Έρχομαι στο σκληρό υποτίθεται στοιχείο των δακτυλικών αποτυπωμάτων. Δακτυλικά αποτυπώματα για τον Βασίλη Τζωρτζάτο δε βρέθηκαν ούτε σε γιάφκες ούτε σε όπλα ούτε σε ρουκέτες ούτε σε αυτοκίνητα ούτε σε πινακίδες ούτε σε ηλεκτρολογικά εργαλεία, ούτε σε διάφορα ηλεκτρικά ανταλλακτικά που βρέθηκαν στη γιάφκα ούτε σε τίποτε άλλο παρά βρέθηκαν –βρέθηκαν; Αυτό είναι το ερώτημα- σε ένα βιβλίο, «To Who is Who της αλλαγής› το οποίο έχει κυκλοφορήσει το έτος 1981 και σε ένα πηλίκιο αστυνομικό το οποίο έχει αφαιρεθεί από την κατοχή της ΕΛ.ΑΣ τον Αύγουστο του ’88 που έγινε η ληστεία στο Α.Τ. Βύρωνα και έκτοτε ανήκε μέχρι το 2002 στην κατοχή της 17Ν.
Να πω καταρχήν για τα αποτυπώματα στο βιβλίο ξεκινώντας από αυτό, για τα οποία δεν υπάρχει καμία ιδιαίτερη βοήθεια από την πλευρά της Αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας και του κ. Γιαννακούρη εδώ, δεδομένου ότι απεστάλη μία φωτογραφία, θα σας τα δείξω αυτά τα πράγματα, σε φυσικό μέγεθος, η οποία έχει 4-5 δαχτυλιές. Θυμάστε ότι απηύθυνα διευκρινιστικό ερώτημα μέσω του Δικαστηρίου σας «ποια δαχτυλιά είναι του Τζωρτζάτου από αυτές τις 4-5;› και απάντηση δεν έλαβα ποτέ.
Θα πω ότι ένα βιβλίο από το 1981 μέχρι το 2002, μπορεί να έχει αλλάξει χιλιάδες χέρια, χέρια που το έχουν πιάσει σε ένα βιβλιοπωλείο, σε μία έκθεση βιβλίου ξεφυλλίζοντάς το, σε ένα σπίτι, σε άλλο σπίτι, να έχει δανειστεί κ.ο.κ. Από μόνο του δεν αποτελεί ασφαλώς επαρκές αποδεικτικό στοιχείο για τίποτα. Δεν το λέω εγώ μόνον αυτό, είναι εκτίμηση του βουλεύματος το οποίο απάλλαξε τον Αυγουστίνο Ξηρό από την κατηγορία της συμμετοχής με μόνες υποτίθεται ενδείξεις συμμετοχής δακτυλικά αποτυπώματα σε κινητά αντικείμενα.
Υπάρχει και η εξέλιξη του άλλου λαυρακίου που έγινε μαρίδα, του Κων/νου Αβραμίδη, του Κώστα του Πόντιου, του φερομένου ως 20ου μέλος της 17Ν τον οποίο μεσούσης της Δίκης επίσης, οι κ.κ. Διώτης και Σύρος συνέλαβαν ως επ’ αυτοφώρω τελούντα το αδίκημα της συμμετοχής στη 17Ν από κοινού με δύο μυθικά πρόσωπα, έναν Πάρκινσον και μία ¶ννα και μερικά πραγματικά που είναι όμως έγκλειστα στη φυλακή εδώ κι ένα χρόνο και άρα πώς είναι δυνατόν μαζί του να σχηματίζουν και να συναποτελούν Οργάνωση με στοιχείο συμμετοχής τα δακτυλικά αποτυπώματα σε ένα βιβλίο το οποίο κατέχεται και έχει κατασχεθεί από την αστυνομία από τον 7/2002.
Αυτή η σκευωρία η οποία έχει καθαρά φρονηματικό χαρακτήρα σε ό,τι αφορά τον κ. Αβραμίδη ευτυχώς δεν πέρασε ούτε την πόρτα του κ. Καρούτσου ούτε την πόρτα του κ. Ζερβομπεάκου. Θα ήμουν ιδιαίτερα ευτυχώς εάν αυτή τη στιγμή υπό τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, διαρκούσης της αγορεύσεώς μου μπορούσα να σας κραδαίνω ένα απαλλακτικό βούλευμα, πλην όμως ενώ πέρυσι τον Δεκέμβριο για να βγει ένα απαλλακτικό βούλευμα, αφού προηγουμένως εκπονήθηκε μία Εισαγγελική πρόταση για εκατοντάδες κακουργημάτων 18 κατηγορουμένων ήσαν αρκετές 20 μέρες για την Εισαγγελική πρόταση και άλλες 30 για το βούλευμα, στην περίπτωση του Κων/νου Αβραμίδη, από τα τέλη του 5/2003 η υπόθεση έχει κολλήσει και δεν υπάρχει ούτε καν Εισαγγελική πρόταση, την οποία αν υπήρχε κατ’ άρθρο 308 έχω ζητήσει να μου γνωστοποιηθεί και θα τη γνώριζα για να υποβάλλω το υπόμνημά μου.
Και βεβαίως δεν υπάρχει, ας μου επιτραπεί να εικάσω, διότι μόνο απαλλακτικό μπορεί να είναι και το βούλευμα και η πρόταση και αν είναι ένα ακόμα απαλλακτικό στοιχείο προ της αποφάσεώς σας για την τύχη των ανθρώπων αυτών, ο κ. Διώτης και η Αντιτρομοκρατική υπηρεσία θα έρχονταν με μια αποδεδειγμένη ακόμα περίπτωση αναξιοπιστίας εδώ πέρα, η οποία αποδεικνύει τον τρόπο φέρεσθαι και τον τρόπο σκευωρείν των ανθρώπων και των υπηρεσιών αυτών και διαρκούσης της Δίκης αυτής ακόμα.
Βρέθηκαν λοιπόν τα δακτυλικά αποτυπώματα του Τζωρτζάτου στο βιβλίο και το πηλίκιο κι εγώ λέω το εξής: Και γνήσια να είναι τί αποδεικνύεται απ’ αυτά; Το μεν βιβλίο βρέθηκε τον Ιούλιο του 2002 στην κατοχή της Οργάνωσης και μέχρι τότε είναι άγνωστο, αναπόδεικτο, αβέβαιο, από πόσα άλλα χέρια και από την κατοχή πόσων άλλων ανθρώπων έχει περάσει μέσα στα 21 χρόνια που μεσολάβησαν από την κυκλοφορία του, σκεφτείτε να πιάσω εγώ ένα χαρτί, να το αφήσω εδώ πέρα, 20 χρόνια μετά αυτό το χαρτί να βρεθεί σε μία γιάφκα, ή και εσείς, πού θα πάμε όλοι.
Και έρχομαι στα αποτυπώματα του πηλικίου το οποίο δεν είναι ένα αντικείμενο που κυκλοφορεί τόσο ευρέως όσο τα βιβλία, το οποίο όμως και αυτό το πηλίκιο συνδέεται με την κατοχή της Οργάνωσης επί 4 τουλάχιστον χρόνια, όσα ο κ. Τζωρτζάτος ισχυρίζεται ότι ήταν μέλος της. Και αφού ήταν μέλος της, μέχρι το 1992 θα μπορούσε να το έχει πιάσει, όχι κατ’ ανάγκη για να ντυθεί αστυνομικός για να πάει κάπου.
Διευκρινίζω εδώ πέρα, διότι υπήρξε μια διευκρίνιση δε θυμάμαι από ποιον παράγοντα της Δίκης «εσείς τελικά τί λέτε; Είναι πλαστά τα αποτυπώματα; Είναι μεταφερόμενα; Είναι δικά του; Τί είναι;› Απαντώ λοιπόν όπως είχα απαντήσει και τότε: Εμείς αμφισβητούμε τη γνησιότητα των αποτυπωμάτων αυτών και την ορθότητα της έκθεσης, της βεβαίωσης αυτής του κ. Γιαννακούρη. Μπορεί να είναι και δικά του, μπορεί και να μην είναι, δεν το ξέρω. Εδώ τί απεδείχθη;
Για να δούμε τί απεδείχθη: Έρχομαι εγώ και σας κάνω μία αίτηση, αφού είχε έρθει ο κ. Γιαννακούρης, αφού έγιναν όσα έγιναν, τα οποία θα σχολιάσω μετά, να διατάξετε πραγματογνωμοσύνη γι αυτά τα δακτυλικά αποτυπώματα. Έρχομαι και το ζητώ όχι γενικώς και αορίστως διότι θέλω να αμφισβητήσω, αλλά διοτι έχω προβεί με τα μέσα τα οποία θα σας δείξω, σύμφωνα με αυτά που ο κ. Γιαννακούρης ήρθε και έλεγε εδώ πέρα, σε μία προσπάθεια τακτοποίησης του γνησίου και του φερομένου ως λανθάνοντος δακτυλικού αποτυπώματος του Τζωρτζάτου η οποία κατά τον κ. Γιαννακούρη έχει 15 ομόλογα σημεία ταύτισης και εγώ βρίσκω ένα σημείο ταύτισης και θέλω να ξέρω αν υπάρχουν τα άλλα 15 και πού είναι.
Και μου απαντάτε σιτς 10/7 στο αίτημα αυτό –η απάντηση έχει αρκετά μεγάλη σημασία, ακούστε τη στιχομυθία: Πρόεδρος: «Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που έχει διακοπεί. Έχουμε επιφυλαχθεί σε κάποιο αίτημα, πρέπει να απαντήσουμε. Κύριε Παπαδάκη είστε εδώ; Απορρίπτει το αίτημα διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης. Η κατάθεση του μάρτυρα, ο οποίος είναι στις εγκληματολογικές υπηρεσίες Προϊστάμενος, μαζί με τις εκθέσεις θα συνεκτιμηθούν. Επίσης θα συνεκτιμηθούν οι εμπειρικές παρατηρήσεις του συνηγόρου. Επίσης απορρίπτει το αίτημα να κλητεύσει την μάρτυρα κα Αμπατζή την οποία αν φέρουν, εμείς πολύ πρόθυμα θα εξετάσουμε μέχρι το τέλος της διαδικασίας με μέριμνα δική σας›.
Παπαδάκης: «Γίνεται σεβαστή η απόφαση. Απλώς ένα αίτημα συμπλήρωσης μόνο να κάνω. Επειδή θεωρώ κρίσιμο στην αιτιολογία της απόφασης –βεβαίως εδώ την αναπτύξατε προφορικά, απλώς το θέτω υπόψη σας στη διατύπωση- να κρίνετε εάν για τη διαπίστωση της ορθότητας της τακτοποίησης των δακτυλικών αποτυπωμάτων απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, ένα στοιχείο που το θεωρώ κρίσιμο να υπάρχει στην αιτιολογία σας›.
Πρόεδρος: «Υπάρχει σχετική αιτιολογία παρόμοια για τον κ. Σταμούλη που είχε ζητήσει κι αυτός πριν, ότι δεν υπάρχουν τέτοια εργαστήρια εκτός από αυτά των Εγκληματολογικών υπηρεσιών›. «Όχι, εγώ ρώτησα αν απαιτούνται γνώσεις, όχι αν υπάρχουν εργαστήρια›. «Όπου προΐσταται ο κύριος κι επειδή όπως ξέρετε τόσα χρόνια εργαζόμαστε εδώ, με ένα σήμα της αστυνομίας ότι ταυτοποιήθηκαν του τάδε κλέφτη στον τάδε, δεν καθόμαστε να κάνουμε ούτε πραγματογνωμοσύνες κτλ.›
«Σύμφωνοι, είστε κατανοητός, θεωρώ ότι πρέπει να υπάρξει μια αιτιολογία αν απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης. Εκλαμβάνω την απάντηση που μου δώσατε όμως πριν εδώ ότι δεν υπάρχουν εργαστήρια πραγματογνωμοσύνης πλην της αστυνομίας, ότι απαιτούνται ειδικές γνώσεις τέχνης ή επιστήμης, αλλιώς δε θα μπαίνατε στον συλλογισμό ‘έχουμε άνθρωπο να τις κάνει αυτές τις πραγματογνωμοσύνες και τις εκθέσεις;’ Διότι αν λέγατε ότι δεν απαιτούνται, τότε προφανώς δεν θα μπαίνατε στον συλλογισμό αυτόν και ενδεχομένως θα δεχόσαστε αυτά τα οποία σας έγραψα εγώ που λέτε ότι θα τα συνεκτιμήσετε›.
Έστω λοιπόν ότι απαιτούνται γνώσεις επιστήμης και δεν υπάρχουν πραγματογνώμονες. Τί σημαίνει αυτό; Ότι από κάθε βεβαίωση της αστυνομίας για τα δακτυλικά αποτυπώματα θα παράγεται τεκμήριο ενοχής κάθε δακτυλοσκοπημένου τον οποίο η αστυνομία υποδεικνύει χωρίς καν να αιτιολογεί και να εκθέτει ως ένοχο; Όχι. Αν όχι, τότε είναι αμφιβολία υπέρ του κατηγορουμένου, να μην το ψάχνομε περισσότερο και να το ρωτάμε αυτό. Βέβαια ο κ. Γιαννακούρης μας είπε εδώ πέρα πολλά ενδιαφέροντα πράγματα αλλά μας είπε και μερικά εμφανέστατα ψέματα. Ίσως το είπε διότι σε κάποια σημεία της κατάθεσής του είπε ‘ας κρατήσουμε και κάτι για την αστυνομία’ αλλά είναι μερικά που δεν κρατιούνται.
Παράδειγμα: Μας λέει ότι το 1997 καθίσταται και μετά καθίσταται δυνατή η δυνατότητα ανίχνευσης δακτυλικών αποτυπωμάτων σε έγγραφα. Σας έφερα και σας κατέθεσα και είναι στη δικογραφία απόφαση του έτους 1991-92 που αφορά την υπόθεση Μπουκετσίδη, Κογιάννη, Μπέρκνερ, Μαζοκόπου, δε θυμάμαι ποιου άλλου, στην οποία υπάρχει έκθεση πραγματογνωμοσύνης, πρώτη διάψευση που έλεγε ο κ. Γιαννακούρης εδώ ότι δεν κάνουμε ποτέ εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης και δεύτερον, η έκθεση πραγματογνωμοσύνης αφορά δακτυλικά αποτυπώματα που βρέθηκαν σε επιστολές, σε βιβλία, σε έγγραφα. Φταίω εγώ τώρα που λέω ότι λέει ψέματα ή φταίει αυτός που τα λέει; Διότι δημόσιο έγγραφο προσκόμισα, δικαστική απόφαση προσκόμισα. Και έκθεση πραγματογνωμοσύνης είχε και αποτυπώματα σε χαρτιά έχει τα οποία ανιχνεύτηκαν πριν από το ’97, το ’91, το ’92 που λέει εκείνος εδώ πέρα. Έχω εγώ λοιπόν ερέθισμα να είμαι δύσπιστος απέναντι στον κάθε κ. Γιαννακούρη; Μάλλον έχω.
Μήπως το έρεισμα γίνεται μεγαλύτερο όταν ο κ. Γιαννακούρης ανήκει σε μία υπηρεσία η οποία έχει φερθεί όπως έχει φερθεί και μήπως γίνεται ακόμα πιο μεγάλο όταν αυτή η υπηρεσία όπως και εσείς φτάνετε να αποδέχεστε εδώ; Αποτελεί μήπως ένα στεγανό το οποίο είναι ανεπίδεκτο οπωσδήποτε κριτικής στάθμισης από έναν έλληνα εμπειρογνώμονα; Έστω υπάρχει ένα αντικειμενικό δεδομένο εδώ πέρα, ότι δεν υπάρχουν έλληνες εμπειρογνώμονες σε δακτυλικά αποτυπώματα, αν θεωρηθεί ότι απαιτούνται ιδιαίτερες γνώσεις.
Αυτό σημαίνει ότι αρκεί μια βεβαίωση της αστυνομίας και δη αναιτιολόγητη για να καταδικάσουμε; Να ήταν μια έκθεση πραγματογνωμοσύνης τουλάχιστον από την αστυνομία, αφού απαιτούνται αυτές οι ιδιαίτερες γνώσεις να το πω ναι. Και ύστερα έρχεται ο κ. Εισαγγελέας, αναφερόμενος δεν θυμάμαι σε ποιον κατηγορούμενο, μα δεν τόλμησε να ζητήσει έκθεση πραγματογνωμοσύνης. Εγώ που τόλμησα; Είμαι αθώος τώρα; Μάλλον είμαι αθώος. Για τον Τζωρτζάτο έχετε να μου πείτε που τόλμησε και απερρίφθη το αίτημα;
Διότι να έχουμε μια συνέπεια σ’ αυτά που λέμε. Κύριε Πρόεδρε τα πράγματα είναι πάρα πολύ απλά. Εδώ ήρθε ο κ. Γιαννακούρης και λέει το εξής και τα γραπτά του, ότι βγάζουμε φωτογραφία σε φυσικό μέγεθος. Σε φυσικό μέγεθος σημαίνει τούτο το πράγμα. Ότι παίρνουμε το γνήσιο αποτύπωμα, που είναι μια διαφάνεια αυτή που βλέπετε εδώ σε φυσικό μέγεθος και πρέπει το λανθάνον το οποίο μας το δίνει σε φωτογραφία επίσης σε φυσικό μέγεθος, να μπει επάνω σ’ αυτή τη διαφάνεια και να ταυτιστεί. Αυτό πρέπει να γίνει.
Και μας λέει ο κ. Γιαννακούρης στα έγγραφα της αλληλογραφίας, ότι αυτό γίνεται δια γυμνού οφθαλμού και με φυσική μέθοδο στο φυσικό μέγεθος. Και έρχεται εδώ πέρα και μας φέρνει κομπιούτερ και μας φέρνει μεγεθυσμένες φωτογραφίες με συγχωρείτε πολύ, να κρίνουμε την αξιοπιστία του αυτό να κάνουμε.
Διότι ήρθε εδώ και ενώ πρώτα μου είχε στείλει φωτογραφία σε φυσικό μέγεθος, και προσπαθούσα μάταια μ’ αυτήν να κάνω δουλειά, έρχεται εδώ και φέρνει μια άλλη φωτογραφία από εκείνη που είχε στείλει. Μια φωτογραφία μεγεθυσμένη για να κάνει στο Δικαστήριό σας εντύπωση.
Και ενώ είναι το φυσικό μέγεθος λοιπόν των φωτογραφιών που φέρνει, αυτά που βλέπετε εδώ πέρα και τα οποία δεν επιδέχονται καμία παρατήρηση, ρίξτε μια ματιά?.
΄Όχι δεν είναι καμία άλλη κλίμακα. Εγώ αυτό το ζήτησα, όταν μου απάντησε το Γραφείο Εξερευνήσεων, ότι η φωτογραφία του αποτυπώματος είναι σε φυσικό μέγεθος, λέω και εγώ βρε παιδιά, πήγα σε ένα φωτογραφείο είχα πάρει το δακτυλοσκοπικό δελτίο του Τζωρτζάτου που είναι στη δικογραφία, κάντε μου μια διαφάνεια σε φυσικό μέγεθος, να κοιτάξω να βάλω το ένα πάνω στο άλλο, για να δω εάν πέφτει το ένα πάνω στο άλλο, αφού είναι λοιπόν έτσι με φυσικό μέγεθος, μάτια έχω και εγώ, μάτια έχει και αυτός.
Ο Γιαννακούρης ο κάθε Γιαννακούρης, θέμα εμπειρίας είναι. Τι κάθομαι λοιπόν και την κάνω και δεν βγάζω τίποτα. Έρχεται εδώ πέρα όμως στη συνέχεια ο κ. Γιαννακούρης και μας φέρνει μεγεθυσμένες φωτογραφίες την ώρα που έρχεται για να καταθέσει, που δεν τις είχε δώσει προηγουμένως. Και σας φέρνει εκεί πέρα για να σας εντυπωσιάσει μια φωτογραφία μεγάλη, εδώ είναι επιδεκτική παρατήρηση. Και σας φέρνει μια φωτογραφία μεγάλη λοιπόν, εδώ που έχει δεξιά το γνήσιο και αριστερά το λανθάνον και να λέει να αυτό είναι.
Και την ζητώ αυτή τη φωτογραφία και την παίρνω στις 18.6 από τον κ. Γιαννακούρη?Λέει εκεί πέρα δεκαπέντε ομόλογα σημεία. Όχι. Για μισό λεπτό, προσέξτε κ. Εισαγγελέα, εγώ τώρα βγάζω αναξιόπιστο όχι τον εαυτό μου, αλλά τον κύριο εκείνο που λέει ότι γίνεται σε φυσικό μέγεθος η ταυτοποίηση και με γυμνό μάτι και όχι με κομπιούτερ, άσχετα εάν έφερε κομπιούτερ εδώ πέρα. ¶σχετα εάν έκανε την πάπια σε ερώτηση του κ. Μυλωνά, που λέει, μα θυμάμαι εγώ ότι είχαμε έρθει στην Ασφάλεια μια ομάδα φοιτητών εκεί πέρα και είχατε κάτι ηλεκτρονικούς υπολογιστές και απαντά, ας κρατήσουμε και τίποτα για την αστυνομία.
(διαλογικές συζητήσεις)
Κ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Δεν είστε ειδικός. Αν δεν είστε ειδικός κ. Εισαγγελέας, αρνηθείτε να τα δείτε, αλλά δεν αρνείστε όμως. Να έρθετε χωρίς πραγματογνωμοσύνη, διότι η διάταξη λέει σαφώς ότι όταν απαιτούνται ειδικές γνώσεις τέχνης ή επιστήμης, πρέπει να γίνεται πραγματογνωμοσύνη.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (Εκτός μικροφώνου)
Κ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Μα κύριε Πρόεδρε ακούστε να σας πω κάτι, ακούστε τι σημασία έχουν. Ότι είναι αναξιόπιστη η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία και η Αστυνομία και στα πιο σκληρά αποδεικτικά μέσα τα οποία υποτίθεται ότι υπάρχουν εδώ πέρα.
Εγώ σας λέω με ποια κριτήρια να πιστέψετε εμένα. Ακούστε, όποιον θέλει να πιστέψει, εγώ θα πω τις απόψεις μου, η δίκη γίνεται για σας, γίνεται και για τον κόσμο και κάποτε αυτά τα πράγματα πρέπει να ακουστούν. Μην πιστέψετε κανέναν, αλλά όταν δεν πιστέψετε κανέναν, δεν μπορείτε αυτή την αβεβαιότητα να την ερμηνεύετε σε βάρος του κατηγορουμένου, όπως κάνει ο κ. Εισαγγελέας. Ακόμα και τώρα.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: (Εκτός μικροφώνου)
Κ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Έτσι κάνετε κύριε Εισαγγελέα. Δεν είμαι ειδικός, αλλά εμπιστεύομαι τον ειδικό, χωρίς να έχει γίνει πραγματογνωμοσύνη. Ποια εμπιστοσύνη εδώ πέρα; Εγώ αμφισβητώ το χρέος. Η Εφορία μου στέλνει μια ειδοποίηση ατομική και μου λέει χρωστάς και λέω, στείλε μου εκκαθαριστικό, όχι χρωστάς. Αυτό είναι; Όχι βέβαια.
Και λέω το εξής εδώ πέρα. Ή που θα πρέπει να πούμε ότι χρειάζονται ειδικές γνώσεις, άρα πάνε περίπατο όλα όσα σας λέω εκεί πέρα και σας δείχνω, ή θα πούμε αυτό το οποίο, ο κ. Γιαννακούρης λέει ότι γίνεται σε φυσικό μέγεθος ένα προς ένα η αποτύπωση. Και εγώ δεν παίρνω το φυσικό μέγεθος, παίρνω το μεγεθυσμένο του κ. Γιαννακούρη και λέω το εξής. Ανοίξτε ένα βιβλίο του κ. Πίτου, που αυτό το κομμάτι αν και πάλι δεν το αμφισβητεί ο κ. Γιαννακούρης το οποίο, ταξινομεί τα είδη των σημείων στα δακτυλικά αποτυπώματα σε 18 διαφορετικές κατηγορίες, αρχόμενη γραμμή, τερματίζουσα γραμμή, δίκρανο άνω, δίκρανο κάτω, άγκιστρο άνω, άγκιστρο κάτω, οφθαλμός, νήσος το ένα το άλλο κλπ, πάρτε αυτό το πράγμα δίπλα σας και κάντε με τον μεγεθυντικό φακό σύγκριση του γνησίου και του λανθάνοντος για να δείτε τα εξής σημεία.
Πρώτον, εάν έχει ευκρίνεια το λανθάνον και τα δεκαπέντε σημεία, προκειμένου να κρίνετε άμα ταυτίζονται και δεύτερον, εάν τα σημεία όπως αυτός ο ερμηνευτικός πίνακας μας βοηθάει είναι τα ίδια. Γιατί εγώ σας έκανα μια έκθεση δεν θα κάτσω να τη διαβάζω πάλι όλες τις σελίδες, το τάδε σημείο είναι δίκρανο, το τάδε είναι γραμμή, το άλλο είναι το άλλο κλπ, αλλά αυτά τα πράγματα είναι σαφές ότι αμφισβητούνται. Όπως αμφισβητούνται και άλλα.
Γράφει ο κ. Γιαννακούρης στη φωτογραφία εκείνη εκεί πέρα που έχετε ότι, το αποτύπωμα λέει που του είχαμε πάρει το ’93 βγάζει 17 σημεία ταύτισης, ενώ τούτο εδώ που του πήραμε το 2002, βγάζει 15. ¶λλο παράδοξο αυτό.
Ο Τζωρτζάτος κατά το δακτυλοσκοπικό του δελτίο στις 18.7. δεν είναι δακτυλοσκοπημένος άρα δεν είχανε δακτυλικό αποτύπωμα από το ’93. τώρα πού το βρήκανε και το ταυτοποιούν; Και αφού το ταυτοποιούν γιατί μου κάνουν χάρη και δεν φέρνουν αυτό με τα 17 και φέρνουν αυτό με τα 15;
Η δακτυλοσκοπική έχει μια αρχή ανάμεσα στις άλλες, την αρχή του αναλλοίωτου των δακτυλικών αποτυπωμάτων. Το αποτύπωμα του Τζωρτζάτου το γνήσιο, αυτό που δίνει με την συναίνεσή του για να συγκριθεί με το άλλο, τα ίδια χαρακτηριστικά και τις ίδιες ιδιομορφίες που είχε πριν δέκα, είκοσι χρόνια, έχει και τώρα. Έχει σ’ όλη του την ζωή. Γιατί λοιπόν δεν φέρνει εκείνο με τα 17; Ποια αξιοπιστία εγώ μπορώ να δώσω στον ισχυρισμό αυτόν εκεί;
Και από εκεί και πέρα, χωρίς να θέλω να προτρέξω ένα βήμα παραπέρα και να πω ότι τα αποτυπώματα αυτά είναι μεταφερόμενα, γιατί εκεί ακούγονται βάσιμοι αντίλογοι του στυλ, γιατί να μην τα βάλουμε στον τοίχο; Είναι λογικά εντάξει, βεβαίως είναι λογικά. Με συγχωρείτε το κατάλαβα, αλλά τι πάει να πει αυτό;
Είναι απόδειξη η μαρτυρία του κ. Γιαννακούρη και το έγγραφο της βεβαίωσης της αστυνομίας ότι έχουμε αποτυπώματα; Εγώ λέω κατ’ αρχήν αν είναι γνήσια. Αν δεν είναι γνήσια, αν δεν αποδεικνύεται ότι είναι γνήσια και ότι υπάρχει ταύτιση των σημείων των ομολόγων, παρέλκει κάθε συζήτηση αν είναι μεταφερόμενα ή όχι, δεν με ενδιαφέρει τι είναι. Λέω ότι μπορεί να είναι και μεταφερόμενα και εδώ είναι ένα άλλο σημείο αναξιοπιστίας του κ. Γιαννακούρη, το τελευταίο που θα θίξω στο θέμα αυτό, γιατί μας είπε εδώ πέρα, ότι δεν υπάρχει δυνατότητα μεταφοράς των πλαστών αποτυπωμάτων, διότι φαίνονται ότι είναι πλαστά, εξαιτίας του ότι τα πλαστά δεν έχουν ιδρώτα. Και όμως του διάβασα βιβλία, είναι καταγεγραμμένα στα πρακτικά αυτά, του κ. Πίττου και του κ. Αλεξιάδη και δεν θυμάμαι ποιο άλλο, από τα οποία προκύπτει ότι, είναι δυνατή η τεχνητή ύγρανση των αποτυπωμάτων των πλαστών με ιδρώτα και η εναπόθεσή τους κατά τέτοιο τρόπο, που να μπορεί να γίνει μεταφορά.
Εγώ έχω ένα πλαστό αποτύπωμα το βάζω εδώ πέρα, το ιδρώνω και το βάζω εδώ. Ένας τρόπος υπάρχει για να διαπιστωθεί αν είναι, ή δεν είναι πράγματι μεταφερόμενο το αποτύπωμα και αυτός είναι η πανωσκόπηση μια ειδική εξέταση η οποία δεν έγινε στη περίπτωση αυτή. ¶ρα δεν μπορώ να αποκλείσω και την περίπτωση της μεταφοράς, παρότι δεν είναι αυτός ο βασικός μου ισχυρισμός. Ο ισχυρισμός τότε δεν αποδεικνύεται.
Αλλά λέω τώρα και αν είναι δικά του, εγώ παίρνω την εσχάτη των εκδοχών. Τα αντικείμενα στα οποία υποτίθεται ότι έχουν ανιχνευθεί, είναι δυο αντικείμενα που ευρέθησαν στην κατοχή της οργάνωσης. Το ένα αποδεδειγμένα το πηλίκιο ανήκει από το ’88 μέχρι το ’92 στην οργάνωση, το χρόνο που ήταν μέλος ο ίδιος, το βιβλίο είναι απροσδιορίστου εν πάση περιπτώσει προελεύσεως και από πόσα χέρια έχει περάσει μέχρι τότε.
Το κυριότερο και εδώ, δεν υπάρχει δυνατότητα προσδιορισμού του χρόνου εναπόθεσης των αποτυπωμάτων στα χαρτιά και στο βιβλίο και σε οποιαδήποτε γενικά επιφάνεια, υπάρχει δε επιπλέον και από την κατάθεση του κ. Γιαννακούρη το χαρακτηριστικό αυτό που λέει, γιατί γίνεται κάποια ερώτηση από σας και του λέτε ότι είναι δυνατόν, τα αποτυπώματα να αλλοιώνονται, να σβήνουν, να χάνονται όταν περνάνε χρόνια εν πάση περιπτώσει σε μια επιφάνεια; Λέει ανάλογα με την επιφάνεια. Στο χαρτί δεν συμβαίνει αυτό το πράγμα. Και βέβαια όσο περνάει ο χρόνος, τόσο πιο πολύ χάνουν την ευκρίνειά τους.
Ένα ακόμα στοιχείο το οποίο συνηγορεί τουλάχιστον γι’ αυτό το αποτύπωμα του πηλικίου, ότι είναι παλιό. Διότι δεν έχει καμία ευκρίνεια, το λανθάνον αποτύπωμα αυτό. Και βεβαίως δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί, ούτε και προσδιορίζεται από τη συγκεκριμένη έκθεση – βεβαίωση, ο χρόνος επίθεσης των αποτυπωμάτων.
Έτσι λοιπόν μένει και αυτό το ψευτοπειστήριο εν πάση περιπτώσει στο κενό. Και μένει στο κενό με πάρα πολλές αμφισβητήσεις, για την αξιοπιστία της όλης δακτυλοσκοπικής διαδικασίας, στα εργαστήρια εξερευνήσεων της αστυνομίας, και με μια πολύ μα πάρα πολύ σοβαρή ανησυχία, και αυτή την ανησυχία θα παρακαλέσω να την λάβετε υπόψη σας κατά τη διάσκεψη.
Αν μπορούμε να πάμε σε μια λογική ότι, αφού δεν υπάρχουν εργαστήρια πραγματογνωμοσυνών, εμπιστευόμαστε την αστυνομία και όταν ακόμα δεν κάνει εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης. Αυτή η λογική ανοίγει το δρόμο, να ενοχοποιούνται οι πάντες, χωρίς απόδειξη και χωρίς εν πάση περιπτώσει δικονομικές εγγυήσεις, ιδίως εάν δεχθούμε ότι απαιτούνται ειδικές γνώσεις και επιστήμης. Πράγμα για το οποίο δεν είμαι και απόλυτα βέβαιος.
Δυστυχώς στους «άγγελους του Τσάρλι› το είδατε, κάποιοι κατηγορούμενοι παλαιότερα σε υποθέσεις το είδαν και στα δικαστήρια και αναφέρομαι στις υποθέσεις για τις οποίες μίλησα. Στην υπόθεση Μπουκουβάλα παλιά, θα σας πει και ο κ. Φυτράκης κάποια πράγματα, ήδη σας έχει πει, για το πώς μεταφέρθηκαν αποτυπώματα και για το πώς αμφισβητήθηκε η γνησιότητα κάποιων ταυτοποιήσεων που και τότε είχε φέρει η αστυνομία, ακόμα και με εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, άλλο οι «άγγελοι του Τσάρλι› και άλλο κάποιοι άλλοι «άγγελοι› εδώ στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας.
Κλείνοντας το κεφάλαιο της συνολικής αποδεικτικής αξιολόγησης, σε ότι αφορά τον Βασίλη Τζωρτζάτο. Και κάνοντας ένα τελικό απολογισμό, βλέπουμε το εξής. Ότι τα αποδεικτικά εκείνα στοιχεία τα οποία με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο φαίνονται να τον ενοχοποιούν είναι τα εξής.
Από πλευράς πειστηρίων, ένα έγγραφο το οποίο είναι άγνωστο αν βρέθηκε σε γιάφκα, επί του οποίου διατάχθηκε πραγματογνωμοσύνη, χωρίς παραγγελία, το οποίο δεν αναφέρεται σε καμία έκθεση αυτοψίας, επί του οποίου ήρθε μια πραγματογνωμοσύνη μεσούσης της δίκης εδώ πέρα, το οποίο λέει ότι είναι γραμμένο με το ύφος γραφής του, αλλά δεν ταιριάζει το ύφος γραφής του και αυτό είναι εμφανές, το οποίο λέει ότι σχεδιάστηκε από τον ίδιο, αλλά δεν ταιριάζουν τα σχέδιά του, και αυτό επίσης προκύπτει σε συνδυασμό με άλλα αποδεικτικά στοιχεία και με μάρτυρες.
Το οποίο φέρεται συντεταγμένο από έναν ηλεκτρολόγο που έχει ηλεκτρολογικές γνώσεις, αλλά όλοι λένε εδώ πέρα όσοι το κρίνουν, κατηγορούμενοι και μάρτυρες, ότι δεν είναι ούτε από ερασιτέχνη και ότι είναι ένα χαρτί άχρηστο που δεν συνεισφέρει σε τίποτα και στο οποίο ούτε δακτυλικά αποτυπώματα έχουν βρεθεί, ούτε προσδιορίζεται ο χρόνος της σύνταξής του. Ούτε βέβαια και συσχετίζεται με κάποια ενέργεια συγκεκριμένη της οργάνωσης, το Π57.
Κάποια δακτυλικά αποτυπώματα σε κινητά αντικείμενα, τα οποία απολύτως είναι δικαιολογημένα κατά το χρόνο που και ο ίδιος παραδέχεται ότι συμμετείχε στην οργάνωση και δεν προσθέτουν τίποτα καθώς, ούτε προσδιορίζεται χρονικά ο χρόνος που μπήκαν αυτά τα αποτυπώματα και ιδίως να είναι μεταγενέστερος του 1992, κατά τον οποίον ο κ. Τζωρτζάτος αποχώρησε από την οργάνωση και έπαυσε να συμμετέχει, ούτε συνδέονται με κάποια ενέργεια η οποία έγινε από τότε και μετά, ώστε εμμέσως να μπορούν να αποτελούν στοιχείο ενοχής του για κάποια ενέργεια και κυρίως για την επιβεβαίωση της συμμετοχής του μετά.
Και βεβαίως δακτυλικά αποτυπώματα τα οποία, εάν μεν δεχθούμε ότι χρειάζονται ειδικές γνώσεις τέχνης ή επιστήμης, τότε θα πρέπει να δούμε ότι δεν υπάρχει έκθεση πραγματογνωμοσύνης και ότι δεν είναι δυνατόν, επειδή δεν υπάρχουν εργαστήρια πλην της αστυνομίας για να κάνουν την έκθεση, να πούμε ότι, ότι μας λέει η αστυνομία είναι σωστό, όταν η αστυνομία απ’ όλους τους λόγους που εκτέθηκαν, έχει πολλούς ειδικούς και γενικούς λόγους, ειδικά για τον Τζωρτζάτο, να τον ενοχοποιήσει.
Δεύτερον, εάν δεχθούμε ότι δεν απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, τότε μια παρατήρηση με την βοήθεια του μεγεθυντικού φακού, ή και με γυμνό μάτι σε ορισμένες περιπτώσεις από τα σημεία του γνησίου εν σχέση με το λανθάνον που ο ίδιος ο κ. Γιαννακούρης μας έφερε εδώ τις φωτογραφίες, όχι μόνο δεν πείθει ότι το αποτύπωμα είναι δικό του, αλλά πείθει για το αντίθετο. Διότι τα μισά από τα στοιχεία του λανθάνοντος στερούνται ευκρίνειας και τα άλλα μισά δεν ταυτίζονται πλην ενός το οποίο ταυτίζεται, σύμφωνα με την μεθοδολογία την οποία προείπα και κατέδειξα και ζήτησα πραγματογνωμοσύνη, ζήτησα να έρθει η μάρτυρας εδώ πέρα.
Το Δικαστήριο αυτά τα αιτήματα δεν τα εδέχθη. Από εκεί και πέρα η υπεράσπιση του Τζωρτζάτου μπορεί να κάνει τα πάντα. Δεν μπορεί σε καμία περίπτωση όμως να αναλάβει, ούτε να υποκαταστήσει την αστυνομία, ούτε να κάνει τον πραγματογνώμονα και κυρίως δεν έχει υποχρέωση να το κάνει, διότι το αποδεικτικό βάρος δεν της προσήκει.
Πάμε σε άλλα έγγραφα και πειστήρια που δεν υπάρχει απολύτως τίποτα και ιδίως δεν υπάρχουν δακτυλικά αποτυπώματα σε γιάφκες και σε ακίνητα τα οποία να το συνδέουν κατά τρόπο μη αμφισβητούμενο με την παρουσία του στην οργάνωση μετά το 1992.
Να δούμε τους μάρτυρες οι οποίοι μίλησαν για τον Τζωρτζάτο. Η κα Βεργή από το Αστυνομικό Τμήμα Βύρωνα. Μια μάρτυρας ειδικά και γενικά αναξιόπιστη, για την οποία είπαμε και το βίο και την πολιτεία της, αλλά και τις αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσε εδώ πέρα, που είχε αναγνωρίσει τον δράστη του 1.67 και όταν κλήθηκε να αιτιολογήσει γιατί στο πρόσωπό του αναγνωρίζει τον Τζωρτζάτο, άρχισε να λέει ότι φορούσε τακούνια. Ο κ. Βουτζαλής ο οποίος στη προδικασία περιέγραφε τον Σάββα Ξηρό και στη θέση του στην κυρία διαδικασία, ανακάλυψε τον Βασίλη Τζωρτζάτο μετά δέκα χρόνια. Όχι φυσικά ο κ. Παπαδημητρίου, ο οποίος δεν τον αναγνώρισε. Όχι φυσικά ο κ. Ασπραδάκης ο οποίος δεν τον αναγνώρισε, ή αλλιώς τον είπε κατά 50%, σε ένα περιστατικό δυο μέρες πριν έξω από την τράπεζα που έγινε μετά από δυο μέρες η ληστεία. Όχι ο κ. Παπαπάνος ο οποίος είπε μια κουβέντα και την πήρε πίσω πριν την πει. Όχι η κυρία Κιορόγλου από τα ΕΛΤΑ Αιγάλεω. Όχι ο κ. Δαρμής από την έκρηξη της ΕΟΚ, που και εκεί ήταν δυο μέρες πριν ο καθολικός παπάς με τα ενωμένα φρύδια που περιεφέρετο στο απέναντι διαμέρισμα και τα λοιπά.
Ναι η κα Ευγενούλα Γενημματά βεβαίως, αλλά ναι πέντε μέρες πριν στο παρκάκι με όλη την φαιδρότητα εν πάση περιπτώσει του ατόμου, αλλά και την νομική αλυσιτέλεια, δεδομένου ότι και εάν ακόμα ήταν πέντε μέρες στο πάρκο, δεν σημαίνει τίποτα απ’ όλα αυτά παραπέρα.
Έχουμε απολογίες συγκατηγορουμένων, έχουμε απολογίες του συγκατηγορούμενου Σάββα Ξηρού, οι οποίες έχουν ανακληθεί, έχουν καταγγελθεί και έχουν καταγγελθεί βάσιμα διότι έχει αποδειχθεί ποιο ήταν το καθεστώς του ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ τότε και οι οποίες δεν μπορούν να ληφθούν πολλαπλώς υπόψη για όσους λόγους νομικούς αναλύθηκαν.
Έχουμε προανακριτικές απολογίες του Χριστόδουλου Ξηρού, οι οποίες είναι και αυτές ανακληθείσες και στις οποίες δεν είναι δυνατόν να στηριχθεί νόμιμη ενοχοποιητική κρίση, δεδομένου ότι παραβιάζεται το άρθρο 3 6 παράγραφος Δ της ΕΣΔΑ, εφόσον και αυτές ανακλήθηκαν από τον Χριστόδουλο Ξηρό στο ακροατήριό σας, είχε δικαίωμα στα πλαίσια του δικαιώματος μη αυτοενοχοποίησης και κατά συνέπεια δεν δόθηκε η δυνατότητα εξέτασής του ως μάρτυρα.
Έχουμε κάποια απολογία μια του κατηγορουμένου Καρατσώλη, η οποία αν θυμάμαι καλά, τον συνδέει με το Αστυνομικό Τμήμα του Βύρωνα, που και αυτή έχει ανακληθεί στο ακροατήριο και ισχύουν και γι’ αυτόν όσα ελέχθησαν νομικά για τον Χριστόδουλο Ξηρό.
Έχουμε απολογία στην προδικασία του Θωμά Σερίφη για μια ενέργεια επίσης, αν θυμάμαι καλά αυτή του Πολεμικού Μουσείου, η οποία επίσης ανακλήθηκε κατά το μέρος που αφορά συγκατηγορουμένους και ανεπίτρεπτα αναγνώστηκε και είναι δυνατόν να ληφθεί υπόψη περαιτέρω κατά την λήψη της απόφασής σας. Έχουμε την μαρτυρία στο ακροατήριο και βεβαίως να μην κάθομαι να αναφέρω, είναι προφανές ότι οι μαρτυρίες αφορούν επιμέρους συγκεκριμένα αδικήματα ή κατηγορίες και όχι το σύνολο όλων αυτών του κατηγορούμενου Κωνσταντίνου Τέλιου, για τον οποίον εκφράστηκαν, όχι από την υπεράσπιση αλλά από τον ίδιο, και από την υπεράσπιση τη δική του και με έγγραφα αποδείχθηκαν ζωηρές αμφιβολίες σε ότι αφορά την διανοητική του ικανότητα σήμερα, πέρα από τις αντιφάσεις του.
Έχουμε την μαρτυρία του κατηγορουμένου Πάτροκλου Τσελέντη, η οποία είναι απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο με το 211Α εάν δεν συνδυάζεται με άλλα αποδεικτικά στοιχεία, πέραν της αξιολόγησης των αντιφάσεων της προϊούσας μνήμης του και των διαφορετικών σεναρίων στα οποία πάντοτε σε συσχετισμό με την τοποθέτηση του εαυτού του σε κάθε ενέργεια, συνδέει ή δεν συνδέει τον Βασίλη Τζωρτζάτο.
Και έχουμε και τις ομολογίες του ίδιου του Βασίλη Τζωρτζάτου, οι οποίες δεν είναι νόμιμο αποδεικτικό μέσο για δυο λόγους. Πρώτον διότι δεν είναι αβιάστες. Διότι ο Βασίλης Τζωρτζάτος αποδείχθηκε εδώ πέρα από τις καταθέσεις εδώ πέρα οκτώ ανθρώπων ότι βασανίστηκε. Η πολιτεία δεν στάθηκε στο ύψος της και η δικαιοσύνη το ίδιο, ούτε για να διερευνήσουν τις καταγγελίες τους, ούτε στην ουσία για να κάνουν ουσιαστική διερεύνηση της μήνυσής του ακόμα.
Και ο Τζωρτζάτος είναι ένα πρόσωπο, για το οποίο η υπεράσπισή του σας απέδειξε ότι, υπήρχαν και ειδικοί και γενικοί λόγοι, για τους οποίους η Ασφάλεια ήθελε, αποσκοπούσε και ειδικά επιδίωξε, όπως καταφάνηκε, λόγου χάρη στη περίπτωση Μπακογιάννη, να διογκώσει την ενοχοποίησή του διότι αυτό την εξύψωνε στον συσχετισμό του ανάμεσα στις άλλες εξουσίες και εξόπλιζε με απτά επιχειρήματα το «λύστε μας τα χέρια›, ένα «λύστε μας τα χέρια›, το οποίο έχει φθάσει στο σημείο, να είναι τόσο πολύ λυμένα, που θύματα πια της αστυνομικής βίας να γίνονται και οι ίδιοι οι αστυνομικοί τώρα τελευταία, σε σκηνές ευτράπελες τώρα τελευταία που βλέπουμε, να παίζουν ξύλο μεταξύ τους και να ρίχνουν δακρυγόνα στα ΜΑΤ, στους συνδικαλιστές συναδέλφους τους που κάνανε συγκέντρωση πρόσφατα στην Πλατεία Συντάγματος.
Και είναι άγνωστο αυτά τα χέρια άμα λυθούν και άλλο, πού αλλού θα φθάσουν. Και είναι και οι ομολογίες ταυτόχρονα, οι οποίες, εκτός του ότι δεν είναι αβίαστες, δεν είναι και ομολογίες αξιόλογες σ’ ότι αφορά τα πραγματικά περιστατικά.
Ο Βασίλης Τζωρτζάτος κατηγορείται για 33 συγκεκριμένες πράξεις, πέραν από τις γενικές κλοπές και τις κοινές κατηγορίες, εκ των οποίων φέρεται να έχει ομολογήσει τις 24. Από τις 24 ομολογίες του οι 7 είναι αόριστες, είναι συμμετείχα εκεί μαζί με τον τάδε και τον τάδε. Οι πέντε είναι απόλυτα κοινότυπες, δεδομένου ότι είναι επαναλήψεις περιστατικών, τα οποία προϋπήρχαν στην δικογραφία και ήταν στην δυνατότητα προανακριτικού υπαλλήλου να τις συντάξει. Οι 4 είναι ακριβής επανάληψη προηγουμένων απολογιών του Χριστόδουλου Ξηρού κατά περιεχόμενο, των φερομένων ως απολογιών του Χριστόδουλου Ξηρού και οι υπόλοιπες 6 ή 7 είναι ομολογίες που έχουν μεν περαιτέρω στοιχεία εκείνων τα οποία υπάρχουν στη δικογραφία, υπάρχουν σε προηγούμενες απολογίες, πλην όμως στοιχεία τα οποία, είναι αδύνατον στο διηνεκές να αποδειχθούν, αν πράγματι αντανακλούν την πραγματικότητα ή όχι.
Παράδειγμα, «εγκαταλείψαμε το αυτοκίνητο το απαλλοτριωμένο στο Παγκράτι, μετά την ενέργεια των ΜΑΤ Καισαριανής..› Μια ενέργεια που ούτε βρέθηκε αυτοκίνητο εγκαταλελειμμένο από τους δράστες της ενέργειας αυτής και είτε πει στο Παγκράτι, είτε πει στη Νέα Μάρκη, είτε πει στον Πειραιά, είτε πει οπουδήποτε αλλού είναι ένα και το αυτό για να φαίνεται στον Τύπο ότι η απολογία προέρχεται δήθεν από αυθόρμητη δική του έκφραση και υπόμνηση περιστατικών τα οποία θυμάται βέβαια στα ΜΑΤ Καισαριανής και στον Μομφεράτο το ΄85 και σε περιστατικά τα οποία είναι παλιά.
Στα περιστατικά του ΄91 και του ΄92 και μεταξύ αυτών στην φερομένη ως απόπειρα δολοφονίας του Ελευθερίου Παπαδημητρίου εκεί τη λέει μία λέξη μόνο «πυροβόλησα με το 38αρι›. Αυτή είναι η αξιοπιστία των ομολογιών του Βασίλη Τζωρτζάτου και αυτή είναι η αξιοπιστία της όλης προανακριτικής διαδικασίας από την Αστυνομία.
Βεβαίως όπως έλεγα στο ξεκίνημα της αγόρευσής μου αυτή είναι η δικονομική αλήθεια η οποία βγαίνει εδώ πέρα. Είναι ότι ο Βασίλης Τζωρτζάτος δεν μπορεί να καταδικαστεί για καμία ενέργεια διότι για καμία δεν υπάρχει νόμιμο ενοχοποιητικό στοιχείο σε βάρος του πλην από αυτά τα ελαττωματικά και απαγορευμένα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προεξέθεσα. Το μόνο αδίκημα το οποίο αποδεικνύεται ότι διέπραξε είναι αυτό το οποίο ομολογεί ακόμα και σήμερα, η συμμετοχή του δηλαδή στην 17Ν με ρόλο περιφερειακό.
Τον περιφερειακό ρόλο δεν τον λέει ο ίδιος, τον λένε και άλλοι. Εκτός από τον κατηγορούμενο Τέλιο που τον λέει ως πιο σημαντικό μέλος από αυτόν αλλά ο κατηγορούμενος Τέλιος είναι σαφές ότι στα πλαίσια μιας γενικής υπερασπιστικής γραμμής την οποία έχει για τον εαυτό του, τοποθετεί τον εαυτό του σε πολύ χαμηλότερη βαθμίδα συνυπευθυνότητας έναντι των πάντων και είναι φυσικό ο οποιοσδήποτε άλλος σε σχέση με αυτόν είτε είναι Τζωρτζάτος, είτε είναι οποιοσδήποτε να θεωρείται ως σημαντικότερος και άρα αυτή η μαρτυρία δεν δίνει καμία βοήθεια.
Υπάρχει ακόμα και η μαρτυρία του Τσελέντη για το αν ήταν σημαντικό μέλος ο Τζωρτζάτος στην Οργάνωση και ακόμα περισσότερο αξιόπιστη είναι η μαρτυρία του Κονδύλη ο οποίος δεν συμπλέκεται πουθενά με τον Τζωρτζάτο προκειμένου να εξαρτά την θέση του από αυτόν ο οποίος ερωτάται και λέει «όταν ρώτησα τον Κουφοντίνα μετά τον Μάιο του ΄93 τι ήταν αυτός που είχαμε βγει τότε και που τον έπιασαν και τον πήγαν στην Αστυνομία, ήταν στην Οργάνωση, ήταν σημαντικό μέλος› ερωτάται και απαντάει «όχι›.