Ανεπίσημα πρακτικά Δίκης 17Ν (17/11/2003) Μέρος 6/7

Δευτέρα, 17 Νοεμβρίου 2003 20:05
A- A A+

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Ας κάνετε μια τοποθέτηση κ. Εισαγγελέα, επί της ουσίας της δημοκρατίας. Αλλά όταν λέτε ότι στη δημοκρατία δεν υπάρχει πολιτικό έγκλημα, αυτό που λέτε πρακτικά είναι ότι όταν κυβερνάμε εμείς, δεν μπορεί να υπάρχει πολιτικό έγκλημα.

Για να δούμε όμως πώς το προσεγγίσατε και εσείς ως απόφαση. Εσείς είπατε το εξής πράγμα ως απόφαση. Είπατε με βάση την αντικειμενική θεωρία ότι δεν νοείται πολιτικό έγκλημα, πέραν της ανατροπής του υφιστάμενου κοινωνικοοικονομικού καθεστώτος, το οποίο βεβαίως νοείται στη πράξη, μόνο ως αποτυχημένο πραξικόπημα, είτε σαν έγκλημα, που δεν μπορεί να τελεστεί από απλούς πολίτες πρακτικά, αλλά μόνο από φορείς κρατικής εξουσίας.

Δηλαδή και πάλι το όριο που βάζετε στο πολιτικό έγκλημα, είναι μια υπόθεση μεταξύ τους. Μεταξύ των κυρίαρχων κύκλων. ¶ρα εσείς είστε απέξω. Το σύνταγμα δηλαδή ως προς αυτή τη διάταξη δεν έχει μια γενική εφαρμογή, έχει μια ειδική εφαρμογή.

Εγώ προσπάθησα να το σκεφθώ αυτό το ζήτημα, υπό την λογική της απόφασής σας. Και έφερα στο μυαλό μου αυτή την υπόθεση αυτού του Γαβρίλου Μπρίνσιπ αυτού του νεαρού που είχε σκοτώσει τον διάδοχο του αυστριακού θρόνου εκεί στο Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με βάση την λογική της απόφασής σας, αυτό δεν τέλεσε πολιτικό έγκλημα, γιατί δεν ανετράπη από την πράξη του καμιά καθεστηκυία τάξη.

Ούτε καν το μονάρχη δεν σκότωσε. Σκότωσε έναν διάδοχο και απεδείχθη ότι η καθεστηκυία τάξη για μεγάλο διάστημα παρέμεινε. Όμως απ’ αυτό το έγκλημα προκλήθηκε ένας παγκόσμιος πόλεμος. Παρόλα αυτά με την λογική σας ένα έγκλημα που προκαλεί ακόμα και παγκόσμιο πόλεμο, δεν είναι πολιτικό έγκλημα. Κοιτάξτε να δείτε, μπορείτε να βρείτε επιχειρήματα, για οποιαδήποτε άποψη, αυτό είναι δεδομένο. Δεν υπάρχει άποψη η οποία δεν τις αντιστοιχεί και ένα επιχείρημα.

Και εγώ από την πλευρά μου θα μπορούσα να πω, και ποιον θα πείσει μια τέτοια άποψη σαν αυτή που εξέφρασε το Δικαστήριό σας, μια τέτοια απόφαση; Είναι λάθος το ερώτημα όμως να πεις και ποιον θα πείσει; Γιατί το πρόβλημα εδώ πέρα, δεν είναι ότι προσπαθείς να πείσεις, επιβάλλεις. Γιατί είναι μια δίκη πολιτικών αντιπάλων. Όσο πιο παράλογη φαίνεται η απόφαση, όσο πιο παράλογη φαίνεται η δικαιολογία, τόσο πιο τρομερή δείχνει η εξουσία. Και αυτό ακριβώς το ζητούμενο. Η εικόνα της κρατικής εξουσίας. Αυτό είναι το ζητούμενο.

Στη συνέχεια έγινε και μια συζήτηση για τα πολιτικά κίνητρα, που ενδεχομένως είχαν ή δεν είχαν αυτοί οι κατηγορούμενοι, ή όσοι κρίνετε ένοχους απ’ αυτούς τους κατηγορούμενους. Θα ήθελα να θέσω ένα δυο ζητήματα γύρω απ’ αυτό το ζήτημα. Κατά την γνώμη μου πολιτικό κίνητρο, το δεχθήκατε και εσείς πρόσφατα με μια θέση του κ. Προέδρου, είναι δεδομένο ότι είχαν, υπό την έννοια ότι κίνητρό τους ήταν η δημιουργία προϋποθέσεων για κοινωνική αλλαγή, σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, αυτοί την ονόμασαν σοσιαλιστική. Και εγώ θα πρόσθετα ότι η δράση τους ήταν στο σύνολό τους πολιτική, ακόμα και στις ληστείες και στις κλοπές, αφού μ’ αυτές υπηρετούσαν ένα πολιτικό σκοπό, τη δημιουργία ακριβώς αυτών των προϋποθέσεων.

Το ερώτημα βεβαίως που τέθηκε είναι, με ποιες προϋποθέσεις ένα πολιτικό κίνητρο είναι ευγενές κίνητρο; Εκεί γίνεται η συζήτηση αυτή τη στιγμή.

Εγώ θα έθετα τρεις προϋποθέσεις σ’ αυτό το σημείο. Πρώτον, η έλλειψη ιδιοτέλειας. Δεύτερον, η παραβατική δράση να είναι αλτρουιστική. Δηλαδή να στοχεύει στην προώθηση ή στην προστασία στόχων ή κατακτήσεων, που μια ευρύτερη κοινωνική ομάδα τους θεωρεί δικούς της. Ή έστω θεμιτούς και θα επιθυμούσε την εκπλήρωσή τους. Τρίτον, ιδιαίτερη ενισχυτική προϋπόθεση στη κατεύθυνση της ευγένειας του κινήτρου, είναι εάν ο δράστης για την πράξη του αναλαμβάνει προσωπικό κίνδυνο ζωής, γενικά η αυτοθυσία. Έτσι θα το έθετα, ότι πρέπει να προσεγγιστεί το ζήτημα των πολιτικών κινήτρων, με τις εξής διευκρινίσεις.

Ότι το πολιτικό κίνητρο δεν πρέπει να συγχέεται με το εκ πεποιθήσεως έγκλημα. Γιατί το πολιτικό έγκλημα, είναι σαφώς στενότερη έννοια. Συνάπτεται με τις κοινές επιδιώξεις ευρύτερων μαζών, γι’ αυτό το λόγο το λέμε και πολιτικό. Το εκ πεποιθήσεως έγκλημα ως ευρύτερη έννοια, μπορεί να συνάπτεται με το ρατσισμό, με θρησκευτικές απόψεις, με απόψεις για την τιμή κ.ο.κ. Και δεν μπορεί να προσεγγιστεί με τα ίδια κριτήρια, γιατί; Γιατί η ιδεοληψία του δράστη στο ρατσιστικό έγκλημα ή στο θρησκευτικό έγκλημα, θα πρέπει να εξεταστεί, όχι από την σκοπιά της προώθησης κοινών σκοπών της κοινωνίας, αλλά κυρίως από την σκοπιά του καταλογισμού, λόγω ακριβώς της ιδεοληψίας του δράστη.

Υπάρχει ένα ζήτημα όμως, μπορεί να θέσεις περαιτέρω κριτήρια ή διαχωριστικές γραμμές, όπως είπατε και εσείς νομίζω στην αγόρευση του κ. Οικονομίδη κάνατε μια παρέμβαση γι’ αυτό το ζήτημα. Μπορεί να βάλεις μερικές διαχωριστικές γραμμές;

Μπορεί να πεις ότι εγώ μπορώ να αποδώσω πολιτικά κίνητρα και στους αριστερούς και στους ναζί, μιλάω για πολιτικές συμπεριφορές, δεν μιλώ για το ρατσισμό, γι’ αυτά που δεν τα θεωρώ πολιτικές συμπεριφορές. Μπορεί να κατέβεις δηλαδή επίπεδα παρακάτω και να βάλεις και επιπλέον διακρίσεις;

Αυτό νομίζω πια ζητάτε μια πολιτική απάντηση. Το ερώτημα που θέτετε πλέον είναι πολιτικό, δεν είναι στενά νομικό. Ουσιαστικά λέτε, ποιες πολιτικές εγώ θεωρώ ανεκτές, ή έστω θεμιτές, ή μπορώ να τους αναγνωρίσω θεμιτά κίνητρα. Αυτό το ζήτημα βάζετε εδώ πέρα. Οπότε ο ευγενής χαρακτήρας του κινήτρου, εξαρτάται τελικά από την πολιτική θέση που παίρνει αυτός που δικάζει, ή καλύτερα από την όχθη που τοποθετεί τον εαυτό του. Παύει πλέον να μπορεί να προσεγγιστεί με στενά νομικά κριτήρια αυτό.

Στη περίπτωση αυτή δεν σας είναι αρκετό εργαλείο το σύνταγμα, ή ο νόμος. Η τοποθέτηση δηλαδή ότι εγώ θα δικάσω με βάση το σύνταγμα, ή με το νόμο, δεν είναι αρκετό. Ξέρετε γιατί; Γιατί ουσιαστικά μιλάμε για μεταπολιτικά κείμενα. Γιατί το σύνταγμα, ή ο νόμος αποτυπώνουν την πολιτική σύμβαση αποτυπώνουν την πολιτική πάλη που έχει προηγηθεί.

Για ένα πολιτικό ζήτημα και μάλιστα, το θέμα του κινήτρου που ανάγεται στις απώτερες ρίζες της πολιτικής, δεν σου φθάνει το σύνταγμα, ή ο νόμος ως εργαλείο για να το προσεγγίσεις. Εκ των πραγμάτων μπαίνουν πολιτικά διλήμματα στον δικαστή.

Και εκεί ερχόμαστε τώρα στο εάν και ποια είναι η νομιμοποίηση του δικαστή να κρίνει και με βάση την πολιτική του άποψη ,ή να σταθμίσει την πολιτική άποψη που μπορεί να κρύβεται πίσω από το οποιοδήποτε κίνητρο. Και εδώ αποδεικνύεται πόσο εσφαλμένο ήταν, το ότι αυτές οι υποθέσεις αποδόθηκαν στην δικαιοδοσία των Τριμελών Εφετείων Κακουργημάτων.

Δηλαδή εκεί που χρειαζόμαστε την ευρύτερη δυνατή νομιμοποίηση για να μπορέσουμε να πάρουμε από τη κοινωνία την πολιτική εκτίμηση και να έχουμε μια μικρή φιλοδοξία ότι θα την εκφράσουμε κατά το δυνατόν πιο κοντά σ’ αυτό που είναι η κοινωνία, εκεί το στενέψαμε. Και μπαίνει ένα πράγμα, μπαίνει μια αυτονόητη σκέψη εδώ πέρα. Ένα δικαστήριο που εκ των πραγμάτων αποτελείται από κρατικούς λειτουργούς, μεσαία στελέχη του κράτους εκεί.

Πώς μπορεί να δικάσει ένα πολιτικό έγκλημα, ή ένα έγκλημα με πολιτικά κίνητρα αν θέλετε, το οποίο στρέφεται ακριβώς εναντίον αυτού που εκφράζει, που εκφράζει με την στενή έννοια ως κρατικός λειτουργός, γιατί την κοινωνία όλοι την εκφράζουμε και κανένας δεν την εκφράζει. Αλλά εδώ μιλάμε για πιο στενά πράγματα. Μιλάμε για τον κρατικό λειτουργό. Βλέπετε λοιπόν πόσο προβληματικό είναι το ότι, τα Μικτά Ορκωτά εξοβελίστηκαν από εδώ; Το μόνο δικαστήριο που έχουμε εμείς στη χώρα μας που έχει μια ευρύτερη λαϊκή νομιμοποίηση.

Βλέπετε τι προβλήματα τίθενται; Αν θέλετε τώρα τη δική μου οπτική, γιατί όπως σας είπα, σημασία έχει να τοποθετείτε τον εαυτό σας σε όχθη, αν θέλετε να βάλετε διαχωριστικές γραμμές και να μην μείνετε στα γενικά κριτήρια που σας είπα στην αρχή και να πείτε ποιες πολιτικές, εγώ μπορώ να τις εξαιρέσω εκεί και πώς θα βγάλω κάποιες απέξω, να απαντήσετε σε πολιτικά ζητήματα, θα σας πω και εγώ την γνώμη μου πια, μ’ αυτή την προσέγγιση.

Κατά την γνώμη μου εγώ θεωρώ ότι, τα κίνητρα των μελών της 17Ν ήταν ευγενή, γιατί έδρασαν για την υλοποίηση προοδευτικών σκοπών, με την έννοια που είχαμε μάθει να θεωρούμε αυτό τον όρο στην Ελλάδα. Δηλαδή ότι κινήθηκαν με ένα κριτήριο την βελτίωση της θέσης πλατιών λαϊκών μαζών και οι ποινικά αξιόλογες πράξεις τους στρέφονταν χωρίς ιδιοτέλεια, εναντίον εκπροσώπων δυνάμεων, τάξεων και μηχανισμών, που ευθύνονται για τα προβλήματα της χώρας, θέση που συμμεριζόντουσαν πλατιά τμήματα της ελληνικής κοινωνίας.

Και επιπλέον, γιατί τέλεσαν τις πράξεις τους με προσωπικό ρίσκο, με γνώση και αποδοχή του προσωπικού κινδύνου απώλειας της ζωής, ή της ελευθερίας τους.

Νομίζω ότι με μια τέτοια διατύπωση θα μπορούσατε να το προσεγγίσετε και νομικά και πολιτικά το ζήτημα, απλώς σας λέω ότι αυτά, ουσιαστικά έχουν βάση την πολιτική μου άποψη και ξέρω καλά, ότι ένας άλλος θα μπορούσε να μου πει από την πολιτική του θέση ότι, δεν είναι προοδευτικά, αυτό ήταν η αντίδραση. Οπότε λοιπόν πολιτικά θα κρίνετε και απ’ αυτό θα χαρακτηριστείτε τελικά και η απόφασή σας θα χαρακτηριστεί σ’ αυτά τα σημεία, από την πολιτική σας θέση, δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα άλλο, είστε δεσμευμένοι σ’ αυτά.

Εδώ τέθηκαν ορισμένα επιχειρήματα, από την πολιτική αγωγή, υπό την έννοια ότι δεν πρέπει να αποδοθούν πολιτικά κίνητρα, ευγενή κίνητρα στους δράστες και αυτά τα επιχειρήματα νομίζω ότι ήταν ένα, ή δυο τα βασικά. Το ένα είναι ότι η ανθρωποκτονία είναι ιδιαιτέρως βαρύ έγκλημα, οπότε τα κίνητρα είναι εξ ορισμού ταπεινά. Και το ίδιο τέθηκε για την ληστεία, το είπε λίγο απλοϊκά ο κ. Ευαγγελάτος, κλέβανε τα λεφτά του κοσμάκη, κάπως έτσι, ότι υπήρχε υλικό συμφέρον δηλαδή.

Εγώ θα έλεγα ότι, και τα δυο αυτά θέματα και η προσέγγιση της ανθρωποκτονίας που έκανε ο κ. Αναγνωστόπουλος, αλλά και το ζήτημα της ληστείας έχουν ένα μεθοδολογικό σφάλμα, ότι συγχέουν την πράξη με το κίνητρο. Είναι άλλη δουλειά η πράξη, άλλη δουλειά το κίνητρο. Όταν ανιχνεύεις κίνητρα, δεν δεσμεύεσαι από την πράξη καθεαυτή. Τα κίνητρα πρέπει να τα ανιχνεύσεις και να τα δεις συγκεκριμένα. Έχει μεθοδολογικό σφάλμα, είναι φανερό δηλαδή ότι έχει μεθοδολογικό σφάλμα.

Και τώρα θα σας έλεγα από την πλευρά της αναλογικότητας και εγώ την γνώμη μου. Θα σας έλεγα ότι σε κάποιες περιοχές ανθρώπινης σκέψης, η ανθρωποκτονία δεν έχει μόνο ευγενή κίνητρα, αλλά είναι και καθαγιασμένη. Ο πόλεμος είναι μια καθαγιασμένη μορφή ανθρωποκτονίας. Τα όπλα ευλογούνται πριν ξεκινήσει ο πολεμιστής, από τις κατά τόπους θρησκευτικές αρχές.

Ειδικά για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας ισχύει αυτό. Επιπλέον, με το παράδειγμα που σας έφερα πριν με την δικαστική εκτέλεση σε πολλές χώρες και εδώ πριν δέκα χρόνια ήταν νομιμοποιημένη, το οποίο ήταν άλλο πράγμα. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι, η ανθρωποκτονία όσον αφορά τα κίνητρά της κρίνεται από τη σκοπιά του παρατηρητή και πάλι εκεί και δεν υπάρχει κάτι απόλυτο για την ανθρωποκτονία, κάτι δηλαδή που διασπά την αναλογικότητα.

Για να το δώσω με ένα συγκεκριμένο παράδειγμα. Πάρτε μια γνωστή ανθρωποκτονία. Την δολοφονία του Αλιέντε, όταν ήταν Πρόεδρος της Χιλής. Από την πλευρά εκατομμυρίων ανθρώπων στο κόσμο, στην Αμερική λέω για παράδειγμα, ή σε διάφορες άλλες χώρες, αυτή ήταν μια άγια πράξη, γιατί ήταν η ελάχιστη αναγκαία βία, για να σωθεί η συγκεκριμένη χώρα, αλλά και όλη η λατινική Αμερική, από τον κομμουνισμό.

Ήταν μια νομιμοποιημένη πράξη. Εάν δεν ήταν, θα είχαν πέσει οι κυβερνήσεις αυτών που την διέταξαν. Δεν πέσανε όμως. Γιατί όντως έχει μια ευρεία νομιμοποίηση αυτή η πράξη. Αν το δεις τώρα από την σκοπιά της πλειοψηφίας των Χιλιανών που τον είχαν εκλέξει εκεί, είναι ένα έγκλημα βεβαίως, είναι ένα απεχθές έγκλημα. Τελικά βλέπετε πόση σημασία έχει η σκοπιά του παρατηρητή σ’ αυτά τα ζητήματα;

Και είναι πολύ αδόκιμο να προσπαθείς να τα προσεγγίσεις με μονοκόμματους, ή με απόλυτους όρους, ότι ο φόνος είναι σε κάθε περίπτωση ένα πράγμα που αποκλείει οποιαδήποτε εναλλακτική μεταχείριση κ.ο.κ. Βεβαίως για λόγους προστασίας της σοβαρότητάς μας δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε με επιχειρήματα ότι δεν μπορεί να έχει ευγενή κίνητρα, ένας που είναι ύπουλος και κάνει ληστείες, ή ανθρωποκτονίες, δεν καταλαβαίνω τι εννοούν, έπρεπε να ανακοινώνουν τις ληστείες από το ραδιόφωνο την προηγούμενη για να είναι αντρίκιες οι ληστείες, ή έπρεπε να καλούν το θύμα σε μονομαχία;

Κρίνουμε με τετελεσμένες πράξεις. Αυτό δεν είναι ένα από τα κριτήρια που μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Ήταν οι σειριακοί δολοφόνοι κλπ που προσιδιάζουν πιο πολύ σε βίντεο δηλαδή σ’ αυτά τα βίντεο που κυκλοφορούν και όχι στις πραγματικότητες; Τέτοιες επιχειρηματολογίες νομίζω ότι δεν έχουν, ούτε νομική, ούτε πολιτική βάση, όπως και το άλλο που είπε κάποιος συνάδελφος, ότι γλεντούσαν λέει. Δεν μπορεί να σκοτώνεις ανθρώπους εκεί αλλά και να γλεντάς ενδιαμέσως. Πιασάρικο βέβαια αυτό το πράγμα, επιτρέψτε μου την έκφραση, αλλά δεν νομίζω ότι νομικά θα μπορούσε να έχει οποιαδήποτε σημασία. Θα μπορούσε να βγει τίτλος σε μια εφημερίδα λαϊκή αυτό το πράγμα, αλλά εδώ αυτά δεν σημαίνουν τίποτα.

Ήθελα να πω ότι τέτοιες απόψεις, δεν έχουν κάποια νομική ή πολιτική βάση. Βρίσκονται βέβαια σε αρμονία μ’ αυτές τις απόψεις που είπε ο κ. Εισαγγελέας για τα κίνητρα των επαναστατών που τα θεώρησε υψηλόφρονα γι’ αυτούς τους επαναστάτες που είτε τους σκότωσαν, είτε αυτοκτόνησαν, είτε παραδόθηκαν και έγιναν συνεργάτες αυτού ακριβώς που πολεμούσαν.

Δηλαδή οι μόνοι που τον ενοχλούν τελικά, οι μόνοι που έχουν κακά κίνητρα, είναι οι ζωντανοί που δεν επέλεξαν να γίνουν γενίτσαροι, να πάνε εναντίον αυτού που πολέμησαν. Εκεί δεν μπορείτε να κάνετε τέτοιες προσεγγίσεις νομίζω, για λόγους σοβαρότητας κυρίως.

Εγώ αυτό που πιστεύω είναι ότι, έχετε μια ηθική υποχρέωση σε μια τέτοια υπόθεση να αναγνωρίσετε ευγενή κίνητρα, σε όποιον κηρύξετε ένοχο και σας λέω ότι, εκτός απ’ αυτό που πιστεύω είμαι και βέβαιος ότι δεν θα το κάνετε. Και σας το λέω από τώρα. Και δεν θα το κάνετε, γιατί αυτό προϋποθέτει μια σύγκρουση με το υπάρχον πολιτικό σύστημα. Ουσιαστικά είναι μια αυτομαστίγωση το να το κάνεις αυτό το πράγμα.

Και απ’ αυτή την άποψη δεν έχετε κανένα περιθώριο να το κάνετε, παρά μόνο εάν η επιλογή σας ήταν να πάτε κόντρα σ’ αυτό το σύστημα, που μεθόδευσε μ’ αυτό τον τρόπο τη συγκεκριμένη δίκη, το οποίο νομίζω ότι δεν έχουν δοθεί δείγματα σε μια τέτοια κατεύθυνση. Απ’ αυτή την άποψη το λέω, αναφέρθηκα σ’ αυτό το ζήτημα επειδή τέθηκε και μόνο.

Υπάρχει ένα ερώτημα το οποίο νομίζω ότι θα είναι και στα μυαλά σας και σίγουρα υπήρξε και διατυπώθηκε και στα μυαλά αρκετών συναδέλφων της πολιτικής αγωγής. Το ερώτημα το οποίο το έχουμε και εμείς, είναι, τι νόημα έχει ο υπερασπιστικός λόγος σε μια τέτοια δίκη; Μια δίκη που εγώ σας είπα ότι είναι δίκη πολιτικών αντιπάλων, σας είπα ότι είναι άδικη δίκη, σας είπα ότι η προδικασία της ήταν άδικη και παρόλα αυτά είμαι εδώ και αγορεύω, γιατί; Γιατί η αγόρευση απευθύνεται στο Δικαστήριο ούτως ή άλλως, δεν απευθύνεται στη κοινωνία.

Πρώτα και μόνο θα έλεγα, απευθύνεται στο Δικαστήριο. Και βεβαίως η απάντηση δεν είναι εκ προοιμίου δεδομένη σ αυτά. Ξέρετε ότι σε ανάλογες δίκες, άλλοι συνάδελφοι και διαπρεπείς συνάδελφοι το χειρίστηκαν διαφορετικά. Στη Γερμανία υπήρξαν δίκες τέτοιες της ΡΑΦ που οι δικηγόροι αγορεύσανε στο ξενοδοχείο μπροστά σε δημοσιογράφους δεν αγορεύσανε στην δίκη. Ή στην Ιταλία πάρα πολλές δίκες τέτοιες, έγιναν με διορισμένους συνηγόρους. Το ερώτημα που αναδεικνύεται εδώ είναι, τελικά υπάρχει ένας κοινός τόπος μεταξύ υπεράσπισης και δικαστηρίου σε μια πολιτική δίκη; Ειδικά όταν δικάζονται αριστεροί, πολιτικοί αντίπαλοι τέτοιας φύσης πολιτικοί αντίπαλοι, το είπε πολύ ωραία ο κ. Μαύρος, επιβάτες άλφα θέσης λέει εκεί στο τρένο της αριστεράς. Δηλαδή αντίπαλοι του πολιτικού συστήματος εν γένει, οι οποίοι κάνανε πράξη την αντίθεσή τους. Αυτό είναι το χαρακτηριστικό που είχαν αυτοί.

Ο δικαστής εκ των πραγμάτων θα είναι στην απέναντι όχθη και θα το δηλώνει με κάθε ευκαιρία, θα είναι μαχητικός αντίπαλος δηλαδή σε μια τέτοια δίκη. Και να σας πω κάτι, ξέρετε πώς το εισπράττει ένας δικηγόρος της υπεράσπισης αυτό; Το εισπράττει στο δρόμο. Όταν σου λένε, πώς πάει η δίκη; Όλα προαποφασισμένα δεν είναι, τι να περιμένετε εκεί; Υπήρξε και ένας συνάδελφος εδώ, δεν θυμάμαι ποιος ακριβώς ήταν, που διερωτήθηκε στην αγόρευσή του, για κάποιο ζήτημα γιατί δεν αποχώρησε λέει η υπεράσπιση απ’ αυτή τη δίκη; Ένας συνάδελφος της πολιτικής αγωγής.

Και μια από τις πολλές μέρες κ. πρόεδρε που διαμαρτυρήθηκα για διακρίσεις εις βάρος μας, σε σχέση με την πολιτική αγωγή, βρέθηκε ένας ευφυέστατος συνάδελφος της πολιτικής αγωγής, ο οποίος μου είπε, τι περίμενες εδώ πέρα, ότι θα έχεις κανένα δικαστήριο ουδέτερο, εκεί να διαμαρτύρεσαι γιατί δεν σε μεταχειρίζονται ίσα;

Και ένας ηλικιωμένος συνάδελφος της πολιτικής αγωγής επίσης, το έθεσε ως εξής. Ότι εσείς οι νεώτεροι μαθαίνετε εδώ πέρα τι θα πει εχθρική έδρα. Κάπως έτσι δηλαδή το βιώνεις από τις πλευρές που δεν είναι οι δικές σου πλευρές.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε Ραχιώτη ακούστε να δείτε, επειδή αφορά εμένα προσωπικά αυτό το πράγμα. Με ποιους τσακώθηκα περισσότερο εδώ μέσα, με τους εισαγγελείς και τους εκ δεξιών, ή με σας; Και πόσες φορές σας προστάτευσα εδώ πέρα από τις επιθέσεις όλου του κόσμου; Αφήστε αυτά τα πράγματα, αυτά είναι παραμύθια. Πείτε κάτι μέσα στην υπόθεση για να τελειώνουμε. Αυτές οι ιστορίες που είναι γραμμένες με το αριστερό χέρι και πέρα – πέρα δεν πιάνουν πια.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Απάντησα προηγουμένως, ότι ανάφερε την προσπάθεια να δούμε τα πράγματα ανάποδα εδώ μέσα. Εγώ αυτό το επιχείρημα που το έχετε πει πολλές φορές, εκεί το εντάσσω. Στην προσπάθεια να δούμε τα πράγματα ανάποδα.

Όχι, εγώ σας είπα ακριβώς το αντίθετο. Ήθελα να συνεχίσω σε αυτό το ζήτημα γιατί εγώ πιστεύω ότι με το Δικαστήριο υπάρχει κοινή επαφή, ότι μπορεί να βρεθεί κοινός λόγος με το Δικαστήριο και αυτό που σας λέω έχει αντικειμενική βάση και δε σχετίζεται με την προσωπική εκτίμηση για το πρόσωπο του οποιουδήποτε δικαστικού, εγώ δεν την έχω κιόλας, δεν είμαι απ’ αυτούς που ξέρουν πρόσωπα και πράγματα.

Αλλά προσπαθώ να το προσεγγίσω αντικειμενικά για να δω τί νόημα μπορεί να έχει ο υπερασπιστικός λόγος, ποια είναι η βάση δηλαδή της επικοινωνίας με το Δικαστήριο. Κατά τη γνώμη μου η βάση βρίσκεται στο ότι στην Ελλάδα ένα Δικαστήριο, ένα Εφετείο στη συγκεκριμένη περίπτωση, στελεχώνεται από ανθρώπους με τους οποίους έχουμε κοινή καταγωγή και που είναι περήφανος κι ένας Εφέτης στην Ελλάδα για την καταγωγή του. Τα είπε και ο κ. Εισαγγελέας αυτά τα πράγματα, μίλησε για το παιδί του ράφτη, του μπακάλη κτλ.

Εγώ να κάνω μια προσθήκη πάνω σ’ αυτό: Και εθνικόφρονας να είναι ο μπακάλης, μπακάλης παραμένει και αυτό είναι που τον χαρακτηρίζει τελικά. Η κοινή καταγωγή κατά τη γνώμη μου είναι το πιο σημαντικό για να μπορείς εν δυνάμει να βρεις έναν κοινό λόγο. Αυτό δεν ισχύει παντού. Σε άλλες χώρες, ο προπάππους ενός δικαστή μπορεί να είχε δουλοπάροικους. Εδώ ήρθαν έτσι τα πράγματα, που προερχόμαστε από την ίδια ρίζα.

Θα έλεγα και για έναν δεύτερο λόγο, ότι η παραδοσιακή ελίτ της χώρας από την οποία πέρασαν και ορισμένοι από δω σαν μάρτυρες, είναι τόσο ξένοι και εχθρικοί και προς εσάς, όσο είναι και προς εμάς. Νομίζω ότι ο ρόλος που δυστυχώς αποδίδουν στα Δικαστήρια είναι ένας εκτελεστικός ρόλος, δε θα τον αποδεχθούν τον Δικαστή ποτέ, ακριβώς λόγω της διαφορετικής προέλευσης. ¶λλο ο ένας, άλλο ο άλλος.

Το τρίτο θα έλεγα, είναι ότι η διεθνής θέση της χώρας, η θέση της χώρας είναι τόσο συντετριμμένη από εξαρτήσεις και από στρεβλή ανάπτυξη των θεσμών της, που δεν έχει περιθώρια για διάχυση εξουσίας σε θεσμούς. Η πραγματική εξουσία κρατιέται αλλού, εκ των πραγμάτων δηλαδή ο δικαστής δε μπορεί να είναι ενταγμένος στους κυρίαρχους κύκλους. Αυτή είναι μια προσέγγιση γιατί θα μπορούσε κάποιος να έχει μια κοινή βάση με ένα δικαστήριο, δε σημαίνει ότι θα επιβεβαιωθεί διότι θα δώσει οτιδήποτε, αλλά απλώς θα μπορούσε να είναι μια κοινή βάση.

Μπαίνω σε ορισμένα ζητήματα τώρα για τον εντολέα μου. Κοιτάζοντας τη δικογραφία, βλέπετε το εξής πράγμα: Ότι μέχρι τη σύλληψή του, δεν υπάρχει και δεν υπήρξε στη δικογραφία το παραμικρό στοιχείο που να επέτρεπε σύλληψη και απαγγελία κατηγορίας εναντίον του, ή έστω ένα στοιχείο που να τον φωτογραφίζει. Ο Γιωτόπουλος συνελήφθη στις 17/7/2020. Βρείτε ένα στοιχείο στη δικογραφία με παλαιότερη αυτής της ημερομηνίας.

Οι συγκατηγορούμενοί του, ο Σάββας που είχε μιλήσει πριν τις 17 δεν έχει πει τίποτα, ούτε για Λάμπρους ούτε τίποτα μέχρι τις 17/7 και στις 20 και 22/7 αναφέρεται στο όνομα «Λάμπρος› αιφνίδια και χωρίς κανέναν προσδιορισμό θα μπορούσαν τα πράγματα να πάνε προς τον Γιωτόπουλο. Ο Χριστόδουλος στις 17/7 αναφέρεται σε έναν «Λάμπρο› 1,87 ύψους, 60 ετών, με άσπρα μαλλιά λίγο κατσαρά, το όνομά του νομίζει ότι ήταν «Μιχάλης›. Με αυτά τα στοιχεία βρίσκεις έναν στους Λειψούς και τον πιάνεις; Φαίνεται ότι δεν είναι επαρκή αυτά τα στοιχεία στην Ελλάδα, να προσδιορίσεις ένα πρόσωπο, κοινά στοιχεία μας λέει.

Ο Βασίλης δεν έχει πει τίποτα προσδιοριστικό για τον Γιωτόπουλο και βεβαίως όλα τα πειστήρια έχουν ημερομηνία μετά τις 17/7 και δε μπορούσαν να έχουν και διαφορετικά. Έχει δακτυλοσκοπηθεί στις 19/7, άσχετα αν ανακοίνωσαν στις 18 την ταύτιση του αποτυπώματος, έχουν ταυτίσει τον γραφικό χαρακτήρα στις 19/7 και άλλα ευρήματα που να δικαιολογούν την απαγγελία μιας κατηγορίας και μια σύλληψη, δε μπορείς να βρεις πουθενά.

Επίσης η σύλληψη καθαυτή είναι πολύ περίεργο γεγονός όπως έγινε. Γιατί πρακτικά δεν ερευνήθηκε το σπίτι του, έγινε μια επιφανειακή έρευνα, πάρθηκαν ορισμένα ενδεικτικά κλειδιά, προέκυψε αυτό από τη γυναίκα του, δεν ψάχτηκε η αποθήκη του, δεν ψάχτηκε το αυτοκίνητό του, τα στοιχειώδη δηλαδή που ψάχνεις για έναν τέτοιον άνθρωπο. Δε σας κάνει εντύπωση ότι δεν πάρθηκαν καθόλου καταθέσεις από το περιβάλλον του; Από παλιούς συντρόφους του που τους ήξεραν, τους είχαν ήδη ανακρίνει ατύπως, απ’ όλους αυτούς που έβγαιναν στον Τύπο και δήλωναν ότι τον ήξεραν, από τους Λειψούς, από οπουδήποτε.

Από τους Λειψούς υπάρχει μόνο μία κατάθεση για να επιβεβαιωθεί ένα συγκεκριμένο έγγραφο. Δεν πάρθηκαν καταθέσεις ούτε καν από τους συγγενείς, για να επιβεβαιώσουν αυτά. Ήταν εξαφανισμένος; Δούλευε; Δεν δούλευε; Με τί όνομα κυκλοφορούσε όλα αυτά τα χρόνια; Τί έκανε στη ζωή του; Για τον Ξηρό θα είδατε ότι υπάρχουν δεκάδες καταθέσεις για τα πιο απίθανα. Όλοι έχουν πάει μαζί του διακοπές ή τον έχουν συναντήσει σε διακοπές, τους έχουν πάρει κατάθεση. Στον Γιωτόπουλο που ήταν και ο «αρχηγός› καμία κατάθεση; Τίποτα δεν τους ενδιέφερε;

Από την άλλη αποδείχθηκε ότι μπορεί να μην έχει γίνει καμία επίσημη ανακριτική πράξη, έχει γίνει μια εκτεταμένη άτυπη έρευνα, σας τα είπε ο Δήμαρχος εδώ πέρα. Αποδείχθηκε από τους μάρτυρες ότι τουλάχιστον δύο μάρτυρες, ο κ. Σκαρπαλέζος και ο κ. Αναγνωστόπουλος είχαν εξετασθεί από έναν Βρετανό ερευνητή, ο ίδιος σας είπε στην απολογία του ότι γνώριζε ότι τον παρακολουθούσαν, είχαν ερευνηθεί και κάποιοι συγγενείς του απ’ ότι είπε στη Λαμία.

Λείπει από τη δικογραφία όλο αυτό το υλικό και δεν φρόντισε κανένας να το τυποποιήσει, να το φέρει επίσημα. Κατά τη γνώμη μου ο λόγος θα μπορούσε να είναι φανερός, τουλάχιστον από τη δική μου την πλευρά, γιατί δεν πρόσθεσε τίποτα απ’ όλες τις προηγούμενες έρευνες, το οποίο να μπορεί να στηρίξει την κατηγορία. Ακόμα και αυτός ο ταβερνιάρης, ο κυρ-Γιαννάκης, με το που είπε στην αστυνομία ότι ήταν εδώ και έτρωγαν, δεν του πήραν κατάθεση πια. Περίττευε να του πάρουν κατάθεση αφού του έδιναν συγκεκριμένο άλλοθι για την έκρηξη στον Πειραιά.

Η ίδια η μεθόδευση πάντως είναι λίγο περίεργη. Δηλαδή τον παρακολουθούσαν με έναν τρόπο σα να ήθελαν να γνωρίζει ότι τον παρακολουθούν. Πάνε και βρίσκουν τους φίλους τους, πάνε και ψάχνουν στο Ληξιαρχείο, πάει η ίδια η αστυνομία και ψάχνει στο Ληξιαρχείο, ένας πράκτορας που κάνει μια έρευνα για τέτοια ζητήματα, φαντάζομαι ότι θα το έκανε λίγο πιο διακριτικά και δεν θα τα ζητούσε και με υπηρεσιακή αλληλογραφία μέσω του Ληξιαρχείου τα στοιχεία.

Δεν είναι η αναμενόμενη συμπεριφορά δηλαδή για κάποιον που υποψιάζεσαι σαν αρχηγό της 17Ν. Νομίζω ότι θα έπρεπε να πάρεις όλα τα αναγκαία μέτρα να μη σε καταλάβει για να σε φτάσει και στους υπόλοιπους και να τους συλλάβεις. Εμένα εκεί που με παραπέμπει αυτό είναι ότι πρόκειται για έναν ουσιαστικά ένοχο με προαποφασισμένο ρόλο και η ιδέα της ύπαρξης κάποιου αρχηγού της Οργάνωσης καθώς και το προφίλ της, η αίσθησή μου είναι ότι άρχισε να περνά στον ελληνικό λαό σιγά-σιγά τα τελευταία δύο χρόνια.

Δηλαδή ουσιαστικά εδώ γίνεται υπόδειξη στόχου όπως θα έλεγε και ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελέας, μόνο που εδώ ο στόχος είναι κατηγορούμενος, είναι αρχηγός. Πρακτικά δε γίνεται έρευνα δηλαδή. Αυτό βεβαίως δε γίνεται με επίσημες δηλώσεις, δε μπορεί κανένας Υπουργός ή Εισαγγελέας να βγει να πει αυτό το πράγμα επίσημα, αλλά έγινε με έναν πολύ συγκεκριμένο και μεθοδευμένο τρόπο μέσω δυο-τριών δημοσιογράφων, όχι περισσότερων, οι οποίοι με έναν αυθεντικό τρόπο εξέφραζαν τη γνώμη των κρατικών Αρχών.

Εννοώ τον κ. Παπαχελά με τη γνωστή σχέση που έχει με την Πρεσβεία, τον κ. Καρακούση και την κα Δώρα Αντωνίου στην «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ› με τη γνωστή σχέση με το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης και τον κ. Διώτη. Το θεωρώ ένα δίπολο αυτό το πράγμα και μετά τις συλλήψεις βεβαίως με την κα Μάνδρου στο «ΒΗΜΑ›, οι οποίοι στήριξαν και το βάρος των αναλύσεων όπως θα είδατε και είδαμε όλοι και στο τηλεοπτικό επίπεδο.

Πέρα από την αρθρογραφία δηλαδή ήταν και αυτοί που έκαναν όλες τις αναγκαίες αναλύσεις στην τηλεόραση, την εκλαΐκευση δηλαδή να το πω έτσι, του ζητήματος. Αν προσέξει κανείς τί έγραψαν στην ανύποπτη περίοδο αυτοί οι συγκεκριμένοι δημοσιογράφοι με τις συγκεκριμένες στέρεες πηγές πληροφόρησης, θα φτάσει σε κάτι άλλο. Θα φτάσει σε αυτό που είναι η δική μου θέση που θα σας εξηγήσω, ότι ο κ. Γιωτόπουλος υπεδείχθη ως αρχηγός από τους Βρετανούς, γιατί αυτό ήταν αναγκαίο για να ξετυλίξουν τη σκέψη τους, για να μπορούν να δουλέψουν. Έπρεπε να μοντάρουν μια ιδέα αρχηγού για να μπορούν να δουλέψουν πρακτικά και να φτιάξουν ένα συγκεκριμένο προφίλ.

Κοιτάξτε να δείτε τί έγραψε ο κ. Καρακούσης στην «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ› στις 22/1/2002, έξι μήνες πριν γίνει η έκρηξη. Όλα τα δημοσιεύματα που επικαλούμαι έχουν κατατεθεί, αν κάτι δεν υπάρχει μπορώ να το επαναλάβω. Μας γράφει λοιπόν ο κ. Καρακούσης, τότε Διευθυντής της «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ›.: «Ο ιθύνων νους της 17Ν περιγράφεται ως πρόσωπο που έχει ζήσει στο εξωτερικό με επαναστατική και αστική παιδεία....... Ο επικεφαλής της 17, ο έχων το γενικό πρόσταγμα και συγγραφέας των προκηρύξεων περιγράφεται από την έρευνα ως πρόσωπο που έχει ζήσει στο εξωτερικό με επαναστατική αλλά και αστική παιδεία.›.

Και έχει ένα κεφάλαιο στο άρθρο της που λέει «Τί πιστεύουν οι αρχές›. «Οι αστυνομικές αρχές πιστεύουν ότι έχει πάρει μέρος σε δολοφονικές ενέργειες, ενώ έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η 17Ν χρησιμοποιεί απλά μέσα, τα μέλη της δεν επικοινωνούν τηλεφωνικά› κτλ. Μας λέει δηλαδή και ποιες πράξεις έχε τελέσει.

Στο ίδιο άρθρο μας λέει ότι «είναι ίσως η πρώτη φορά στην 27χρονη δράση των τρομοκρατικών οργανώσεων που η πολιτεία διαμορφώνει πολιτικό περιβάλλον καταδίκης›. Είναι η επικοινωνιακή στρατηγική που σας έλεγα κι εγώ. «Ταυτόχρονα αναπτύσσει μια ολοκληρωμένη και πολύπλευρη αστυνομική έρευνα κτλ. Τούτα τα ιδιαίτερα στοιχεία δημιουργούν και την εντύπωση, ή καλύτερα την πεποίθηση στην πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης ότι το 2002 θα είναι έτος τουλάχιστον απομυθοποίησης και κινητοποίησης της 17Ν›. Αυτά γράφονταν τον Γενάρη.

Ο κ. Παπαχελάς έχει γράψει ένα άρθρο ακόμα πιο πριν, τον Νοέμβριο του 2001, στο οποίο μας λέει τα εξής: «Οι αμερικανικές υπηρεσίες έχουν καταλήξει σε λίστες υπόπτων εδώ και αρκετό καιρό, τις οποίες χειρίστηκε προσωπικά ο απελθών πρεσβευτής κ. Νίκολας Μπερνς. Η μία λίστα περιέχει λιγότερα από 10 ονόματα υπόπτων για τον σκληρό πυρήνα, τον συγγραφέα των προκηρύξεων και τους ιδρυτές της Οργάνωσης. Η άλλη 20 ονόματα εκτελεστικών οργάνων συμπεριλαμβανομένων και πολλών συνήθων υπόπτων›.

Τί μας λέει για τις βρετανικές εκτιμήσεις από το Νοέμβριο του 2001: «Η εκτίμησή τους είναι ότι πρόκειται για μια ομάδα Αριστεριστών με Τροτσκιστικές ενδεχομένως καταβολές χωρίς καμία οργανική σχέση με το κυβερνόν Κόμμα σε καμία ιστορική του φάση κτλ. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξαν πολύ γρήγορα, γεγονός που επέτρεψε τη δημιουργία ενός κλίματος εμπιστοσύνης με την κυβέρνηση› -ότι δεν έχει σχέση δηλαδή με το κυβερνόν κόμμα. «Κατά την άποψή τους η ολοκλήρωση της έρευνας είναι απολύτως εφικτή και απαιτεί απλώς μερικούς μήνες συλλογής στοιχείων και τη βεβαιότητα πως θα υπάρξουν πλεονάζουσες αποδείξεις. Στο σημείο αυτό συμφωνούν απόλυτα με έμπειρους δικαστικούς οι οποίοι πιστεύουν πως μόνο αν κατασχεθούν οι ρουκέτες κτλ. θα σταθεί η υπόθεση στην κοινή γνώμη›.

Τί βγαίνει απ’ αυτό το πράγμα; Ότι η δίκη θα γινόταν ούτως ή άλλως. Αυτό μας λέει ο κ. Παπαχελάς εδώ πέρα. Δεν περίμεναν την έκρηξη για να κάνουν δίκη. Στις 30/6/2002, την επομένη της έκρηξης αλλά προφανώς έχει γραφεί από πριν το συγκεκριμένο άρθρο, μας λέει ο κ. Παπαχελάς: «Ελάχιστοι είναι οι άνθρωποι που πραγματικά γνωρίζουν την πορεία των ερευνών, πέραν του Υπουργού της Δημόσιας Τάξης κ. Χρυσοχοϊδη ο οποίος έχει κερδίσει την πλήρη εμπιστοσύνη Βρετανών και Αμερικάνων, του αρχηγού της ΕΛΑΣ και του κ. Διώτη, ουδείς άλλος γνωρίζει λεπτομέρεις των ερευνών. Ο Πρωθυπουργός κ. Κώστας Σημίτης τηρείται ασφαλώς ενήμερος και θα λάβει την τελική απόφαση για το θα έχει φτάσει η ώρα των συλλήψεων και της προσαγωγής υπόπτων στο Δικαστήριο›.

Μας προσθέτει κιόλας ότι «τις έρευνες τις παρακολουθεί με εξαιρετικό ενδιαφέρον ο Αμερικανός Πρέσβης κ. Τομ Μίλερ›. Τί μας λέει εδώ πέρα; Ότι εκείνο που περίμεναν ήταν μια πολιτική απόφαση για το πότε θα κάνουν τη Δίκη. Θα δούμε στην πορεία με ποιους θα έκαναν αυτή τη Δίκη αν δεν είχε μεσολαβήσει η έκρηξη. Να δούμε λίγο και πώς τοποθετήθηκε το ζήτημα μετά την έκρηξη, αλλά πριν τη σύλληψη του Γιωτόπουλου και πριν υπάρχουν στοιχεία συγκεκριμένα εναντίον του.

Έχουμε μια κατάσταση που δεν υπήρχαν στοιχεία όπως μπορούμε να δούμε από τη δικογραφία εναντίον του Γιωτόπουλου μέχρι τις 17/7. Ταυτόχρονα όμως έχουμε μια ροή στοιχείων στον Τύπο, την ίδια περίοδο. Στις 2/7 η κα Ειρήνη Καρανασιοπούλου στα «ΝΕΑ› γράφει: «Η Scotland Yard έφτασε να περιγράψει τον αρχηγό της Οργάνωσης ως άντρα γύρω στα 60 σήμερα με διασυνδέσεις με το Παρίσι›. Πού βγαίνει από τη δικογραφία ότι στις 2/7 μπορούσαν να έχουν τέτοια στοιχεία; Έστω και με στοιχεία που θα έφεραν στη δικογραφία μετά.

Στις 5/7 σε ένα πρωτοσέλιδο ανυπόγραφο, της Σύνταξης δηλαδή, σύμφωνα με ανώτερο αξιωματούχο του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, στην παρούσα δομή της Οργάνωσης, ο Σάββας Ξηρός ήταν δεύτερος ή τρίτος στην ιεραρχία. Έτσι δεν παρουσιάστηκε τελικά; Αν βάλετε μια άτυπη ιεραρχία εδώ, έτσι βγαίνει. Μόνο που μας το είπε αυτό όταν ήταν ακόμα διασωληνωμένος ο Σάββας Ξηρός και τότε μας είπαν την τάξη που θα είχε στην ιεραρχία.

Για να το γράψει στις 5/7, είναι γραμμένο στις 4/7 το μεσημέρι αυτό. Όλα τα δημοσιεύματα που σας λέω, θεωρείστε ότι έχουν γραφεί μια μέρα πριν. Στις 5/7 πάλι ο κ. Παπαχελάς, στο κρίσιμο ερώτημα τί είναι γνωστό για τα ιδρυτικά μέλη της 17Ν, αν και πότε θα συλληφθούν, ξένος χειριστής της υπόθεσης, εξήγησε: «Έχουμε μια καλή εικόνα για το ποιος είναι ο αρχηγός. Δεν έχουμε όμως ομολογίες ανθρώπων που έχουν συνεργαστεί μαζί του, ούτε άλλο απτό στοιχείο›. Δηλαδή τί μας λέει απλά: «Έχουμε ένοχο και ψάχνουμε ομολογίες›. Είναι σαφές αυτό που γράφει ο κ. Παπαχελάς και το αποδίδει στη γνωστή πηγή του βεβαίως, μία είναι η πηγή.

Το πιο χαρακτηριστικό δημοσίευμα των ημερών ήταν ένα δημοσίευμα της «ΗΜΕΡΗΣΙΑΣ› στις 6 και 7 Ιουλίου, βγαίνει ένα Σαββατοκύριακο. Θεωρήστε ότι έχει γραφεί αυτό 4 Ιουλίου, γιατί επειδή είναι Σαββατοκύριακο, κλείνει μια μέρα νωρίτερα η εφημερίδα, ή έστω 5 Ιουλίου, πάντως πριν καν αρχίσει η κατάθεση του Ξηρού. Δείτε μερικά αποσπάσματα κάτω από το ερώτημα ποιος είναι ο αρχηγός της 17Ν:

Λέει: «Πρόκειται για τον ψηλό που έρχεται το ’75 από το Παρίσι στην Αθήνα συνοδευόμενος από μια γυναίκα και έναν άντρα. Ο άντρας σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες ήταν ο Γιάννης Σερίφης. Το προφίλ του, ηλικιακό και πολιτικό, είναι πλέον γνωστό. Αυτό που δεν είναι γνωστό είναι το ψευδώνυμό του. Το αποκαλύπτει για πρώτη φορά σήμερα η «ΗΜΕΡΗΣΙΑ›, είναι ο Νικήτας που γνώριζαν κάποιοι σύντροφοι από τα παλιά και τον ξανασυνάντησαν ως ψηλό, στην Αθήνα της μεταπολίτευσης›.

Σε άλλο σημείο του ίδιου άρθρου περιγράφεται και το οργανωτικό μοντέλο της 17Ν με αναφορά ότι πηγή είναι οι Διωκτικές Αρχές, στο οποίο μεταξύ άλλων αναφέρονται και τα εξής: «Η ηγεσία της ήταν μονοπρόσωπη› -να το θεώρημα του αρχηγού- «και οι εξουσίες της απόλυτες, μέχρι τη στιγμή τουλάχιστον, χρονικά ασαφή, που οι 40άρηδες κατακτούν στην πράξη μια ισχυρή αυτονομία δράσης. Ο αρχηγός αποφασίζει αποκλειστικά για το στόχο, τον τόπο και το χρόνο της επίθεσης›. Πού το ξέρει; Ο Κουφοντίνας του το είχε πει; «Οι εκτελεστές της επιχείρησης είναι της αποκλειστικής επιλογής του αρχηγού ο οποίος είναι και ο μόνος που γνωρίζει το ολοκληρωμένο σχέδιο›.

Όλο αυτό που είδατε μετά σαν μοντέλο στο βούλευμα, που υποτίθεται ότι στηρίχθηκε σε κάποιες προανακριτικές απολογίες και τα σχετικά, το έχουμε διαβάσεις στις εφημερίδες από πριν. Μας λέει και για το πώς λειτουργούσαν: Για τις συναντήσεις δε χρησιμοποιούν τηλέφωνο ή άλλα μέσα επικοινωνίας, γνωρίζουν μόνο πως σε τακτά χρονικά διαστήματα ανά τρίμηνο θα συναντώνται σε ένα καφενείο.

Να και το καφενείο εκεί που η λογική λέει ότι θα έπρεπε να είναι γιάφκες, ειδικά για προκηρύξεις και τέτοια και ότι δε θα τις κάνουν βόλτα στα καφενεία. Το μοντέλο της αρχηγικής Οργάνωσης φαίνεται ότι ήταν το σενάριο των διωκτικών αρχών πριν από την αποσωλήνωση του Σάββα και δυστυχώς γι αυτούς δεν επιβεβαιώθηκε από κανένα άλλο απτό εύρημα. Ουσιαστικά τέθηκε ως ομολογία.

Τώρα μπαίνει και η κα Μάνδρου πια μετά τις συλλήψεις, έχει πάρει δικαστική διάσταση το πράγμα είναι στο αντικείμενό της εκεί και μας γράφει η κα Μάνδρου στις 6 Ιουλίου στο «ΒΗΜΑ›. «Οι δικαστικές αρχές όμως, σε μια απόπειρα να ξεκαθαρίσουν το τοπίο της πραγματικότητας από τις άπειρες πληροφορίες – φούσκες, μέχρι στιγμής επιβεβαιώνουν τούτα. Ο Ξηρός είναι κεντρικό πρόσωπο της 17Ν. Για άλλους τρεις έχουν δεθεί οι κατηγορίες που θα αποτελέσουν μαζί με τον Ξηρό, την πρώτη φουρνιά κατηγορουμένων.› Και ακούστε και το σημαντικότερο. «Μιλήσει δεν μιλήσει, γνωρίζουν εκείνους που εκείνος ξέρει. Επιπλέον υπάρχουν στοιχεία που οδηγούν στον ηγετικό πυρήνα της 17Ν.› Τι άλλο να μας πει;

Ότι μας λέει ότι η κατάθεση του Σάββα Ξηρού, ήταν άνευ αντικειμένου. Καταλάβετε και εσείς μετά πώς δούλεψε το πράγμα με την κατάθεση του Σάββα του Ξηρού. Όλη την πληροφόρηση την έχουμε από τα πιο επίσημα χείλη πριν χρειαστεί να διαβάσουμε καταθέσεις του Ξηρού. Δείτε τώρα και στις 9 Ιουλίου Δώρα Αντωνίου «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ›. Κάτω από το ερώτημα, τι γνωρίζουν πραγματικά οι διωκτικές αρχές για τον άνθρωπο που θεωρείται αρχηγός της 17Ν;

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή