ΔΙΚΗ 17Ν
ΤΕΤΑΡΤΗ 5 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2003
ΩΡΑ ΕΝΑΡΞΕΩΣ: 09:05
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ΜΙΧΑΗΛ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Καλημέρα σε όλους σας. Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που έχει διακοπεί.
ΑΡΧΙΦΥΛΑΚΑΣ: Κύριε Πρόεδρε, οι κρατούμενοι κ.κ. Ξηρός Σάββας και Σερίφης Παύλος δεν θα εισέλθουν καθόλου στην αίθουσα του Δικαστηρίου. Οι κ.κ. Ξηρός Βασίλειος και Γεωργιάδης Διονύσιος θα έρθουν αργότερα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε Εισαγγελεύ;
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Κύριε Πρόεδρε, βεβαίως να εκπροσωπηθούν.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε Δαλιάνη, τους εκπροσωπείτε προσωρινά. Σήμερα έχουμε τους συνηγόρους του κ. Κονδύλη. Σοβαρός είναι ο άνθρωπος πολύ, νομίζω δεν χρειάζεται και πολλά να πούμε. Όσο λιγότερα πούμε τόσο ανταποκρινόμαστε στην πραγματικότητα της διαδικασίας. Δεν μας χρειάζονται πολλά πράγματα. Δεσποινίς Δαλιάνη, έχετε το λόγο.
Μ. ΔΑΛΙΑΝΗ: Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Δικαστές, κατά την μακρά αυτή διαδικασία κρίνονται εδώ αξιόποινες πράξεις, κρίνεται η ζωή 19 διαφορετικών ανθρώπων και μια ιστορία 30 ετών. Ήδη η Δίκη είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη. Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Νομίζω ότι το ειδικό βάρος της έγκειται κυρίως στο ότι το Δικαστήριο αυτό καλείται εκτός των άλλων να επανακαθορίσει έννοιες και ισορροπίες οι οποίες βρίσκονται στα όρια θα έλεγε κανείς του ποινικού δικαιϊκού χώρου.
Οι λύσεις που θα δοθούν θα επηρεάσουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο και την κοινωνική συνείδηση. Ανάλογα με την επιρροή αυτή θα αξιολογηθεί και η ιστορικότητα αυτής της Δίκης. Επομένως το διακύβευμα εδώ είναι πολύ μεγάλο και ξεπερνά τους παρόντες κατηγορούμενος. Παρόλα αυτά και σε κάθε περίπτωση ο κατηγορούμενος παραμένει το κεντρικό πρόσωπο αυτής της Δίκης όπως και κάθε δίκης και εγώ με αυτόν θα ασχοληθώ.
Η προσωπική θέση του Κονδύλη σε αυτή τη διαδικασία προσδιορίζεται από μια σειρά καταφάσεων. Ο Κονδύλης ήταν μέλος της 17Ν, έκανε την επιλογή της ένοπλης πολιτικής βίας σε μια δεδομένη στιγμή της ζωής του και στα πλαίσια της επιλογής αυτής διέπραξε και αξιόποινες πράξεις.
Ο Κονδύλης διαφοροποιήθηκε πολιτικά και πραγματικά από την 17Ν πολύ καιρό πριν συλληφθεί. Συνελήφθη περίπου 6 χρόνια αργότερα, ανέλαβε τις ευθύνες του αμέσως στον βαθμό της συμμετοχής του γιατί όπως ο ίδιος είπε το βάρος για την πολιτική της 17Ν όλα αυτά τα χρόνια ήταν ασήκωτο, εγώ αυτό μπορούσα να κάνω.
Η αιτιολογία της στάσης του νομίζω αποδίδεται καλύτερα από έναν μάρτυρα υπεράσπισης που κατέθεσε εδώ ενώπιόν σας, τον κ. Ανδρέα Κονδύλη ο οποίος ερωτηθείς εάν η στάση υπαγορεύτηκε από αξιοπρέπεια είπε «όχι από λόγους, έτσι είναι φτιαγμένος›. Σε κάθε περίπτωση οι κατηγορίες που τον βαρύνουν καλύπτουν ένα χρονικό διάστημα από το 1990 μέχρι το 1996. Με αυτή τη σειρά θα τις εξετάσω, με μία εξαίρεση τη ληστεία του ΄90 με την οποία θα ασχοληθώ στο τέλος και θα εξηγήσω τότε και το γιατί.
Η πρώτη ουσιαστική επαφή του Κονδύλη με την 17Ν γίνεται το 1991 στις 20 Νοεμβρίου. Έγινε στα Σεπόλια συμπλοκή στη συμβολή των οδών Αυλώνος και Ρόδου, συμπλοκή μεταξύ μελών όπως αποδείχθηκε αργότερα της 17Ν και αστυνομικών. Είναι η γνωστή και από τις εφημερίδες ως «μάχη των Σεπολίων›.
Τι λέει η κατηγορία; Ο Κονδύλης κατηγορείται μαζί με άλλους τρεις κατά συναυτουργία για απόπειρα κακουργηματικής κλοπής, απόπειρα ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως εναντίον των αστυνομικών Κότσια, Καζά, Παπαφώτη, Σταυράκη και Σταμάτη οι οποίοι επεχείρησαν να τους συλλάβουν κατά την ως άνω απόπειρα κλοπής, κατά συρροή με έκρηξη από την οποία προκλήθηκε σωματική βλάβη σε τρίτους και κατοχή εκρηκτικών που χρησιμοποιήθηκαν για την έκρηξη και ληστεία διερχόμενου ταξί το οποίο απέσπασαν οι δράστες για να μπορέσουν να διαφύγουν.
Ο Κονδύλης αρνείται τη συμμετοχή του σε όλες τις επιμέρους πράξεις πλην τη συμμετοχή του στην απόπειρα κλοπής του αυτοκινήτου. Ο ισχυρισμός του συνοψίζεται στα εξής: λέει ότι πήγε με κάποιους άλλους στην περιοχή των Σεπολίων με σκοπό να κλέψουν ένα αυτοκίνητο. Ειδοποιήθηκε η Αστυνομία, ο ίδιος ακινητοποιήθηκε αμέσως από έναν αστυνομικό, ακολούθησε ένοπλη συμπλοκή στην οποία καθόλου δεν έλαβε μέρος. Μετά από λίγο κάποιος από τους άλλους τον ειδοποίησε ότι έχουν ακινητοποιήσει ένα ταξί, επιβιβάστηκε και έφυγαν.
Λέει επίσης ότι οπλοφορούσε αλλά ουδέποτε πυροβόλησε καθ’ όλη τη διάρκεια του περιστατικού ενώ για τις χειροβομβίδες λέει ότι αγνοούσε ακόμη και την ύπαρξή τους. Θεωρώ ότι ο ισχυρισμός του αποδείχθηκε πλήρως από τη διαδικασία και θα εξηγήσω γιατί.
Πριν αναφερθώ τώρα στις επιμέρους πράξεις της κατηγορίας θα ήθελα να κάνω μερικές γενικές επισημάνσεις για τον χαρακτήρα και τις συνθήκες της συμπλοκής και αυτό για την κατανόηση μετά της συμμετοχής δράσης του Κονδύλη σε αυτές.
Η συμπλοκή ξεκίνησε από μία απόπειρα κλοπής. Αυτό είχαν συναποφασίσει, αυτός ήταν και ο αρχικός τους σκοπός. Πώς προκύπτει αυτό; Το λέει ο ίδιος ο Κονδύλη, το λέει ο Σάββας Ξηρός και διευκρινίζω εδώ ότι θα αναφερθώ στις προανακριτικές του Ξηρού ή όπου άλλου επειδή εσείς τις αναγνώσατε και τις χρησιμοποιείται και για έναν ακόμη λόγο: ο Σάββας Ξηρός το περιστατικό αυτό το έχει επιβεβαιώσει, έχει επιβεβαιώσει τη συμμετοχή και εδώ το ακροατήριο ενώπιόν σας.
Λέει λοιπόν στην από 20/7/2002 προανακριτική του απολογία του ο Σάββας ότι «το χειμώνα του ΄91 εγώ, κάποιοι άλλοι και ο ¶ρης τον οποίο έβλεπα για πρώτη φορά προσπαθήσαμε να κλέψουμε ένα Ι.Χ. φορτηγό. Κάποιος μας είδε και ειδοποίησε την αστυνομία›. Ο αστυνομικός και αυτόπτης μάρτυρας Χρήστος Καδάς, ο πρώτος ο οποίος έφτασε στο σημείο περιγράφει και αυτός ένα άτομα να βγαίνει από ένα φορτηγάκι με προτεταμένο ένα όπλο. Εξάλλου και από την έκθεση αυτοψίας του αυτοκινήτου προκύπτει ότι έφερε ίχνη παραβιάσεως. Επομένως έχουμε μία απόπειρα κλοπής.
Με την εμφάνιση των αστυνομικών στο σημείο γίνεται διακοπή της αρχικής διαδρομής και ακολουθεί ένοπλη συμπλοκή όπου τα πράγματα πλέον εξελίχθηκαν τυχαία όπως και ορθά επεσήμανε και ο Αναπληρωτής κ. Εισαγγελέας ο κ. Μαρκής κατά την αγόρευσή του.
Τώρα αν και στην κατηγορία όπως εισάγεται δεν περιλαμβάνεται το αδίκημα της συμπλοκής και ούτως ή άλλως θα είχε παραγραφεί γιατί είναι πλημμέλημα κι αν περιλαμβανόταν, από τα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι το βιοτικό συμβάν που συνέβη εκείνο το βράδυ στα Σεπόλια έχει όλα τα χαρακτηριστικά της συμπλοκής.
Γιατί το λέω αυτό; Για να επισημάνω την έλλειψη σχεδιασμού, τις αιφνιδιαστικές αντιδράσεις και από τις δύο πλευρές για να δούμε τελικά τι μπορούσε να γίνει και τι προέκυψε ότι έγινε εκεί σε επίπεδο συμμετοχικής δράσης γιατί η συμπλοκή δεν είναι τίποτε άλλο από μία φιλονικία μεταξύ πολλών που εκτρέπεται σε βιοπραγίες και την οποία ο νομοθέτης έχει τυποποιήσει ακριβώς ως χωριστό έγκλημα ακριβώς για να αντιμετωπίσει τις εγγενείς αποδεικτικές δυσχέρειες που έχει ένα τέτοιο περιστατικό ότι δηλαδή είναι αδύνατο να εξακριβωθεί ποιος έκανε τι. Γι’ αυτό και δημιουργεί ένα τεκμήριο ενοχής ουσιαστικά σε όποιους συμμετέχουν στην συμπλοκή από τη συμμετοχή τους και μόνο.
Τώρα ποιες είναι οι συνθήκες της συγκεκριμένης συμπλοκής. Καταρχήν διήρκησε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Μας το λένε αυτό οι μάρτυρες, ο μάρτυρας Πετρακάκος πελάτης του ταξί που ακινητοποιήθηκε. Λέει «ήταν μια αστραπή›. Ο μάρτυρας Χρήστος Καδάς, αστυνομικός λέει «όλο αυτό κράτησε από την στιγμή που τους ακινητοποίησα μέχρι που έφυγαν γύρω στα 20 με 25 δευτερόλεπτα›. Ενώ ο μάρτυρας Κότσιας επίσης αστυνομικός λέει «όλα έγινα σε χρόνο μηδέν, δηλαδή σε δευτερόλεπτα›.
Επιπλέον ήταν νύχτα, σκοτάδι και ο δρόμος πάρα πολύ στενός. Αυτό λέει ο μάρτυρας Πετρακάκος «δεν έχει φωτισμό η οδός Αυλώνος, ήταν μισοσκόταδο και αν με ρωτήσετε αν ήταν ένα αυτοκίνητο ή εκατό πριν το ταξί δεν θυμάμαι, ήταν απόλυτο σκοτάδι›. Ο Καδάς λέει «έβλεπα μόνο το περίγραμμα του σώματός τους γιατί ήταν σκοτάδι›.
Για τον Κονδύλη υπάρχει ένα ακόμη στοιχείο που πρέπει να έχετε κατά νου. Είναι η πρώτη φορά που συμμετέχει σε δραστηριότητα της Οργάνωσης της οποίας αγνοεί και την ταυτότητα. Για την 17Ν είναι μία από τις σπάνιες φορές που βρίσκεται πρόσωπο με πρόσωπο με την αστυνομία.
Θεωρώ ότι το περιστατικό όπως εξελίχθηκε χωρίζεται εκ των πραγμάτων σε τρεις φάσεις. Η πρώτη είναι η φάση της κυρίως συμπλοκής όπου τραυματίστηκαν σχεδόν ταυτόχρονα οι αστυνομικοί Καδάς, Κότσιας και Σταμάτης με τη ρήψη πυροβολισμών και μιας χειροβομβίδας. Η δεύτερη είναι η φάση της επιβίβασης των δραστών στο ταξί όπου πυροβολήθηκε ο αστυνομικός Παπαφώτης και η τρίτη είναι η φάση της αποχώρησης όπου έχουμε την δήθεν καταδίωξη του ταξί από το περιπολικό και την ρήψη δύο ακόμη χειροβομβίδων.
Τι έγινε στην κυρίως συμπλοκή; Ο Κονδύλης λέει ότι ακινητοποιήθηκε αμέσως με την εμφάνιση του πρώτου αστυνομικού. Λέει «κατέβηκε ένας αστυνομικός, πυροβόλησε στον αέρα, νομίζω κρατούσε και έναν φακό στο χέρι, μας λέει ‘στον τοίχο’, υπακούσαμε, δεν αντιδράσαμε›. Το περιστατικό επιβεβαιώνει ο ίδιος ο αστυνομικός Καδάς με τα ίδια σχεδόν λόγια. Λέει «πήγα με το περίστροφό μου και τον φάκο, τους είπα ‘ψηλά τα χέρια στον τοίχο’ στους τρεις, οι δύο γύρισαν το κεφάλι τους και το σώμα τους προς τον τοίχο›.
Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει και ο Σάββας Ξηρός και στις 20/7 και στις 11/8. Στο διάστημα που ο Κονδύλης είναι ακινητοποιημένος και με στραμμένο το πρόσωπο προς τον τοίχο πυροβολείται ο Καδάς και Κότσιας. Σχεδόν ταυτόχρονα πέφτει και η πρώτη χειροβομβίδα. Ο Καδάς λέει «γύρισα ασυναίσθητα να δω τι γίνεται και βλέπω πίσω από το φορτηγάκι να πετάγεται ένα τέταρτο άτομο με ένα πιστόλι προτεταμένο το οποίο πυροβολεί. Το ίδιο τέταρτο άτομο κινήθηκε με πολύ γρήγορα βήματα και πυροβόλησε και τον οδηγό μου, τον Κότσια. Ώσπου να γυρίσω το κεφάλι μου μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα έρχεται δεύτερο περιπολικό, βγαίνει ο αστυνομικός Σταμάτης και εκρήγνυται η χειροβομβίδα.›.
Το σχεδόν ταυτόχρονα των πράξεων αυτών, δηλαδή των πυροβολισμών και της έκρηξης προκύπτει και από την αναφορά της αστυνομίας όπου αναφέρεται έπ’ ακριβώς ότι ο Καδάς ακινητοποιεί τρία άτομα, ταυτόχρονα πυροβολείται από τέταρτο άτομο, ταυτόχρονα πυροβολείται ο Κότσιας από το ίδιο τέταρτο άτομο και σχεδόν ταυτόχρονα καταφθάνει ο Σταμάτης και πέφτει η πρώτη χειροβομβίδα.
Ειδικά για την χειροβομβίδα ο Κονδύλης δεν μπορεί να περιγράψει το περιστατικό αυτό διότι δεν το θυμάται και επιπλέον νομίζω ότι προέκυψε πλήρως και από την διαδικασία ότι δεν είναι αυτός που κρατάει την τσάντα με τις χειροβομβίδες και είναι και λογικό αυτό γιατί κανένα λόγο δεν θα είχαν οι άλλοι να δώσουν την τσάντα με τις χειροβομβίδες στον πλέον άπειρο ο οποίος δεν ξέρει καν με ποιους είναι εκείνη την ώρα.
Όταν συμβαίνουν όλα αυτά ο Καδάς οπισθοχωρεί αφήνοντας τους δύο που είχε ακινητοποιήσει. Για ένα λοιπόν ελάχιστο διάστημα ο Κονδύλης παραμένει ελεύθερος. Και τι κάνει; Ο ίδιος λέει «έμεινα ενδιάμεσα στο αυτοκίνητο που υποτίθεται ότι θα κλέβαμε, μπροστά μου νομίζω ήταν κάποιο δέντρο, εκεί έκατσα›.
Η απουσία του Κονδύλη από τον χώρο της δράσης αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι όλοι οι αυτόπτες μάρτυρες ενώ αναφέρονται σε τέσσερις δράστες γιατί τέσσερις αποδείχθηκε των υστέρων ότι ήταν οι δράστες, όταν περιγράφουν την δράση αναφέρονται σε τρεις. Τον δε Κονδύλη κανείς δεν τον περιγράφει ούτε καν τον εντοπίζει στο χώρο της δράσης και αυτό γιατί δεν ήταν, ήταν στο πεζοδρόμιο καλυμμένος.
Βέβαια μιλάμε για μία δράση η οποία κράτησε συνολικά 25 δευτερόλεπτα. Ούτε από τις προανακριτικές καταθέσεις συγκατηγορουμένων προκύπτει οποιαδήποτε συμμετοχή του Κονδύλη στις επιμέρους πράξεις στη φάση αυτή του περιστατικού. Ορθά λοιπόν ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελέας αποστασιοποιήθηκε από την κατηγορία και πρότεινε την απαλλαγή του Κονδύλη από την κατηγορία της συναυτουργίας στις επιμέρους πράξεις με το σκεπτικό ότι ο Κονδύλης στην υπόθεση αυτή είχε σκύψει το κεφάλι και προσπαθούσε να κρυφτεί λέγοντας «άνοιξε γη να με καταπιείς›. Σε αυτό προσθέτω και το γεγονός ότι ήταν το περισσότερο διάστημα εγκλωβισμένος στον τοίχο από τον αστυνομικό Καδά.
Περαιτέρω όμως ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελέας πρότεινε την μεταβολή της κατηγορίας σε απλή συνέργια στις επιμέρους πράξεις αυτές λόγω της παρουσίας του στον τόπο εκεί του περιστατικού. Σε τι έγκειται αυτή η απλή συνέργια της απόπειρας ανθρωποκτονίας κατά Καζά, Κότσια και Σταμάτη; Για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης της απλής συνέργιας πρέπει ο απλός συνεργός να προκαλεί αιτιωδώς ένα αποτέλεσμα το οποίο δεν είναι η αξιόποινη πράξη φυσικά γιατί θα ήταν αυτουργός αλλά είναι η συνδρομή στην αξιόποινη πράξη.
Κατά πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου πρέπει να διερευνάται με ακρίβεια με ποιες υλικές πράξεις ο απλός συνεργός συνέδραμε τον αυτουργό. Ενώ απλή παρουσία στο χώρο του αδικήματος δεν αρκεί για τη στοιχειοθέτηση της απλής συνέργιας. Η εισαγγελική πρόταση με το σκεπτικό που ανέπτυξε ουσιαστικά καταρρίπτει ήδη την κατηγορία της απλής συνέργιας επιβεβαιώνοντας αυτό που προέκυψε και από τα περιστατικά, ότι ο Κονδύλης καθ’ όλη την διάρκεια του περιστατικού αυτού παρέμεινε εντελώς άπραγος.
Να δούμε τώρα ένα-ένα. Έχει υλική συνδρομή, κάποια μορφή υλικής συνδρομής; Ο ίδιος λέει ότι καθ’ όλη την διάρκεια του περιστατικού δεν πυροβόλησε που σημαίνει ότι δεν πυροβόλησε ούτε στον αέρα για να ενισχύσει την δράση των άλλων. Ο ισχυρισμός του αυτός επιβεβαιώθηκε και από τον Σάββα Ξηρό δύο φορές εδώ στο ακροατήριο ενώπιόν σας. Την μία στις 8/4 κατά την εκδίκαση της υπόθεσης όπου λέει ότι «εγώ βρισκόμουν στην συμπλοκή στα Σεπόλια και θέλω να πω ότι σε αυτή την ενέργεια ο Κονδύλης δεν πυροβόλησε›. Το ίδιο επαναλαμβάνει και στις 2/7 όπου πλέον του δίνει και μία λογική εξήγηση και λέει ότι και λογικά να το πάρετε ένας άπειρος τελείως με τόσο κόσμο που υπήρχε εκεί γύρω αν πυροβολούσε θα πετύχαινε κάποιον περιστατικό γιατί υπήρχε πολύς κόσμος εκεί.
Οι αυτόπτες μάρτυρες που κατέθεσαν εδώ κανένας δεν μπόρεσε να βεβαιώσει ότι είδε να πυροβολούν 4 άτομα. Ο μάρτυρας Καδάς λέει «είδα ότι πυροβόλησαν αλλά ποιος πυροβόλησε και ποιον δεν μπορώ να πω›. Ερωτηθείς δε από τον κ. Πρόεδρος «πόσο όπλα πυροβόλησαν› λέει «δύο ή τρία, το τέταρτο δεν το είδα καθαρά›. Ο μάρτυρας Πετρακάκος ερωτηθείς εάν πυροβόλησαν και οι 4 λέει «μάλλον, έπεφταν πολλοί πυροβολισμοί, ήταν στενός ο δρόμος, δεν μπορούσα να δω από ποιον. Δεν ξέρω ποια σφαίρα ήταν, όλοι είχαν πιστόλια, δεν κοίταγα και τα πιστόλια να δω από πού έβγαινε η φλόγα›.
Εξάλλου και από την έκθεση εργαστηριακής εξέτασης των όπλων του Τμήματος Εργαστηρίων της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών δεν προκύπτει ότι πυροβόλησαν 4 όπλα πέρα από τα 6 υπηρεσιακά. Επιπλέον από τα περιστατικά καθόλου δεν προκύπτει ότι ο Κονδύλης είχε τη δυνατότητα να εποπτεύει το χώρο παίζοντας θα έλεγε κανείς έναν ρόλο τσιλιαδόρου, δηλαδή να ειδοποιεί τους άλλους αν το πεδίο είναι ελεύθερο για να μπορούν να πυροβολήσουν.
Την στιγμή που πυροβολείται ο Καδάς και ο Κότσιας είναι ακινητοποιημένος και δεν έχει καμία οπτική επαφή με το σημείο διότι έχει το πρόσωπο στραμμένο στον τοίχο. Το ίδιο και κατά την ρήψη της χειροβομβίδας. Στον ελάχιστο χρόνο που απεγκλωβίζεται παραμένει καλυμμένος σε σημείο που πάλι δεν έχει οπτική επαφή με το σημείο της συμπλοκής γι αυτό και κανείς δεν μπορεί να τον εντοπίσει. Εξάλλου οι τραυματισμοί των αστυνομικών έχουν ήδη τελεστεί.
Έχει μήπως ψυχική συνδρομή ή από θετική συνέργια; Από θετική συνέργια δια παραλείψεως δεν μπορεί να έχει καταρχήν διότι δεν είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποτρέψει το αποτέλεσμα. Επιπλέον δεν ήταν και σε θέση να το αποτρέψει ενόψει της ταχύτητας του περιστατικού και της θέσης τους όντας ακινητοποιημένος από τον αστυνομικό Καδά.
Για να μπορέσουμε να πάμε στην έσχατη μορφή απλής συνέργιας, δηλαδή στην ψυχική συνδρομή δεν αρκεί και πάλι η απλή παρουσία του εκεί. Θα πρέπει να έχει παρακινήσει ή ενθαρρύνει τον αυτουργό στην τέλεση των πράξεων. Τι ψυχική συνδρομή όμως μπορεί να προσφέρει σε αυτόν που πυροβολεί τον Καδά ή τον Κότσια ένας άνθρωπος ο οποίος είναι ακινητοποιημένος από τον Καδά με το πρόσωπο στραμμένο προς τον τοίχο. Μάλλον εμποδίζει παρά ενισχύει τους άλλους.
Αλλά και σε επίπεδο υποκειμενικής υπόστασης υπάρχει πρόβλημα ακόμη κι αν θεωρήσουμε ότι αρκεί η παρουσία του για την στοιχειοθέτηση της απλής συνέργιας. Έχει γνώση και βούληση συνδρομής ώστε να στοιχειοθετείται ο δόλος του απλού συνεργού; Εδώ οι αυτουργοί των επιμέρους πράξεων δρουν καθ’ υπέρβαση της βούλησης του καταρχήν συνεργού στην απόπειρα κλοπής.
Ο Κονδύλης δεν μπορεί να έχει γνώση του τι θα συμβεί από κει και πέρα διότι όλα συμβαίνουν εντελώς αιφνίδια. Ο καθένας κάνει ότι θεωρεί προσφορότερο εκείνη την στιγμή για να μπορέσει ο ίδιος να απεμπλακεί από αυτή τη δύσκολη κατάσταση.
Σε ερώτηση της υπεράσπισης κατά την εκδίκαση της υπόθεσης γιατί αυτός που έριξε την χειροβομβίδα δεν προτίμησε να πυροβολήσει, ο μάρτυρας Καδάς απαντάει ότι προφανώς αυτό θα έκρινε προσφορότερο εκείνη την στιγμή. Ούτε από συγκατηγορούμενους προκύπτει κάτι διαφορετικό.
Τι λέει τώρα η πολιτική αγωγή; Ο συνήγορος υπεράσπισης της πολιτικής αγωγής ο κ. Παπαδημητρίου όσον αφορά την πρώτη απόπειρα κατά του Καδά προτείνει ενοχή όλων κατά συναυτουργία γιατί όλοι κρατούσαν όπλα και όλοι πυροβολούσαν. Το ότι όλοι πυροβολούσαν δεν προέκυψε από την διαδικασία ειδικά δε από τις καταθέσεις Καδά και Πετρακάκου που επικαλείται δεν προκύπτει. Και οι δύο λένε ότι λογικά θα πυροβολούσαν όλοι γιατί έπεφταν πολλοί πυροβολισμοί, κανένας δεν είδε όμως 4 όπλα να πυροβολούν.
Αν δεχτούμε ότι όλοι είναι ένοχοι κατά συναυτουργία γιατί όλοι κρατούσαν όπλα, γιατί μόνο αυτό ευσταθεί απ’ όλο τον ισχυρισμό, τελικά καταλήγουμε ακόμη και να ξεπερνάμε θα έλεγε κανείς παλαιές θεωρίες ενιαίου αυτουργού που έχουν ξεπεραστεί απ’ τον μεσαίωνα, ειδικά εδώ που δεν μπορούμε καν να στηριχτούμε σε ένα δόγμα της αιτιακής διαδρομής, ότι κοινός ήταν ο σκοπός κοινή και η δράση, διότι η αιτιακή διαδρομή η αρχική έχει διακοπεί εξαρχής.
Όσον αφορά τα υπόλοιπα, την απόπειρα κατά Κότσια και τη ρίψη της πρώτης χειροβομβίδας, η Πολιτική Αγωγή εδώ συντάσσεται με την Εισαγγελική πρόταση στην οποία αναφέρθηκα ήδη. Επομένως θεωρώ ότι όλα τα στοιχεία και τα περιστατικά όπως τα εξέθεσα συνηγορούν με ασφάλεια στην πλήρη απαλλαγή του Κονδύλη και από την κατηγορία της απλής συνέργιας στις απόπειρες κατά Καδά, Κότσια, Σταμάτη αλλά και στην έκρηξη.
Ειδικά για την έκρηξη όμως θέλω να κάνω μια ακόμη επισήμανση αν και πιστεύω ότι θα οδηγηθείτε σε απόφαση απαλλακτική για την κατηγορία αυτή. Επικουρικά όμως θέλω να διατυπώσω μία σκέψη για την έκρηξη. Η πρόταση του κ. Αναπληρωτή Εισαγγελέα εδώ ήταν απόπειρα ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως σε αληθή συρροή με την έκρηξη του εδαφίου β’ του άρθρου 270 του Ποινικού Κώδικα.
Προχωρούμε στη δεύτερη φάση, στη φάση της επιβίβασης στο ταξί. Ο Κονδύλη λέει «βγαίνοντας στο δρόμο είδα τους άλλους, μας φώναξε ένας απ’ αυτούς να μπούμε στο ταξί που είχε σταματήσει και φύγαμε›. Διευκρινίζει δε ότι κάθισε στη δεξιά πλευρά του ταξί, πίσω. Στο σημείο αυτό, απ’ ότι προέκυψε αργότερα, εμφανίζεται ένας τέταρτος αστυνομικός, ο Παπαφώτης, ο οποίος πριν πλησιάσει το ταξί όπου έχουν ήδη επιβιβασθεί οι δράστες και πριν καν αντιληφθεί ότι αυτοί που είναι μέσα στο ταξί είναι οι δράστες, πυροβολείται και τραυματίζεται ελαφρά.
Από πού προκύπτει ότι δεν είχε καν αντιληφθεί ότι αυτοί είναι οι δράστες το λέει ο ίδιος. Λέει «έβγαλα όπλο αφού πυροβολήθηκα γιατί κανείς δε μου είπε εκεί γύρω ότι αυτοί είναι οι δράστες, νόμιζα ότι είναι ο ταξιτζής›. Ο Κονδύλης κατά την προανακριτική του απολογία στις 2/8 και κατά την ανακριτική του, δεν αναφέρει αυτό το περιστατικό καθόλου γιατί δεν το θυμάται και κανείς άλλος συγκατηγορούμενος καταρχήν δεν το αναφέρει.
Στις 11/8 ο Σάββας Ξηρός στην ανακριτική του απολογία ενώπιον του αακριτή του κ. Ζερβομπεάκου κάνει για πρώτη φορά μια αόριστη αναφορά στο περιστατικό Παπαφώτη και πιθανολογεί με πολλά «ίσως›, «μάλλον›, «μπορεί› ότι και ο Κονδύλης μπορεί να πυροβόλησε τον Παπαφώτη χωρίς να προσδιορίζει από ποια θέση τον πυροβόλησε, χωρίς καν να προσδιορίζει ότι ο ίδιος είδε τον Κονδύλη να πυροβολεί τον Παπαφώτη.
Στις 29/10, στη συμπληρωματική του απολογία ο Κονδύλης ερωτάται για πρώτη φορά για το περιστατικό αυτό και αρνείται κατηγορηματικά ότι ο ίδιος πυροβόλησε τον Παπαφώτη. Και πάλι αδυνατεί να το περιγράψει όμως γιατί δεν το είδε. Εν τω μεταξύ, στις 20/8, δηλαδή μία εβδομάδα μετά την κατάθεση Σάββα Ξηρού ο Παπαφώτης καταθέτει στον ανακριτή και αναγνωρίζει τον Κονδύλη ανεπιφύλακτα ως τον άνθρωπο που τον πυροβόλησε.
Θεωρώ βέβαια ότι η κατάθεση Παπαφώτη καθόλου δε μπορεί ναι επιβαρύνει τον Κονδύλη και δε μπορεί καθόλου να σας βοηθήσει στη διαμόρφωση δικανικής πεποίθησης και ορθά ο κ. Εισαγγελέας την αγνόησε κατά την πρότασή του. Γιατί ο Παπαφώτης είναι μάρτυρας με ιστορία. Στην πραγματικότητα ουδέποτε είδε τους δράστες, έφτασε στο περιστατικό μετά το συμβάν και πυροβολήθηκε την ώρα που το ταξί έφευγε. Δε συγκράτησε κανένα χαρακτηριστικό τους.
Στην πρώτου κατάθεση, στις 21/11/91, δηλαδή μία μέρα μετά τη συμπλοκή λέει ότι «επειδή όλα έγιναν πολύ γρήγορα, δε μπόρεσα να συγκρατήσω τα χαρακτηριστικά από τα άτομα, ούτε μπορώ να θυμηθώ τί φορούσαν›. Παρακάτω διευκρινίζει: «Δε νομίζω ότι θα τα αναγνωρίσω, έγιναν όλα τόσο αστραπιαία που δεν πρόλαβα να συγκρατήσω πρόσωπα, ούτε την περιβολή αυτών›.
Σχεδόν ένα χρόνο μετά την υπόθεση των Σεπολίων συλλαμβάνεται ένας άσχετος άνθρωπος, ο Σκυφτούλης, για την ίδια υπόθεση, μετά από μια άλλη ανεπιφύλακτη αναγνώριση. Κατά την ανάκριση που διεξάγεται για την περίπτωση αυτή, ο Παπαφώτης ούτε καλείται ούτε προσέρχεται να καταθέσει, πράγμα που προκύπτει και από τον πίνακα εκθέσεων και λοιπών εγγράφων της δικογραφίας του Τμήματος Ερευνών της ΔΑΕΒ. Αντιθέτως, καταθέτουν οι αστυνομικοί Καδάς και Σταμάτης οι οποίοι καταρχήν είχαν κάνει κάποιες γενικές περιγραφές και δεν αναγνωρίζουν τον Σκυφτούλη.
Το καλοκαίρι του 2002 όπου συλλαμβάνονται οι παρόντες κατηγορούμενοι, οι αστυνομικοί αυτόπτες καλούνται να καταθέσουν ξανά. Τότε ο Παπαφώτης αλλάζει εντελώς την αρχική του κατάθεση και αναγνωρίζει ανεπιφύλακτα τον Κονδύλη ως τον άνθρωπο που τον πυροβόλησε. Το αιτιολογικό: «δε θυμόμουν› λέει «λόγω της κατάστασης στην οποία περιήλθα μετά τον τραυματισμό μου, όταν όμως ανέρρωσα, σιγά σιγά συνέθεσα την εικόνα και ήμουν βέβαιος και ήξερα και τα χαρακτηριστικά των δραστών και τα πάντα›. Αυτή ήταν η εκδοχή του.
Στην πραγματικότητα όμως κ.κ. Δικαστές αυτό ο Παπαφώτης το είπε μόνο και μόνο για να δικαιολογήσει την όψιμη αναγνώρισή του. Όταν αντελήφθη ότι αυτή η εκδοχή δε θα τον κάλυπτε στο ακροατήριο όπου θα επεβάλλετο στις ερωτήσεις της Υπεράσπισης γιατί απλούστατα μεσολάβησε μεταξύ του ακροατηρίου και της εποχής των Σεπολίων η περίπτωση Σκυφτούλη, που ο Παπαφώτης, αν πράγματι είχε θυμηθεί, γιατί εν τω μεταξύ είχε προ πολλού αναρρώσει, τα χαρακτηριστικά των δραστών, θα έπρεπε να πάει και να καταθέσει για τον Σκυφτούλη, πράγμα που δεν έκανε.
Ήρθε λοιπόν στο ακροατήριο και έκανε μια δεύτερη ανασκευή και την έκανε σε δύο στάδια: Αρχικά βελτίωσε τις συνθήκες, μείωσε την απόστασή του από το ταξί από 8 μέτρα που είχε πει στην αρχή σε 1 με 2 και τοποθέτησε δύο εκ των δραστών έξω από το ταξί, ενώ τότε είχε πει ότι όλοι είχαν μπει μέσα και ένας τον πυροβόλησε βγάζοντας το σώμα του έξω από την πόρτα του ταξί.
Περιγράφει δεν την όψιμη αναγνώριση του Κονδύλη με τρόπο άκρως πανηγυρικό. «Ήμουν στο καφενείο στην Ελευσίνα, ήταν καλοκαιράκι, όταν είδα τη φωτογραφία του και αυτός που καθόταν δίπλα μου είπε ‘τί έπαθες;’, του είπα ‘αυτός είναι, θα αναλάβω τις ευθύνες μου και θα πάω στο Δικαστήριο να το πω’›. Επιπλέον αποδίδει στον Κονδύλη, ο οποίος αποδεδειγμένα ήταν τελείως άπειρος την εποχή εκείνη, σκοπευτικές ικανότητες επαγγελματία.
Υπό την πίεση των ερωτήσεων εδώ αλλάζει και πάλι. Δηλώνει ότι από την αρχή θυμόταν τα χαρακτηριστικά των δραστών, από την πρώτη στιγμή, από τη συμπλοκή των Σεπολίων, ψευδόρκισε όμως γιατί φοβόταν τη 17Ν, δεν ήθελε να μπλέξει. Για τον ίδιο λόγο ψευδόρκησε και για την απόστασή του με τους δράστες, για να μπορέσει να δικαιολογήσει στον ανακριτή την αδυναμία του να αναγνωρίσει οποιονδήποτε.
Θυμίζω δε ότι κατά την εξέταση του Παπαφώτη, ο Κονδύλης κατήγγειλε εδώ ενώπιόν σας ότι ο Παπαφώτης είχε επισκεφθεί τις φυλακές Κορυδαλλού τον Οκτώβριο για να τον δει και να μπορεί να τον αναγνωρίσει, γεγονός που επιβεβαίωσε και ο συγκατηγορούμενός του Βασίλης Τζωρτζάτος.
Με όλα αυτά τα δεδομένα θεωρώ ότι η κατάθεση Παπαφώτη είναι εντελώς αναξιόπιστη. Αυτό που λέει ανενδοίαστα εδώ είναι ότι «ψευδόρκησα τότε, ψευδόρκησα μετά, τώρα σας λέω την αλήθεια και πρέπει να με πιστέψετε› και δε μπορεί καθόλου να βοηθήσει το Δικαστήριό σας στη διαμόρφωση δικανικής πεποίθησης.
Υπάρχουν άλλα στοιχεία που να συνηγορούν στην άποψη ότι ο Κονδύλης μπορεί να πυροβόλησε τον Παπαφώτη; Από την κατάθεση του Καδά στις 21/11/91 και από την αναφορά της αστυνομίας, προκύπτει ότι ο Παπαφώτης πυροβολήθηκε από αυτόν που στη συνέχεια πήρε τη θέση του οδηγού. Κανένας συγκατηγορούμενος δεν προσδιορίζει τίποτα, ο Παπαφώτης λέει ότι πυροβολήθηκε από πίσω αριστερά. Ο Κονδύλης λέει ότι κάθισε πίσω δεξιά και αυτό δεν αμφισβητείται από κανέναν.
Σε κάθε περίπτωση, δεν προσδιορίζεται από πού πυροβολήθηκε ο Παπαφώτης πάντως σίγουρα δεν πυροβολήθηκε από πίσω δεξιά. Αλλά και σε κάθε περίπτωση και λογικά, ένας άπειρος άνθρωπος δε θα μπορούσε να πετύχει μέσα στο σκοτάδι και με τόσο κόσμο παρόντα έναν αστυνομικό μέσα σε άλλους 30-40 την ώρα που το ταξί είναι σχεδόν εν κινήσει. Ο ίδιος ο Παπαφώτης είπε ότι «μα για να με πετύχει έπρεπε να είναι σχεδόν επαγγελματίες, έπρεπε να έχει σκοπευτικές ικανότητες επαγγελματία›.
Επιπλέον έχετε τη διπλή δήλωση του Σάββα Ξηρού ο οποίος δεν ήρθε σε αντίφαση με όσα είχε πει στην προδικασία ουσιαστικά, απλά διέλυσε ένα νεφέλωμα που είχε αφήσει στην ανάκριση, ότι «ίσως, μπορεί, μάλλον›....
Η Πολιτική Αγωγή προτείνει την ενοχή του Κονδύλη ως φυσικού αυτουργού στην πράξη αυτή. Σε μια πρώτη φάση στηρίζει την αξιοπιστία του Παπαφώτη με το επιχείρημα ότι ο Παπαφώτης δεν αναγνώρισε μόνο τον Κονδύλη, αναγνώρισε και τον Κουφοντίνα. Αφού ο Κουφοντίνας ήταν εκεί, άρα σωστά είπε και για τον Κονδύλη. Στην πραγματικότητα όμως ο Παπαφώτης ούτε τον Κουφοντίνα αναγνώρισε. Απλά στηρίχθηκε στην ανακριτική του Σάββα ο οποίος είχε τοποθετήσει τον Κουφοντίνα στη θέση του οδηγού και τον τοποθέτησε και αυτός.
Ερωτηθείς μάλιστα από την Υπεράσπιση του Κουφοντίνα τί χαρακτηριστικά θυμάται, είπε κάποια χαρακτηριστικά, μια ιδιαιτερότητα και κατέληξε μετά στο όπλο που κρατούσε στο χέρι του. Όπλο κρατούσαν και οι αστυνομικοί στο χέρι τους εκεί στο περιστατικό.
Σε ένα δεύτερο στάδιο, η Πολιτική Αγωγή με το δεύτερο επιχείρημα με το οποίο στηρίζει την αξιοπιστία Παπαφώτη, θα έλεγα ότι παραπλανά το Δικαστήριο. Αυτό που λέει είναι ότι αν ο Παπαφώτης ήθελε να βρει εξιλαστήριο θύμα θα είχε πάει και θα είχε αναγνωρίσει και τον Σκυφτούλη, ενώ πήγε και δεν τον αναγνώρισε. Μα στην πραγματικότητα ο Παπαφώτης ουδέποτε κατέθεσε στον ανακριτή για την περίπτωση του Σκυφτούλη, μόνο ο Καδάς και ο Σταμάτης κατέθεσαν και αυτό προκύπτει από τον πίνακα εγγράφων της δικογραφίας όπως είπα.
Τελικά επειδή και ο ίδιος ο συνήγορος υπεράσπισης της Πολιτικής Αγωγής αντιλαμβάνεται ότι πάσχει η αξιοπιστία Παπαφώτη, καταλήγει ότι «πρέπει να καταδικάσετε τον Κονδύλη γιατί αλλιώς θα προσβληθεί ο Παπαφώτης›. Αλλά δεν είναι δυνατόν να καταδικαστεί ένας αθώος για μια απόπειρα ανθρωποκτονίας για να μην προσβληθεί ο παθών. ¶λλωστε το κεντρικό πρόσωπο της ποινικής δίκης δεν είναι ο παθών, είναι ο κατηγορούμενος.
Ορθά λοιπόν ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελέας υποστήριξε ότι ο Κονδύλης δε μπορεί να πυροβόλησε τον Παπαφώτη. Έκανα όλες αυτές τις επισημάνσεις για ένα λόγο: Γιατί ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελέας κατέληξε στην εκδοχή αυτή με μια λογική σκέψη η οποία θεώρησα ότι χρειάζεται συμπλήρωση. Δεν έχουμε εδώ στην πραγματικότητα αντικρουόμενα στοιχεία ισοδύναμης αποδεικτικής ισχύος ώστε η επιλογή της μιας ή της άλλης άποψης να χρειάζεται ή να μπορεί να γίνει μόνο με τη λογική.
Γιατί τελικά ο κ. Εισαγγελέας δεν εκφράζει τίποτα περισσότερο από μια προσωπική άποψη την οποία μετουσίασε σε πρόταση. Είπε δηλαδή ότι δε θα μπορούσε ένας άπειρος άνθρωπος να έχει το ψυχικό σθένος να πυροβολήσει εκείνη την ώρα. Στην πραγματικότητα όμως δεν υπάρχει κανένα αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να προκύπτει η ενοχή του Κονδύλη για την απόπειρα ανθρωποκτονίας του Παπαφώτη.
Η κατάθεση Παπαφώτη είναι αναξιοπρεπής και δεν έχει κανένα στοιχείο αξιοπιστίας. Στις διαφορετικές φάσεις που πέρασε η υπόθεση των Σεπολίων, ο Παπαφώτης έχει επιλέξει μέχρι στιγμής 3-4 διαφορετικές εκδοχές για να εξηγήσει την όψιμη ενίσχυση της μνήμης του. Αντίθετα, υπάρχει η διπλή δήλωση του Σάββα Ξηρού στο ακροατήριο ο οποίος τη μία φορά δηλώνει ότι ο Κονδύλης δεν πυροβόλησε, τη δεύτερη το επεξηγεί και λογικά και επιπλέον δεν υπάρχει και κανένα άλλο στοιχείο από τα περιστατικά το οποίο να αποδεικνύει ότι ο Κονδύλης μπορεί να πυροβόλησε τον Παπαφώτη.
Θεωρώ ότι η τυχόν κατάγνωση της ενοχής του Κονδύλη για την πράξη αυτή πλέον θα έρχεται σε αντίθεση με την αρχή «ουδεμία ποινή χωρίς έγκλημα›. Ούτε καν αμφιβολίες δεν υπάρχουν. Ως προς τη στοιχειοθέτηση της απλής συνέργιας στην πράξη αυτή, θεωρώ ότι όπως αποδείχθηκε από την περιγραφή των περιστατικών, ο Παπαφώτης πυροβολήθηκε τόσο αιφνίδια, ήταν μια κίνηση πανικού από κάποιον, που οι συνεπιβάτες του ταξί ούτε είδαν το περιστατικό ούτε κατάλαβαν τί συμβαίνει, γι αυτό και αρχικά κανένας δεν το περιέγραψε, ούτε αναφέρθηκε σε αυτό. Πολύ περισσότερο, δεν ήταν κανείς σε θέση να παράσχει στον όποιο δράστη οποιαδήποτε συνδρομή ψυχική ή υλική.
Προς ενίσχυση του συλλογισμού αυτού θα επικαλεσθώ και μια απόφαση, τη 1303/98 του Αρείου Πάγου σε συμβούλιο, που ακριβώς απήλλαξε κατηγορούμενο για απλή συνέργια σε απόπειρα ανθρωποκτονίας με το αιτιολογικό ότι ο κατηγορούμενος αν και παρών δεν συνέδραμε καθ’ οιονδήποτε τρόπο τον φυσικό αυτουργό στην τέλεση της πράξης διότι ο κατηγορούμενος δεν αντελήφθη ότι ο φυσικός αυτουργός εκδήλωσε ανθρωποκτόνο πρόθεση, γεγονός που ενισχύεται από τις επικρατούσες συνθήκες (θόρυβος, ημίφως, πολύς κόσμος).
Επιπλέον, το γεγονός ότι ο δράστης πυροβόλησε αιφνίδια, λέει η απόφαση, το θύμα του, δεν θα επέτρεπε στον κατηγορούμενο οποιαδήποτε αντίδραση. Με αυτές τις σκέψεις θεωρώ ότι πρέπει να απαλλάξετε τον Κονδύλη και για την κατηγορία της απλής συνέργιας στην απόπειρα κατά του Παπαφώτη.
Στην τρίτη φάση τώρα: Αφού το ταξί έχει αποχωρήσει, ακολουθείται, ή τουλάχιστον αυτό νομίζουν οι επιβάτες του, από ένα περιπολικό στο οποίο επιβαίνουν οι αστυνομικοί Σταυρακάκης και Παπαφώτης. Αυτοί στην πραγματικότητα πήγαιναν στο νοσοκομείο. Κάποιος από τους επιβαίνοντες πετάει δυο χειροβομβίδες. Ο Κονδύλης εξαρχής αρνείται οποιαδήποτε συμμετοχή του στη ρίψη των χειροβομβίδων, έχει πει δε ούτως ή άλλως ότι ουδέποτε ήρθε σε επαφή με την τσάντα ή με τις χειροβομβίδες.
Εδώ νομίζω ότι πολύ ορθά έχει αναφερθεί ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελέας, πραγματικά δεν προέκυψε τίποτα. Οι όποιες αναφορές από συγκατηγορούμενους στο περιστατικό είναι αβέβαιες, αντικρουόμενες και αντιφατικές μεταξύ τους. Σε κάθε περίπτωση νομίζω ότι σαφώς η πρόθεση του όποιου δράστη ήταν η διαφυγή και τίποτε άλλο και ο τρόπος ρίψης της χειροβομβίδας συρτά, έτσι ώστε το περιπολικό να μπορέσει να την αποφύγει, όπως και την απέφυγε.
Το μόνο που μπορούσε να πετύχει και τελικά το πέτυχε, ήταν να αποπροσανατολίσει το περιπολικό ώστε να μπορέσουν να διαφύγουν οι δράστες. Και αυτό έγινε. Η μόνη συνέπεια ούτως ή άλλως από την έκρηξη αυτή ήταν η αχρήστευση του δικού τους μέσου διαφυγής. Επομένως δε θα μπορούσε να τους αποδοθεί ούτως άλλως τίποτε άλλο παρά η έκρηξη του 270α.
Εδώ η Πολιτική Αγωγή δεν προτείνει τίποτα, προτείνει ότι πρέπει να καταδικαστούν ας μην αποδείχθηκε τίποτα, γιατί δε μπορούμε να αφήνουμε ορφανά βαρύτατα χτυπήματα. Θεωρώ ότι είναι τελείως εξωνομική αυτή η τεκμηρίωση και εμείς θα συνταχθούμε απόλυτα με την Εισαγγελική πρόταση στο σημείο αυτό.
Όσον αφορά την κατοχή εκρηκτικών κατά συρροή με την έκρηξη και εδώ ορθά έχει αναφερθεί ο κ. Εισαγγελέας. Η συρροή είναι πράγματι φαινόμενη γιατί οι απειλούμενες μονάδες των εννόμων αγαθών ταυτίζονται. Εάν θεωρήσουμε τη συρροή αληθή ουσιαστικά θα τιμωρήσουμε τον δράστη αξιολογώντας δύο φορές το ίδιο στοιχείο, τη διακινδύνευση δηλαδή, που προέρχεται από την κατοχή των εκρηκτικών. Έχουμε δηλαδή διπλή τιμώρηση.
Η εξίσωση της προπαρασκευής με το τελειωμένο έγκλημα μπορεί να γίνει μόνο όταν το έγκλημα, η έκρηξη δηλαδή δεν πραγματωθεί. Αλλά και στην περίπτωση που θα απαλλάξετε τον Κονδύλη για απλή συνέργια στην έκρηξη, πάλι θεωρώ ότι πρέπει να τον αθωώσετε και για την κατοχή των χειροβομβίδων αυτών γιατί όπως προέκυψε, ούτε γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει την ύπαρξη χειροβομβίδων, δεδομένου ότι ξεκίνησε για μια απόπειρα κλοπής και τίποτε άλλο με τρία άτομα που δεν γνώριζε καν ότι βρίσκονταν στη 17Ν, επομένως ούτε καν είχε λόγο να υποψιαστεί ότι θα είχαν έναν τόσο βαρύ οπλισμό πιθανόν.
Παρόλο λοιπόν που θεωρώ ότι η μη συμμετοχή του Κονδύλη σε όλες αυτές τις επιμέρους πράξεις και στους πυροβολισμούς και στη ρίψη των χειροβομβίδων, στις πράξεις δηλαδή που συνθέτουν το περιστατικό της συμπλοκής προέκυψε πλήρως από τα πραγματικά περιστατικά, θέλω να εκφράσω δύο σκέψεις ακόμη για να αρθεί κάθε αμφιβολία σχετικά με την ύπαρξη συντονισμένης δράστης των ανθρώπων αυτών εκείνο το βράδυ στα Σεπόλια, γιατί διατυπώθηκε μία σκέψη κυρίως από την Πολιτική Αγωγή αλλά και από τον κ. Αναπληρωτή Εισαγγελέα περισσότερο ως εσωτερικός μονόλογος θα έλεγε κανείς, μήπως ο σκοπός των δραστών δεν ήταν αυτός, δεν ήταν η κλοπή του αυτοκινήτου, αλλά ήταν να στήσουν ενέδρα σε αστυνομικούς, ήταν δηλαδή μια συντονισμένη ενέργεια, πράγμα που θα άλλαζε και το ζήτημα της συμμετοχικής δράστης.