Για συστηματική απόπειρα να παρουσιαστεί η περίοδος της πρωθυπουργίας του ως «μια εποχή χωρίς σημασία για την Ελλάδα», κάνει λόγο ο Κώστας Σημίτης σε πολυσέλιδο κείμενο που απέστειλε στους βουλευτές και εν συνεχεία έδωσε στη δημοσιότητα, με αφορμή τις αιτιάσεις που διατυπώνονται από τη ΝΔ στο πόρισμα της εξεταστικής επιτροπής για την υπόθεση Siemens.
Με την παρέμβασή του ο πρώην πρωθυπουργός επιχειρεί να αντικρούσει επιχειρήματα και εκτιμήσεις όπως αυτές που έχουν περιληφθεί στο πόρισμα της Εξεταστικής που συζητείται την Παρασκευή στη Βουλή, και υπογραμμίζει ότι «από το 1996 έως το 2004 έκανε η χώρα έκανε σημαντικά βήματα για την ανάπτυξη της, το διεθνές κύρος της, τις υποδομές και τη βελτίωση της διαβίωσης των πολιτών».
«Μια σύγκριση με το σήμερα είναι εύγλωττη», αναφέρει ο πρώην πρωθυπουργός, κάνοντας λόγο για «αντιπαραθέσεις εντυπώσεων και κομματικές διαμάχες που δεν ωφελούν τη χώρα».
Ο κ. Σημίτης διαψεύδει κατηγορηματικά ότι γνώριζε τον Μιχάλη Χριστοφοράκο, ενώ αναγνωρίζει ότι κατά την επιλογή κάποιων συνεργατών έγιναν και λάθη, χωρίς ωστόσο ονομαστική αναφορά στους κ.κ. Αν. Μαντέλη και Θ. Τσουκάτο.
Θέτει επίσης θέμα αξιοπιοστίας καταθέσεων προσώπων που προσήλθαν ως μάρτυρες στην εξεταστική καθώς με το κείμενο που δόθηκε στη δημοσιότητα επισημαίνεται ότι «ο κ. Σημίτης κατήγγειλε όσους από την ελληνική πλευρά πήραν χρήματα είτε από ασυγχώρητη επιπολαιότητα είτε παραβλέποντας τις νομικές και ηθικές υποχρεώσεις τους». Αναμφισβήτητο όμως, προστίθεται στην επιστολή, «πρέπει να είναι επίσης, ότι οι υπάλληλοι της Ζήμενς δηλώνουν ό,τι συμφέρει αυτούς και την επιχείρηση».
Ειδικότερα, όσον αφορά στις προγραμματικές συμβάσεις του ΟΤΕ, κεντρικό επιχείρημα του πρώην πρωθυπουργού αναδεικνύεται η άποψη ότι «η προϊστορία των προγραμματικών συμφωνιών, όπως τη διαμόρφωσαν όλες οι κυβερνήσεις από το 1980 έως το 1996, προσδιόρισε τα καθοριστικά δεδομένα για τις προγραμματικές συμβάσεις».
Ο πρώην πρωθυπουργός σημειώνει επίσης ότι στην πορεία ψηφιοποίησης του ΟΤΕ «αλλαγή της τεχνολογίας θα σήμαινε μια μεγάλη χρηματική και τεχνική επιβάρυνση του ΟΤΕ και νέες καθυστερήσεις», δεδομένου ότι το 1996 υπήρχαν δύο αναπτυγμένα εργοστάσια παραγωγής τηλεπικοινωνιακού υλικού στην Ελλάδα και σε ποσοστό 36% η τεχνολογία που χρησιμοποιούσε ο ΟΤΕ είναι από αυτά τα δύο εργοστάσια.
Το πρόβλημα της ψηφιοποίησης του ΟΤΕ «αποτελούσε το 1996 το πιο επείγον θέμα για την ανάπτυξη της χώρας» και «είναι εξοργιστικό να παρουσιάζεται σήμερα το θέμα του επείγοντος ως κατασκευασμένο», αναφέρει ο πρώην πρωθυπουργός σε ό,τι αφορά την τεχνολογία Siemens και Ιντρακόμ. Υποστηρίζει ακόμη ότι «η μεγάλη πλειοψηφία των τηλεπικοινωνιακών οργανισμών έχει το πολύ δύο προμηθευτές» και ότι «σοβαρές οικονομίες κλίμακας εξασφαλίζονται με μάξιμουμ δύο προμηθευτές».
Στο ερώτημα που τέθηκε επίμονα κατά τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής για τους λόγους που η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ προέκρινε τη σύναψη προγραμματικών συμφωνιών αντί για τη διενέργεια διεθνών διαγωνισμών, ο πρώην πρωθυπουργός αναφέρει ότι η ΕΕ είχε επιτρέψει την ανάθεση της ψηφιακοποίησης των τηλεπικοινωνιακών δικτύων στις βιομηχανίες κάθε χώρας με προγραμματικές συμβάσεις ώστε να μην διενεργούνται διεθνείς διαγωνισμοί. Στόχος, όπως σημειώνει, ήταν να ενισχυθούν οι εγχώριες βιομηχανίες, να βελτιωθεί η τεχνολογία, να αυξηθεί η απασχόληση και να δοθεί δουλειά σε πολλές μικρές επιχειρήσεις με βοηθητικό ρόλο.
Αναφερόμενος στο ιστορικό της παραίτησης του κ. Χάρη Καστανίδη, διευκρινίζει ότι η πρόταση του πρώτου για την ίδρυση ανεξάρτητης Αρχής με την ονομασία "Συμβούλιο ελέγχου προμηθειών και έργων", προέβλεπε ρητά την εξαίρεση των προγραμματικών συμφωνιών από τον έλεγχο της. Δηλαδή, και αν ακόμη γινόταν δεκτή η πρόταση του, αναφέρει ο κ. Σημίτης, για τις προγραμματικές συμβάσεις του ΟΤΕ θα εφαρμοζόταν η ίδια διαδικασία που είχε εφαρμοστεί από την τότε κυβέρνηση.