Ο Εισαγγελέας συνεπώς είναι μια κατηγορούσα αρχή η οποία δεν επιζητεί μονομερώς την πάση θυσία καταδίκη του κατηγορούμενου. Ο Εισαγγελέας αντιθέτως οφείλει να είναι αντικειμενικός και να αναζητά όλα τα στοιχεία είτε αυτά είναι επιβαρυντικά, είτε ελαφρυντικά για τον κατηγορούμενο. Η άσκηση της ποινικής αγωγής δεν προϋποθέτει μονομέρεια αλλά αντικειμενικότητα και νηφάλιο έλεγχο όλων των δεδομένων. Κατά τούτο διαφέρει ο δημόσιος διάδικος Εισαγγελέας από τον ιδιώτη διάδικο πολιτικώς ενάγοντα ο οποίος μονομερώς στρέφεται εναντίον του κατηγορουμένου.
Γιατί σας τα είπα αυτά κ.κ. Δικαστές; Γιατί δυστυχώς σε αυτή τη Δίκη κατάλαβα ότι εν μέρει είχα κάνει λάθος. Δυστυχώς συνειδητοποίησα ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπως η παρούσα Δίκη της 17Ν που δεν ισχύουν αυτά που σας διάβασα. Δυστυχώς η πραγματικότητα μερικές φορές τις θεωρητικές αναζητήσεις λίγο τις προσγειώνει. Σε αυτή τη Δίκη δυστυχώς η Εισαγγελική Αρχή ήταν ένας μονομερής, ένας σκέτος διάδικος που δεν αναζητούσε την ουσιαστική αλήθεια, δεν εκπροσωπούσε το δημόσιο συμφέρον αλλά πάση θυσία ήθελε την καταδίκη των κατηγορουμένων και του κ. Τζωρτζάτου τον οποίο εκπροσωπώ.
Δυστυχώς στενοχωριέμαι πολύ που το λέω, πρέπει να το παραδεχθώ. Η άποψη που ανέπτυξα στο βιβλίο αυτό δεν επιβεβαιώθηκε στην παρούσα Δίκη. Ήταν όπως σας είπα και πάλι ο Εισαγγελέας, η Εισαγγελική Αρχή μάλλον σκέτος διάδικος, αδιαφορούσε για τα δεδομένα της ακροαματικής διαδικασίας και το χειρότερο συστηματικά παραβίαζε το τεκμήριο αθωότητας.
¶ρα λοιπόν υπάρχουν περιπτώσεις και αυτό προσωπικά για τους λόγους που σας ανέπτυξα με λύπησε σε πολύ μεγάλο βαθμό, υπάρχουν λοιπόν περιπτώσεις που η Εισαγγελική Αρχή δεν είναι ο δημόσιος διάδικος που λέει και η ΕΣΔΑ που υποστήριξα και στη μονογραφία μου. Υπάρχουν περιπτώσεις όπως η παρούσα που η Εισαγγελική Αρχή είναι ένας μονομερής διάδικος όπως ο πολιτικώς ενάγων που δεν ενδιαφέρεται για τις λεπτομέρειες που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία, που θεωρεί δεδομένη την ενοχή των κατηγορουμένων οι οποίοι αυτοί θα πρέπει να αποδείξουν την αθωότητά τους που με δύο λόγια δεν ανταποκρίνεται στο status που πρέπει να έχει ο Εισαγγελέας, στη νομική θέση που πρέπει να έχει ο Εισαγγελέας σε μία ποινική δίκη.
Αυτά λοιπόν για την στάση της Εισαγγελικής Αρχής στη παρούσα Δίκη. Να θυμίσω λιγάκι και να κάνω μια μικρή σύνδεση με την χθεσινή μου τοποθέτηση. Είμαστε στην ενότητα της αγόρευσής μου που αφορά το φλέγον θέμα του αν ήταν δίκαιη Δίκη στην ακροαματική διαδικασία. Όπως είπα και χθες δυστυχώς δεν ήταν δίκαιη Δίκη στην ακροαματική διαδικασία για 10 τουλάχιστον λόγους.
Χθες είχα αναφερθεί στους 5 από αυτούς. Θυμίζω πρόχειρα, οι δύο πρώτοι αφορούν θέματα συγκρότησης του Δικαστηρίου και αφορούν παραβίαση του άρθρου 97 του Συντάγματος και του 8 του Συντάγματος σε συνδυασμό με το 6 παράγραφος 1 της ΕΣΔΑ. Αφορά το θέμα της εκδίκασης των ανθρωποκτονιών όχι από το Μικτό Ορκωτό αλλά από Τριμελές Εφετείο και την κακή σύνθεση του Δικαστηρίου με το νόμο 30/90. Ο τρίτος λόγος αφορά την ανυπαρξία γνώσης των δεδομένων είτε πραγματικών, είτε νομικών στα οποία στηρίζεται η κατηγορία εις βάρος του κ. Τζωρτζάτου, παραβίαση του άρθρου 6 παράγραφος 3α της ΕΣΔΑ.
Ο τέταρτος λόγος αφορά το 6.3β, τα αναγκαία μέσα και οι ευκολίες της υπεράσπισης και ο πέμπτος λόγος που έχουμε φτάσει τώρα αφορά τη στάση της Εισαγγελίας. Μας μένουν άλλοι 5 λόγοι στους οποίους θα αναφερθώ αμέσως τώρα. Ο έκτος λόγος έχει δύο σκέλη. Αφορά πρώτον, την στάση του Προέδρου στην παρούσα Δίκη και δεύτερον, την στάση του Δικαστηρίου.
Ξεκινώ με την στάση του κ. Προέδρου. Φυσικά από τώρα να υπογραμμίσω, μάλλον να θυμίσω τα όσα είχα πει χθες για τον κ. Πρόεδρο τα οποία φυσικά επιβεβαιώνω και πάλι και να υπογραμμίσω ότι η στάση τόσο του Προέδρου όσο και του Δικαστηρίου δεν είχε καμία σχέση με αυτή της Εισαγγελίας. Να το ξεκαθαρίσουμε. Εντελώς αλλιώς, εντελώς διαφορετική ήταν η στάση της Εισαγγελίας, εντελώς διαφορετική η στάση του Προέδρου και του Δικαστηρίου. Παρόλα αυτά υπήρχαν κάποια προβλήματα και βέβαια και πάλι θέλω να τονίσω ότι ήταν καθοριστική σε μεγάλο βαθμό, όχι σε αποκλειστικό βέβαια, καθοριστική για την ομαλή διεξαγωγή της διαδικασίας η συμβολή του κ. Προέδρου.
Βέβαια θα πω και πάλι ότι καθοριστική ήταν και η στάση των κατηγορουμένων οι οποίοι ήταν ευπρεπής, δεν ήταν επιθετική και δεν προκάλεσαν το Δικαστήριό σας. Βεβαίως και οι συνήγοροι υπεράσπισης δεν δημιούργησαν πρόβλημα. Όμως παρόλα αυτά θέλω να είμαι αντικειμενικός και πάντοτε θέλω να λέω την γνώμη μου είτε είναι θετική, είτε είναι ουδέτερη, είτε είναι αρνητική. Υπήρχαν κάποιες φορές που και ο κ. Πρόεδρος παραβίασε την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Μία από αυτές είναι μία παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας που ναι μεν δεν αφορά τον κ. Τζωρτζάτο, αφορά τον κ. Σάββα Ξηρό αλλά νομίζω ότι ήταν τόσο έντονη που χρειάζεται να επισημανθεί. Στις 3 Ιουνίου έχει λάβει τον λόγο ο κ. Σάββας Ξηρός, λέει αυτά που λέει και λέει ο κ. Πρόεδρος «Θα σας αποβάλλω από το ακροατήριο γιατί υβρίζεται το Δικαστήριο. Δεν έχετε δικαίωμα. Ούτε μεσαιωνικοί είμαστε εμείς, ούτε η Οργάνωση η οποία καθάριζε με το 45άρι. Εμείς εδώ είμαστε Δικαστήριο διορισμένο από τον Ελληνικό λαό. Εσείς που ήσασταν ληστές και δολοφόνοι να μιλάτε έτσι κατ’ αυτόν τον τρόπο; Σας απαγορεύω να μιλάτε. Τελειώσατε›.
Ο κ. Ξηρός «μου αφαιρείτε ο λόγο›, συνεχίζει ο κ. Πρόεδρος, Σάββας Ξηρός: «ακούστε πρώτα τις κατηγορίες και μετά απολογείσθε σας παρακαλώ›. κ. Πρόεδρος: «αν είχατε το θάρρος θα λέγατε εδώ «αυτά κάναμε›. Αφήστε τα αυτά τώρα. Την δική σας ζωή που κρυβόσαστε, που ενεδρεύατε σαν τις ύαινες;›. Λυπάμαι κ. Πρόεδρε. Ξέρετε την εκτίμηση που σας έχω προσωπικά στο πρόσωπό σας αλλά όποιος Πρόεδρος και να έλεγε αυτά τα πράγματα έχω υποχρέωση να το επισημάνω. Δεν μπορεί όποια και να είναι η στάση του κατηγορουμένου. Ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει βαριές κατηγορίες και ενδεχομένως παρεκτρέπεται, ενδεχομένως. Όμως υπάρχει υποχρέωση εκ του νόμου για τον Πρόεδρο ότι και να ακούει από κάτω να παραμένει απαθής, ψύχραιμος και βεβαίως να μην λέει «εσείς που ήσασταν ληστές και δολοφόνοι›.
Το ζητούμενο κ. Πρόεδρε σε αυτή τη Δίκη είναι ποιοι ήταν ληστές και δολοφόνοι κι αν ήταν και σε ποιο βαθμό ήταν. Αν από τις 3 Ιουνίου λέμε ότι είστε ληστές και δολοφόνοι τι κάνουμε;
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αυτός είπε ότι «δέχομαι την φυσική αυτουργία όλων των πράξεων›. Τι λέτε τώρα; Ήταν ο Τζωρτζάτος που λέει «δεν έκανα τίποτα›; Ήταν ο κ. Κουφοντίνας που είπε «εγώ δεν έχω κάνει τίποτα›; Αυτός είπε ότι «τα δέχομαι όλα ως φυσικός αυτουργός›. Τι θέλετε τώρα; Είπε «πολιτική ευθύνη› αλλά ευθύνες ποινικές βρείτε τις εσείς. Ο ίδιος όμως ο κ. Σάββας Ξηρός είπε ότι «εγώ δέχομαι ότι είμαι φυσικός αυτουργός όλων των πράξεων που έχω ομολογήσει›. Τι άλλο θέλετε;
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Πρώτον, και να το είπε έτσι που δεν είμαι σίγουρος αν το είπε ακριβώς έτσι?
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κοιτάξτε, η δικαιότητα της Δίκης κρίνεται από το σύνολό της όπως ξέρετε εφόσον πιστεύω ότι τα έχετε διαβάσει αυτά τα πράγματα περί δίκαιης Δίκης. Από το σύνολό της όχι από μια στιγμή τι είπε ο Πρόεδρος αλλά πώς συμπεριφέρθηκε γενικά σε όλους σας.
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Θα μου επιτρέψετε κ. Πρόεδρε να συνεχίσω και να πω ότι ακόμα κι αν ο Χ κατηγορούμενος, ο «Σ› εν προκειμένω είπε κάποια στιγμή ότι «εγώ αναλαμβάνω το σύνολο της ευθύνης› με νομικούς όρους ακόμα κι αν κάποιος ομολόγησε αυτό δεν σημαίνει κάτι. Θα το δούμε στη συνέχεια ποια είναι η αποδεικτική αξία της ομολογίας και μάλιστα κι εσείς ο ίδιος έχετε πει κάποια άλλη στιγμή και πολύ σωστά το είπατε ότι ακόμα και αυτός που ομολογεί τον αντιμετωπίζω ως αθώο μέχρι να τελειώσει η Δίκη. ¶ρα λοιπόν ακόμα κι αν κάποιος?.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (εκτός μικροφώνου)
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Σίγουρα η πρόκληση του Δικαστηρίου δεν είναι επιτρεπτή αλλά ακόμα κι αν κάποιος προκαλεί το Δικαστήριο, επιμένω για λόγους αρχής κ. Πρόεδρε, ακόμα κι αν προκαλεί αυτός που έχει ομολογήσει δεν επιτρέπεται ο απαθής και ψύχραιμος Πρόεδρος να του λέει «εσείς που ήσασταν ληστές και δολοφόνοι›.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (εκτός μικροφώνου)
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Όχι, δεν μπορώ να το αφήσω γιατί η προσβολή του τεκμηρίου αθωότητας έχει μία αυτοτέλεια. Δεν είναι το πιο καθοριστικό γι’ αυτή τη Δίκη. Θα συμφωνήσω μαζί σας αλλά υπάρχει η αυτοτέλεια κι αν θέλετε για πολύ πιο ήπιους χαρακτηρισμούς έχουν καταδικαστεί οι Ευρωπαϊκές χώρες για παραβίαση του άρθρου 6 παράγραφος 2 της ΕΣΔΑ.
Σ. ΞΗΡΟΣ: (εκτός μικροφώνου) Ο σκοπός είναι η καταδίκη και τα μέσα είναι τα βασανιστήρια.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έχουν μία ιστορία κ. Σάββα Ξηρέ.
Σ. ΞΗΡΟΣ: (εκτός μικροφώνου) Μία μέρα δεν μου δώσατε να απολογηθώ.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: (εκτός μικροφώνου)
(Διαλογικές συζητήσεις)
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Έχει ολοκληρώσει ο κ. Εισαγγελέας;
Σ. ΞΗΡΟΣ: (εκτός μικροφώνου)
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τα ίδια και τα ίδια από την αρχή.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Δεν έχει συναίσθηση της πραγματικότητας όταν τα έκανε, το τι έκανε.
Σ. ΞΗΡΟΣ: (εκτός μικροφώνου) Σε σας δεν απαντώ.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Μην απαντάτε.
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Μετά τον διάλογο μεταξύ κ. Εισαγγελέα και κ. Σάββα νομίζω ότι μπορώ να συνεχίσω αν μου επιτρέπετε. Επίσης κ. Πρόεδρε δεν μπορώ να καταλάβω πώς είναι συμβατή με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ η εξής διατύπωση που χρησιμοποιήσατε στις 27 Αυγούστου. Σε μία νομική αντιπαράθεση που είχαμε Μυλωνάς: «δεν μου απαντά κανείς›, Πρόεδρος: «δεν χρειάζεται να σας απαντάμε σε όλα›, Μυλωνάς: «αυτή είναι η δίκαιη δίκη κ. Πρόεδρε;›. Πρόεδρος: «ναι, ναι αυτή είναι η δίκαιη δίκη. Να ήσασταν σε άλλο Δικαστήριο να δείτε που θα βρισκόσασταν τώρα›. Μου έχει μείνει απορία κ. Πρόεδρε. Πού θα βρισκόταν ο συνήγορος υπεράσπισης σε κάποια άλλη δίκη;
Δηλαδή θα βρισκόμουν στο κρατητήριο, πού θα βρισκόμουν; Δηλαδή αυτή ήταν μία απειλή εκ μέρους σας, να το καταλάβω δηλαδή. Μου είπε «να ήσαστε σε άλλο Δικαστήριο να δείτε πού θα βρισκόσασταν τώρα›.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (εκτός μικροφώνου)
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Μα κι εγώ αντίστοιχα όπως είδατε, δεν αναφέρθηκα στις δικές σας αντιδράσεις, στα όσα έλεγα εγώ. Πάντως κ. Πρόεδρε είμαι πεπεισμένος ότι αν εγώ σας έλεγα «κύριε Πρόεδρε, να ήσαστε σε άλλο Δικαστήριο να δείτε πού θα βρισκόσασταν τώρα›, μάλλον ως απειλή θα το εκλαμβάνατε. Όταν εσείς το είπατε σε μένα, εγώ πώς θα το εκλάβω; Ως φιλοφρόνηση;
Περνώ στο επόμενο σημείο. Είπατε ότι η κριτική σε δικαστική απόφαση συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα. Όταν ασκώ κριτική σε προπαρασκευαστικές αποφάσεις οι οποίες εκ του νόμου είναι ανακλητές;
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε Μυλωνά βρίστε μας, κάντε ό,τι θέλετε να τελειώνουμε.
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Σας έχω βρίσει κ. Πρόεδρε;
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μα από σας θα τα δεχτούμε όλα. Προχωράτε παρακαλώ.
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Δε θα το σχολιάσω αυτό.
Χ. ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ: (εκτός μικροφώνου)
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Κύριε Αναπληρωτή Πρόεδρε, είπα ποτέ τίποτα για σας;
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ήρθαμε να κάνουμε Δίκη περί τρομοκρατίας?..
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Πάντως αυτό που ενοχλούσε ήταν η ανάπτυξη νομικών επιχειρημάτων και μάλιστα επιχειρημάτων που αφορούν την Ποινική Δικονομία. Αυτό ενοχλούσε.
Θα δώ κάποιες άλλες πτυχές αντίδρασης του Προέδρου εν συνεχεία οι οποίες μάλλον εντάσσονται στο θέμα της παραβίασης της αρχής της κατ’ αντιδικία διαδικασίας. Θυμάστε, είχα πει χθες ότι ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα και να λαμβάνει γνώση αλλά ιδίως να σχολιάζει τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίζονται, που εμφανίζονται στο Δικαστήριο και τις παρατηρήσεις που γίνονται. Αυτό είναι ένα βασικό δικαίωμα που έχει από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ η συνήγορος Υπεράσπισης.
Εδώ όμως, αρκετά συχνά δυστυχώς εκ μέρους σας υπήρξε παρέμβαση που δεν ήταν συμβατή με την έννοια της κατ’ αντιδικία διαδικασίας κατ’ άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Να μη σας κουράζω, σε πέντε περιπτώσεις μόνο θα αναφερθώ ενδεικτικά.
Όταν ο ομιλών υπέβαλλε ερωτήσεις στην μάρτυρα κα Ευγενούλα Γεννηματά στην υπόθεση Μπουλούκμπαση και όταν μάλιστα ήταν ένα δύσκολο σημείο όπου μάλλον η μάρτυρας είχε καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, τη μια φορά μας μιλούσε για πέντε, την άλλη φορά για τρία, για επτά πρόσωπα, εκεί λοιπόν που κάπου δυσκολευόταν η μάρτυρας, ήρθε ο από μηχανής θεός, ο Πρόεδρος και παρενέβη στις ερωτήσεις του ομιλούντος και, αν θέλετε, έδειξε στη μάρτυρα τον σωστό τρόπο για να ξεφύγει από τις ερωτήσεις του ομιλούντος συνηγόρου Υπεράσπισης.
Εδώ λοιπόν υπήρξε μια μη επιτρεπτή παρέμβαση του κ. Προέδρου γιατί δεν άφησε τον ομιλούντα συνήγορο Υπεράσπισης να διατυπώσει τις ερωτήσεις του στην μάρτυρα. Ήμουν εντός θέματος φυσικά, μιλούσα ακριβώς για τα κρίσιμα δεδομένα σ’ αυτή την υπόθεση και παρ’ όλα αυτά παρενέβη ως οιονεί βοηθός της μάρτυρος ο κ. Πρόεδρος, δυσχεραίνοντας το έργο της Υπεράσπισης.
Εδώ θέλω να θυμίσω ότι στις 3/6 αν θυμάμαι καλά, ο κ. Πρόεδρος είχε πει κάτι διαφορετικό. Είχε πει κατά λέξη: «Οι ερωτήσεις γίνονται όπως επιθυμεί ο ερωτών, θα κάνω λογοκρισία στις ερωτήσεις; Μόνο όταν βγαίνουν από το θέμα›. Ορθότατα κ. Πρόεδρε, μόνο μια μικρή λεπτομέρεια: Αυτή η παρέμβασή σας αφορούσε τις ερωτήσεις που είχε υποβάλλει ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελέας και όταν κάποιος κατηγορούμενος, ο κ. Γιάννης Σερίφης εν προκειμένω είχε διαμαρτυρηθεί και είχε πει να γίνονται συγκεκριμένες οι ερωτήσεις και είχε πει «σας παρακαλώ να γίνονται οι ερωτήσεις σωστά›, ο κ. Πρόεδρος είχε πει αυτό που σας είπα, ότι οι ερωτήσεις γίνονται όπως επιθυμεί ο ερωτών, «θα κάνω λογοκρισία στις ερωτήσεις; Όχι βέβαια›
Πολύ σωστά κ. Πρόεδρε, αλλά αυτό γιατί να ισχύει μόνο για τις ερωτήσεις του κ. Αναπληρωτή Εισαγγελέα και να μην ισχύει για τις ερωτήσεις του συνηγόρου Υπεράσπισης; Αυτή είναι η δική μου απορία.
Δεύτερο σημείο παρέμβασης του Προέδρου. Πάλι αφορά το θέμα της υποβολής ερωτήσεων. Ήταν στις 18/7 εδώ μάρτυρας η κα Πεϊνώ και έλεγε ενοχλητικά πράγματα. Μάλιστα είπαμε χθες, ας μην επανέλθουμε, για το πώς την αντιμετώπισε ο κ. Διώτης και το τί είδους ερωτήσεις προσωπικές κτλ. της έκανε. Και εδώ ο κ. Πρόεδρος παρεμπόδιζε τον ομιλούντα να υποβάλλει τις ερωτήσεις του όπως αυτός έκρινε σκόπιμο.
Τρίτο σημείο –εδώ τα πράγματα θα έλεγα ότι λίγο δυσκολεύουν, γίνονται λίγο πιο σημαντικά ακόμα: Στις 21/4 είχε ζητήσει να κάνει ο ομιλών ένα σχόλιο σύμφωνα με το άρθρο 358 στην υπόθεση Παπαδημητρίου. Θα θυμίσω το αυτονόητο, ότι το άρθρο 358 ουσιαστικά υλοποιεί τον Κώδικά μας της Ποινικής Δικονομίας στην αρχή της κατ’ αντιδικία διαδικασίας. Λέει ότι έχει δικαίωμα ο συνήγορος να σχολιάζει και τα αποδεικτικά μέσα και τους μάρτυρες και να κάνει τις παρατηρήσεις του.
Εκεί λοιπόν με το που ξεκίνησα να κάνω τον σχολιασμό μου, εκεί παρενέβη πάλι ο Πρόεδρος και δυσχέρανε το έργο της Υπεράσπισης. Μάλιστα δε θυμάμαι αν σ’ αυτή ή στην επόμενη υπόθεση είχαμε κάνει και σχετική δήλωση ως υπερασπιστές του κ. Τζωρτζάτου.
Τέταρτο σημείο, πάλι για νομικό ζήτημα και πάλι στο πλαίσιο της κατ’ αντιδικία διαδικαδίας. Υπόθεση ΕΛΤΑ Αιγάλεω, 13/5. Ήθελε ο ομιλών να υποβάλλει μία ένσταση δεδικασμένου. Δεν τα κατάφερε στην αρχή, παρεμποδίστηκε από τον κ. Πρόεδρο. Βέβαια, αν θυμάμαι καλά την επόμενη ημέρα τελικά μας επετράπη να την υποβάλλουμε.
Τελειώνω με ένα τελευταίο ζήτημα όσον αφορά τον κ. Πρόεδρο: Είχε έρθει στις 4/7, δεν ήμουν δυστυχώς παρών, ένας μάρτυρας, ο κ. Μπουκετσίδης, ο οποίος ανέφερε στο Δικαστήριό σας με λεπτομέρειες τη σκευωρία εις βάρος του και το τί ακριβώς είχε υποστεί, είχε μείνει και στη φυλακή άδικα. Ανέφερε μάλιστα και παρεμπιπτόντως και μερικά πολύ ενδιαφέροντα πράγματα για τη μεταφορά των δακτυλικών αποτυπωμάτων.
Όμως, αυτός ο μάρτυρας απεβλήθη από τον κ. Πρόεδρο και όπως τουλάχιστον διαπιστώνω από τα πρακτικά, χωρίς ουσιαστικά λόγο. Βέβαια θεώρησε ο Πρόεδρος, είπε κατά λέξη «δεν σας ακούω άλλο, δεν μπορείτε να βρίζετε την δικαιοσύνη της πατρίδας σας›. Όμως, από τα πρακτικά που έχω μπροστά μου, δεν προκύπτει ότι έβρισε καθόλου ο κ. Μπουκετσίδης την δικαιοσύνη της πατρίδας μας. Οι απόψεις του μπορεί να μην ήταν αρεστές, μπορεί να μη συμφωνούμε εμείς, εσείς, οι οποιοιδήποτε άλλοι, μάρτυρας ήταν, έλεγε τη γνώμη του και μάλιστα έλεγε τα παθήματά του από τις σκευωρίες της αστυνομίας.
Το μόνο που είπε το οποίο ίσως θα μπορούσε να ενοχλήσει το Δικαστήριο, ήταν ότι «αυτά τα θέματα, από το ποια άποψη έχω εγώ, ο Σερίφης, ο καθένας για την 17Ν, την 1η ΜΑΗ, τον ΕΛΑ, δεν αφορούν την αστική δικαιοσύνη›. Δηλαδή ο επιθετικός προσδιορισμός «αστική δικαιοσύνη› συνιστά ύβρη και συνιστά τόσο σημαντική ύβρη ώστε να αιτιολογεί την απομάκρυνση του μάρτυρα; Δεν το νομίζω, και εδώ ήταν μια υπερβολή.
Βέβαια θέλω να υπογραμμίσω και πάλι, αυτά τα επιμέρους στοιχεία στοιχειοθετούν παραβίαση του άρθρου 6 και εκ μέρους του κ. Προέδρου, δεν έχουν τη βαρύτητα που έχουν οι άλλες παραβιάσεις. Θέλω να είμαι αντικειμενικός και να μην αδικώ κανέναν.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (εκτός μικροφώνου)
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Να κάνετε σχολιασμό της αγόρευσης κατά την διάρκειά της, δε νομίζω ότι προβλέπεται, αλλά βέβαια, όπως έχουμε πει, ένα από τα χαρακτηριστικά σας ήταν ότι σχολιάζατε πάρα πολύ και όπως έχω επισημάνω, ήταν κι αυτός ένας παράγοντας που καθυστέρησε κάπως αυτή τη Δίκη.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (εκτός μικροφώνου)
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Εγώ δεν τα έχω με κανέναν, εγώ εκτελώ το καθήκον μου και αν θέλετε έχω μία εμμονή να ζητώ την εφαρμογή των νόμων, αυτό είναι το μόνο που κάνω εγώ.
Ας έρθω λίγο στο δεύτερο σκέλος που αφορά τη στάση του Δικαστηρίου. Εδώ υπήρχαν όχι πάρα πολλές, πρέπει να το πω, υπήρχαν όμως λίγες περιπτώσεις που το Δικαστήριο σαν σύνολο δεν επέδειξε την αμεροληψία που επιτάσσει η ΕΣΔΑ. Φυσικά δεν αναφέρομαι στην υποκειμενική αμεροληψία των κ.κ. Δικαστών, αυτή δεν την αμφισβητώ, αναφέρομαι στην αντικειμενική αμεροληψία.
Ξέρετε ειδικά εσείς κ. Πρόεδρε τον διαχωρισμό που κάνει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εδώ και 30 σχεδόν χρόνια μεταξύ υποκειμενικής και αντικειμενικής αμεροληψίας. Δεν αρκεί να είναι υποκειμενικά αμερόληπτοι οι Δικαστές, πρέπει όμως το Δικαστήριο να έχει και αντικειμενική αμεροληψία και ιδίως να μην δημιουργείται η εντύπωση ότι στερείται αυτής της αμεροληψίας. Είχαμε όμως δυο τρεις περιπτώσεις όπου δημιουργήθηκε αυτή η εντύπωση. Θα ήθελα να τις αναφέρω.
Πρώτη περίπτωση: Στην υπόθεση Παπαδημητρίου εμφανίστηκε εδώ ως μάρτυρας ο κ. Βουτζαλής, τον οποίο ο ομιλών χαρακτήρισε ευθέως ως ψευδομάρτυρα και ζήτησε μάλιστα κατά το άρθρο 337 του Κ.Ποιν.Δ. να κρατηθεί γιατί υπήρχαν υπόνοιες εις βάρος του. Το Δικαστήριο έκρινε διαφορετικά. Όμως ο ομιλών είχε ζητήσει και κάτι άλλο. Σύμφωνα με το άρθρο 38 του Κ.Ποιν.Δ., να διαβιβαστούν τα πρακτικά αυτής της Δίκης, τα αποσπάσματα από τα πρακτικά που αφορούν, που περιέχουν την κατάθεση του κ. Βουτζαλή στον Εισαγγελέα για τις περαιτέρω νόμιμες ενέργειες. Αυτό, το Δικαστήριο το αρνήθηκε. Αυτή η άρνησή του όπως θα σας εξηγήσω αμέσως στη συνέχεια, συνιστά μια ένδειξη αντικειμενικής αμεροληψίας.
Και βέβαια ήταν μια ακόμα περίπτωση όπου το Δικαστήριο είχε δύο μέτρα και δύο σταθμά. Γιατί; Μία εξήγηση που έδωσε ο κ. Πρόεδρος γιατί δεν έστειλε αμέσως στον κ. Εισαγγελέα κατ’ άρθρο 38 του Κ.Ποιν.Δ. τα σχετικά πρακτικά, ήταν ότι «δεν έχει τελειώσει η Δίκη, όταν τελειώσει η Δίκη με το καλό, θα το κάνουμε›. Είναι μία άποψη υποστηρίξιμη. Ελάτε όμως που δεν εφάρμοσε αυτό, αλλά ακριβώς το αντίθετο στη συνέχεια το Δικαστήριο?.
Ένα μήνα μετά, δεν έχω μπροστά μου την ακριβή ημερομηνία, γεννήθηκε ένα ζήτημα με την στάση ενός άλλου συνηγόρου Υπεράσπισης, του κ. Γιαννόπουλου. Εκεί υπάρχει συγκεκριμένη απόφαση προπαρασκευαστική του Δικαστηρίου σας που διατάσσει κατ’ άρθρο 38 του Κ.Ποιν.Δ., την αποστολή από τώρα, προσέξτε, όχι όταν τελειώσει η Δίκη, υπάρχει η υπ’ αριθμ. τάδε απόφαση, αν θέλετε μπορεί να μας πει τον αριθμό ο κ. Γραμματέας, που λέει το Δικαστήριο τώρα, όταν έγινε δηλαδή το συμβάν που θεώρησε άξιο ποινικής αξιολόγησης από Εισαγγελέα, το Δικαστήριό σας αμέσως έβγαλε απόφαση και διέταξε να σταλούν τα πρακτικά, το απόσπασμα των πρακτικών από τη συγκεκριμένη ημερομηνία στον κ. Εισαγγελέα για τα περαιτέρω.
Γιατί λοιπόν κ. Πρόεδρε στη μία περίπτωση λέτε «εδώ και τώρα θα βγάλουμε απόφαση και θα στείλουμε το απόσπασμα των πρακτικών στον κ. Εισαγγελέα› όταν έχει να κάνει με θέμα που προσβάλλει κατά την άποψή σας το Δικαστήριο, ενώ όταν έχει να κάνει με μία ψευδορκία μάρτυρα, εκεί λέμε «θα περιμένουμε το τέλος της Δίκης›; Γιατί δύο μέτρα και δυο σταθμά;
Βέβαια θα μπορούσατε να μου πείτε «ξέρετε, εμείς δεν πειστήκαμε ότι τέλεσε ψευδορκία›. Αν το λέγατε αυτό και πάλι θα παραβιάζατε το άρθρο 38 του Κ.Ποιν.Δ. Το άρθρο 38 έχει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Υποχρέωση του Δικαστή να συντάσσει έκθεση› και λέει στην πρώτη παράγραφο: «Όταν κατά τη διάρκεια πολιτικής ή ποινικής δίκης ανακύπτει γεγονός που μπορεί να χαρακτηριστεί έγκλημα διωκόμενο αυτεπαγγέλτως, ο δικαστής οφείλει να συντάξει έκθεση και να την διαβιβάσει στον αρμόδιο Εισαγγελέα με κάθε πληροφορία και με τα σχετικά έγγραφα›.
Συνεπώς δεν εναπόκειται στην διακριτική σας ευχέρεια αν εσείς θεωρήσετε ως Δικαστήριο ότι υπάρχουν υπόνοιες ψευδορκίας να το στείλετε. Όταν έχουμε αντικειμενικά δεδομένα, έχετε υποχρέωση να το πράξετε. Να δούμε λοιπόν πώς ερμηνεύει το άρθρο 38, όχι κάποιος θεωρητικός που διατελεί και συνήγορος Υπεράσπισης και είναι ύποπτος ότι υιοθετεί απόψεις που είναι υπέρ των κατηγορουμένων, τί λέει ένας εκλεκτός Εισαγγελέας. Γιατί βέβαια η Εισαγγελική Αρχή έχει και εκλεκτούς Εισαγγελείς, έχει και Εισαγγελείς που ασχολούνται με τις υποθέσεις, που ασχολούνται με τη θεωρία, που ασχολούνται με την ερμηνεία των νόμων.
Ένας από αυτούς, το έργο του οποίου τιμώ ιδιαίτερα, δεν τον έχω γνωρίσει προσωπικά, είναι ο κ. Καίσαρης, νομίζω υπηρετεί στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών και έχει βγάλει πέντε ή έξι τόμους «Ερμηνεία κατ’ άρθρο του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας›, ένα σημαντικό έργο. Ο πρώτος τόμος, που έχει δημοσιευθεί το 1981, εκδόσεις ΣΑΚΟΥΛΑ και αφορά τα άρθρα 1-62, περιέχει και την ερμηνεία του άρθρου 38 (σελ. 318-322).
Τί μας λέει ο κ. Καίσαρης, ο Εισαγγελέας στη σελ. 318: «Το άρθρο 38 επιβάλλει τη νομική υποχρέωση εις τον Δικαστήν, όχι απλώς δικαίωμα, όπως συντάξει έκθεσιν περί παντός γεγονότος δυναμένου να χαρακτηρισθεί ως έγκλημα διωκόμενον εξ επαγγέλματος›. Στην επόμενη σελίδα, 319: «Υποχρέωση του Δικαστού προς σύνταξιν εκθέσεως: Η υποχρέωσης του Ποινικού Δικαστού προς σύνταξιν εκθέσεως, δύναται να ανακύψει εις τας εξής περιπτώσεις: Πρώτη περίπτωση, όταν το γεγονός το δυνάμενο να χαρακτηρισθεί ως έγκλημα ενεφάνη διαρκούσης της επ’ ακροατηρίω συνεδριάσεως του Πολιτικού ή Ποινικού Δικαστηρίου ως και ανωτέρω εξετέθη›.
Προσέξτε τη συνέχεια: «Τοιαύτη περίπτωσις συντρέχει λ.χ., όταν ο εξεταζόμενος επ’ ακροατηρίω μάρτυς καταθέτει εντελώς αντίθετα πραγματικά περιστατικά από εκείνα τα οποία κατέθεσεν ο ίδιος εις την προδικασίαν›. Το πρώτο παράδειγμα λοιπόν του κ. Καίσαρη, αν θέλετε το τρανταχτό, το σχολικό παράδειγμα υποχρεωτικής εφαρμογής του άρθρου 38 ποιο είναι: Όταν έρχεται ένας μάρτυρας στο ακροατήριο και μας λέει «άσπρο›, όταν έχει πει «μαύρο› στην προδικασία.
Όπως σας ανέπτυξα τότε διεξοδικά και όπως θα πω και στη συνέχεια όταν ασχοληθώ με την υπόθεση Παπαδημητρίου, ο συγκεκριμένος μάρτυρας είχε πει «άσπρο› στην προδικασία, «μαύρο› στο ακροατήριο. Αυτό είναι ένα αντικειμενικό δεδομένο που χρήζει διερευνήσεως από τον αρμόδιο Εισαγγελέα. Σε αυτή λοιπόν την περίπτωση σύμφωνα και με το σχολικό παράδειγμα του Εισαγγελέα κ. Καίσαρη, υποχρεούται το Δικαστήριό σας να διαβιβάσει τα πρακτικά κατευθείαν στον αρμόδιο Εισαγγελέα.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση πανηγυρικά πιστοποιήθηκε ότι ήταν ψευδομάρτυρας ο κ. Βουτζαλής, όταν σε ανύποπτο χρόνο, αιφνιδιάζοντάς μας, την Υπεράσπιση του Τζωρτζάτου ο κ. Σάββας Ξηρός, είπε: «Μα ξέρετε, σ’ αυτή την υπόθεση μόνο εγώ πυροβόλησα, κανείς άλλος›. Αλλά ανεξάρτητα από αυτό, είχατε υποχρέωση να στείλετε με το άρθρο 38 το απόσπασμα των πρακτικών στον Εισαγγελέα όπως κάνατε ένα μήνα μετά για μια άλλη περίπτωση και το γεγονός ότι δεν το κάνατε συνιστά κατ’ εμέ μία ένδειξη ελλείψεως αντικειμενικής αμεροληψίας.
Δεύτερη περίπτωση, τη θίγω μόνο τώρα, θα την αναπτύξω στο κατάλληλο σημείο: Πώς αντιμετωπίσατε ως Δικαστήριο την κατάσταση της ψυχικής υγείας του κ. Τέλιου. Ενώ υπεβλήθη συγκεκριμένο αίτημα και ενώ ως επικουρικό αίτημα ήταν, τουλάχιστον αν δε θέλετε να γίνει η πραγματογνωμοσύνη, ας μας φέρουν τα στοιχεία, τον φάκελό του να δούμε πόσες δεκάδες ψυχοφάρμακα παίρνει ο συμπαθής κατά τα άλλα κατηγορούμενος, ο κ. Τέλιος, εκεί το Δικαστήριο –μάλιστα εφαρμόζοντας εσφαλμένα το νόμο αναφέρθηκε όχι στο άρθρο 200 που αφορά κατηγορούμενο αλλά σε ένα άλλο άρθρο, 210 αν θυμάμαι καλά, που αφορά μάρτυρα, θα τα πούμε στο κατάλληλο σημείο- και η στάση του Δικαστηρίου με λήψη της σχετικής απόφασης μάλιστα στη συγκεκριμένη περίπτωση, κατά την άποψη του ομιλούντος συνιστά ένδειξη ελλείψεως αντικειμενικής αμεροληψίας.
Και βέβαια, η μεγαλύτερη, η πολύ έντονη, η σοβαρότερη ένδειξη ελλείψεως αντικειμενικής αμεροληψίας που και γι αυτήν θα γίνει λόγος στη σειρά της, αφορά τον τρόπο που αντιμετώπισε το Δικαστήριό σας το θέμα των βασανιστηρίων που υπέστη ο κ. Τζωρτζάτος. Εδώ, ούτε λίγο ούτε πολύ, είχαμε οκτώ άλλους μάρτυρες που είπαν ότι, «ναι, ξέρουμε ότι βασανίστηκε, μας το είπε και είδαμε και τα σημάδια›.
Ο τρόπος που το Δικαστήριό σας παρέκαμψε αυτό το θέμα, αγνόησε τα πραγματικά περιστατικά, συνιστά μια σοβαρή ένδειξη ελλείψεως αντικειμενικής αμεροληψίας η οποία γίνεται ακόμα σοβαρότερη, όταν, όπως θα δούμε στη συνέχεια, στην Ελλάδα το Δικαστήριο ερευνά την ουσιαστική αλήθεια, άρα και από μόνο του μπορεί, έχει την πρωτοβουλία, έχει τη δυνατότητα να αναζητήσει τα απαραίτητα στοιχεία.
Περνώ στον επόμενο λόγο, στον έβδομο λόγο για τον οποίο δεν ήταν δίκαιη η Δίκη στο ακροατήριο. Εδώ αφορά στη συμμετοχή της Πολιτικής Αγωγής σ’ αυτή τη Δίκη. Απεριόριστα και κατά τούτο παράνομα, ελάμβανε τον λόγο η Πολιτική Αγωγή και διατύπωνε ερωτήσεις σε υποθέσεις για τις οποίες δεν είχε δηλωθεί παράσταση Πολιτικής Αγωγής. Και ενώ ο Πρόεδρός μας στις 17/3 είχε πει κατά λέξη «δεν θα δίνουμε τον λόγο σε πολιτικώς ενάγοντες οι οποίοι δεν θα έχουν παραστεί για τη συγκεκριμένη υπόθεση› γιατί όπως ξέρουμε, η Πολιτική Αγωγή, η δήλωση παράστασης Πολιτικής Αγωγής αφορά συγκεκριμένη υπόθεση.
Και αυτό δεν έγινε μια φορά να πούμε «δεν πειράζει, μας ξέφυγε›, συστηματικά, επανειλημμένα, έδινε τον λόγο ο κ. Πρόεδρος σε συνηγόρους Πολιτικής Αγωγής οι οποίοι έκαναν ερωτήσεις, έκαναν σχολιασμούς, έκανα μίνι αγορεύσεις για θέματα που δεν αφορούσαν τον συγκεκριμένο εντολέα που εκπροσωπούσαν. Η συστηματική λοιπόν παροχή της δυνατότητας στην Πολιτική Αγωγή να τοποθετείται σε θέματα για τα οποία δεν είχε δηλώσει παράσταση Αγωγής ο εκάστοτε συνήγορος Πολιτικής Αγωγής που ελάμβανε τον λόγο, συνιστά μια πρόσθετη παραβίαση της δίκαιης δίκης.
Έρχομαι στον όγδοο λόγο. Εδώ παραβιάστηκαν οι διατάξεις του Κ.Ποιν.Δ. για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. Από τις 5/6 και μετά όπου ετέθησαν αυτά τα θέματα και πήρε σχετική απόφαση το Δικαστήριό σας, ήταν πια σαφές για τον ομιλούντα ότι κάτι δεν πάει καλά σε επίπεδο δίκαιης δίκης στην ακροαματική διαδικασία. Γιατί; Ο Κ.Ποιν.Δ., πολύ σωστά προβλέπει πολύ συγκεκριμένες εγγυήσεις για το πώς γίνεται μία πραγματογνωμοσύνη σε μία Ποινική δίκη. Ας τις δούμε πρόχειρα αυτές τις εγγυήσεις οι οποίες δεν εφαρμόστηκαν στην παρούσα υπόθεση.
Να θυμίσω πρώτα ότι σύμφωνα με το άρθρο 183 του Κ.Ποιν.Δ., αν απαιτούνται ειδικές γνώσεις σε ορισμένες επιστήμες ή τέχνες, το Δικαστήριο διατάσσει πραγματογνωμοσύνη. Βεβαίως στη συγκεκριμένη υπόθεση, ένα μεγάλο τμήμα της διαδικασίας αναλώθηκε στην εξέταση θεμάτων που αφορούσαν ειδικές γνώσεις, γιατί βέβαια στις λεγόμενες γιάφκες, τα κρησφύγετα όπως θέλετε πείτε τα, της οδού Πάτμου και της οδού Δαμάρεως, βρέθηκαν πολλά πράγματα.
Βέβαια αυτά που βρέθηκαν από μόνο τους δεν συνιστούν αποδείξεις, δεν συνιστούν υλικό που αξιοποιείται ευθέως από το Δικαστήριό σας. Τα αποτυπώματα που έχουν σημασία, τα πειστήρια εν γένει που βρέθηκαν, πρέπει να τύχουν επεξεργασίας από άτομα που έχουν ειδικές γνώσεις.
Για να δεχθεί το Δικαστήριό σας για παράδειγμα ότι βρέθηκε αποτύπωμα του κ. Τζωρτζάτου σε ένα πηλίκιο που βρέθηκε στην οδό Πάτμου. Εκεί πρέπει να γίνουν κάποια πράγματα. Αυτά δεν έγιναν. Να θυμίσω επίσης το άρθρο 195 που μας λέει ότι εκείνος που διατάσσει την πραγματογνωμοσύνη καθορίζει και τα ζητήματα για τα οποία κυρίως θα διεξαχθεί έχοντας υπόψη και τις τυχόν προτάσεις των διαδίκων γιατί κανονικά σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και οι διάδικοι, οι κατηγορούμενοι εν προκειμένω έχουν λόγο κατά την διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης. Δεν παίρνουν έτοιμο το αποτέλεσμα μιας πραγματογνωμοσύνης και κατά την διάρκειά της μπορούν να παρέμβουν.
Βέβαια σημασία έχει και το άρθρο 198 που μας λέει ότι η γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων πρέπει να είναι γραπτή και αιτιολογημένη. Προσέξτε το, γραπτή και αιτιολογημένη. Επίσης έχει ξεχωριστή ενότητα ο Κώδικάς μας για τον διορισμό τεχνικών συμβούλων, όταν μιλάμε για κακουργήματα βέβαια όπως στην παρούσα υπόθεση.
Εδώ λοιπόν παρέχει συγκεκριμένα δικαιώματα ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας στους κατηγορουμένους για κακουργήματα και το πιο σημαντικό από όλα είναι να διορίσουν δικό τους τεχνικό σύμβουλο ο οποίος θα ελέγχει όχι το αποτέλεσμα, την διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης και θα μπορεί και να παρεμβαίνει και να ζητάει «δείτε και αυτό, δείτε και το άλλο›.
Κάτι τέτοιο δεν συνέβη στην παρούσα υπόθεση και δεν συνέβη γιατί οι πραγματογνωμοσύνες αυτές που αφορούν τον κ. Τζωρτζάτο και την πλειονότητα των άλλων κατηγορουμένων όχι όλες, οι περισσότερες από αυτές διατάχθηκαν στο στάδιο της αστυνομικής προανάκρισης όπου βέβαια δεν ενημερώθηκε ο κατηγορούμενος για δυνατότητα διορισμού τεχνικού συμβούλου. Βέβαια ειδικά για τον κ. Τζωρτζάτο όπως θα δούμε εκτενώς στη συνέχεια, ενώ διετάχθη μία πραγματογνωμοσύνη 22 Ιουλίου αν θυμάμαι καλά, πότε την λάβαμε την πραγματογνωμοσύνη κ. Πρόεδρε; Στις 19 Μαίου.
Εδώ λοιπόν έχουμε μία πρόσθετη παραβίαση των διατάξεων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για τις πραγματογνωμοσύνες. Γιατί; Σύμφωνα με την λογική και το γράμμα του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας οι πραγματογνωμοσύνες πρέπει να είναι έτοιμες, να έχουν παραδοθεί πριν αρχίσει η ακροαματική διαδικασία.
Σας είχα αναπτύξει στις 5 Ιουνίου αν θυμάμαι καλά ένα σκεπτικό, ας μην το επαναλάβω τώρα για να μην σας κουράζω βάσει του οποίου είναι μη επιτρεπτό, είναι παράνομο το να προσκομίζονται πραγματογνωμοσύνες ενώ έχει ξεκινήσει η ακροαματική διαδικασία. Είχα αναφερθεί και στο άρθρο 166 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που μας λέει ότι και οι πραγματογνώμονες κλητεύονται για να εμφανιστούν στο ακροατήριο 15 μέρες τουλάχιστον αν θυμάμαι καλά πριν αρχίσει η διαδικασία.
Είχα αναπτύξει ένα σκεπτικό, μπορείτε να το δείτε στα πρακτικά, δεν το λέω πάλι να μην σας κουράζω βάσει του οποίου από τις συγκεκριμένες ρυθμίσεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας υποχρεωτικά όταν ξεκινάει η ακροαματική διαδικασία πρέπει οι πραγματογνωμοσύνες να είναι έτοιμες. Θυμίζω βέβαια σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για τις πραγματογνωμοσύνες, πρώτα διαβάζονται στο ακροατήριο οι εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης και αν χρειαστεί στη συνέχεια οι πραγματογνώμονες που έχουν κλητευθεί υποχρεωτικά 15 ημέρες πριν ξεκινήσει η διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 166 καλούνται να δώσουν κάποιες εξηγήσεις.
Με δυο λέξεις λοιπόν, βασική επιλογή του νομοθέτη, του συντάκτη του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ήταν ότι η πραγματογνωμοσύνη πρέπει να έχει ολοκληρωθεί, να είναι έτοιμη πριν ξεκινήσει η ακροαματική διαδικασία. Βέβαια σύμφωνα με το άρθρο 362 υπάρχει άλλη μία δυνατότητα να γίνει πραγματογνωμοσύνη όταν στο ακροατήριο γεννηθεί κάποιο ζήτημα και τότε το Δικαστήριό σας έχει δικαίωμα με το 362 να διατάξει πραγματογνωμοσύνη όπου βέβαια έχει δικαίωμα και ο κατηγορούμενος να διορίσει τεχνικό σύμβουλο.
Σύμφωνα λοιπόν με τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας δύο μόνο νομικά επιτρεπτές δυνατότητες υπάρχουν για να έχουμε νόμιμες πραγματογνωμοσύνες. Είναι αυτές που έχουν τελειώσει πριν ξεκινήσει η ακροαματική διαδικασία και επιπλέον αυτές για τις οποίες έχει κάποια δικαιώματα συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος των βασικότερων των οποίων είναι ο διορισμός τεχνικού συμβούλου. Αυτή είναι η μία κατηγορία επιτρεπτών πραγματογνωμοσυνών.