη την είχα καταθέσει και γραπτή και έχει 4 σελίδες περιεχόμενο.
Η ουσία αυτής της ένστασης, το βασικό περιεχόμενο είναι ότι, στο παραπεμπτικό βούλευμα για τον κ. Τζωρτζάτο και προφανώς για τους άλλους, αλλά αυτόν εκπροσωπώ, δεν υπήρχε παράθεση των άρθρων του ποινικού νόμου, του ποινικού κώδικα κατά προφανή παραβίαση του ισχύοντος δικαίου, και επιπλέον υπήρξε σαφής παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 3 της ΕΣΔΑ, το οποίο ορίζει, ότι πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα όπως πληροφορηθεί, εις γλώσσαν την οποία εννοεί και εν λεπτομέρεια, την φύση και τον λόγο της εναντίον του κατηγορίας.
Και σας είχα αναφέρει τη σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου αποφάσεις του 1999, Νταλόσκ κατά Ουγγαρίας το 2001, Σιπαβίτσους κατά Λιθουανίας του 2002, από τις οποίες προκύπτει ότι, πρέπει όχι μόνο να πληροφορείται ο κατηγορούμενος λεπτομερώς για τις πράξεις που φέρεται ότι έχει τελέσει αλλά και το νομικό χαρακτηρισμό που δίνεται σ’ αυτές τις πράξεις.
Και εδώ έχουμε ένα τεράστιο νομικό πρόβλημα, γιατί ειδικά γι’ αυτή την κατηγορία που είναι βέβαια μια όπως καταλαβαίνετε, προσδιορίζει, μας δίνει το πλαίσιο της όλης κατηγορίας εις βάρος του κ. Τζωρτζάτου, αλλιώς αξιολογείται κάποιος που έχει τελέσει κάτι, αν έχει τελέσει κάτι, μέχρι το ’92 και αυτό το αρνείται ο κ. Τζωρτζάτος βεβαίως, και αλλιώς θα αξιολογηθεί κάποιος που συνεχίζει να συμμετέχει σε μια οργάνωση μέχρι και την ημέρα της σύλληψής του.
Εδώ λοιπόν όφειλε, υποχρεούτο το παραπεμπτικό βούλευμα, να περιέχει λεπτομερή περιγραφή πραγματικών περιστατικών, και νομικών δεδομένων. Το είπα και πριν δεν θα σταματήσω να λέω, ούτε μια φράση δεν περιέχει στο παραπεμπτικό βούλευμα, που να μας λέει, γιατί ο κ. Τζωρτζάτος θεωρείται ότι συμμετείχε και μετά το ’92;
Και να θυμίσω και από τώρα, ούτε μια φράση δεν ακούστηκε γι’ αυτό το ζήτημα και από την εισαγγελική πρόταση. Πώς να ακουστεί βέβαια, από την στιγμή που δεν υπήρχε, ούτε ένα στοιχείο δεν προέκυψε και από την αποδεικτική διαδικασία. Θα τελειώσω αυτό το σημείο επισημαίνοντας ότι, υπάρχει και μια απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Σαντάκ και άλλοι κατά Τουρκίας, της 17ης Ιουλίου του 2002, η οποία εφαρμόζει αυτή την νομολογία που σας ανέφερα, σε υποθέσεις τρομοκρατίας, εντός ή εκτός εισαγωγικών.
Μη μου πει δηλαδή κανείς, μα ξέρετε έχουμε τρομοκρατική υπόθεση γι’ αυτό θα κάνουμε κάποια έκπτωση. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο είναι σαφές. Στις παραγράφους 48 και 49 της αποφάσεως Σαντάκ και άλλοι κατά Τουρκίας, επαναλαμβάνει την γνωστή νομολογία του, παρόλο που πρόκειται για μια τρομοκρατική υπόθεση για μέλη του ΠΚΚ εν προκειμένω.
Λέει το Δικαστήριο, ότι χρειάζεται μια ακριβής και πλήρης γνωστοποίηση στον κατηγορούμενο των κατηγοριών που τον βαρύνουν. Έρχομαι στον 4ο λόγο για τον οποίον δεν ήταν δίκαιη η διαδικασία στο ακροατήριο. Υπήρξε μια παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 3β της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, επειδή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας προσκομίστηκαν όχι μόνο νέα έγγραφα, αλλά και νέες πραγματογνωμοσύνης. Και γενικότερα για τους άλλους κατηγορουμένους αλλά και ειδικά για τον κ. Τζωρτζάτο.
Εδώ υπήρξε ένας πλήρης αιφνιδιασμός για τον οποίο φυσικά δεν ευθύνεται το Δικαστήριό σας, ευθύνεται η Εισαγγελία που εισέφερε στη δίκη αυτά τα στοιχεία, αλλά βέβαια το αποδέχθηκε το δικαστήριό σας, με σχετική απόφαση προπαρασκευαστική.
Γιατί; Ενώ έχουμε ξεκινήσει στις 3 Μαρτίου την διαδικασία μας εδώ στο ακροατήριο, στις 19 Μαίου δυόμισι μήνες μετά, έρχεται ο κ. Εισαγγελέας και μας λέει, έχω καινούργια στοιχεία, έχω καινούργιες πραγματογνωμοσύνες.
Και εδώ βέβαια αιφνιδιάζεται η υπεράσπιση, δεν έχει τα αναγκαία μέσα και τις ευκολίες για την ετοιμασία της υπεράσπισής της, γιατί ειδικά για τις πραγματογνωμοσύνες, ο Κ.Ποιν.Δ. περιέχει σαφείς ρυθμίσεις και περιέχει σαφή κατοχύρωση κάποιων δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Και βέβαια όταν μια πραγματογνωμοσύνη φέρεται να έχει διαταχθεί τον Ιούλιο του 2002 και δεν ενημερώνεται γι’ αυτήν ο κατηγορούμενος και οι συνήγοροί του, αλλά προσκομίζεται στο Δικαστήριο το αποτέλεσμα της πραγματογνωμοσύνης, όταν έχει δυόμισι μήνες ξεκινήσει η διαδικασία, θεωρώ ότι έχουμε μια σοβαρή παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 3β της ΕΣΔΑ.
Και βεβαίως αυτή η πραγματογνωμοσύνη αφορούσε το περίφημο πειστήριο Π57. Έχουμε και μια δεύτερη παραβίαση του 63β της ΕΣΔΑ για τα αποτυπώματα που φέρονται ότι έχουν βρεθεί σε ένα πηλίκιο και σε ένα βιβλίο και αποδίδονται στον κ. Τζωρτζάτο, δεν υπάρχει πραγματογνωμοσύνη. Αντ’ αυτής εξετάστηκε ένας μάρτυρας στο ακροατήριο κάπου εκεί στις αρχές Ιουνίου, όταν ο συνήγορος του κ. Τζωρτζάτου ο κ. Παπαδάκης από τον Οκτώβριο, με δυο τουλάχιστον υπομνήματα έχει συζητήσει συγκεκριμένα. Παρακαλώ, εφαρμόστε τον Κ.Ποιν.Δ. παρακαλώ διενεργήστε πραγματογνωμοσύνες, για δακτυλικά αποτυπώματα και επιτρέψτε μου να διορίσω και εγώ τεχνικό μου σύμβουλο και να πράξω ότι επιτάσσει το δίκαιο.
Θα έρθω τώρα κ. Πρόεδρε στον 5ο λόγο για τον οποίο δεν ήταν δίκαιη η διαδικασία στο ακροατήριο. Αυτός ο 5ος λόγος τρεις φορές με στενοχωρεί, γιατί αφορά την στάση της Εισαγγελίας, η οποία ήταν απογοητευτική.
Βέβαια μας έχει πει στην αγόρευσή του ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελέας κ. Μαρκής, στις 11 Σεπτεμβρίου, ο Εισαγγελέας έχει αυτό, είναι ένας άνθρωπος μοναχικός και αυτό είναι που λέω στους νέους συναδέλφους, να τους ενισχύσω το αίσθημα ευθύνης, ότι θα πρέπει να είναι πάντα προσεκτικοί σ’ αυτό που λένε, να είναι απόλυτα πεπεισμένοι γι’ αυτό που λένε. Πολύ σωστή κ. Μαρκή.
Και στις 12 Σεπτεμβρίου στη συνέχεια της αγόρευσής του, λέει ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελέας, θα έλεγα μάλιστα, ότι πάντα υποστήριζα στο δικαστήριο, ότι θα πρέπει να είμαστε πάρα πολύ προσεκτικοί και λεπτολόγοι στις υποθέσεις αυτές. Ορθότατα. Το εφάρμοσε αυτό η εισαγγελική αρχή; Όχι βέβαια, έκανε ακριβώς το αντίθετο.
Και δυστυχώς κ. Δικαστές, κ. Πρόεδρε, η στάση των Εισαγγελέων, της ενιαίας και αδιαίρετης εισαγγελικής αρχής, όπως σωστά έχει επισημάνει στην αγόρευσή του ο κ. Λάμπρου, εδώ η στάση της ήταν απογοητευτική, γιατί παραβίασε βασικούς κανόνες δικαίου. Και δεν το έκανε μια φορά. Δεν έχω έναν λόγο μόνο να υποστηρίξω, να επικαλεστώ και να υποστηρίξω ότι η εισαγγελική αρχή παραβίασε βασικούς κανόνες δικαίου. Εγώ έχω τουλάχιστον 8 λόγους.
Για να δούμε ποιοι είναι αυτοί. Πρώτον, η Εισαγγελική Αρχή παρεμπόδισε τη διεξαγωγή της Δίκης αρκετές φορές. Γιατί; Η Εισαγγελική Αρχή διέκοπτε τους μάρτυρες πολύ συχνά. Θα αναφερθώ ενδεικτικά για να μη σας κουράζω, σε δύο παραδείγματα. Θα μπορούσα να αναφέρω πολλά, αλλά περιορίζομαι σε δύο:
Στις 7/7 εξετάστηκε ως μάρτυρας ενώπιόν σας ένας ηλικιωμένος άνθρωπος ο οποίος κοσμεί την Ελλάδα, έχει δοξάσει την Ελλάδα διεθνώς. Είναι ο καθηγητής κ. Μπιτσάκης, είναι καθηγητής και Φιλοσοφίας και Θεωρητικής Φυσικής. Ακούστε, υπάρχει άνθρωπος ο οποίος είναι καθηγητής Πανεπιστημίου και στη Φιλοσοφία και στη Θεωρητική Φυσική. Αυτός ο άνθρωπος λοιπόν, έχω μετρήσει, τα έχω και μπροστά μου αν θέλετε να σας τα αναφέρω, τουλάχιστον 10 φορές διεκόπη από τον Τακτικό Εισαγγελέα, τον κ. Λάμπρου και αναγκάστηκε αυτός ο ευγενής άνθρωπος, αυτός ο διανοούμενος, να πει: «Με ρωτάτε άσχετα πράγματα και δεν με αφήνετε να αναπτύξω έναν συλλογισμό. Με συγχωρείτε, αλλά αυτό δεν είναι συζήτηση›.
Αναγκάστηκε λοιπόν ο κ. Μπιτσάκης να πει ότι «είστε εμπαθής, με συγχωρείτε, αλλά πρέπει να σας το πω. Μάλιστα, είστε εμπαθής›. Και πιο πριν είχε πει: «Κύριε Εισαγγελέα, πρέπει να είστε αντικειμενικός›. Βαριές κουβέντες, αλλά δυστυχώς κ. Πρόεδρε, κ.κ. Δικαστές, προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδρίασης, να μην αναφερθούμε διεξοδικά, ήταν τέτοιος ο τρόπος της συνεχούς παρεμπόδισης της κατάθεσης του κ. Μπιτσάκη, ώστε η κρίση του κ. Μπιτσάκη «κύριε Εισαγγελέα πρέπει να είστε αντικειμενικός, είστε εμπαθής›, ήταν δικαιολογημένη. Γιατί σ’ αυτή την αίθουσα η Εισαγγελική Αρχή δεν ήταν αντικειμενική και, πολύ χειρότερα, πολύ συχνά ήταν και εμπαθής.
Να θυμίσω επίσης ότι σε έναν άλλον μάρτυρα, όλως τυχαίως και αυτός καθηγητής Πανεπιστημίου στην αλλοδαπή, είχε πει ο κ. Τακτικός Εισαγγελέας στις 16/7: «Η ερώτηση είναι: αυτή τη στιγμή τί ώρα λέει το ρολόι σας;› -απευθυνόμενος στον κ. Σκαρπαλέζο. Εύστοχη ερώτηση, ακριβώς μέσα στο πλαίσιο της υπόθεσης που δικάζουμε, χωρίς καμία ειρωνεία.
Βεβαίως η Εισαγγελική Αρχή δεν παρεμπόδιζε μόνο τους μάρτυρες, διέκοπτε και τους κατηγορουμένους. Και πάλι ενδεικτικά θα αναφερθώ σε δύο περιπτώσεις. Η πρώτη είναι πολύ πρώιμη, ήδη στις 6/3 είχαμε δείγμα γραφής τέτοιας μορφής. Ο Πρόεδρος δίνει τον λόγο στον κ. Κουφοντίνα για να πει αυτά που ήθελε αυτά που ήθελε να πει. Ο κ. Εισαγγελέας, χωρίς να ζητήσει τον λόγο και χωρίς να λάβει τον λόγο από τον κ. Πρόεδρο, σηκώθηκε όρθιος και με δυνατή φωνή παρενέβη, διέκοψε τον κατηγορούμενο Κουφοντίνα και είπε μεταξύ άλλων: «Αυτά τα πράγματα δεν πρέπει να λέγονται, αυτά τα πράγματα είναι προπαγάνδα›.
Βλέπουμε λοιπόν πώς παρεμβαίνει νηφάλια και ψύχραιμα η Εισαγγελική Αρχή. Και βέβαια η κορυφαία στιγμή παρέμβασης ήταν όταν προσπαθούσε να απολογηθεί ο κ. Γιωτόπουλος. Αξίζει τον κόπο να διαβάσετε πάλι τα πρακτικά σ’ εκείνη την ημέρα. Τέσσερις ή πέντε φορές νομίζω προσπαθεί να ξεκινήσει την απολογία του ο κ. Γιωτόπουλος –μιλάμε για την ιερή στιγμή του κατηγορουμένου- και ο κ. Τακτικός Εισαγγελέας τον διακόπτει συστηματικά. Δεν σεβάστηκε ούτε την κορυφαία στιγμή του κατηγορουμένου.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μισό λεπτό, επειδή λέτε κάτι το οποίο δεν ξέρω αν βρίσκεται σε αντιστοιχία με την πραγματικότητα και αφορά τον Εισαγγελέα που είναι εδώ παρών. Όταν διέκοπτε τον κ. Γιωτόπουλο, ζητούσε τον λόγο από εμένα για να μην επιτρέψω ανάγνωση απολογίας. Αυτό έλεγε. Το ότι εμείς τέλος πάντων δείξαμε εδώ μία στάση χαλαρή σχετικά με τους κατηγορουμένους, δε σημαίνει ότι εμείς είμαστε περισσότερο στη νομιμότητα απ’ ότι ήταν ο κ. Εισαγγελέας, ο οποίος απαιτούσε το αντίθετο.
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Είναι σαφής ο διαχωρισμός που κάνω μεταξύ στάσης των Τακτικών Δικαστών, των Δικαστών εν γένει και της Εισαγγελικής Αρχής.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο κ. Εισαγγελεύς ζήτησε τον λόγο από τον Πρόεδρο, για να μην επιτρέψουμε στον κ. Γιωτόπουλο να αναγνώσει την απολογία του και εγώ είπα «θα τη συμβουλεύεται›. Κάπου δηλαδή είχε περισσότερο δίκιο ο κ. Εισαγγελεύς απ’ ότι είχα εγώ τον άφηνα και τη διάβαζε.
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Κύριε Πρόεδρε αύριο το πρωί θα ξεκινήσουμε με συγκεκριμένη αναφορά στον ευγενή τρόπο με τον οποίο διέκοπτε ο κ. Εισαγγελέας τον κ. Γιωτόπουλο. Να μην ψάχνω τώρα στο ντουλάπι την απολογία και καθυστερώ, αύριο το πρωί θα σας τη φέρω.
Ι. ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ: Το «μήπως φοβάσαι;› κ. Πρόεδρε δεν είχε να κάνει με το γραπτό. «Φοβάσαι κ. Γιωτόπουλε;›
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: (εκτός μικροφώνου)
Κ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Θα φέρουμε τα πρακτικά αύριο.