Αυτά είπε η κα Κουλιέρη η οποία περιέγραψε και τη θέση του εκεί στο τηλεφωνικό κέντρο του Νοσοκομείου ΠΑΙΔΩΝ. «Ο Παύλος δεν είχε ούτε καν αυτά τα φορητά ακουστικά, σκεφτείτε ότι έπρεπε να έχει ένα ακουστικό στο χέρι, το άλλο χέρι είναι παράλυτο και με το δεξί του χέρι να παίρνει ο άνθρωπος τα νούμερα για να μπορέσει να δώσει τις γραμμές εκεί που έπρεπε. Θεωρώ όχι από την επιστημονική μου ιδιότητα μόνο, ότι δεν μπορεί ένας άνθρωπος που πάσχει από σκλήρυνση κατά πλάκας κι έχει κάνει τόσες πολλές συνεδρίες με Γ-σερίνη, είναι η αγωγή του, δε νομίζω ότι μπορεί να το κάνει. Γιατί το χαρακτηριστικό της νόσου αυτής είναι μια ανεξήγητη κόπωση άνευ λόγου, η οποία δεν σε προειδοποιεί και η οποία δεν σου επιτρέπει ούτε να φύγεις από δω να πας απέναντι›.
Και μετά ανεγνώσθη η γνωμάτευση του νοσοκομείου. Μετά την κατάθεση της κας Παπανικολάου, όπου περιέγραψε τον ανθρώπινο χαρακτήρα του Παύλου Σερίφη, γιατί λέει «χρειάζεται πάρα πολλές φορές να υποδεχτώ το παιδί όταν πια βγαίνει από το κώμα ή όταν βγαίνει από την πρώτη κακή διάγνωση. Έχει την κακή διάγνωση αλλά θέλει να περπατήσει ή έχει γίνει ακρωτηριασμός από τροχαίο αλλά το παιδί θέλει να κάνει ένα βήμα. Σε τέτοιες στιγμές γνώρισα τον κ. Παύλο Σερίφη›.
«Από την πρώτη στιγμή είπα ότι σ’ αυτόν τον άνθρωπο εγώ θα σταθώ δίπλα του, γιατί 13 χρόνια ακριβώς είναι δίπλα στα παιδιά› λέει η κα Παπανικολάου, «είναι δίπλα στους γονείς και κάθε φορά που εγώ έτρεξα και έλεγα ότι δεν είναι δυνατό να έχει συμβεί αυτό, ο Παύλος μου έλεγε ‘ηρεμήστε, θα βρούμε λύση’. Και έβρισκε λύση. Τα πρώτα χρόνια έλεγα στον πληθυντικό ‘ξέρετε, μου χρειάζεται αυτό’ και έλεγε ‘ηρεμήστε, θα βρούμε τη λύση’.›.
αυτά ζητώ να λάβετε υπόψη από τις καταθέσεις των μαρτύρων Υπεράσπισης κ. Πρόεδρε, κ.κ. Δικαστές. Να συνυπολογίσετε και την κατάθεση της συζύγου του, της Σοφίας Σερίφη η οποία επιβεβαίωσε όλους τους ισχυρισμούς αυτούς και με αξιόπιστο τρόπο, όπως επίσης και ο κ. Δημακόπουλος ο οποίος έδωσε την εξής απάντηση σε μια ερώτηση του τύπου «πιστεύετε ότι θα ήταν δυνατόν αυτός ο άνθρωπος να έχει συμμετάσχει στην Οργάνωση αυτή;› «Εκ των πραγμάτων ήταν αδύνατο, εγώ έβλεπα τις βαθιές ανάσες που έπαιρνε ώστε να ανταποκριθεί σε ένα χώρο, σε ένα τηλεφωνείο το οποίο δεν είναι μικρό›.
Επίσης ο κ. Τσακανίκος ο οποίος επιβεβαίωσε την έκπληξη και του ιδίου και των συναδέλφων του, όταν άκουσαν την κατηγορία που του αποδόθηκε.
Κύριε Πρόεδρε, κ.κ. Δικαστές θα ήθελα να κλείσω την αγόρευσή μου και για τον Παύλο Σερίφη λέγοντας ότι μερικές φορές η αξιοποίηση αποδεικτικού υλικού μπορεί να είναι δυσχερές έργο για τον εφαρμοστή του δικαίου, δυσχερέστερη όμως είναι η εκτίμηση της προσωπικότητάς του. Θεωρώ ότι από την αρχή της Δίκης αυτής, από τις 3/3, έχετε σχηματίσει εντύπωση. Είμαι βέβαιος ότι γνωρίζετε για τον κάθε κατηγορούμενο εδώ και ειδικά γι αυτούς που εκπροσωπώ εγώ, τον κ. Καρατσώλη και τον Παύλο Σερίφη τί άνθρωποι υπήρξαν και τί άνθρωποι θα υπάρξουν.
Έχετε ήδη σχηματίσει εικόνα για τον Καρατσώλη. Εμένα θα μου μείνουν αξέχαστες οι διατυπώσεις του κ. Αναπληρωτή Εισαγγελέως για τον Καρατσώλη, όσο αξέχαστες θα μου μείνουν οι διατυπώσεις του πατέρα του Κώστα. Το ίδιο αξέχαστες θα μείνουν. Για τον δε Παύλο, πιστεύω επίσης ότι έχετε σχηματίσει εικόνα και θεωρώ ότι εάν το Δικαστήριό σας δεν υιοθετήσει τη θεωρία που ανέπτυξα προηγουμένως και υποστήριξα ότι ταυτίζεται με τη θεωρία του κ. Τακτικού Εισαγγελέως περί θετικής γενικής προλήψεως, να φοβίσουμε, να παραδειγματίσουμε για να θυμούνται οι γύρω μας τί κάναμε εμείς, διότι αυτή η θεωρία, δεν το είπα πριν γιατί δημιουργήθηκε μια ένταση με τον κ. Εισαγγελέα, αλλά έχει υποστηριχθεί επισήμως κι έχει δημοσιευθεί στο βιβλίο «Ενοχή και πρόληψη› του καθηγητού του κ. Jacobs του Πανεπιστημίου της Βόννης, το οποίο έχει μεταφράσει και επιμεληθεί ο εκλεκτός συνάδελφος Κωνσταντίνος Βαθιώτης.
Έχει υποστηριχθεί ότι η θεωρία της θετικής γενικής προλήψεως, μπορεί να προσεγγίζει τα απολυταρχικά καθεστώτα. Θα μπορούσα να αναπτύξω ιδιαίτερα τις προϋποθέσεις και τους όρους μιας άλλης θεωρίας περί του σκοπού της ποινής, αλλά δε νομίζω ότι όπως ορθώς έχετε πει, αποτελεί το βήμα αυτό την κατάλληλη ευκαιρία αλλά επιγραμματικώς και μόνο θα σας πω ότι το Ποινικό Δίκαιο, όπως είπατε κι εσείς απαγωγικά σκεπτόμενος κατά την Αριστετέλεια λογική, εκκινεί από τον κατηγορούμενο, δεν εκκινεί από την κοινωνία.
Ξεκινά από τον κατηγορούμενο, από την προσωπικότητά του, από το παρελθόν του, από την εν γένει ψυχοσωματική του κατάσταση, προσεγγίζει μετά ταύτα τις ειδικότερες λεπτομέρειες και περιστάσεις της πράξης για την οποία κατηγορείται τα συνδυάζει και άγεται σε μια πρώτη κρίση, εάν έχει μπροστά του τον άνθρωπο που περιγράφει το κατηγορητήριο. Η πρώτη κρίση λοιπόν είναι ο άνθρωπος, είναι το άτομο και όχι το κοινωνικό μόρφωμα που ήθελε ο κ. Τακτικός Εισαγγελεύς.
Το άτομο μας απασχολεί εν προκειμένω, του Παύλου Σερίφη και του Κώστα Καρατσώλη. Τί εικόνα έχετε γι αυτούς ως ανθρώπους πρωτίστως. Ούτε το κατηγορητήριο, το βούλευμα δηλαδή, ούτε οι πράξεις που τους αποδίδονται έχουν σημασία στην πρώτη φάση της σχέσης εφαρμοστή του δικαίου και κατηγορουμένου στο Ποινικό Δίκαιο. Πρώτα έχει σημασία η προσωπικότητα του κατηγορουμένου και είμαι σίγουρος ότι η αγωνία κάθε δικαστή, επειδή κανένας που ασκεί το λειτούργημα του δικηγόρου δεν έμεινε απροβλημάτιστος εάν κάποτε θα βρεθεί σε δικαστικό έδρανο, η πρώτη σκέψη του δικαστή και η πρώτη αγωνία του δικαστή είναι να κοιτάξει τον κατηγορούμενο και αν έχει κάποια σχέση με τον άνθρωπο που περιγράφει το κατηγορητήριο.
Αφού λοιπόν ξεπεράσει αυτό το δυσχερές έργο, η δεύτερη αγωνία και η τελευταία, είναι να προσδιορίσει με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που συνθέτουν μια αιτιολογημένη απόφαση, είτε είναι αυτή αθωωτική, οπότε, σε περίπτωση αθωωτικής αποφάσεως δεν είναι υποχρεωμένο το Δικαστήριο να αξιολογήσει τα περιστατικά, να αναφέρει τα περιστατικά εκείνα εκ των οποίων κατέληξε στην κρίση ότι πρέπει να αθωωθεί, είναι υποχρεωμένος όμως να αναφέρει εκείνα τα περιστατικά από τα οποία δεν πείστηκε.
Εν προκειμένω δεν πειστήκαμε ότι ο Παύλος Σερίφης είναι το πρόσωπο που αναφέρεται στα τετράδια. Δεν πειστήκαμε ότι ο Κώστας Καρατσώλης είναι το πρόσωπο που ήταν στην ομάδα της ΟΤΕ Πατησίων, διότι πειστήκαμε αντιθέτως ότι ο Κώστας Καρατσώλης ήταν εκείνη την ώρα στην Αλσούπολη. Δεν πειστήκαμε ότι το αποτύπωμα που βρέθηκε στη γιάφκα αφορά κάποια ανάμειξη ή συνδρομή του στην εγκληματική οργάνωση, πειστήκαμε αντιθέτως ότι το αποτύπωμα που βρέθηκε στον τσίγκο βρέθηκε γιατί δούλευε ο άνθρωπος σε τυπογραφείο από το οποίο εκλάπησαν τσίγκοι.
Αυτό λοιπόν είναι το δεύτερο στάδιο το οποίο θα πρέπει κανείς ως εφαρμοστής του δικαίου να οριοθετήσει και για τους ανωτέρω λόγους θα ζητήσω την αθώωση του Κώστα Καρατσώλη και του Παύλου Σερίφη, άλλως, σε περίπτωση καταδικαστικής κρίσης να πάψει οριστικώς η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής για τον Παύλο Σερίφη, στον οποίο αναφέρομαι ομοίως ως διετύπωσα την αντικειμενική αξιολόγηση μιας φερομένης ως δοθείσης καταθέσεως. Ευχαριστώ πολύ κ.Πρόεδρε.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ευχαριστούμε τον κ. Σοφό. Σειρά έχει ο κ. Νίκας μετά το ημίωρο διάλειμμα.
ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που έχει διακοπεί. Το λόγο έχει ο κ. Νίκας ο οποίος εκπροσωπεί τον κ. Καρατσώλη;
Α. ΝΙΚΑΣ: Εκπροσωπώ τον κ. Καρατσώλη και τον κ. Κωστάρη. Θα μιλήσω και θα περιορίσω την αγόρευσή μου στο πρόσωπο του κ. Καρατσώλη.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πολύ ωραία θα σας ακούσουμε με ενδιαφέρον.
Α. ΝΙΚΑΣ: Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Δικαστές, κύριοι Εισαγγελείς. Θα προσπαθήσω, όπως έχω θεσμική υποχρέωση και καθήκον να εκθέσω με σεβασμό τις θέσεις μου εν συντομία. Και θα ξεκινήσω την αγόρευσή μου τούτη, με μια αποστροφή του κ. Προέδρου. Είναι από μια πρόσφατη συνεδρίαση, είναι από την συνεδρίαση της 10ης Οκτωβρίου και εδώ μας λέτε κ. Πρόεδρε. «Εμείς εδώ είμαστε ελληνικό δικαστήριο. Σεβόμαστε τις συνθήκες, τα σεβόμαστε όλα, αλλά έχουμε υπόψη μια συγκεκριμένη υπόθεση μια συγκεκριμένη κατηγορία, συγκεκριμένους ανθρώπους και δεν πρέπει να πάρουμε κανέναν στο λαιμό μας.› Αυτά μας λέτε κ. Πρόεδρε στις 10 Οκτωβρίου.
Βρισκόμαστε λοιπόν εδώ από τις 3 Μαρτίου 2003. Στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών στην δικαστική αίθουσα των φυλακών Κορυδαλλού. Μια αίθουσα, στην οποία έχουν διαδραματιστεί ιστορικές δίκες για τούτο εδώ τον τόπο. Βρισκόμαστε εδώ υπό συγκεκριμένες συνθήκες όπως είπατε κ. Πρόεδρε, λίγους μήνες πριν την διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 από τη χώρα μας.
Βρισκόμαστε εδώ με μια υπόθεση συγκεκριμένη, - όπως λέτε – και πολύκροτη θα προσθέσω, την υπόθεση της Οργάνωσης της 17Ν. Και βρισκόμαστε εδώ με 19 συγκεκριμένους ανθρώπους στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Ανάμεσά τους ο Κώστας Καρατσώλης. Βρισκόμαστε εδώ τέλος και λέτε, δεν πρέπει να πάρουμε κανέναν στο λαιμό μας.
Είναι αναμφισβήτητο κ. Δικαστές ότι αναζητάτε την αλήθεια. Ότι δεν πρέπει να τιμωρήσετε αθώους, ότι δεν πρέπει να πάρετε κανέναν στον λαιμό σας. Το βάρος που φέρετε στους ώμους σας είναι ούτως ή άλλως ιστορικής σημασίας, όπως επίσης είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι και το έργο της υπεράσπισης σε τούτη εδώ την υπόθεση, υπήρξε ιδιαίτερα δύσκολο από την πρώτη στιγμή. Και γιατί αυτό;
Γιατί η υπεράσπιση του καθενός από τους κ. κατηγορούμενους, ήρθε ευθύς εξ αρχής αντιμέτωπη με μια εικόνα που όλοι γνωρίζουμε και όλοι βιώσαμε, από το καλοκαίρι του 2002. Μια εικόνα των κ. κατηγορουμένων, η οποία ήταν ήδη σχηματισμένη, ήδη αποτυπωμένη έντονα στο συλλογικό υποσυνείδητο του έλληνα πολίτη και κυρίως, του έλληνα τηλεθεατή.
Από την πρώτη στιγμή κιόλας της σύλληψης του καθενός από τους 19 κατηγορούμενους, στα μάτια της κοινής γνώμης, στα μάτια τα δικά σας, στα μάτια τα δικά μας κύριοι Δικαστές, οι κατηγορούμενοι έδειχναν ήδη ένοχοι. Έδειχναν ήδη καταδικασμένοι. Μια εικόνα χίλιες λέξεις. Τα πρόσωπα των 19 κατηγορούμενων έγιναν αυτόματα το πρόσωπο της οργάνωσης 17Ν, της οργάνωσης που επί πολλά χρόνια δεν είχε πρόσωπο.
Αυτή την εικόνα λοιπόν, αυτή την ισχυρή εντύπωση εισπράξαμε όλοι κ. Δικαστές, αποτέλεσμα ίσως και της υπερβολικής προβολής τους από τα media, από τα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης και ο κάθε έλληνας πολίτης διερωτήθηκε και είπαμε όλοι, αυτοί οι άνθρωποι είπαμε είναι η 17Ν, πιάστηκε η 17Ν. θα δικαστεί λοιπόν η 17Ν.
Τα ερωτηματικά που γεννούνται όμως πλέον στο μυαλό του κάθε έλληνα πολίτη, μετά την σύλληψη των φερομένων ως μελών της Οργάνωσης της 17Ν είναι πολλά. Κυριαρχούν νομίζω κ. Δικαστές δυο. Διερωτήθηκε λοιπόν ο απλός έλληνας πολίτης, είναι αυτοί οι άνθρωποι, είναι οι κατηγορούμενοι όντως η 17Ν;
Πιάστηκε όντως η 17Ν; Κάποιοι άλλοι αναρωτήθηκαν. Αν αυτοί οι άνθρωποι που κατηγορούνται ως μέλη της 17Ν, αν αυτοί οι άνθρωποι θα έχουν μια δίκαιη δίκη. Στην απάντηση ως προς το πρώτο ερώτημα κ. Δικαστές, εάν αυτοί οι άνθρωποι που κάθονται στο εδώλιο του κατηγορούμενου είναι τα μέλη 17Ν, θα την δώσετε εσείς με την απόφασή σας, με τελικό κριτή πιστεύω τον ιστορικό του μέλλοντος, που πάντα μας θυμίζει τους ανεπανάληπτους αφορισμούς του Γεωργίου Παπανδρέου. «Η δικαιοσύνη οχυρό της δημοκρατίας, αλλά και οι κρίνοντες, κρίνονται.›
Ως προς το δεύτερο ερώτημα αναφορικά με το ζήτημα της δίκαιης δίκης, επιτρέψτε στον ομιλούντα να σας απαντήσει με άλλο ερώτημα. Νομιμοποιούμαστε ως χώρα, ως δημοκρατία, να διεξάγουμε μια μη δίκαιη δίκη; Νομιμοποιούμαστε δηλαδή να ενεργούμε άδικα εν ονόματι της τρομοκρατίας;
Την απάντηση είναι σίγουρο ότι την γνωρίζετε εκ των προτέρων κ. Δικαστές. Και η απάντηση είναι όχι. Δεν νομιμοποιούμαστε να ενεργούμε άδικα εν ονόματι της τρομοκρατίας. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός της χώρας κ. Κώστας Σημίτης, δηλώνει μεταξύ άλλων στις 19 Ιουλίου 2002. «Οι τρομοκράτες θα έχουν μια δίκαιη δίκη. Συνεχίζουμε με τον ίδιο σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα, με πλήρη εφαρμογή του συντάγματος και των νόμων του κράτους.› Και επισημαίνει στη συνέχεα «Δεν έχει νόημα η νίκη απέναντι στη τρομοκρατία, αν συνοδευτεί από έκπτωση των δημοκρατικών θεσμών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.›
Η δήλωση του κ. πρωθυπουργού μπορεί βεβαίως να τύχει πολλαπλών ερμηνειών από πολιτικούς αναλυτές. Αυτό που ενδιαφέρει όμως εμάς σε τούτη εδώ την αίθουσα και στο οποίο νομίζω ότι αξίζει να σταθούμε, γιατί απαντάει στην ουσία και στον πυρήνα του ερωτήματός μας είναι το εξής και το επαναλαμβάνω κ. Δικαστές να μου επιτρέψετε: «δεν έχει νόημα η νίκη απέναντι στην τρομοκρατία, αν συνοδευτεί από έκπτωση των δημοκρατικών θεσμών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.› Με άλλα λόγια, πάνω απ’ όλα σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα.
Πάνω απ’ όλα σεβασμός στους δημοκρατικούς θεσμούς αυτής της χώρας, που θεμελιώθηκαν και ανεγέρθηκαν με ιδιαίτερο κόπο και θυσίες. Με άλλα λόγια, οφείλουμε να μην ενεργούμε άδικα εν ονόματι της τρομοκρατίας. Οφείλουμε ως τώρα, ως Ελλάδα, ως παρακαταθήκη του νομικού πολιτισμού που κληρονομήσαμε, να διεξάγομε μια δίκαιη δίκη. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε κ. Δικαστές, πρέπει να έχουμε πάντα στο μυαλό μας, ανεξαρτήτως πολιτικών ή ιδεολογικών τοποθετήσεων, γιατί τα ανθρώπινα δικαιώματα αναμφισβήτητα δεν αποτελούν προνόμιο ορισμένων μόνο πολιτικών ιδεολογικών χώρων, ότι εάν σήμερα με τούτη εδώ την δίκη χαθούν κάποια από τα πολύ σημαντικά, από τα πολύ σπουδαία που έχουν κατακτηθεί στον τομέα των ανθρώπινων δικαιωμάτων και της δικαιοσύνης, μπορεί αργότερα να είναι πολύ δύσκολο, έως αδύνατο να ανακτηθούν.
Και είναι αναμφίβολα μια δίκη ιστορική αυτή που διεξάγεται σε τούτη εδώ την αίθουσα. Η μητέρα των δικών χαρακτηρίστηκε, η δίκη του αιώνα, δεν παύει όμως να είναι πάνω απ’ όλα μια δίκη ποινική. Δεν παύει να βασανίζεται από το θεμελιώδες, το βασικό δίλημμα, που κυριαρχεί στον τομέα του ποινικού δικαίου. Και το δίλημμα αυτό αποκρυσταλλώνεται στο εξής κρίσιμο ερώτημα. Προστασία της κοινωνίας από το έγκλημα; Ή προστασία του κατηγορούμενου;
Την απάντηση κ. Δικαστές μας την δίνει ο καθηγητής Ανδρουλάκης, στο βιβλίο του «θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης› και πιστεύω πως θα συμφωνήσετε μαζί του. Επιτρέψτε μου μόνο να διαβάσω ένα μικρό απόσπασμα.
«Ούτε πολύ, ούτε λίγο – μας λέει ο κ. καθηγητής – το βασικό δίλημμα του ποινικού δικονομικού δικαίου, αποκρυσταλλώνεται στο ερώτημα, προστασία της κοινωνίας από το έγκλημα, ή προστασία του κατηγορούμενου και ακόμα ευρύτερα του ατόμου. Ποιο από τα δυο προέχει; Το προβάδισμα ανήκει κατ’ αρχήν στην προστασία του ατόμου. Το εάν θα τελέσουμε ή όχι μια αξιόποινη πράξη, εξαρτάται από εμάς. Όμως το εάν θα βρεθούμε στο εδώλιο του κατηγορούμενου, δεν εξαρτάται από εμάς.›
Κλείνω αυτή τη σκέψη κ. Δικαστές και προχωρώ στην επόμενη. Προστασία της κοινωνίας από το έγκλημα. Βεβαίως. Είναι αυτονόητο. Αλλά και προστασία του δικαιώματος του ατόμου, του κατηγορούμενου στη χρηστή απονομή της δικαιοσύνης. Όπως είναι ίσως και η ακριβέστερη διατύπωση του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ατόμου. Είναι ένα άρθρο το οποίο νομίζω ότι έχει αναπτυχθεί επαρκώς στο χώρο του ακροατηρίου. Δεν θα σας κουράσω κ. Δικαστές, νομίζω ότι έχει εξαντληθεί τόσο νομολογιακά, όσο και σε επίπεδο θεωρίας, έχει σχεδόν εξαντληθεί.
Το νομικό πλαίσιο της προστασίας των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων που θέτει το άρθρο 6 το γνωρίζετε πολύ καλύτερα από τον έχοντα την τιμή να σας ομιλεί, αλλά νομίζω ότι ένα ερώτημα το οποίο με απασχόλησε και θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας είναι το εξής. Πέρα από το θεωρητικό και το νομολογιακό κομμάτι του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, και συνίσταται στο ότι ίσως η ΕΣΔΑ ακούγεται τελικά για πολλούς σαν κάτι πάρα πολύ μακρινό. Ίσως ακούγεται σαν κάτι που βρίσκεται μακριά από την ελληνική νομική πραγματικότητα, σαν κάτι που ίσως δεν έχει υποχρέωση ο έλληνας δικαστής να το λάβει υπόψη του. Γιατί ενδεχομένως δεν αποτελεί και απαραίτητα στοιχείο της εθνικής έννομης τάξης που μας περιβάλει.
Είναι όμως έτσι κύριοι Δικαστές; Μπορεί να αρνηθεί το Δικαστήριό σας να αξιολογήσει αυτά τα προτεινόμενα επιχειρήματα, αναφορικά με το άρθρο 6; Μπορεί να αγνοήσει την νομολογία του Στρασβούργου; Την απάντηση μας την δίνει εδώ ο ίδιος ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου ο ίδιος ο Στέφανος Ματθίας και σας την διαβάζω, την εντόπισα στο βιβλίο του νομικού Ιωάννη Ανδρουλάκη, «κριτήρια της δίκαιης ποινικής δίκης›.
«Δεν πρέπει να χαθεί άλλος χρόνος. Έχουμε όχι μόνο καθήκον, αλλά και συμφέρον να εγκύψουμε πλέον στην μελέτη της ΕΣΔΑ και των πρωτοκόλλων της, μέσω και της νομολογίας του Δικαστηρίου που ζωοδοτεί τις διατάξεις του.› Και συνεχίζει αναφερόμενος στον έλληνα δικαστή, «θα του επιτρέψει να παρατηρήσει από μια υψηλότερη ευρωπαϊκή σκοπιά, πώς εφαρμόζονται στον ευρωπαϊκό χώρο οι αξίες του δικαίου. Θα διευρύνει έτσι το νομικό του ορίζοντα. Αντίθετα κάθε ολιγωρία θα μας οδηγούσε σε μια μονιμότερη στέρηση, πολλαπλά επικίνδυνη για την συμμετοχή μας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι και στον νομικό πολιτικό της Ευρώπης.›
Με αυτές τις σκέψεις λοιπόν κ. Δικαστές, οδηγείται κανείς σε ένα και μόνο συμπέρασμα. Ότι το Δικαστήριό σας δεν μπορεί, παρά να λάβει σοβαρά υπόψη του τις επιταγές του άρθρου 6 και κυρίως και πρωτίστως την διάταξη της παραγράφου 2, αναφορικά με το τεκμήριο της αθωότητας. Και βεβαίως κ. Δικαστές γνωρίζετε, ότι οι επιταγές του άρθρου 6 η προστασία των δικαιωμάτων του κατηγορούμενου, αφορούν καταρχήν στο στάδιο της προδικασίας.
Και πρέπει κανείς, λυπάμαι που το λέω, να είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικός απέναντι στην αστυνομική προανάκριση, όταν απουσιάζει ο δικαστής, ως εγγυητής των δικαιωμάτων του κατηγορούμενου. Και πρέπει να είναι κανείς ιδιαίτερα επιφυλακτικός, όχι για λόγους ιδεολογικούς σε καμία περίπτωση, ούτε προκατάληψης, αλλά για λόγους που δυστυχώς έχει καταδείξει η ίδια η πρακτική.
Και δεν σας το λέει ο ομιλών μόνο αυτό, ή οποιοσδήποτε άλλο μέλος της υπεράσπισης, το έχουν διατυπώσει και εκλεκτοί συνάδελφοι από την απέναντι μεριά, από τη μεριά της πολιτικής αγωγής και συγκεκριμένα, ανάμεσά τους και η κα Τσόλκα και ο καθηγητής Αναγνωστόπουλος. Θα επανέλθω όμως λίγο αργότερα στην συνέχεια σ’ αυτό.
Κατά την προδικασία λοιπόν κ. Δικαστές, συνέβη το εξής οξύμωρο. Ενώ υποτίθεται ότι έπεφτε φως σε μια υπόθεση η οποία βρισκόταν χρόνια στο σκοτάδι, αυτά τα φώτα έμοιαζαν να εκπέμπουν σκοτάδι. Θα μου επιτρέψετε συνεπώς να την χαρακτηρίσω ως μια διαδικασία θολή και σκοτεινή.
Ως προϊόν αυτής της θολής και σκοτεινής προδικασίας, έχετε στα χέρια σας κ. Δικαστές μια προανακριτική κατάθεση του Κώστα Καρατσώλη. Η φερόμενη ως δοθείσα ομολογία του. Και βεβαίως έχετε στα χέρια σας και τις καταθέσεις άλλων συγκατηγορουμένων του. Αυτό το υλικό καλείστε να το αξιοποιήσετε κ. Δικαστές, να το αξιολογήσετε με δεδομένη την προπαρασκευαστική σας απόφαση επ’ αυτού, θα διαπιστώσετε όμως στη συνέχεια, ότι αξιολογώντας στη περίπτωση του Καρατσώλη το επικουρικό αυτό αποδεικτικό υλικό της προδικασίας, σε συνδυασμό με όλα τα επ’ ακροατηρίω αποδεικτικά στοιχεία, θα διαπιστώστε κ. Δικαστές ότι το υλικό αυτό, όχι μόνο δεν επιβεβαιώνεται, αλλά ανατρέπεται, αναιρείται πανηγυρικά στην περίπτωση του Κώστα Καρατσώλη.
Ας δούμε όμως καταρχήν ποιες είναι οι συνθήκες σύλληψης του Καρατσώλη. Συλλαμβάνεται ο Καρατσώλης στις 20 Ιουλίου 2002, την ώρα που πήγαινε για μπάνιο στην παραλία του χωριού, με την σύζυγο και τα δυο ανήλικα παιδιά του. Συλλαμβάνεται εκεί και μεταφέρεται με ελικόπτερο στην Αθήνα στο γνωστό κτίριο της Λ. Αλεξάνδρας στην Γ.Α.Δ.Α. και εκεί κ. Δικαστές πείθεται ο Καρατσώλης ότι πρέπει να ανοίξει το στόμα του και ενώπιον του υπαστυνόμου Πράπα και του υπαστυνόμου Ρόκου, φέρεται ότι δίνει ώρα 21.30 της 21ης Ιουλίου 2002, φέρεται εδώ ο Καρατσώλης ότι δίνει μια 12σέλιδη κατάθεση όπου λέει, ότι ανήκει στην οργάνωση 17Ν και κατονομάζει τους πάντες.
Και περαιτέρω στις 21 Ιουλίου 2002, επιβεβαιώνεται η κατάθεση αυτή, φέρεται ότι την επιβεβαιώνει ο ίδιος. Ας σταθούμε όμως σε δυο σημεία κ. Δικαστές και αναφέρομαι στις καταθέσεις που έχουν γίνει ενώπιόν σας, του πατέρα του και της συζύγου του. Είναι χαρακτηριστικές, γιατί μας δίνουν το κλίμα υπό το οποίο έγινε η σύλληψη του Καρατσώλη.
Μας λέει λοιπόν ο κ. Σταύρος Καρατσώλης στις 27 Ιουνίου ενώπιόν σας, «εκεί που ήταν στην ακρογιαλιά, πήγαν δυο άτομα με πιστόλια κατά του Κώστα, όπως μου είπε η γυναίκα του, μπροστά στα δυο ανήλικα παιδιά του, τον απήγαγαν και με βίαιο τρόπο τον πήραν και τον έφεραν εδώ στην αστυνομία.› Απλώς σας τα υπενθυμίζω κ. Δικαστές, επειδή ήταν δυο, τρία χαρακτηριστικά νομίζω αποσπάσματα αυτής της κατάθεσης.
Και αναφορικά με τις συνθήκες μεταχείρισης του κατηγορούμενου Καρατσώλη στην Ασφάλεια, μας λέει ο πατέρας του: «όταν τον είδαμε κάποια στιγμή, μετά από 2, 3 ημέρες, ήταν σε άθλια κατάσταση. Ήταν και οι αστυνομικοί 6, 7 άτομα και άλλα δυο στην πόρτα και κάθισα εγώ με την κόρη μου και την γυναίκα μου, τον είδα σε άθλια κατάσταση και παρόλα αυτά φώναζαν οι αστυνομικοί, μιλάτε δυνατά.›
Τι μας λέει στη συνέχεια η σύζυγος του κ. Καρατσώλη. Βρίσκονται στην παραλία λοιπόν κ. Δικαστές και μας λέει η σύζυγος του κ. Καρατσώλη, «κάποια στιγμή αντιλαμβάνομαι ότι ξαφνικά σταματάει ένα αυτοκίνητο με φόρα, λίγο πιο πίσω μας. Πετάγονται δυο άνθρωποι από μέσα, κάπως αγριεμένοι.› Ρωτάτε εσείς κ. Πρόεδρε: «Με πολιτικά;› Και η κα Καρατσώλη απανταέι: «Ναι ατημέλητα ντυμένοι και πλησιάζουν τον σύζυγό μου. Η πρώτη μου σκέψη, γιατί δεν ήξερα τι πρόκειται να συμβεί, ήταν ότι κάποιοι φίλοι του από το χωριό του, του κάνουν κάποιου είδους πλάκα , έτσι όπως έτρεχαν για να τον συναντήσουν. Την επόμενη στιγμή βλέπω ότι αρχίζουν και τον ψάχνουν και η αμέσως επόμενη σκέψη μου ήταν ότι τον ληστεύουν.› Και συνεχίζει η κα Καρατσώλη: «Τελικά τον παίρνουν. Και τελικά επειδή συνεχώς τους ρωτούσα, ποιοι είστε και τι θέλετε, μου λένε ότι είναι Ασφάλεια. Δεν το πίστευα γιατί δεν περίμενα πώς μπορούσαν να φερθούν έτσι, με αυτό τον τρόπο, χωρίς να μας πουν τι συμβαίνει, τι γίνεται και να μας έχουν έτσι με όπλα μπροστά στα παιδιά. Τον παίρνουν και φεύγουν.›
Αυτά έχουν καταθέσει ενώπιόν σας κ. Πρόεδρε και κ. Δικαστές, τις γνωρίζετε αυτές τις καταθέσεις και θα τις αξιολογήσετε σίγουρα και περαιτέρω σας λέει και ο ίδιος ο Καρατσώλης στην απολογία του, σας περιγράφει τις συνθήκες αυτές της σύλληψης. Και σας περιγράφει και τις συνθήκες που επακολούθησαν μετά την σύλληψή του αυτή.
Είναι κρατούμενος λοιπόν ο κ. Καρατσώλης, βρίσκεται στην Ασφάλεια και εκεί τί του λένε: «Έλα τώρα Καρατσώλη, πέστα. Τα έχει πει για σένα ο Σάββας, τα έχουν πει άλλοι που σε ονομάζουν και λένε ότι εσύ είσαι μέλος της 17Ν, ότι εσύ είσαι ο Στέλιος της Οργάνωσης. Έλα τώρα Καρατσώλη, πέστα μας τώρα κι εσύ. Μας τα έχουν πει άλλοι, ότι είσαι στον πυρήνα των Θεσπρωτών, ότι είσαι στον πυρήνα του μπαρμπα-Γιάννη. Πέστα μας γιατί ο μπαρμπα-Γιάννης θα ξεχάσει αυτά που ήξερε, τη γλίτωσε μια φορά, δε θα τη γλιτώσει τώρα. Είναι χαζομάρα να μην τα πεις αφού τα έχουν πει άλλοι για σένα. Έχεις κάποια ευεργετήματα, θα ξεμπλέξεις γρήγορα›.
Και βεβαίως, ένα εξίσου σημαντικό. Του λένε: «Κοίταξε να δεις, και ο Ηρακλής Κωστάρης που είναι δίπλα, έχει καταθέσει για σένα, πέστα λοιπόν›. Πρωινές ώρες λοιπόν ο Κώστας Καρατσώλης υπογράφει αυτή την έκθεση εξέτασης κατηγορούμενου την οποία έχω στα χέρια μου και βεβαίως έχετε κι εσείς. Είναι κάποια χαρακτηριστικά στοιχεία, κάποιες παρατηρήσεις που πρέπει να κάνουμε αναφορικά με την ίδια την έκθεση εξέτασης νομίζω και ελπίζω να φανούν χρήσιμα στο Δικαστήριό σας.
Ποια είναι αυτά τα ειδικά χαρακτηριστικά: Καταρχήν η διάρκειά της. Φαίνεται να ξεκινάει στις 21:30 και να τελειώνει στις 09:30 της επόμενης ημέρας. Ξάγρυπνος δηλαδή ο Καρατσώλης. Δεύτερο στοιχείο σημαντικό: Η φερόμενη ως δοθείσα κατάθεση-ομολογία Καρατσώλη έχει δοθεί ενώπιον αστυνομικών οργάνων και βεβαίως χαρακτηριστικό και αυτής της έκθεσης εξέτασης όπως ίσως και πολλών άλλων είναι ότι ως διά μαγείας, αν και τυπικά ανακοινώνονται στον εξεταζόμενο κατηγορούμενο όλα τα δικαιώματά του, παράσταση με συνήγορο, προθεσμία για απολογία, δικαίωμα σιωπής, εκείνος δεν επιθυμεί να κάνει καμία χρήση των δικαιωμάτων αυτών.
«Επιθυμείτε να κάνετε χρήση των δικαιωμάτων που σας γνωστοποιήθηκαν;› Η γνωστοποίηση αφορά το τυπικό κείμενο που βρίσκεται στο πάνω μέρος της σελίδας αυτής της έκθεσης εξέτασης κατάθεσης που αναφέρει με σαφήνεια όλα τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, τα άρθρα 100, 101, 102, 103 και επόμενα του Κ.Ποιν.Δ. που αναφέρονται σε αυτά.
Ένα συμπέρασμα προκύπτει νομίζω από τα προλεχθέντα: Υπό τις συνθήκες σύλληψης του Καρατσώλη, υπό το κλίμα των συλλήψεων, φέρεται ο Καρατσώλης να αυτοενοχοποιείται και νομίζω ότι δε μπορούμε να μιλάμε εδώ για προστασία ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην προανάκριση για να επανέλθω στην αρχή του συλλογισμού μου. Αντιθέτως προκύπτει και είναι σαφές ότι τα δικαιώματα αυτά παραβιάστηκαν.
Ένα πρώτο βέβαια ερώτημα που μπορεί να έχει ο καθένας, όχι εσείς, γιατί εσείς έχετε τον Καρατσώλη μπροστά σας 8 μήνες, οποιοσδήποτε ο οποίος δε γνωρίζει τον Καρατσώλη μπορεί να αναρωτηθεί και να πει το εξής: Εντάξει, κάποιος άνθρωπος ο οποίος δεν αντέχει την πίεση μπορεί να εξαναγκαστεί να υπογράψει ένα χαρτί που του φέρνουν μπροστά του. Ένας άνθρωπος όμως της δουλειάς, ένας άνθρωπος ο οποίος άντεχε την πίεση της δουλειάς όπως έχει καταθέσει και ενώπιόν σας μάρτυρας σε ερώτηση του κ. Τακτικού Εισαγγελέα αν θυμάμαι καλά, ότι ο Καρατσώλης δηλαδή στη δουλειά άντεχε την πίεση, δούλευε πολλές ώρες και βεβαίως δεν άντεχε.
Όπως και πολλοί από εμάς κ.κ. Δικαστές, μπορεί στο χώρο εργασίας μας, έναν φυσικό χώρο δραστηριότητας για έναν άνθρωπο, να αντέχουμε την όποια ψυχολογική πίεση. Ένας άνθρωπος λοιπόν τέτοιος, έτσι εύκολα υπογράφει ένα χαρτί που του φέρνουν μπροστά του; Το υπογράφει εύκολα κ.κ. Δικαστές όταν του λένε ότι «αν δεν το γράψεις δε θα πας σπίτι σου, πρέπει να το γράψεις αυτό το χαρτί γιατί το περιεχόμενό του είναι προϊόν κατάθεσης άλλων ανθρώπων συγκατηγορουμένων για εσένα›, όταν του λένε ότι «ο κουμπάρος σου Ηρακλής Κωστάρης τα έχει πει αυτά για σένα›.
Εδώ βεβαίως προκύπτει το επόμενό ερώτημα. Αναρωτιέται πάλι ο απλός πολίτης: Είναι δυνατόν ποτέ, εν έτει 2003, ο διωκτικός μηχανισμός, οι αστυνομικές αρχές να μετέρχονται τέτοιων μεθόδων; Την απάντηση μας τη δίνουν δύο εκλεκτοί συνάδελφοι της Πολιτικής Αγωγής, η κα Τσόλκα και ο κ. Αναγνωστόπουλος σε χρόνο ανύποπτο, πριν από την έναρξη της Δίκης.
Σας διαβάζω μόνο ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο της κας Τσόλκα σχετικά με την αρχή της μη αυτοεπιβάρυνσης του κατηγορουμένου; «Μόλις πρόσφατα καθιερώθηκε στο έντυπο των σχετικών εκθέσεων εξέτασης η σε κάθε περίπτωση απλή μνεία ότι ο κατηγορούμενος ενημερώθηκε για το δικαίωμα σιωπής. Η έντυπη δε περικοπή φαίνεται όμως να εξυπηρετεί την τήρηση προσχημάτων, αν ληφθεί υπόψη ότι στην πράξη σημειώνεται ένα ογκούμενο κύμα παραίτησης από τα σχετικά δικαιώματα›.
Συνεχίζει η κα Τσόλκα: «Ενόψει της πρακτικής που παρατηρείται κατά την εξέταση του κατηγορουμένου η ενημέρωση αυτή στερείται περιεχομένου αν τα ίδια τα ανακριτικά και δικαιοδοτικά όργανα δεν περιοριστούν εντός των ορίων του διερευνητικού τους έργου. Είναι γνωστό ότι τα όργανα αυτά επιχειρώντας να εκμαιεύσουν από τον κατηγορούμενο την ομολογία του, αφενός του ‘υπόσχονται’ ότι αν μιλήσει θα κριθεί επιεικώς, αφετέρου δε του ‘εφιστούν’ την προσοχή ότι με τη σχετική αρνητική του στάση δεν βοηθά τον εαυτό του ούτε και το Δικαστήριο που τελικά θα τον κρίνει!›.
Τελειώνοντας μας λέει: «Είναι προφανές ότι οι επισημάνσεις αυτές δεν υπαγορεύονται από το καθήκον πρόνοιας των ως άνω κρατικών οργάνων. Πρόκειται για μορφές έμμεσου εξαναγκασμού σε κατάθεση γεγονότων με αυτοεπιβαρυντικό περιεχόμενο για τον ίδιο τον εξεταζόμενο›.
Ο καθηγητής Αναγνωστόπουλος μας λέει στον σχολιασμό της απόφασης 2/1999 του Αρείου Πάγου χαρακτηριστικά: «Παρατηρείται όμως το παράδοξο φαινόμενο, η πλειονότητα των απολογουμένων να ‘παραιτούνται’ ρητώς από τα προβλεπόμενα στα άρθρα και επόμενα Κ.Ποιν.Δ. θεμελιώδη δικαιώματά τους. Η αξιοπερίεργη αυτή προθυμία των κατηγορουμένων να παραιτούνται από τα δικαιώματά τους, αφού ενημερωθούν υποτίθεται περί αυτών από τους ενεργούντες την προανάκριση, εμβάλλει› και σε αυτό ίσως πρέπει να σταθούμε κ. Πρόεδρε, κ.κ. Δικαστές, «τη σοβαρή υποψία ότι τα βεβαιούμενα στο σχετικό έντυπο τμήμα της εκθέσεως απολογίας περί εξηγήσεως στον κατηγορούμενο των δικαιωμάτων του, δεν αποδίδουν πάντοτε την πραγματικότητα›.
Δυστυχώς κ.κ. Δικαστές απ’ ότι φαίνεται, η δικαιολογημένη αγωνία των διωκτικών αρχών να εμφανίσουν προς την κοινή γνώμη τόσο την ελληνική όσο και την διεθνή υπό τις συγκεκριμένες βεβαίως συνθήκες αντιτρομοκρατική αποτελεσματικότητα λίγους μήνες πριν από τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα, η αγωνία να δοθεί οπωσδήποτε κάποιος ρόλος στον Καρατσώλη, για να επιβεβαιωθεί το αστυνομικό σενάριο του πυρήνα των Θεσπρωτών, του πυρήνα του Γιάννη Σερίφη, υπήρξε τέτοια η αγωνία αυτή που οδήγησε σε συμπεριφορές και σε πρακτικές ξένες προς τη δημοκρατία της πατρίδας μας, ξένες προς τα δικαιώματα του κάθε ένα από εμάς, γιατί ο κάθε ένας από μας μπορεί να βρεθεί στο εδώλιο του κατηγορουμένου.
Βεβαίως είναι γνωστή στο Δικαστήριό σας η διάταξη της παρ. 3στ του άρθρου 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα η οποία μας λέει ότι κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα, απολάβει σε πλήρη ισότητα τις ακόλουθες τουλάχιστον εγγυήσεις: Ζητά να μην εξαναγκάζεται να καταθέσει εναντίον του εαυτού του ή να ομολογήσει την ενοχή του. Κυρώθηκε με το Ν.2462/97 και η σημασία αυτής της διάταξης αυτής κ.κ. Δικαστές δεν μπορεί να αμφισβητηθεί για τη ρητή κατοχύρωση της αρχής της μη αυτοεπιβάρυνσης του κατηγορουμένου.
Το περιεχόμενό της; Η απαγόρευση του εξαναγκασμού σε κατάθεση γεγονότων ή σε ομολογία της ενοχής για τον σκοπό μιας ποινικής δίκης. Είναι γνωστή η θεωρητική θεμελίωσης της αρχής αυτής, δηλαδή το δικαίωμα προσωπικότητας και ο σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας κατ’ άρθρο 2 και κατ’ άρθρο 5 του συντάγματος. Βεβαίως και η αρχή της δίκαιης δίκης.
Με τις σκέψεις αυτές κ.κ. Δικαστές, ολοκληρώνω τον εν λόγω προβληματισμό μου και θα ήθελα να σας εκθέσω τις απόψεις μου και να επιχειρήσω να δώσω μία απάντηση και σε κάποια σημεία των προτάσεων τόσο του κ. Τακτικού Εισαγγελέα του κ. Λάμπρου όσο και του κ. Αναπληρωτή κ. Μαρκή, αναφορικά με κάποια σημαντικά νομίζω νομικά ζητήματα που ετέθησαν.
Πριν προχωρήσω όμως κ.κ. Δικαστές θα σας παρακαλέσω να φέρετε στο μυαλό σας μια εικόνα: την εικόνα ενός δρόμου. Είναι η οδός 2928. Στο δρόμο αυτό παίζουν κάποια παιδιά και κάποια άλλα απλώς περνάνε πηγαίνοντας στο σπίτι τους. Ξαφνικά, ακούγεται ένας δυνατός θόρυβος. Σπάνε τα τζάμια στα παράθυρα ενός σπιτιού, βγαίνει έξω ο ιδιοκτήτης εμφανώς εκνευρισμένος και λέει στα παιδιά: «Είναι αρκετός καιρός τώρα που κάποια παιδιά σπάνε τα τζάμια στα σπίτια της γειτονιάς και πετάνε πέτρες. Θέλω να μου πείτε ποια παιδιά το κάνουν. Ποιοι από σας, ποιοι άλλοι, ποιοι είναι αυτοί που έχουν τις σφεντόνες και πετάνε τις πέτρες και σπάνε τα τζάμια στα σπίτια. Πρέπει να τα βρούμε αυτά παιδιά, πρέπει να τα βρούμε εδώ στην οδό του 2928. Πρέπει οπωσδήποτε να σταματήσει αυτό το κακό και όποια παιδιά με βοηθήσουν σ’ αυτό, ακόμα και αν έχουν πετάξει κι αυτά καμιά πέτρα, όχι μόνο δε θα τιμωρηθούν αλλά θα γυρίσουν στο σπίτι τους με ένα ωραίο δώρο, το 187α›.
Λίγο πιο κάτω κ.κ. Δικαστές, συνεχίζω τη μικρή μας αυτή ιστορία, βρίσκεται ένα άλλο σπίτι γωνιακό. Στη διασταύρωση της οδού 2928 με μία άλλη οδό, είναι η οδός 211α –δεν είναι η οδός Πάτμου σε καμία περίπτωση. Φανταστείτε λοιπόν την ίδια εικόνα, λίγες μέρες αργότερα όμως. Παίζουν πάλι κάποια παιδιά μπροστά από το σπίτι, σπάνε ξαφνικά κάποια τζάμια του σπιτιού και εδώ βγαίνει ο ιδιοκτήτης και ρωτάει: «Θα μου πείτε ποια παιδιά ρίχνουν τις πέτρες;› «Ναι, θα σας πούμε, γιατί μας είπαν ότι αν σας πούμε ποιοι παίζουν με τις σφεντόνες, θα γυρίσουμε στα σπίτια μας με ένα δώρο που έχουν όλα τα σπίτια εδώ στον 2928, με το 187α›.
«Όχι, δεν φτάνει μόνο αυτό, δε μου φτάνει αυτό που θα μου πείτε εσείς, εγώ θέλω να βρω την αλήθεια› τους λέει. «Θέλω να βρω αυτά τα παιδιά που πραγματικά σπάνε τα τζάμια. Κι επειδή εσείς μπορεί να μη μου λέτε την αλήθεια ή όλη την αλήθεια, γιατί ξέρετε ότι ακόμα και αν κάποια παιδιά από εσάς παίζουν πετροπόλεμο, θα μου πουν για κάποια άλλα παιδιά για να κερδίσουν το δώρο τους, το 187α. Θα πρέπει λοιπόν να ψάξω καλά μόνος μου, να ρωτήσω τί είδαν και οι γείτονες, να ψάξω να βρω και τις σφεντόνες και τις πέτρες και μόνο τότε, μόνο αν είμαι σίγουρος θα μπορώ να τιμωρήσω αυτούς που μου λέτε εσείς. Γιατί έτσι κάνουμε στο δρόμο 211α.›. «Γιατί; Γιατί να το κάνεις αυτό; Θα σου πούμε εμείς›. «Γιατί έμαθα ότι προχθές στην οδό 2928 δεν έψαξαν και τόσο καλά όπως κάνουμε εδώ στην οδό 211α και τιμωρήσαμε άδικα πέντε παιδιά μόνο και μόνο γιατί κάποια άλλα μίλησαν γι αυτά. Αλλά η αλήθεια ήταν ότι απλώς περνούσαν από το δρόμο και δεν είχαν καμία σχέση ούτε με πέτρες ούτε με σφεντόνες›.
Τί μας λέει αυτή η μικρή ιστορία κ.κ. Δικαστές και θα αντιληφθήκατε βεβαίως ότι τα πραγματικά περιστατικά είναι εντελώς σχηματικά, δεν έχουν να κάνουν σε καμία περίπτωση με τις κατηγορίες και με τα δικαζόμενα αδικήματα, δεν θα ήθελα ούτε καν να εννοηθεί, να υπονοηθεί όποιος συσχετισμός, το θεωρώ αυτονόητο βεβαίως, αλλά το λέω για να προλάβω την όποια παρανόηση ή παρεξήγηση.
Τί μας λέει λοιπόν αυτή η μικρή ιστορία. Μικρή, ίσως απλοϊκή, καμιά φορά όμως ξέρετε η αλήθεια και η ουσία βρίσκεται σε απλά πράγματα, σε απλές και μικρές ιστορίες. Μας δίνουν απαντήσεις που ίσως ένας περίπλοκος και σύνθετος συλλογισμός δε μπορεί να μας τις δώσει. Μας βοηθά αυτή η ιστορία λοιπόν να προσεγγίσουμε κάποια ζητήματα που έχουν έναν νομικό προβληματισμό και τα οποία θα ήθελα να αναπτύξω κυρίως ως προς το θέμα της αποδεικτικής αξιοποίησης καταθέσεων συγκατηγορουμένων.
Ένας πρώτος προβληματισμός κ.κ. Δικαστές είναι η οδός του 2928. Βεβαίως φαντάζομαι θα αντιληφθήκατε στο νόμο 2928/27-6-2001 ο οποίος χαρακτηρίστηκε ως τρομονόμος, καθόρισε βεβαίως και το πλαίσιο της προδικασίας, ένας νόμος όμως τον οποίο βεβαίως εσείς καλείστε να εφαρμόσετε κ. Πρόεδρε και κ.κ. Δικαστές ως εφαρμοστές του Δικαίου.
Μόνο που στο όνομα αυτής της αγωνίας για την εξάρθρωση της 17Ν και με ένα δώρο αρκετά ύποπτο, τις ευεργετικές διατάξεις του 187α, έγιναν ίσως πράγματα που δεν έπρεπε να γίνουν. Έχουν ειπωθεί πολλά γι αυτό τον νόμο, επιτρέψτε μου μόνο να διαβάσω δύο αποσπάσματα και αφορούν πάλι απόψεις που έχουν διατυπωθεί από τον εκλεκτό συνάδελφο της Πολιτικής Αγωγής, τον καθηγητή κ. Αναγνωστόπουλο.