Η τιμή των παράνομων ναρκωτικών στη Βρετανία δεν ήταν ποτέ χαμηλότερη. Και το μήνυμα, σημειώνει το περιοδικό «Economist», είναι σαφές: η απαγορευτική πολιτική απέτυχε.
Αν η βρετανική κυβέρνηση αναζητεί ένα δείκτη για την αποτελεσματικότητα του πολέμου της κατά των ναρκωτικών, αρκεί να δει τι γίνεται με τις τιμές.
Η απειλή του κρακ, που είναι το πιο επικίνδυνο από τα παράνομα ναρκωτικά, αυξάνεται ευθέως ανάλογα με τη διαθεσιμότητα της κοκαϊνης. Την τελευταία δεκαετία, η «τιμή δρόμου» τόσο των μαλακών όσο και των σκληρών ναρκωτικών έχει μειωθεί σημαντικά. Η τιμή της κοκαϊνης και της ηρωίνης έχει μειωθεί κατά το ένα τρίτο, ενώ η τιμή του έκσταση έχει μειωθεί άνω του 50%.
Εάν ληφθεί μάλιστα υπόψη ότι στο διάστημα αυτό οι τιμές του ουίσκι και της μπύρας έχουν διπλασιαστεί και οι τιμές των τσιγάρων έχουν τριπλασιαστεί, η πραγματική μείωση της τιμής των ναρκωτικών είναι ακόμα μεγαλύτερη. Τα παράνομα ναρκωτικά στη Βρετανία είναι σήμερα φτηνότερα από ένα βράδυ στην παμπ. Το LSD κοστίζει λιγότερο από ένα πακέτο τσιγάρα.
Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνουν ότι οι ολοένα εντεινόμενες προσπάθειες να καταπολεμηθούν τα ναρκωτικά έχουν πολύ μικρό αποτέλεσμα. Τα τελευταία πέντε χρόνια, οι ποσότητες ηρωίνης που κατάσχονται από την αστυνομία έχουν υπερδιπλασιαστεί και οι ποσότητες κοκαϊνης έχουν πενταπλασιαστεί. Οι αξιωματούχοι των Τελωνείων και της Υπηρεσίας Εμμέσων Φόρων αναγνωρίζουν όμως ότι οι ποσότητες αυτές αντιπροσωπεύουν ένα μικρό μέρος, ίσως όχι μεγαλύτερο του 10%, των ναρκωτικών που εισέρχονται στη χώρα. Οπως παραδέχεται ο Τέρι Μπερν, ανώτερο στέλεχος της Υπηρεσίας, οι προσπάθειες που καταβάλλονται δεν οδηγούν ούτε σε μείωση της προσφοράς ούτε σε αύξηση της τιμής των παράνομων ναρκωτικών.
Ο στόχος της κυβέρνησης ήταν να μειωθεί η διαθεσιμότητα των πιο επικίνδυνων ναρκωτικών κατά 25% μέχρι το 2005 και κατά 50% μέχρι το 2008. Το πιθανότερο όμως είναι ότι η προσφορά ναρκωτικών όχι μόνο δεν θα μειωθεί σε αυτό το διάστημα, αλλά αντίθετα θα αυξηθεί.
Η Ενωση Αστυνομικών Διοικητών της Βρετανίας επισημαίνει ότι αν το κριτήριο με το οποίο αξιολογείται μια πολιτική κατά των ναρκωτικών είναι η μείωση των ανθρώπων που χρησιμοποιούν ναρκωτικά και η μείωση των εγκλημάτων που διαπράττονται προκειμένου να εξευρεθούν χρήματα για την αγορά ναρκωτικών, τότε αυτή η πολιτική έχει αποτύχει.
Σε έκθεσή της που δόθηκε στη δημοσιότητα τον περασμένο μήνα, μια Επιτροπή που συγκρότησε το υπουργείο Εσωτερικών τονίζει ότι η κυβέρνηση πρέπει να επικεντρώσει τις προσπάθειές της στη θεραπεία, και όχι στη δίωξη των 250.000 τοξικομανών βαριάς μορφής. Η Επιτροπή αυτή ζητά να αρχίσει πειραματικά η χορήγηση ηρωίνης σε τοξικομανείς, να ανοίξουν κέντρα «ασφαλών ενέσεων» και να υποβιβαστεί το έκσταση στην κατηγορία των λιγότερο επικίνδυνων ναρκωτικών.
Ολα αυτά είναι πολύ προχωρημένα για την κυβέρνηση. Παρά ταύτα, ο νέος υπουργός Εσωτερικών Ντέιβιντ Μπλάνκετ προτίθεται να αποδειχθεί τολμηρότερος από τον προκάτοχό του και να παρουσιάσει τον ερχόμενο μήνα μια αναθεωρημένη εθνική στρατηγική κατά των ναρκωτικών που θα υιοθετήσει πολλές από τις προτάσεις της Επιτροπής.
Αγνωστο είναι βέβαια αν αυτή η στρατηγική θα έχει αποτελέσματα. Ενα πρόβλημα είναι το κόστος. Η χορήγηση ηρωίνης σε τοξικομανείς βαριάς μορφής θα κοστίσει πάνω από 250 εκατομμύρια λίρες τον χρόνο. Οπως επισημαίνει όμως η οργάνωση Transform, που τάσσεται υπέρ της νομιμοποίησης, η σημερινή πολιτική κοστίζει πάνω από 10 δισεκατομμύρια λίρες τον χρόνο, αν λάβει κανείς υπόψη του τα εγκλήματα που διαπράττονται και τη συντήρηση στις φυλακές όσων καταδικάζονται γι’ αυτά. Το να μην κάνεις τίποτα μπορεί να είναι πολιτικά ασφαλές. Δεν αποτελεί όμως την πιο φτηνή εναλλακτική λύση.