Το Ανώτατο Δικαστήριο της Μαδρίτης αρνήθηκε να βάλει στο αρχείο τη δίκη εναντίον του Ισπανού δικαστή Μπαλτάσαρ Γκαρθόν, ο οποίος δικάζεται επειδή αποπειράθηκε να διενεργήσει έρευνα γύρω από τους εξαφανισμένους της εποχής του Φράνκο.
Τα επιχειρήματα που παρουσιάσθηκαν από την υπεράσπιση και την εισαγγελία, που ζητούσαν αμφότερες την ακύρωση της δίκης, «δεν είναι επαρκή για να δικαιολογήσουν την ακύρωση της έρευνας», δήλωσε ο δικαστής κατά την έναρξη της δεύτερης ημέρας της ακροαματικής διαδικασίας.
Στη διάρκεια της κατάθεσής του, ο 56χρονος Γκαρθόν επιχείρησε να δικαιολογήσει την έρευνα που διεξήγε από το 2006 ως το 2008 για την τύχη των εξαφανισμένων, θυμάτων του φρανκισμού στην περίοδο του ισπανικού εμφυλίου πολέμου (1936-1939) και στα πρώτα χρόνια της δικτατορίας (1939-1975).
Οι οικογένειες των θυμάτων, οι οποίες είχαν προσφύγει σ' αυτόν το 2006, δήλωσε ο Γκαρθόν ενώπιον του δικαστηρίου, περιέγραφαν μια σειρά από γεγονότα, «εξαφανίσεις, παράνομες κρατήσεις, δολοφονίες», που μπορούσαν να χαρακτηριστούν «σε ορισμένες περιπτώσεις εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, γενοκτονία».
«Προς έκπληξή μου, δεν υπήρχε κανένα δεδομένο για τον εμφύλιο πόλεμο», δήλωσε απαντώντας στο δικηγόρο του, αφού απαρίθμησε πολλούς επίσημους θεσμούς οι οποίοι δεν ήταν σε θέση να του δώσουν μια εκτίμηση για τον αριθμό των εξαφανισμένων.
Η έρευνά του βασίσθηκε τελικά στη δουλειά ενώσεων για την ιστορική μνήμη και στις μαρτυρίες θυμάτων για να υπολογίσει αυτό τον αριθμό σε περισσότερους από 114.000 ανθρώπους, υπενθύμισε.
Ο Μπαλτάσαρ Γκαρθόν, 56 ετών, κατηγορείται από δύο ακροδεξιές ενώσεις ότι παραβίασε το νόμο περί αμνηστίας που ψηφίσθηκε τον Οκτώβριο του 1977, δύο χρόνια μετά το θάνατο του Φρανσίσκο Φράνκο, και ο οποίος είχε στόχο να επιβάλει ένα σύμφωνο σιωπής γαι τα μαύρα χρόνια του ισπανικού εμφυλίου πολέμου (1936-39) και της δικτατορίας (1939-75).
Κατά την έναρξη της δίκης, στις 24 Ιανουαρίου, η υπεράσπιση όπως και η εισαγγελία είχαν ζητήσει την ακύρωση των διώξεων κατά του δικαστή.