Την ανησυχία του για τη «δυσχερή κατάσταση» των ροδακινοπαραγωγών της χώρας, εξαιτίας των εμποδίων που εντοπίζονται στη χορήγηση δανείων από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα προς τις βιομηχανίες μεταποίησης ροδακίνου, εκφράζει ο ευρωβουλευτής της ΝΔ, Γ. Παπαστάμκος, με ερωτήσεις του προς την Κομισιόν.
Όπως επισημαίνει ο ευρωβουλευτής, οι τράπεζες προχωρούν στην παύση της χορήγησης πιστώσεων προς κάθε αγροτική συνεταιριστική οργάνωση, προβάλλοντας ως αφορμή την εκκρεμή αναθεώρηση του ρυθμιστικού πλαισίου λειτουργίας των αγροτικών συνεταιρισμών. Περαιτέρω εμπόδια εγείρει και η άρνηση του ελληνικού δημοσίου για παροχή εγγυήσεων για τη χορήγηση δανείων προς συνεταιριστικές οργανώσεις ροδακινοπαραγωγών εξαιτίας παλαιοτέρων χρεών τους.
Ο ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, Γιώργος Παπαστάμκος.
Ο κ. Παπαστάμκος ερωτά μεταξύ άλλων την Επιτροπή ποια μέτρα προτείνει για την προστασία των παραγωγών, δεδομένου, όπως αναφέρει ότι οι Έλληνες αγρότες «βρίσκονται σε εξαιρετικά δεινή οικονομική κατάσταση και όντας απροστάτευτοι απέναντι στον καιροσκοπισμό μεσαζόντων».
Ζητεί επίσης να διευκρινιστεί αν διεξάγεται έλεγχος νομιμότητας για την εφαρμογή της υπ' αριθμ. 2/75172/0025/6-01-2007 απόφασης του υπουργείου Οικονομικών ως προς την παροχή εγγύησης του Δημοσίου για τη ρύθμιση οφειλών προς την Αγροτική Τράπεζα και αν ναι πότε ξεκίνησε η εν λόγω έρευνα και σε ποιο στάδιο βρίσκεται.
Ο ευρωβουλευτής έχει θέσει προς την Κομισιόν και στο παρελθόν τα προβλήματα των ροδακινοπαραγωγών, όπως για παράδειγμα το ύψος της τιμής του συμπύρηνου ροδακίνου και τις πληρωμές από τις βιομηχανίες κομπόστας για την προ καιρού παραδοθείσα παραγωγή τους.
Σύμφωνα με απάντηση της Κομισιόν, οι τιμές είναι συνήθως το αποτέλεσμα ιδιωτικών διαπραγματεύσεων με βάση τη ζήτηση και την προσφορά. Όσον αφορά το 2010, η μέση τιμή για τα ροδάκινα προς μεταποίηση (κονσέρβες) ανερχόταν στα 0,20 ευρώ/χγρ. σε όλη την Ευρώπη. Στην Ισπανία, τον δεύτερο μετά την Ελλάδα εξαγωγέα κομπόστας στην ΕΕ, η εν λόγω τιμή για το έτος εμπορίας 2010/2011 ανήλθε σε 0,21 ευρώ/χγρ., εμφανώς χαμηλότερη σε σχέση προς το έτος εμπορίας 2008/2009 που ανήλθε σε 0,31 ευρώ/χγρ.