Η ύδρευση και η άρδευση συνιστούν λόγους «σημαντικού δημόσιου συμφέροντος» οι οποίοι μπορούν, καταρχήν, να δικαιολογήσουν σχέδιο εκτροπής ύδατος ελλείψει εναλλακτικών λύσεων, απεφάνθη το Δικαστήριο της Ε.Ε. αναφορικά με το ζήτημα της εκτροπής του Αχελώου.
Ταυτόχρονα, όμως, συμπληρώνει το Δικαστήριο, το κράτος μέλος οφείλει να προσδιορίσει με ακρίβεια τις συνέπειες που θα έχει για τις περιοχές για τις οποίες πρόκειται η υλοποίηση του σχεδίου και να λάβει κάθε αναγκαίο αντισταθμιστικό μέτρο ώστε να εξασφαλιστεί η προστασία της συνολικής συνοχής του Natura 2000.
Μετά από προσφυγή διάφορων οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και οργανώσεων στο Συμβούλιο της Επικρατείας με την οποία ζητούσαν την ακύρωση του σχεδίου εκτροπής του ποταμού, το ΣτΕ αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο της Ε.Ε. σειρά ερωτημάτων ως προς την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης.
Το Δικαστήριο αφού απάντησε ότι η οδηγία-πλαίσιο για τα ύδατα και η οδηγία για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων δημόσιων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (γνωστή ως οδηγία «ΕΠE») δεν αποκλείουν, καταρχήν, το επίμαχο σχέδιο, προέβη στην ερμηνεία της οδηγίας για τους οικοτόπους.
Συναφώς, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ο κατάλογος των προστατευόμενων τόπων κοινοτικής σημασίας (ΤΚΣ) για τη μεσογειακή βιογεωγραφική περιοχή –ο οποίος, όσον αφορά την οικεία ζώνη, περιλαμβάνει διάφορες λίμνες και το δέλτα του ποταμού Αχελώου– τέθηκε σε ισχύ πριν την έκδοση του νόμου με τον οποίο εγκρίθηκε το σχέδιο μερικής εκτροπής του ποταμού Αχελώου. Επιπλέον, η Ελλάδα όφειλε να λάβει μέτρα προστασίας των τόπων αυτών, δυνάμενα να διαφυλάξουν το ουσιώδες οικολογικό ενδιαφέρον που οι τόποι αυτοί παρουσιάζουν σε εθνικό επίπεδο, αφ’ ης στιγμής πρότεινε να περιληφθούν στον εθνικό κατάλογο ΤΚΣ. Επομένως, η Ελλάδα όφειλε, πριν ακόμη τεθεί σε ισχύ η απόφαση με την οποία εγκρίθηκε ο κατάλογος των ΤΚΣ, να απαγορεύσει παρεμβάσεις που ενδέχετο να θέσουν σοβαρά σε κίνδυνο τα οικολογικά χαρακτηριστικά των τόπων αυτών. Μετά την κοινοποίηση της εν λόγω αποφάσεως στο οικείο κράτος μέλος, η διαδικασία εκτιμήσεως των επιπτώσεων πρέπει να διασφαλίζει ότι το σχέδιο εγκρίνεται καθόσον δεν πρόκειται να παραβλάψει την ακεραιότητα του τόπου αυτού. Η διαδικασία αυτή εκτιμήσεως πρέπει να διενεργείται κατά τρόπον ώστε οι αρμόδιες αρχές να μπορούν να βεβαιωθούν ότι ένα σχέδιο δεν πρόκειται να έχει επιβλαβείς συνέπειες για την ακεραιότητα του οικείου τόπου. Επομένως, σχέδιο εκτροπής ύδατος μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διατήρηση μιας ζώνης ειδικής προστασίας (ΖΕΠ), αλλά δυνάμενο να επηρεάσει σημαντικά τη ΖΕΠ αυτή, δεν μπορεί να εγκριθεί ελλείψει αξιόπιστων και επικαιροποιημένων δεδομένων για την ορνιθοπανίδα της περιοχής αυτής.
Επιπροσθέτως, στην περίπτωση κατά την οποία, παρά τα αρνητικά συμπεράσματα της εκτιμήσεως των επιπτώσεων επί του τόπου, ένα πρόγραμμα ή σχέδιο πρέπει να υλοποιηθεί –για επιτακτικούς λόγους σημαντικού δημοσίου συμφέροντος, περιλαμβανομένων λόγων κοινωνικής ή οικονομικής φύσεως– και εφόσον δεν υφίστανται εναλλακτικές λύσεις, η γνώση των επιπτώσεων αυτών συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για τη στάθμιση των λόγων δημοσίου συμφέροντος σε σχέση με τις επιβλαβείς συνέπειες που το σχέδιο θα έχει για τον οικείο τόπο, προκειμένου να καθοριστούν τα αντισταθμιστικά μέτρα. Συγκεκριμένα, το κράτος μέλος οφείλει να λάβει κάθε αναγκαίο αντισταθμιστικό μέτρο ώστε να εξασφαλισθεί η προστασία της συνολικής συνοχής του Natura 2000. Το κράτος μέλος οφείλει να λάβει υπόψη το εύρος της εκτροπής ύδατος και το μέγεθος των έργων που αυτή συνεπάγεται και, συνακόλουθα, να προσδιορίσει με ακρίβεια τις βλάβες που θα επέλθουν στον τόπο αυτόν από την υλοποίηση του σχεδίου.
Η ύδρευση και η άρδευση συνιστούν λόγους «σημαντικού δημόσιου συμφέροντος» οι οποίοι μπορούν, καταρχήν, να δικαιολογήσουν σχέδιο εκτροπής ύδατος ελλείψει εναλλακτικών λύσεων.
Αντιθέτως, η υλοποίηση σχεδίου εκτροπής ύδατος το οποίο έχει επιβλαβείς συνέπειες για την ακεραιότητα ενός ΤΚΣ όπου ευρίσκονται ένας τύπος φυσικού οικοτόπου προτεραιότητας ή/και ένα είδος προτεραιότητας μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο με την επίκληση λόγων που συνδέονται με την υγεία των ανθρώπων και με θετικές συνέπειες πρωταρχικής σημασίας για το περιβάλλον. Η ύδρευση περιλαμβάνεται, καταρχήν, μεταξύ των λόγων που συνδέονται με την υγεία των ανθρώπων. Όσον αφορά την άρδευση, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο, υπό ορισμένες περιστάσεις, αυτή να έχει θετικές συνέπειες πρωταρχικής σημασίας για το περιβάλλον. Άλλοι επιτακτικοί λόγοι σημαντικού δημοσίου συμφέροντος μπορούν να προβληθούν μόνον κατόπιν γνωμοδοτήσεως της Επιτροπής.
Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να κρίνει αν, στην περίπτωση περί της οποίας πρόκειται, το σχέδιο έχει πράγματι επιβλαβείς συνέπειες για την ακεραιότητα ενός ή περισσοτέρων ΤΚΣ όπου ευρίσκονται ένας τύπος φυσικού οικοτόπου προτεραιότητας ή/και ένα είδος προτεραιότητας.
Τέλος, το Δικαστήριο επιβεβαιώνει ότι η οδηγία για τους οικοτόπους, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα της αρχής της αειφόρου αναπτύξεως, επιτρέπει, προκειμένου περί περιοχών εντός του δικτύου Natura 2000, τη μετατροπή φυσικού ποτάμιου οικοσυστήματος σε ανθρωπογενές ποτάμιο και λιμναίο οικοσύστημα υπό τον όρο, ιδίως, ότι το κράτος μέλος λαμβάνει κάθε αναγκαίο αντισταθμιστικό μέτρο ώστε να εξασφαλισθεί η προστασία της συνολικής συνοχής του Natura 2000. Συγκεκριμένα, ο κυριότερος σκοπός της οδηγίας είναι να ευνοήσει τη διατήρηση της βιοποικιλότητας, λαμβάνοντας συγχρόνως υπόψη τις οικονομικές, κοινωνικές, πολιτιστικές και περιφερειακές απαιτήσεις. Η διατήρηση της βιοποικιλότητας αυτής ενδέχεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, να απαιτεί την ενθάρρυνση ανθρώπινων δραστηριοτήτων.