ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που έχει διακοπεί. Κύριε Σοφέ έχετε νομιμοποιηθεί για τον κ. Καρατσώλη και για τον κ. Παύλο Σερίφη. Θα μιλήσετε λοιπόν γι αυτούς τους δύο. Έχετε τον λόγο λοιπόν.
Θ. ΣΟΦΟΣ: Αξιότιμε κ. Πρόεδρε, κύριοι Εφέτες, κύριοι Εισαγγελείς, τιμώ τους προλαλήσαντες συναδέλφους μου, θα παρακαλέσω όμως για την προσοχή σας διότι μπορεί να μην συγκαταλέγομαι στους πρωταγωνιστές των υπερασπιστών, αλλά έχω παρακολουθήσει τη Δίκη από την αρχή σε κάθε της λεπτομέρεια και θεωρώ ότι έχω αντιληφθεί όλους τους ισχυρισμούς, τόσον από την πλευρά της Πολιτικής Αγωγής όσο και από την πλευρά της Εισαγγελικής Αρχής.
Προηγουμένως όμως θα ήθελα να αποκαταστήσω μία αδικία που έχει κατά την ταπεινή μου γνώμη έχει επισυμβεί στο πρόσωπο του κ. Προέδρου. Ακούστηκε από τα ΜΜΕ προ διημέρου και μετά λύπης μου παρακολούθησα τη δήλωσή σας απευθυνόμενος στον κ. Κουφοντίνα, να του λέτε.....
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ακούστε να δείτε, σέβομαι ιδιαίτερα τον Τύπο και πιστεύω ότι είναι μέσα στην ελευθερία του να ερμηνεύει, να γράφει, να λέει ό,τι θέλει. Δεν πρόκειται να τον επικρίνω, πιστεύω ότι είναι «το μαντρόσκυλο της δημοκρατίας› και αν τραβάει και καμία δαγκωνιά κάπου-κάπου και σ’ εμένα ας την τραβήξει, δεν πειράζει. Αρκεί να φυλάει τη δημοκρατία και πιστεύω ότι τη φυλάει τη δημοκρατία ο Τύπος.
Θ. ΣΟΦΟΣ: Και εμείς υπηρετούμε κάποιο ρόλο εδώ.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όταν λέω μαντρόσκυκλο, εννοώ ότι πολύ, πάρα πολύ φυλάει τη δημοκρατία ο Τύπος. Σκεφτείτε δημοκρατία χωρίς ελεύθερο Τύπο. Γι αυτό λέω, άστε τον τον Τύπο να κάνει τη δουλειά του, μην παρεμβαίνουμε κανένας.
Θ. ΣΟΦΟΣ: Έχει σημασία όμως και για την Υπεράσπιση κ. Πρόεδρε, το πώς εκλαμβάνονται κάποια πράγματα. Έχει μεγάλη σημασία. Θα μου επιτρέψετε λοιπόν, επειδή το βράδυ παρακολούθησα τις ειδήσεις και την επόμενη που είδα τις εφημερίδες και τις κρίσεις για την κρίση σας, αναζήτησα το νομικό έρεισμα της συγκεκριμένης δήλωσης και το απολύτως δεδικαιολογημένον αυτής.
Γι αυτό το λόγο, επειδή πραγματικά τη νύχτα εκείνη εγώ δεν κοιμήθηκα, διότι είδα τον κ. Τράγκα, τον κ. Λυκουρέζο, τον κ. Μαύρο να κάνουν κάποιες δηλώσεις....
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Σας παρακαλώ, επειδή αυτά είναι τελείως άσχετα με την υπόθεση, πείτε για τους κατηγορουμένους. Οι άνθρωποι εδώ είναι κατηγορούμενοι για σοβαρά αδικήματα. Αφήστε τον τον Μαργαρίτη, τον Μαργαρίτη θα τον θυμηθείτε μετά από χρόνια όλοι σας εδώ πέρα. Δεν τον εκτιμήσατε, δεν πειράζει.
Θ. ΣΟΦΟΣ: Θα επικεντρώσω τότε στη δική σας δήλωση και μόνο και στο νομικό της έρεισμα. Εσείς είπατε στον κ. Κουφοντίνα ότι «εσείς πιστεύατε ότι κάνατε καλό›.....
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Σας παρακαλώ, είναι άσχετο με την υπόθεση.
Θ. ΣΟΦΟΣ: Δεν είναι καθόλου άσχετο με την υπόθεση.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εγώ είπα κάτι, αναλαμβάνω την ευθύνη αυτών που λέω, πάει και τελείωσε. Εσείς προχωρείτε, έχουμε κατηγορουμένους με σοβαρές κατηγορίες εδώ πέρα.
Θ. ΣΟΦΟΣ: Αδικηθήκατε κατάφορα και από τα ΜΜΕ και γι αυτό θα πρέπει η Υπεράσπιση να το διευκρινίσει.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο Δικαστής δεν έχει καμία σχέση με όλα αυτά τα πράγματα, κάνει τη δουλειά του. Όπως και ο Τύπος κάνει τη δουλειά του, ας τον αφήσουμε ελεύθερο.
Θ. ΣΟΦΟΣ: Υπάρχει λοιπόν μια διάκριση κ. Πρόεδρε στη θεωρία του γενικού μέρους του Ποινικού Κώδικα, μεταξύ του δράστη εκ πεποιθήσεως και του δράστη εκ συνειδήσεως. Η διάκριση αυτή έχει σημασία για το τεράστιο θέμα του καταλογισμού ή το μη φευκτόν της υπαιτιότητας όπως αναφέρει ο Χωραφάς και επειδή είναι ένας νομικός προβληματισμός ο οποίος ενδεχομένως να απασχολήσει το Δικαστήριό σας, ο δράστης εκ συνειδήσεως προστατεύεται από το σύνταγμά μας και από τα συντάγματα των ξένων κρατών, από την απόλυτη αξία της προσωπικότητάς του.
Όταν ως απόλυτη αξία αναγνωρίζεται το δικαίωμα στην προσωπικότητα, ο δράστης ή ο οποιοσδήποτε εν δυνάμει δράστης, καλείται να λάβει μια θέση απέναντι στο Δίκαιο και στον κανόνα Δικαίου και η θέση αυτή είναι πάντοτε υποκειμενική. Είναι εκ της φύσεώς της υποκειμενική αυτή η θέση διότι λαμβάνει θέση ο δράστης απέναντι σε ένα αγαθό που λέγεται Κανόνας Δικαίου.
Τώρα αν οι κυρωτικοί κανόνες του δικαίου τον αντιμετωπίζουν κατά τον τρόπο που οι κανόνες έχουν οριστεί, είναι ένα άλλο θέμα. Αλλά βέβαιο είναι ότι ο δράστης τοποθετείται, πώς πιστεύει ο ίδιος για τι συνέπειες της πράξης του και αυτό ακριβώς θεωρώ ότι εννοούσατε και ούτε καλό κάνατε στους κατηγορουμένους ούτε κακό. Αποκαθιστώ λοιπόν αυτή την αδικία, θεωρώ ότι ήταν νομικώς τουλάχιστον ωριμότατη διατύπωση και πραγματικά απροσωπόληπτη όπως ακριβώς ορίζεται το 177. Είστε δηλαδή εντός των πλαισίων, ταπεινώς εάν μου επιτρέπετε να εκφέρω τη γνώμη, του Κ. Ποιν. Δ.
21/5/1975: Δεν αφορά το κατηγορητήριο που δικάζετε, αφορά το κατηγορητήριο που διατυπώθηκε εναντίον του Αντρέα Σμπάαντερ, της Ουλρίκε Μάινχοφ, της Γκρούντρουν Ένσλιν και του Καρλ Ίαν Ράσπε. Θεωρώ ότι ίσως και η κόπωση εκ φυσικών αιτίων το Δικαστήριό σας θα έχει, θα περιοριστεί ή θα μειωθεί εάν ακούσετε τί συνέβη στην αντίστοιχη δίκη στη Γερμανία. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον και γίνονται κάποιοι παραλληλισμοί για τους οποίους ο καθένας θα βγάλει τα συμπεράσματά του.
Την 21/5/1975 άρχισε λοιπόν αυτή η δίκη εναντίον αυτών των τεσσάρων κατηγορουμένων στο Σωφρονιστικό Κατάστημα του Στάμχάιμ όπου είχε διαμορφωθεί ένας ειδικός χώρος 610 τ.μ., όσος περίπου και ο δικός μας υποθέτω και με δυνατότητα παρουσίας ακροατηρίου 200 ατόμων, όσο περίπου και του δικού μας. Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου, ο δρ. Πρίντσινγκ κήρυξε την έναρξη της συνεδρίασης εναντίον των κατηγορουμένων και κάλεσε τους παρόντες όπως λένε στα πρακτικά, τα οποία ειρήσθω εν παρόδω, αντλώ από το βιβλίο του Στέφαν ¶ουστ «Το σύνδρομο Μπάαντερ-Μάινχοφ›, δημοσιευμένο από τις εκδόσεις Χόφμαν ουντ Κάμπε το 1997.
Εκεί λοιπόν –και για να κάνω μια αναφορά πάλι στην πρώτη μου δήλωση- 31//10/68 ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου έκανε ακριβώς την ίδια δήλωση με αυτήν που κάνατε εσείς στον κ. Κουφοντίνα. Ακριβώς, επί λέξει, έχων τον ίδιο προβληματισμό, για να μη λένε κάποιοι κύριοι των ΜΜΕ.....
Καλεί τους συνηγόρους Υπεράσπισης, αφού κάλεσε τους κατηγορουμένους ο Πρόεδρος και διορίζει και αναπληρωτές εξ επαγγέλματος συνηγόρους για την περίπτωση και μόνο που οι συνήγοροι Υπεράσπισης, είτε εκ λόγων προσωπικών είτε εκ λόγων που δεν ανάγονται στη βούλησή τους, δεν θα ήταν σε θέση να ασκήσουν το καθήκον τους. Αφού κάλεσε τους εξ επαγγέλματος συνηγόρους, προκλήθηκε μεγάλη αναστάτωση στο Δικαστήριο από την Ουλρίκε Μάινχο και τον Αντρέα Σμπάαντερ οι οποίοι αρνήθηκαν, όχι μόνο τον διορισμό τους αλλά και την ίδια την παρουσία των συνηγόρων, των εξ επαγγέλματος διορισθέντων.
Ο μόνος ο οποίος δεν είχε συνήγορος της εμπιστοσύνης του και της επιλογής του, ήταν ο Αντρέα Σμπάαντερ. Και οι τέσσερις όμως με βίους και βάναυσους χαρακτηρισμούς επετέθησαν και εναντίον της Έδρας και εναντίον των διορισμένων συνηγόρων εξ επαγγέλματος, με ακατανόμαστες εκφράσεις.
Προσπάθησε εκεί ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου να επιβάλλει την τάξη χωρίς όμως αποτέλεσμα, δημιουργήθηκαν πάρα πολλές αντεγκλίσεις μεταξύ των κατηγορουμένων και των συνηγόρων των διορισμένων και μετά από αυτά, ο Μπάαντερ έκανε μια δήλωση όσον αφορά τις μικροφωνικές εγκαταστάσεις, ότι είναι τοποθετημένες κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να καταγράφονται οι ιδιωτικές συνομιλίες μεταξύ των συνηγόρων και των εντολέων τους. Ένα θέμα το οποίο όπως θα αναφέρω αργότερα, είχε πολύ μεγάλη σημασία για εκείνη τη δίκη.
Δεύτερον, δήλωσε ότι δεν είχε συνήγορο Υπεράσπισης και ως εκ τούτου δε μπορούσε να συνεχιστεί η δίκη για εκείνον. Ο Πρόεδρος του απήντησε ότι είχε διορίσει ήδη τον εξ επαγγέλματος συνήγορο, ο Μπάαντερ ηρνείτο την παρουσία του και τον διορισμό του, λέγοντας: «Είναι αδύνατο να επιτρέψω στον εαυτό μου να συμμετέχει σε μια διαδικασία η οποία ρυθμίζεται από νόμους οι οποίοι συνεχώς μεταβάλλονται ειδικά γι αυτή τη δίκη. Μου ήταν πάρα πολύ δύσκολο να βρω έναν συνήγορο και μάλιστα για το χρόνο που είχα στη διάθεσή μου να προετοιμαστώ όταν συνελήφθην. Εξάλλου οι διάλογοι με τους συνηγόρους γίνονται μόνο με την παρουσία φρουρών. Η Εισαγγελία παρακολουθεί τις ιδιωτικές συνομιλίες των συνηγόρων και έχει πραγματοποιήσει και έρευνες και στα δικηγορικά τους γραφεία και έχει κατάσχει και την αλληλογραφία τους›.
Οι δηλώσεις αυτές του Μπάαντερ προκάλεσαν μεγάλη αναστάτωση στην κοινή γνώμη και στον Τύπο. Κανένας δε μπορούσε να πιστέψει φυσικά ότι η Εισαγγελική Αρχή έχει παρακολουθήσει τις ιδιωτικές συνομιλίες μεταξύ των συνηγόρων και των κατηγορουμένων. Παρενθετικά λέγω ότι τους παραλληλισμούς με την παρούσα δίκη δεν θα τους κάνω εγώ, θα τους κάνει ο καθένας μας, διότι θεωρώ ότι το Δικαστήριό μας είναι παράδειγμα, είναι υπόδειγμα.
Ο Στέφαν ¶ουστ λοιπόν, αυτός ο συγγραφέας του βιβλίου που παρουσίασε όλα τα πρακτικά της δίκης Μπάαντερ-Μάινχοφ, ο οποίος ειρήσθω εν παρόδω είναι σήμερα Διευθυντής γερμανικού περιοδικού, σημειώνει στο βιβλίο του ότι ο Μπάαντερ τελικά δεν είχε και τόσο άδικο με τις καταγγελίες που έκανε στην αρχή. Την 27/2/1975 σύμφωνα με τον ανωτέρω συγγραφέα, την ημέρα της απαγωγής του Λορέντζ, ο Πρόεδρος του Υπουργείου της Βυρτεμβέργης για την προστασία του συντάγματος, ο κ. Βάγκνερ, τηλεφωνεί στην Ομοσπονδιακή Επιτροπή για την προστασία του συντάγματος στην Κολωνία.
Συνδέθηκε με τον Διευθυντή του Τμήματος Δ’ τον κ. Ράους. Ο κ. Βάγνκερ εξήγησε τον αρχηγό της αντίστοιχης με τη δική μας ΕΥΠ ότι χρειάζεται μια τεχνική βοήθεια. Θα έπρεπε δηλαδή να τοποθετηθούν στα κελιά του Στάμχάιμ μικροφωνικές εγκαταστάσεις, προκειμένου να καταγράφονται οι συνομιλίες μεταξύ των κατηγορουμένων και των συνηγόρων.
Μετά από αυτό πράγματι, καταγγέλει ο κ. ¶ουστ, την 3/3/75 διορίστηκαν δύο τεχνικοί οι οποίοι τοποθέτησαν δύο τεχνικοί οι οποίοι τοποθέτησαν τις εγκαταστάσεις αυτές στα κελιά. Δυο μήνες αργότερα, την 1/5/75 ολοκληρώθηκε το έργο αυτό της πολύπλοκης εγκατάστασης. Δύο χρόνια κράτησε η καταγραφή των συνομιλιών. Συνολικός χρόνος κρατήσεως των τεσσάρων κρατουμένων, τρία έτη. Δύο χρόνια λοιπόν καταγραφή των συνομιλιών και ο τότε Υπουργός Δικαιοσύνης της δυτικής Γερμανίας κ. Μπέντερ και ο Υπουργός Εσωτερικών κ. Σις, παραδέχτηκαν τις εγκαταστάσεις αυτές στα κελιά του Στάμχάιμ.
Εξήγησαν ότι σε δύο περιπτώσεις κατάστασης ανάγκης, κατεγράφησαν όχι εν μέρει, αλλά πλήρως οι συνομιλίες μεταξύ συνηγόρων και κατηγορουμένων. Σύμφωνα με τον Υπουργό –αναγιγνώσκω επί λέξει το δήλωση του κ. Μπέντερ: «Το πρώτο μέτρο άρχισε μετά την επίθεση στη Γερμανική Πρεσβεία στη Στοκχόλμη την 24/4/75. Η καταγραφή των συνομιλιών κράτησε 10 μέρες, μέχρι την 9/5/75. Τη δεύτερη φορά κατεγράφη συνομιλία μετά τη σύλληψη του Χάακ και Ρόλαντ Μάγιερ την 30/11/76›.
Αυτά σύμφωνα με τον Υπουργό Δικαιοσύνης το ’75. Σύμφωνα με τον Υπουργό λοιπόν κατεγράφησαν οι διάλογοι και αμέσως μετά τα στοιχεία αυτά καταστράφηκαν, εξαφανίστηκαν. Μόνο ένας διάλογος παρέμεινε, μεταξύ ενός δικηγόρου και της Ουλρίκε Μάινχοφ, 29/4/75 και ο Υπουργός Μπέντερ προσκόμισε την κασέτα στο Δικαστήριο του Στάμχάιμ.
Το απόσπασμα αυτό έχει ως εξής: «Πάλι συνέντευξη έχω να δώσω. Αυτό πρέπει να σταματήσει και τότε θα είμαι κι εγώ καλύτερα. Καταλαβαίνεις τί εννοώ;› Μάινχοφ: «Θα μπορούσε να βρει κανείς ένα παιδί να απαγάγει από την παιδική χαρά κι έτσι να τελειώνουμε από δω μέσα. Θέλω να βλέπω αποτέλεσμα›. «Όχι με τρομοκρατία›. Απαντά η Μάιχοφ: «Με ένα παιδί από την παιδική χαρά είναι αρκετή η πίεση προς τη γερμανική κυβέρνηση. Μη μου λες βλακείες, είναι πολύ απλό. Για ένα παιδί; Αν γίνεται για ένα παιδί, θα απελευθερωθούμε. Σε παρακαλώ πολύ να γίνει αυτό›. Και ο δικηγόρος απαντά με ένα επιφώνημα.
Αυτός ήταν ένας διάλογος που έχει δημοσιευθεί παραδεδεγμένα επισήμως από τις αρχές της Γερμανίας και κατατεθειμένος στη δικογραφία εκεί. Μετά ανακοινώθηκε ότι η κασέτα αυτή καταστράφηκε. Απομαγνητοφωνημένη όμως υπήρχε στη δικογραφία, δυστυχώς, ήδη. Η Εισαγγελία ύστερα από μήνυση των συνηγόρων Υπεράσπισης, διότι κατετέθη μήνυση από τους συνηγόρους Υπεράσπισης γι αυτές τις καταγραφές εναντίον των Υπουργών, ζήτησε την κίνηση ποινικής δίωξης και τη σχετική άδεια.
Ο Γενικός Εισαγγελέας έγραψε την 23/5/77 προς τους δύο Υπουργούς και έθεσε το εξής ερώτημα: Πραγματικά είχαν τοποθετηθεί κασετόφωνα σε ένα ή περισσότερα κελιά; Με ποιους κατηγορουμένους συσχετίστηκαν οι συγκεκριμένες καταγραφές και σε ποια κελιά; Έχουν καταγραφεί μόνο διάλογοι με συνηγόρους Υπεράσπισης. Μπορούσαν να καταγραφούν και άλλες συνομιλίες;
Ο Υπουργός Εσωτερικών Σις απάντησε στον Εισαγγελέα περίπου 50 ημέρες μετά την επιστολή τους 8/6/77. Οι καταγραφές έγιναν στα κελιά των επισκεπτών ενώ στα κελιά των κατηγορουμένων δεν υπήρχαν εγκαταστάσεις μικροφωνικές. Καταγράφηκαν μόνο συνομιλίες με τους συνηγόρους. Ο Γεν. Γραμματέας του Υπουργείου Δικαιοσύνης της Στουτγάρδης ο οποίος μετείχε στη Διεύθυνση της καταγραφής των συνομιλιών, αρνήθηκε να δώσει στοιχεία στον Γενικό Εισαγγελέα.
Του έγραψε συγκεκριμένα στις 29/6/77: «Σε σχέση με αυτό το ζήτημα δεν έχω σκοπό να λάβω μέρος σε μία διαδικασία εναντίον μου εξαιτίας των καταγραφών στο Σωφρονιστικό Κατάστημα›. Ο Γενικός Εισαγγελέας ανακοίνωσε τότε ότι έμεινε ικανοποιημένος με αυτή την απάντηση και 14 μέρες αργότερα ο Γεν. Γραμματέας που έδωσε την προηγούμενη απάντηση, έγινε Γενικός Ομοσπονδιακός Εισαγγελέας στην Καλζούη.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μπορούμε να οργανώσουμε ένα βραδινό να πούμε για τη δίκη Μπάαντερ-Μάινχοφ. Εκεί ήταν άλλες οι συνθήκες. Εδώ έχουμε άλλον πολιτισμό. Ούτε κλουβιά βάλαμε εδώ, ούτε άσχημα μιλάμε στους ανθρώπους, ούτε και μας μίλησε κάποιος άσχημα. Προσέξτε, έχουμε διαφορά από τους Γερμανούς. Είδατε πώς συμπεριφέρονται και πώς συμπεριφερόμαστε και οι δικηγόροι και όλοι.
Θ. ΣΟΦΟΣ: Την τρίτη ημέρα της δίκης, 10/6/75, ο Αντρέα Μπάαντερ ακόμα δεν είχε συνήγορο υπεράσπισης και ηρνείτο συνεχώς να έχει οποιαδήποτε επικοινωνία με τους διορισμένους συνηγόρους. Με όλη τη φασαρία που προκαλούσε με αυτούς ο Μπάαντερ, αρνούμενος οποιαδήποτε συνεργασία του με διορισμένό συνήγορο, ο Πρόεδρος τον απείλησε ότι θα τον αποβάλει από την αίθουσα λέγοντάς του χαρακτηριστικά «μη με φέρετε σε αυτή τη δυσάρεστη θέση›.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ανακοίνωσε ο Πρόεδρος την απόφασή του περί απορρίψεως της απομάκρυνσης των διορισμένων συνηγόρων και μετά τούτο παίρνει τον λόγο ο Αντρέα Μπάαντερ και λέγει: «Δεν αποδεχόμαστε βεβαίως τους νόμους του αστικού κράτους του κεφαλαίου, αλλά όταν εσείς παίζετε μαζί τους ποδόσφαιρο, τότε ποιος πρέπει να τους πάρει σοβαρά; Αυτός είναι ο λόγος που χρειαζόμαστε συνηγόρους της εμπιστοσύνης μας και της επιλογής μας›.
Την τέταρτη μέρα της συνεδρίασης, ο Αντρέα Μπάαντερ στις 11/6 είχε έναν συνήγορο της εμπιστοσύνης του, τον δικηγόρο δρ. Χέλντμαν, ο οποίος ζήτησε μια διακοπή της διαδικασίας για 10 ημέρες προκειμένου να μπορέσει να συνομιλήσει με τον εντολέα του και να έχει την απαιτούμενη ενημέρωση και να επεξεργαστεί το υλικό της δικογραφίας. Δύο αιτήματα υπέβαλλε προς το Δικαστήριο και φυσικά τα αντίγραφα της δικογραφίας.
Η απάντηση του κ. Εισαγγελέως ήταν η εξής: «Να μη διακοπεί η διαδικασία κ. Πρόεδρε. Εμείς δεν έχουμε άλλα αντίγραφα της δικογραφίας και δεν υπάρχει άλλη λύση, παρά μόνο να λάβει ο κ. συνήγορος αντίγραφα από τους συναδέλφους του. Πιστεύω ότι θα του δώσουν οι άνθρωποι την αναγκαία βοήθεια›.
Η ερώτηση του συνηγόρου δρ. Πλότνιτς ήταν η εξής: «Αντιλαμβάνεστε κ. Πρόεδρε τί συμβαίνει εδώ μέσα σε μια διαδικασία για την οποία έχουν επενδυθεί εκατομμύρια μάρκα για διατήρηση της ασφάλειας, φαίνονται να επιφυλάσσονται οι κ.κ. Εισαγγελείς για τις δαπάνες των αντιγράφων της δικογραφίας›. Ο Πρόεδρος δήλωσε ότι δεν πρέπει να κάνουμε υπερβολικές διατυπώσεις. Φυσικά προσπαθώντας ούτε να καταφερθεί εναντίον του Εισαγγελέως, αλλά να λάβει μια μέση στάση.
Μετά από αυτά έλαβε τον λόγο η Ουλρίκε Μάινχοφ. «Δηλώνω ότι είναι αδύνατο για μένα πλέον να συμμετέχω σε αυτή τη διαδικασία. Είμαι φυσικά πλέον εξαντλημένη μετά από 3 χρόνια κρατήσεως και απομονώσεως. Οι σκοποί που ήθελαν κάποιοι να πετύχουν με την απομόνωσή μου έχουν ήδη επιτευχθεί. Μπράβο τους, συγχαρητήριά τους. Θα ήταν παράλογο να πιστεύει κανείς ότι η απομόνωσή μου δεν θα άφηνε ίχνη. Αιτούμαι στο Δικαστήριό σας ακριβώς επειδή είναι αναγκαίο να εξεταστώ από γιατρό και μάλιστα από έναν γιατρό εκτός της φυλακής.› Σημειωτέον η Ούλρικε Μάϊνχοφ κόρη ιερέως, αναγνωρισμένη δημοσιογράφος μέχρι το ΄70 κλπ, μετά από λίγο απερρίφθη η αίτησή της να εξεταστεί από γιατρό, ούτε καν του Σωφρονιστικού Καταστήματος.
Στις 30/7/75 ζήτησε ο Πρόεδρος να ξεκινήσουμε την εξέταση των μαρτύρων. Ούλρικε Μάϊνχοφ: Αυτή η διαδικασία είναι πρώτη πολιτική δίκη στην ομοσπονδιακή δημοκρατία της Γερμανίας από το 1945. Η Εισαγγελία και το Δικαστήριο βλέπουν μόνο τον εχθρό τον οποίο θέλουν να πιάσουν. Δεν είμαστε εμείς οι φανατικοί αλλά εσείς. Δεν απαντήσατε ποτέ ουσιαστικά στους ισχυρισμούς εμού και του Αντρέα Μπάντερ.
Κλείνω κ. Πρόεδρε, δεν θα ασχοληθώ πολύ με αυτό το θέμα περισσότερο. Απλώς στις 8 Μαίου 1976 ύστερα από 1 χρόνο δίκης, 07:34 το πρωί άνοιξαν δύο υπάλληλοι το κελί 719. Σε ένα σίδερο του αριστερού παραθύρου είχε κρεμαστεί η Ούλρικε Μάϊνχοφ. Μετά από λίγο διαπιστώθηκε ο θάνατός της και μόλις στις 10:30 μπόρεσαν να κατεβάσουν το πτώμα. Η διαδικασία συνεχίστηκε βέβαια στο Δικαστήριο την 11 Μαίου, μετά από 2 ημέρες του ΄79 με το όνομα της Μάϊνχοφ στον κατάλογο των κατηγορουμένων στην είσοδο του Δικαστηρίου διαγεγραμμένο.
Ο Ράσπε λαμβάνει το λόγο και λέει «πιστεύουμε ότι η Ούλρικε δολοφονήθηκε. Δεν ξέρουμε πώς αλλά ξέρουμε από ποιον›. Στην κηδεία της Ούλρικε Μάϊνχοφ ο Θεολόγος Χέλμουτ Κολ Μπίτσερ έθεσε το ερώτημα εάν η Ουλρίκε Μάϊνχοφ θα είχε ακολουθήσει μια άλλη οδό εάν βρίσκονται περισσότεροι άνθρωποι να παλέψουν μαζί της για μία πιο ανθρώπινη κοινωνία.
Λέει λοιπόν επί λέξει: «σε αυτούς τους ανθρώπους των οποίων η ζωή ήταν ταυτισμένη με τα βάσανα άλλων ανθρώπων, σε αυτούς τους ανθρώπους με τις ελπίδες, τους αγώνες και τις ανησυχίες τους, σε αυτούς τους ανθρώπους βλέπω την ειρήνευση που δίνει η αγάπη του Θεού› Την 184η ημέρα της δίκης στις 15 Μαρτίου 1977, δύο χρόνια μετά την έναρξή της ο συνήγορος Ότο Σίλι ο οποίος ειρήσθω εν παρόδω είναι σήμερα Υπουργός Εσωτερικών της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας υποβάλλει αίτημα να κληθεί ο Υπουργός Εσωτερικών και να εξηγήσει αν καταγράφονται οι συνομιλίες μεταξύ των συνηγόρων και των κατηγορουμένων.
Σημειωτέον, στην αίτηση αυτή προσχώρησαν και οι διορισμένοι συνήγοροι. Του απαντά ο Πρόεδρος: «έχετε περισσότερο στοιχεία γι αυτά πέραν των πρώτων;›. Ο Σίλι απαντά καταφατικά. Επανελήφθη η ίδια διαδικασία. Στο τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας καλεί ο Πρόεδρος τους κατηγορουμένους να κάνουν ότι δήλωση θα ήθελαν για να εκδοθεί η απόφαση και ο Αντρέας Μπάαντερ δηλώνει το εξής: «Δεν κατάλαβα τι έχετε κάνει μέχρι τώρα›.
Μετά έλαβα το λόγο οι συνήγοροι υπεράσπισης οι οποίοι σημειωτέον δεν αγόρευσαν πάνω από 45 λεπτά έκαστος. Δεν είναι τυχαίο που αγόρευσαν μόνο 45 λεπτά κ. Πρόεδρε. Συμφωνεί ο κ. Εισαγγελεύς. Στις 28 Απριλίου ΄77, δύο χρόνια εξεδόθη η απόφαση στο όνομα του γερμανικού λαού η οποία επέβαλλε ποινή ισοβίου καθείρξεως. Τους παραλληλισμούς δεν θα τους κάνω εγώ κ. Πρόεδρε, θα τους κάνετε εσείς και όλοι οι παρόντες στο ακροατήριο αυτό.
(Διαλογικές συζητήσεις)
Θ. ΣΟΦΟΣ: Χαίρομαι γιατί ο καθένας βγάζει τα συμπεράσματά του κ. Εισαγγελεύ, χαίρομαι πολύ. Ο καθένας βγάζει τα συμπεράσματά του από αυτή τη δίκη. Εκδίδεται λοιπόν την 28 Απριλίου 1977 η απόφαση στο όνομα του γερμανικού λαού η οποία επιβάλλει ποινή ισοβίου καθείρξεως στον Μπάαντερ, την Ένσλιν και τον Ράσπε για την τέλεση 34 αποπειρών ανθρωποκτονίας και 4 τετελεσμένων ανθρωποκτονιών.
Στις 18 Οκτωβρίου ΄77 δεν είχαν τίποτε άλλο, δυστυχώς δεν τους περίσσευε ζωή να την εκτίσουν, βρέθηκε ο Ράσπε νεκρός στο κελί του. Μετά από λίγο ο Μπάαντερ με κομματισμένο το κεφάλι και ένα πιστόλι στο χέρι και μετά από λίγο ομοίως και η Ένσλιν. Είχε προηγηθεί και μία άλλη δίκη. 31 Οκτωβρίου ΄68 είχε εκδοθεί η απόφαση για τον Μπάαντερ και την Ένσλιν οι οποίοι εξέτισαν 3 χρόνια κάθειρξης για κάποιους εμπρησμούς και μάλιστα τότε είχε αναφέρει ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου ότι δεν είναι δράστε εκ πεποιθήσεως, είναι δράστες εκ συνειδήσεως διαφορετικά δεν θα προετοίμαζαν τόσους μήνες αυτή την πράξη, υπονοώντας φυσικά ότι είναι και μερικοί άνθρωποι που την πραγματικότητα την θεωρούν διαφορετικά απ’ ότι την θεωρεί η θεσπισμένη έννομη τάξη.
Αυτά περί της δίκης Μπάαντερ-Μάϊνχοφ. Το μόνο που θα ήθελα να δηλώσω έπ’ αυτού είναι ότι είμαστε υπερήφανοι ότι δεν επαναλαμβάνονται τέτοια πράγματα. Είμαστε υπερήφανοι διότι η Ελλάδα ακόμη διδάσκει και θα διδάσκει και ελπίζουμε ότι θα διδάσκει και όχι μόνο νομικό πολιτισμό αλλά και δικανικό πολιτισμό, σεβασμό στην προσωπικότητα του ανθρώπου και στην αξία του. Είμαστε βέβαιοι ότι το Δικαστήριό σας θα διδάξει και θα καταγραφεί στην ιστορία και θα επαναληφθεί ένα όμοιο βιβλίο με πρακτικά δίκης όπου θα γίνονται οι αναγκαίοι παραλληλισμοί.
Δεν θα αναφερθώ στην δίκη των Ερυθρών Ταξιαρχιών. Είχα εδώ κάποια στοιχεία αλλά νομίζω ότι ήδη έγινε κατανοητό και αντιληπτό το στίγμα του τι ακριβώς συμπεράσματα πρέπει να βγάλει κανείς από αυτή τη δίκη.
Κύριε Πρόεδρε, κ.κ. Εφέτες, κ.κ. Εισαγγελείς, οι κατηγορίες που έχουν διατυπωθεί σύμφωνα με το 2869/2002 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών εναντίον του Κωνσταντίνου Καρατσώλη. Είναι συναυτουργία με τους Σάββα και Χριστόδουλο Ξηρό, Βασίλειο Τζωρτζάτο, Πάτροκλο Τσελέντη, Ηρακλή Κωστάρη και Δημήτριο Κουφοντίνα για τη ληστεία στις 14 Αυγούστου ΄88 στο Αστυνομικό Τμήμα του Βύρωνα Αττικής. Επίσης συναυτουργία με τους Σάββα και Χριστόδουλο Ξηρό, Βασίλειο Τζωρτζάτο, Κωνσταντίνο Τέλιο και Δημήτριο Κουφοντίνα για τη ληστεία στην Τράπεζα Εργασίας στην Πατησίων 29/6/1989.
Συναυτουργία με τους Σάββα, Χριστόδουλο και Βασίλη Ξηρό, Δημήτρη Κουφοντίνα και Ηρακλή Κωστάρη για τη ληστεία στα ΕΛΤΑ Βύρωνα την 27/1/97. Τέταρτον, συναυτουργία με τους Σάββα, Βασίλη Ξηρό και Δημήτρη Κουφοντίνα για τη ληστεία στις 2 Απριλίου 2002 στον ΟΤΕ Πατησίων και στην WACKENHUT μια απλή συνέργια η οποία συναντάται άμεσα με την πρώτη κατηγορία, με την ληστεία όπως επίσης και σε μία κλοπή αυτοκινήτου και πινακίδων κυκλοφορίας και την κοινή κατηγορία που έχουν όλοι οι κατηγορούμενοι, συγκρότηση και συμμετοχή σε εγκληματική Οργάνωση, προμήθεια εκρηκτικών υλών και οπλοκατοχή, στη σχέση των οποίων θα ήθελα να αναφερθώ αργότερα. Ανέπτυξε διεξοδικά ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελεύς και με τρόπο άριστα νομικό.
Προηγουμένως όμως θα ήθελα να αναφερθώ και στην κατηγορία του Παύλου Σερίφη για τον οποίο επίσης θα μιλήσω που είναι η συγκρότηση και συμμετοχή σε εγκληματική Οργάνωση, προμήθεια εκρηκτικών υλών και οπλοκατοχή. Κύριε Πρόεδρε, κ.κ. Εφέτες, κ.κ. Εισαγγελείς, η καταδικαστική απόφαση, η όποια καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη δικαιολογία όπως αυτή επιβάλλεται από το άρθρο 93 του Συντάγματος στο άρθρο 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και όπως εξειδικεύεται στο άρθρο 510 παράγραφος 1Δ του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας όταν αναφέρονται σε αυτήν κατά παγία νομολογία του Αρείου Πάγου, δεν θα αναφέρω καμία απόφαση.
Θεωρώ ότι κρούω ανοιχτάς θύρας αν αναφέρω αποφάσεις έπ’ αυτού όταν αναφέρονται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που θεμελίωσαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους το Δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε.
Επειδή έχει γίνει πολύς λόγος για το γεγονός ότι ο Δικαστής δεν περιορίζεται από κανέναν κανόνα αποδείξεων, ειλικρινά προσπαθώ να καταλάβω από τότε που ήμουν φοιτητής ποια είναι αυτή η αρχή της ηθικής αποδείξεως πια. Αλλά εν πάση περιπτώσει θα το δούμε και αργότερα διότι αυτοί οι κανόνες που επιβάλλονται και από τη νομολογία αλλά και από το νόμο στον Δικαστή να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία στην απόφασή του.
Ο τρόπος με τον οποίο τον δεσμεύει να αναφέρει εξαντλητικά τα πραγματικά περιστατικά, αντικειμενικά, υποκειμενικά στοιχεία και τις αποδείξεις καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους ήχθη, στην όποια κρίση ήχθη. Η αιτιολογία δε αυτή πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας του καταλογισμού ή τη μείωση της ποινής, όχι όμως και σε κείνους που συνιστούν άρνηση της κατηγορίας.
Στην περίπτωση της συνέργιας και της απλής συνέργιας με ενδιαφέρει εν προκειμένου. Για να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη η αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως πρέπει να αναφέρονται σαφώς όχι μόνο ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία ο συνεργός συνέδραμε στη συγκεκριμένη περίπτωση, στην εκτέλεση της άδικης πράξης αλλά και τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε ότι ο συνεργός συνέδραμε με τον τρόπο και τα μέσα αυτά.
Τέλος κατά την διάταξη του 510 παράγραφος 1Ε του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας λόγω αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή η εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Δεν θα αναφερθώ περαιτέρω σε τι ακριβώς συνίσταται η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Πάλι νιώθω ότι ενώπιον εμπείρων Δικαστών κρούω ανοιχτάς θύρας.
Θα ξεκινήσω λοιπόν από ορισμένα σημεία της προτάσεως του κ. Αναπληρωτού Εισαγγελέως τα οποία έχω επιλέξει για σχολιασμό και θα εκφέρω και την δική μου ταπεινή κρίση έπ’ αυτών. Την 11/9/2003 ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελεύς λέει ότι: τα μάτια μου τα άνοιξε όταν διάβασα ένα άρθρο στην εφημερίδα ‘ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ’ – το οποίο έχει αναγνωσθεί – όταν απεδείχθη ότι αυτό ουσιαστικά είναι εφαρμογή ενός σχεδίου το οποίο σε πολλές δίκες κατά το παρελθόν έχει εφαρμοστεί. Ήταν οδηγίες οι οποίες από τα προεπαναστατικά χρόνια στην πρώην Σοβιετική Ένωση είχαν εφαρμοστεί και οι οποίες δίδοντο από τον Λένιν γι αυτήν ακριβώς την τακτική στους κατηγορουμένους η οποία συνίσταται στο εξής: θα αμφισβητήσετε κατά πάντας, θα αμφισβητήσετε τους Δικαστές, θα αμφισβητήσετε τους μάρτυρες, θα αμφισβητήσετε το Δικαστήριο, θα κάνετε οτιδήποτε για να δίνετε προς τα έξω την εικόνα ότι κάποιοι σας αδικούν.
Δεν μπορώ να αντιληφθώ τι επιλήψιμο έχουν αυτές οι οδηγίες, χωρίς να θέλω να συνταχθώ με τη θέση του Λένιν ή οποιουδήποτε άλλου, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω τι επιλήψιμο έχει η οδηγία να αμφισβητήσεις κατά πάντας, να αμφισβητήσεις τους Δικαστές, να αμφισβητήσεις τους μάρτυρες, να αμφισβητήσεις το Δικαστήριο και να κάνεις τα πάντα προς τα έξω να δίνεται η εικόνα ότι αδικείσαι.
Εάν ο κατηγορούμενος κ. Πρόεδρε, κ.κ. Δικαστές προβάλλει τον ισχυρισμό ότι είναι αθώος αυτά είναι λίγα που προτείνει ο Λένιν ως οδηγίες. Θα πρέπει ενδεχομένως το λεκτικό και η διατύπωση να ήταν πολύ πιο αυστηρή πολλώ μάλλον όταν ο κατηγορούμενος είναι και προσωρινός κρατούμενος. Και την εικόνα προς τα έξω μέσα σε 4 λέξεις αποθηκεύεται η αρχή της δημοσιότητος.
Προχωρώ στο επόμενο σημείο που έχω εντοπίσει σε σχέση με το έγκλημα της κατοχής των όπλων και των εκρηκτικών που αποδίδονται στο σύνολο των κατηγορουμένων. Η έννοια της κατοχής είπε ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελεύς είναι ανεξάρτητη από τις έννοιες της νομής και κατοχής του Αστικού Δικαίου ορθότατα. Η κατοχή ως κατοχή θεωρείται ότι είναι η φυσική εξουσία αντικειμένων από τον δράση κατά τρόπο ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να διαπιστώνει την ύπαρξή τους και κατά την δική του βούληση να τα χρησιμοποιεί ή να τα διαθέτει.
Η φυσική εξουσίαση θεωρείται ότι είναι, λέγει ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελεύς, η άσκηση συγκεκριμένων υλικών και εμπειρικώς αντιληπτών ενεργειών πάνω στο πράττειν. Δεν είναι αναγκαία η ύπαρξη διάνοιας κυρίου όπως στο Αστικό Δίκαιο. Ουδεμία διαφορά βλέπω εδώ διότι η διάνοια κυρίου που απαιτείται στο Αστικό Δίκαιο για την άσκηση της νομής ή στη νομή και στην κατοχή ομοίως για τις κατοχικές πράξεις είναι ακριβώς το ίδιο με διαφορετικά λόγια που διατυπώνεται στη θεωρία του Ποινικού Δικαίου για τη φυσική εξουσίαση.
Διότι τι διαφορετικό θα πρέπει να έχει αυτός που έχει τη φυσική εξουσίαση παρά την διάνοια κυρίου; Η διάνοια κυρίου δεν σημαίνει ότι πιστεύει ότι είναι κύριος του πράγματος φυσικά. Πρέπει να υπάρχει μία υλική προσβασιμότητα, αυτή είναι η φυσική εξουσίαση. Η υλική προσβασιμότητα του δράση προς το αντικείμενο, να έχει δηλαδή κάθε στιγμή τη δυνατότητα, τη φυσική και υλική δυνατότητα να το προσεγγίσει και να το χρησιμοποιήσει.
Επίσης αναφέρθηκε ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελεύς στο στοιχείο του δόλου και τα επιμέρους συστατικά του. Το γνωστικό στοιχείο του δόλου, ότι αντιλαμβάνεται δηλαδή ο δράστης ότι είναι δυνατόν να επέλθει το αποτέλεσμα είναι όλα εκείνα τα στοιχεία τα οποία θα πρέπει να έχουν περιέλθει στο συνειδητό του δράστη ώστε να καταλαμβάνουν όλα εκείνα τα στοιχεία τα οποία απαιτούνται από την αντικειμενική υπόσταση.
Και η αντικειμενική υπόσταση είναι εξάλλου μια προτασιακή συνάρτηση σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής, η οποία συμπληρώνεται από υπαρξικούς ποσοδείκτες. Οι υπαρξικοί ποσοδείκτες είναι τα πράγματα τα οποία ανάγονται στην σφαίρα εξουσίασης του δράστη, και τα οποία συμπληρώνουν την αντικειμενική υπόσταση και διαιρούνται σε περιγραφικά στοιχεία και κανονιστικά στοιχεία.
Θα αναφερθώ μόνο σε εκείνη την εξαίρεση διατριβή της κας Μπενάκη για τα κανονιστικά στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης και τα οποία φυσικά επίσης θα πρέπει να περιλαμβάνονται στο γνωστικό στοιχείο του δόλου που απαιτείται για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος.
Το δεύτερο είναι το βουλητικό. Αποδέχομαι αυτό το αποτέλεσμα. Έκανε την λεπτή διάκριση ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελεύς σχετικά με τον ενδεχόμενο δόλο και την ενσυνείδητη αμέλεια και δεν θα επαναλάβω. Απλώς θα σημειώσω ότι το γνωστικό και βουλητικό στοιχείο του δόλου, είναι ένας προβληματισμός που συγκεκριμένα για το άρθρο 187Α όπως ακριβώς έχει διαμορφωθεί από το νόμο 2928/2001 είναι ανεπεξέργαστος και ακατέργαστος ακόμα, οπότε πιστεύω ότι υπάρχουν τα περιθώρια για μια ιδιαίτερη μνεία.
Συγκεκριμένα λοιπόν για το άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα, ποιο θα πρέπει να είναι το γνωστικό στοιχείο για να αποδώσει ο δικαστής στον δράστη αυτό που λέμε γνώση των πραγματικών στοιχείων, των πραγμάτων δηλαδή, είτε αυτά είναι περιγραφικού, είτε κανονιστικού χαρακτήρα και έτσι να αχθεί στην κρίση περί της πλήρωσης του γνωστικού στοιχείου του δόλου.
Τα περιγραφικά στοιχεία, είναι μια ομάδα την οποία πρέπει να γνωρίζει ο δράστης, ότι είναι εγκληματική οργάνωση και εδώ αμέσως και ίσως προώρως μπαίνει ένα κανονιστικό στοιχείο, διότι δεν αρκεί, δεν απαιτείται μάλλον ο δράστης να γνωρίζει τι ακριβώς έχει ορίσει η νομολογία, ή τι ακριβώς ήθελε ο νομοθέτης να πει με την έννοια εγκληματική οργάνωση, αλλά γίνεται η λεγόμενη παράλληλη αναγωγή στη λαϊκή σφαίρα του δράστη. Αυτό δηλαδή απαιτεί ο νόμος και αυτό πρέπει να απαιτεί εν προκειμένω στο σκεπτικό του ο εφαρμογής του δικαίου, προκειμένου να αχθεί στη κρίση ότι ο δράστης ναι κατάλαβε ότι βρίσκεται σε μια εγκληματική οργάνωση. Ναι ξέρει ότι συμμετέχει σε μια εγκληματική οργάνωση.
Είναι όμως έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης, ή έγκλημα σκοπού, διότι δεν αρκεί να γνωρίζει μόνο ότι συγκρότησε ή συμμετέχει σε μια εγκληματική οργάνωση και να έχει αντιληφθεί με παράλληλη αναγωγή στη λαϊκή του σφαίρα αυτή την έννοια, αλλά προσαπαιτείται να γνωρίζει ότι είναι σε μια οργάνωση, η οποία επιδιώκει η οργάνωση και έτσι αυτό αφορά το ακατέργαστο που είπα πριν. Υπάρχει μια έμμεση επιδίωξη η οποία δεν αφορά το υποκειμενικό στοιχείο του ίδιου του δράστη, αλλά το υποκειμενικό στοιχείο της οργάνωσης πλέον.
Θα πρέπει η οργάνωση να επιδιώκει την διάπραξη των περιοριστικά απαριθμουμένων στο άρθρο 187 κακουργημάτων. Επομένως υπάρχει και ένα πρόσθετο στοιχείο του σκοπού, ένα πρόσθετο υποκειμενικό στοιχείο το οποίο θα πρέπει να διαπιστώσει ο εφαρμοστής του δικαίου, την επιδίωξη της οργάνωσης. Πώς θα διαπιστώσει την επιδίωξη της οργάνωσης ο εφαρμοστής του δικαίου, την στιγμή που για να διαπιστώσει την επιδίωξη του ίδιου του δράστη υπάρχουν δυσθεώρητα προβλήματα.
Συγκεκριμένα, ένας προβληματισμός ο οποίος έχει πραγματικά γεμίσει βιβλιοθήκες, είναι πώς θα διαπιστώσει ο εφαρμοστής του δικαίου τον δόλο. Πώς θα διαπιστώσει δηλαδή ότι ο δράστης γνωρίζει. Πώς θα διαπιστώσει ότι ο δράστης αποδέχθηκε, ή συμβιβάστηκε επίσης, ένας αποδεκτός όρος με το αποτέλεσμα με το εγκληματικό αποτέλεσμα.
Δεν μπορεί να μπει στη ψυχή του είναι αδύνατον και γι’ αυτό χρησιμοποιεί τους λεγόμενους δείκτες, inticatoren. Θα αναφερθώ μόνο στην διατριβή του εγκρίτου καθηγητού μου του κ. Μυλωνόπουλου, για τις διαθετικές έννοιες, οι οποίες ενέχουν μια τάση να μην αποδίδουν την πραγματικότητα μέσα από την έννοια που εκφέρουν. Δηλαδή, ο δόλος εν προκειμένω είναι μια διαθετική έννοια, διότι μόνο με αναγωγή σε περιστατικά του εξωτερικού κόσμου, μπορεί να διαπιστωθεί.
Οι λεγόμενοι λοιπόν δείκτες, ή ενδείκτες, είναι τα πραγματικά εκείνα περιστατικά, τα οποία πρέπει να διαπιστωθούν και πρέπει αναλυτικώς να καταγραφούν σε όποια δικαστική απόφαση, σύμφωνα με τα οποία στοιχειοθετείται η γνώση του κατηγορουμένου, ότι βρίσκεται σε μια εγκληματική οργάνωση η οποία επιδιώκει. Πώς θα διαπιστώσει λοιπόν τώρα ο εφαρμοστής του δικαίου ότι γνώριζε ο δράστης ότι αυτή η οργάνωση επιδιώκει.
Υπάρχει διπλή περιαγωγή πλέον, διπλή αναγωγή σε εσωτερικό στοιχείο, ίσως ταπεινώς φρονώ, πιστεύω ότι δεν έχει ξαναδιατυπωθεί στην ελληνική θεωρία τουλάχιστον, πιο διαθετική έννοια. Πρέπει να γνωρίζει ο δράστης ότι η ομάδα στην οποία γνωρίζει ότι συμμετέχει, επιδιώκει την διάπραξη κακουργημάτων.
Μήπως είναι το γεγονός ότι μου είπε κάποιος ότι επιδιώκω να διαπράξω κακούργημα; Και επειδή το είπε δηλαδή κάποιο μέλος της ομάδος, αρκεί αυτό το γεγονός για την διαπίστωση της απαιτουμένης γνώσης ότι η ομάδα επιδιώκει; Δεν αρκεί.
Θα πρέπει τουλάχιστον γι’ αυτή τη διπλή αναγωγή, να δανειστούμε ίσως την επιχειρηματολογία της αρχής εκτέλεσης. Ή τουλάχιστον των προπαρασκευαστικών πράξεων. Διότι διαφορετικά, η εξωτερίκευση οποιασδήποτε άποψης ή επιδίωξης, θα προσέκρουε στον κανόνα cogitationis penam nemo patitour. Με τις σκέψεις του δηλαδή ουδείς τιμωρείται.
Επομένως η οποιαδήποτε εξωτερίκευση αντίληψης, άποψης, γνώμης, ίσως και της πιο επαναστατικής η οποία θα μπορούσε να υπάρξει, δεν αρκεί για την γνώση που απαιτείται, για τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο, να έχει αντιληφθεί ο δικαστής ότι γνώριζε ο ίδιος, ότι η ομάδα επιδιώκει.
Επομένως χρειάζονται τουλάχιστον κάποιες προπαρασκευαστικές πράξεις, έτσι ώστε μ’ αυτή την αναγωγή στην λαϊκή σφαίρα του, να αρχίσει να νοιώθει πλέον ότι κάτι ετοιμάζεται απ’ αυτή την ομάδα.
Τα ανωτέρω στοιχεία, θα πρέπει να καλύπτουν επομένως την αντικειμενική υπόσταση, και να συντρέχει φυσικά και το βουλητικό στοιχείο, δηλαδή σ’ όλα αυτά ο δράστης να έχει τοποθετηθεί και θετικά. Τίθεται λοιπόν εδώ τώρα το ζήτημα του βουλητικού στοιχείου, όσον αφορά αυτή τη διπλή επιδίωξη.
Πώς θα διαπιστώσει ο εφαρμοστής του δικαίου ερωτώ, το βουλητικό στοιχείο, όχι μόνο όσον αφορά την συμμετοχή. Ωραία άντε και συμμετέχουμε και το αποδεχόμαστε, δεν αρκεί αυτό για το 187. Το βουλητικό στοιχείο για την επιδίωξη της ομάδας.
Πώς εξωτερικεύει λοιπόν τώρα ο δράστης, ότι αποδέχεται την επιδίωξη της ομάδας να διαπράξει κακουργήματα; Και ποια είναι εκείνα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία θα πρέπει να αναφέρει ειδικά και εμπεριστατωμένα το Δικαστήριο, για να διαπιστωθεί ότι ναι πράγματι, ο Παύλος Σερίφης, όχι μόνο γνώριζε, όχι μόνο γνώριζε την συμμετοχή του, όχι μόνο γνώριζε την επιδίωξη της ομάδας, αλλά την αποδέχθηκε.
Θα πρέπει να τύχει εδώ ιδιαίτερου προβληματισμού, ότι όσον αφορά το βουλητικό στοιχείο του δόλου, έχει αναπτυχθεί ιδιαίτερη συζήτηση στην επιστημονική θεωρία, ότι ίσως και να μην είναι δυνατόν να διατυπωθούν πραγματικά περιστατικά τέτοια, ώστε να τεκμηριώνουν το βουλητικό στοιχείο, εκ της φύσεώς του.
Είναι κάποιες ενέργειες του εξωτερικού κόσμου, μόνο πάλιν όπως και στο γνωστικό στοιχείο, που θεμελιώνουν το βουλητικό. Δηλαδή, με ποιο τρόπο μπορεί να διαπιστώσει κανείς ότι εγώ αποδέχομαι την επιδίωξη αυτή της ομάδας. Μήπως διότι βλέπω να φέρνουν σε μια γιάφκα της οποίας τον έλεγχο έχω, κάποια εκρηκτικά;
Ναι , ίσως να είναι μια προπαρασκευαστική πράξη επιδίωξης κακουργήματος. Πώς το αποδέχομαι αυτό; Τι πρέπει να κάνω για να αποδείξω στον εφαρμοστή του δικαίου, άντε και γνώριζα την συμμετοχή μου, άντε και την αποδεχόμαστε. Πώς μπορώ όμως να αποδείξω ότι αποδέχομαι και την επιδίωξη της ομάδας να τελέσει κακουργήματα; Αυτή την διπλή όπως την επαναλαμβάνω το διπλό υποκειμενικό στοιχείο, την διπλή επιδίωξη.