Για εισπρακτικού χαρακτήρα λογικές κάνει λόγο ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, Γ. Αδαμόπουλος, σε ανακοίνωσή του αναφορικά με τον προσδιορισμό του ύψους της καταβλητέας προς τους αντιπροσώπους της δικαστικής αρχής αποζημίωσης.
Όπως επισημαίνει ο κ. Αδαμόπουλος για πρώτη φορά στην ιστορία των εκλογικών διαδικασιών, επελέγη τόσο η υπαγωγή της αποζημίωσης των δικαστικών αντιπροσώπων σε φόρο εισοδήματος, όσο και η επιβολή επ’ αυτής λοιπών «ακατανόητων κρατήσεων» (κράτηση υπέρ Μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων: 3%, τέλος χαρτοσήμου και ΟΓΑ χαρτοσήμου: 3,6% επί του 3% της προαναφερθείσας κράτησης υπέρ ΜΤΠΥ, δηλαδή σύνολο κρατήσεων: 23,11%).
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΔΣΑ, «εντέχνως και για προφανείς λόγους εντυπωσιασμού και αποπροσανατολισμού αφενός μεν των δικαστικών αντιπροσώπων, αφετέρου δε της κοινωνίας με στόχο να παρουσιαστούν τα εν λόγω ποσά ως ιδιαίτερα υψηλά σε σχέση με τη δυσμενή οικονομική συγκυρία, η εκ μέρους του αρμόδιου υπουργείου σχετική ανακοίνωση των ποσών των καταβλητέων αποζημιώσεων ουδεμία αναφορά έκανε στο γεγονός ότι – κατόπιν της θέσπισης του άρθρου 3 του νόμου 4051/2012 – τα εν λόγω ποσά αφενός μεν υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου 20%, συν κράτηση ΜΤΠΥ και τέλος χαρτοσήμου, αφετέρου δε συγκαταλέγονται στα ετήσια φορολογητέα εισοδήματα του δικαστικού αντιπροσώπου και συνυπολογίζονται για τον προσδιορισμό του σχετικού φόρου εισοδήματος».
Ο κ. Αδαμόπουλος υποστηρίζει ότι η υιοθέτηση της εν λόγω απόφασης αποδεικνύει την πλήρη επικράτηση λογικών εισπρακτικού χαρακτήρα, που, όπως τονίζει, «νοθεύουν μια αμιγώς θεσμική διαδικασία και εγκλωβίζουν την άσκηση των καθηκόντων δημοσίων λειτουργών σε φοροεισπρακτικές και φοροδοτικές λογικές».
Καλεί τέλος το αρμόδιο υπουργείο να αναλογισθεί τον «άτοπο και παράλογο» χαρακτήρα της προαναφερθείσας φορολόγησης και να προβεί άμεσα σε αναπροσαρμογή προς τα πάνω των καταβαλλόμενων ποσών, προκειμένου, όπως αναφέρει, «να ανταποκρίνονται επαρκώς και αξιοπρεπώς στο μέτρο των θεσμικών καθηκόντων που πρόκειται να ασκηθούν».