Η 32χρονη Φάτμα Ζακαράνα, και τα δύο της παιδιά, ο Μουχάμεντ και ο Αμπίρ, ηλικίας τεσσάρων και τριών ετών, σκοτώθηκαν την περασμένη Κυριακή στην Καμπατίγια, ανατολικά της Τζενίν, όταν το πλήρωμα ενός άρματος μάχης, νομίζοντας πως είχε εντοπίσει νάρκη, άνοιξε πυρ εναντίον τους.
Oι στρατιώτες δε θα δικαστούν. Ούτε καν θα ανακριθούν. Αν είχαν κλέψει μερικά σέκελ από το σπίτι του θύματος, είναι βέβαιο ότι θα περνούσαν από δίκη.
Το μήνυμα που στέλνει λοιπόν ο ισραηλινός στρατός, επισημαίνει ο δημοσιογράφος Γκιντεόν Λεβί στην ισραηλινή εφημερίδα Haaretz, είναι ότι η κλοπή αποτελεί πολύ σοβαρότερο αδίκημα από τη δολοφονία. Κάθε υποψία για λεηλασία αντιμετωπίζεται με αποφασιστικότητα, και ως τώρα έχουν συλληφθεί τουλάχιστον 10 στρατιώτες με την κατηγορία αυτή.
Αντίθετα, ο θάνατος 1.400 Παλαιστινίων, από τους οποίους οι 250 κάτω των 18 ετών, έχει οδηγήσει σε 26 μόλις προκαταρκτικές έρευνες. Και απ’ αυτές, μόνο τρεις οδήγησαν σε παραπομπές.
Το επεισόδιο με τα πέντε παιδιά της οικογένειας αλ-Αστάλ από το Χαν Γιούνις, που σκοτώθηκαν τον περασμένο Νοέμβριο ενώ πήγαιναν στο σχολείο από νάρκη που είχε τοποθετήσει ο ισραηλινός στρατός, τέθηκε στο αρχείο ύστερα από ρητή εντολή του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Σαούλ Μοφάζ.
Από ηθικής πλευράς, συνεχίζει ο ισραηλινός δημοσιογράφος, ο ισραηλινός στρατός αυτοαθωώνεται μόνο με βάση τις προθέσεις του. Είναι αρκετό ότι οι στρατιώτες δεν σκότωσαν σκόπιμα τη μητέρα και τα δύο της παιδιά στην Καμπατίγια ή ότι τα πέντε παιδιά στο Χαν Γιούνις δεν δολοφονήθηκαν από πρόθεση.
Η απουσία πρόθεσης, όμως, δεν αποτελεί επαρκές κριτήριο. Το ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι αν οι στρατιώτες έκαναν αυτό που έπρεπε ώστε να μη σκοτωθούν γυναίκες και παιδιά.
Η αίσθηση που επικρατεί αυτή τη στιγμή είναι ότι δεν υπάρχει κανείς περιορισμός στη δολοφονία Παλαιστινίων, αφού ο στρατός σε κάθε περίπτωση θα καλύψει τους στρατιώτες. Οι στρατιώτες δεν χρειάζεται να έχουν ένα «δικηγόρο δίπλα τους», όπως διαμαρτύρονταν στην πρώτη ιντιφάντα. Οταν ο στρατιώτης γνωρίζει ότι δεν θα υποστεί καμιά κύρωση, ανοίγει πυρ με το παραμικρό.
«Η χαρά κάθε οδηγού είναι να γκρεμίζει ένα σπίτι», έλεγαν οι Ισραηλινοί που γκρέμιζαν με τις μπουλντόζες τους σπίτια στην Τζενίν, όπως έγραψε η μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα Yedioth Ahronoth στις 10 Μαϊου. Οι στρατιώτες πρόσθεταν μάλιστα ότι δεν φοβούνταν τη διεξαγωγή έρευνας για τις πράξεις τους. Δεν είναι λοιπόν πιθανό, μέσα στον ενθουσιασμό τους, να γκρέμισαν και σπίτια που δεν περιλαμβάνονταν στον κατάλογο; Δεν είναι πολύ πιθανό να είχε δίκιο η οργάνωση Human Rights Watch όταν έλεγε ότι η μαζική κατεδάφιση σπιτιών είναι δυσανάλογη προς τους στρατιωτικούς στόχους αυτής της επιχείρησης; Ποιος θα ερευνήσει όλες αυτές τις καταγγελίες;
Το Ισραήλ δεν είναι όμως μόνο του σε αυτό το «παιχνίδι» και δεν μπορεί να συνεχίσει να περιφρονεί τα ηθικά κριτήρια της διεθνούς κοινότητας. Η Ευρωπαϊκή Ενωση αντιτίθεται στον «πόλεμο με πλήρη ατιμωρησία» και σκοπεύει να ζητήσει τη δίκη και την τιμωρία όσων παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Για τη διεθνή κοινότητα, η δολοφονία μιας γυναίκας και των δύο της παιδιών, η δολοφονία πέντε παιδιών που πήγαιναν στο σχολείο, η παρεμπόδιση της μεταφοράς ιατρικού εξοπλισμού στους τραυματίες και η άρνηση να επιτραπεί σε ετοιμόγεννες γυναίκες να πάνε στο νοσοκομείο συνιστούν εγκλήματα, και εκείνοι που τα διαπράττουν πρέπει να τιμωρηθούν.
Αν λοιπόν το Ισραήλ δεν παραπέμψει σε δίκη τους υπευθύνους, θα το πράξει η διεθνής κοινότητα. Και αυτό θα αχρηστεύσει τις υποσχέσεις του Μοφάζ και του υπουργού Δικαιοσύνης ότι κανείς δεν θα πειράξει τους ισραηλινούς στρατιώτες. Οι στρατιώτες, καταλήγει ο Γκιντεόν Λεβί, οφείλουν να γνωρίζουν ότι αν το Κόσοβο βρίσκεται μπροστά μας, η Χάγη δεν είναι πολύ πίσω.