Υπάρχουν και καλοί και καλύτεροι υπουργοί, αυτό που δεν υπάρχει, όμως, είναι τέλειοι υπουργοί και μάλιστα όταν παίρνουν αποφάσεις σε αχαρτογράφητα νερά, ανέφερε -μεταξύ άλλων- για τον επικείμενο ανασχηματισμό, ο Πρωθυπουργός κατά τη δευτερολογία του στη συνεδρίαση της ΚΟ του ΠΑΣΟΚ.
Aκολουθεί το πλήρες κείμενο της δευτερολογίας του Πρωθυπουργού στην ΚΟ του ΠΑΣΟΚ:
Αγαπητοί συνάδελφοι, φίλες και φίλοι, αγαπητέ Βασίλη, πολύ σωστά είπες «μια πολύ ωραία συνεδρίαση». Γιατί είναι ωραία; Πρώτα απ΄ όλα, γιατί νομίζω ότι αναδείξαμε ακριβώς, σε μια στιγμή ταυτόχρονης σύγκλισης των δύο Κοινοβουλευτικών Ομάδων των δύο μεγάλων κομμάτων, μια διαφορετική ποιότητα, την οποία εμείς θέλουμε, για να εμπεδώνουμε κι έναν διαφορετικό πολιτικό πολιτισμό, η οποία όμως ποιότητα έχει και μια μεγάλη βάση στις αξίες μας.
Δείξαμε σήμερα μια ενότητα εδώ, σε αυτή την Κοινοβουλευτική Ομάδα, όχι βάσει του φόβου ή βάσει μιας απειλής, αλλά βάσει της ευθύνης και βάσει της Δημοκρατίας και της ελεύθερης έκφρασης των διαφορετικών απόψεων. Και αυτό μας χαρακτηρίζει.
Δεν θα ήταν εδώ τόσες ώρες οι βουλευτές μιας Κοινοβουλευτικής Ομάδας, να μιλούν, να τοποθετούνται, να αγωνιούν, εάν η αγωνία τους ήταν για την εξουσία και όχι για την αξία. Εμείς είμαστε εδώ για να υπηρετήσουμε την αξία και όχι για να υπηρετήσουμε την όποια εξουσία. Και αυτή είναι η διαφορά μας, αυτή είναι η δημοκρατική μας διαφορά και είναι αυτό που δείχνει και η Κοινοβουλευτική μας Ομάδα, η οποία έδειξε μια ενότητα πνοής και στόχων, παρά τις οποιεσδήποτε επιμέρους διαφορές.
Ακουσα τις προτάσεις και τις αξιόλογες συμβουλές όλων των συναδέλφων. Ακουσα τις παρατηρήσεις για τον ανασχηματισμό και τη νέα Κυβέρνηση, τις οποίες και θα λάβω υπόψη.
Παράλληλα, θέλω να τονίσω ότι υπάρχουν και καλοί και καλύτεροι Υπουργοί, αυτό που δεν υπάρχει, όμως, είναι τέλειοι Υπουργοί και, μάλιστα, όταν παίρνουν αποφάσεις σε αχαρτογράφητα νερά. Παρότι ξέρουμε ποιος είναι ο στόχος, θα πρέπει συνεχώς το τιμόνι να κάνει διορθωτικές κινήσεις.
Αυτός που έχει το τιμόνι, είτε είναι Υπουργός, είτε είναι Πρωθυπουργός, ή οποιοσδήποτε σε μια Διοίκηση, πρέπει να κάνει συνεχώς διορθωτικές κινήσεις σε αχαρτογράφητα νερά και, μάλιστα, σε φουρτούνες. Αυτό γίνεται και θα γίνεται και δεν πρέπει να το φοβόμαστε, αρκεί να ξέρουμε και ξέρουμε ποιος είναι ο στόχος.
Θέλουμε επίσης να ξέρουμε ότι το έργο που αναλάβαμε δεν είναι έργο μερικών ή των καλύτερων Υπουργών, είναι το έργο όλων μας, όχι μόνο της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, σίγουρα μεγάλη ευθύνη έχει πέσει στους ώμους της Κοινοβουλευτικής μας Ομάδας, αλλά είναι και όλων των πολιτών. Όπως είπε κάποιος, είναι εθνικά τα χαρακτηριστικά της κρίσης και πρέπει να κωπηλατούμε όλοι, αλλιώς θα υπάρχει αδράνεια, θα υπάρχει ηττοπάθεια, θα υπάρχει απλά διαμαρτυρία.
Δυστυχώς, το πολιτικό σύστημα, έτσι όπως λειτούργησε, πελατειακά, δεν επέτρεψε να υπάρχει οξυγόνο στη συμμετοχή, δεν επέτρεψε και δεν δημιούργησε θεσμούς συμμετοχικούς, μέσα από τους οποίους να βγαίνουν ιδέες, προτάσεις, πρωτοβουλίες, αλλά ήταν περισσότερο για το πώς θα πιάσεις το μέσον, ποιον θα έχεις στην Κυβέρνηση και ποιος θα έχει την εξουσία.
Και αυτό είναι ένα ακόμα πρόβλημα σήμερα, που χρειάζεται η πρωτοβουλία και η συμμετοχή. Διότι πού και πώς θα έχει την πρωτοβουλία ο πολίτης; Πώς θα εκφραστεί, πώς θα εφαρμοστεί μια πολύ καλή πρωτοβουλία ή ιδέα που μπορεί να έχει ο Έλληνας πολίτης; Και αυτό προσπαθούμε να το διορθώσουμε, δίνοντας σάρκα και οστά σε μια πιο συμμετοχική λειτουργία. Αλλά αυτή ακριβώς είναι η ανάγκη: η πρωτοβουλία, η συμμετοχή, η δημιουργία.
Βέβαια, το ερώτημα είναι προς τα πού; «Υπάρχει σχέδιο;», άκουσα. Πρώτη φορά έχουμε ένα πρόγραμμα εθνικό, συστηματικό και μακρόπνοο και δεν εννοώ μόνο το δημοσιονομικό κομμάτι, δεν εννοώ μόνο το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα, εννοώ και όλες τις μεγάλες αλλαγές, αυτές που όχι μόνο υποσχεθήκαμε, αλλά που ήδη προγραμματίζουμε, ένα εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης.
Άκουσα ότι η κρίση, από οικονομική, γίνεται πολιτική και θεσμική. Εγώ θα το έλεγα αντίστροφα, η κρίση ήταν και αξιών και θεσμών και πολιτικής. Και αυτή η κρίση έγινε οικονομική - τελικά, είχε ως σύμπτωμα την οικονομία. Το λέω αυτό μετά λόγου γνώσεως και έχοντας την εμπειρία αυτούς τους τελευταίους μήνες, δυστυχώς - δεν είναι χαρά μου να «πετάω» από τη μία ήπειρο στην άλλη, για να προσπαθώ να διαπραγματεύομαι, να πείθω και να δημιουργώ μία νέα αξιοπιστία αυτής της χώρας.
Και ένας λόγος, για τον οποίο πολλά πράγματα μπορεί να έπρεπε να «τρέχουν» ακόμα πιο γρήγορα, είναι ότι πάρα πολλοί Υπουργοί και, βεβαίως, και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, εγώ ο ίδιος, κάθε ημέρα, όπως και ο Ελληνικός λαός, παρακολουθούμε με δέος τις εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο, τις προβλέψεις, τις Κασσάνδρες, τις προφητείες, και κάνουμε αυτό που μπορούμε, το οποίο αναλώνει και χρόνο και κόπο και ψυχολογία, για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε μια πρωτόγνωρη κατάσταση.
Θα ήταν πολύ πιο ευεργετικό και για εμένα και για τη χώρα και για την Κυβέρνηση και για όλους μας, αν είχαμε περισσότερο χρόνο για να ασχοληθούμε ακριβώς με την κοινωνική πρόνοια που πάσχει, με την παιδεία που πάσχει, με το κράτος που πάσχει, με τη γραφειοκρατία, με τις επενδύσεις που πάσχουν. Αυτό είναι που πρέπει να κάνουμε. Κι όμως, ένα μεγάλο μέρος του χρόνου μας αναλώνεται στο να χορεύουμε, όπως ειπώθηκε, πεντοζάλη στην άκρη του γκρεμού, ενώ έχουμε πολλά άλλα, πιο δημιουργικά να κάνουμε.
Όμως, το λέω μετά λόγου γνώσεως, γιατί έχοντας συναντήσει πολλούς ηγέτες ανά τον κόσμο, είχα και την ευκαιρία, ακριβώς πάνω στην κρίση, να συζητήσω πολλά θέματα. Και μου έκανε εντύπωση, πριν από δύο εβδομάδες που ήμουν στο Παρίσι, σε μία συνάντηση του ΟΟΣΑ, όπου δίπλα μου ήταν ο σημερινός Πρόεδρος της Χιλής, ο οποίος ξεκίνησε τη συζήτηση.
Είπε λοιπόν: «ξέρετε, εμείς έχουμε πετύχει στη Χιλή, είναι παράδειγμα επιτυχίας η Χιλή, γιατί; Φτιάξαμε θεσμούς, φτιάξαμε διαφανείς θεσμούς, δημοκρατικούς θεσμούς, θεσμούς που ελέγχουν τα δημοσιονομικά μας, που οργάνωναν για το μέλλον, που άφηναν πλεόνασμα για μια εποχή δύσκολη και, σήμερα, μέσα στην κρίση, είχαμε πλεονάσματα και δεν μας επηρέασε καθόλου».
Του είπα εγώ μετά, ότι ξέρετε κ. Πρόεδρε, υπάρχει μια μελέτη του «Brookings Institute», που κάνει σύγκριση μεταξύ της Χιλής και της Ελλάδας. Και η σύγκριση, δυστυχώς, είναι γιατί πέτυχε η Χιλή, που πέρασε παρόμοια με εμάς γεγονότα - δικτατορίες, αυταρχικά καθεστώτα - και γιατί δεν πέτυχε η Ελλάδα, γιατί η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα σ’ αυτή τη θέση, που επίσης πέρασε δικτατορίες και αυταρχικά καθεστώτα.
Και είπε, ναι, η κακή λειτουργία των θεσμών, η έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς, η έλλειψη διαφάνειας, η έλλειψη ελέγχων, η έλλειψη λογοδοσίας, η έλλειψη αξιολόγησης, η έλλειψη μιας πολιτικής τάξης, αν θέλετε, που θα αποφάσιζε να λειτουργήσει με βασικές κοινές αρχές και δεν θα συνέχιζε έναν άτυπο εμφύλιο, διαμορφώνοντας διαχωριστικές γραμμές στα πάντα, είναι που κάνει τη διαφορά.
Και καταλήγει βεβαίως αυτή η μελέτη, το έχω ξαναπεί πολλές φορές και εδώ, στην Κοινοβουλευτική Ομάδα, ότι αν είχαμε πράγματι αυτούς τους θεσμούς διαφάνειας και καλής λειτουργίας στη χώρα μας, συγκρινόμενοι με την Σουηδία, αν δηλαδή είχαμε παρόμοιους θεσμούς με την Σουηδία, θα κερδίζαμε κάθε χρόνο 8% του ΑΕΠ.
Αν δεν ήμασταν Σουηδία και ήμασταν Ισπανία, και πάλι θα κερδίζαμε 4% του ΑΕΠ. Και εμείς, προσπαθούμε να βρούμε μέτρα αυτή τη στιγμή για το 1%, το 2%, το 3%, που πονάνε πολύ τον Ελληνικό λαό. Εκεί είναι τα χρήματα που λέμε ότι υπάρχουν.
Γι’ αυτό, όμως, και ο Ελληνικός λαός έχει πράγματι μια οργή απέναντι σε ένα πολιτικό σύστημα που μας έφερε μέχρι εδώ. Βεβαίως, νομίζω ότι χρειάζεται μία κοινή προσπάθεια όλων - και το είπα και στους Αρχηγούς των άλλων κομμάτων - για την προστασία του Κοινοβουλίου. Δεν είναι ο θεσμός του Κοινοβουλίου υπεύθυνος για την κατάσταση. Αντίθετα, ο θεσμός του Κοινοβουλίου είναι εκείνος, ο οποίος αποτελεί εγγύηση για τη Δημοκρατία και τις αλλαγές.
Και εμείς κληθήκαμε από τον Ελληνικό λαό - και αυτόν υπηρετούμε - να έρθουμε να κάνουμε τις αλλαγές, εμείς, αυτή η πλειοψηφία του ΠΑΣΟΚ. Είμαστε οι εκλεγμένοι του Ελληνικού λαού και πρέπει να χτυπηθεί η αντίληψη της βίας, ως αντίληψη πολιτικής πρακτικής.
Καταλαβαίνω, γιατί πολλές φορές το ζω και εγώ, τι σημαίνει να αισθάνεται ο Ελληνικός λαός, ότι «εμείς φταίμε που κάποιοι εκεί έξω είναι οι κλέφτες και πληρώνουμε εμείς;». Καταλαβαίνω όμως επίσης το αίσθημα, όταν λοιδορούν το βουλευτή, τον πολιτικό, ότι αισθάνεται κανείς πως είναι λάθος αυτή η κατεύθυνση.
Καταλαβαίνω, και πολύ σωστά το είπατε, ότι το «αλλάξτε τα όλα», είναι ακριβώς αυτό το οποίο δεσμευτήκαμε να κάνουμε και θα το κάνουμε. Όμως, χρειαστήκαμε - και αυτό ήταν το πολιτικό στοίχημα και η δυσκολία που έχουμε και το λέω πολύ ειλικρινά - πριν μπορέσουμε να τα αλλάξουμε όλα, πριν οι αλλαγές αυτές που ήδη κάνουμε και θα κάνουμε πιάσουν τόπο, διότι αυτά θέλουν και χρόνο για να πιάσουν τόπο, ένα νέο φορολογικό σύστημα. Γιατί δεν πατάς το κουμπί και αλλάζει από τη μια μέρα στην άλλη. Αναγκαστήκαμε να πάρουμε δύσκολες οικονομικές αποφάσεις, για να μειώσουμε τα ελλείμματα, ακριβώς γιατί βρεθήκαμε μπροστά σε μια καταστροφή.
Γιατί αν είχαμε χρόνο, θα ήταν διαφορετικά τα πράγματα. Και αυτός ήταν ο αρχικός στόχος ο δικός μου, όταν είπα ότι θα πάμε να διαπραγματευτούμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ώστε να μας δώσουν το χρονικό περιθώριο και σιγά - σιγά να αντιμετωπίσουμε και τα προβλήματα των ελλειμμάτων, αλλά βεβαίως να κάνουμε και τις βαθύτερες αλλαγές. Διότι οι βαθύτερες αλλαγές είναι εκείνες που θα αντιμετωπίσουν τα αίτια και όχι τα συμπτώματα του προβλήματος, που είναι το έλλειμμα.
Όμως, ο χρόνος αυτός - και κανένας δεν μπορούσε να το προβλέψει - δεν υπήρχε, λόγω της άγριας αντίδρασης των αγορών. Διότι αν είχαμε ένα διαφορετικό φορολογικό σύστημα, αν είχαμε μεγαλύτερη διαφάνεια, αν είχαμε ένα διαφορετικό ασφαλιστικό σύστημα, ναι, τα λεφτά θα υπήρχαν - εκεί είναι τα λεφτά.
Όσο όμως κι αν τα βέλη πολλών από τους πολίτες που είναι στην πλατεία μπορεί να στοχεύουν λάθος στόχους, έχουν ένα δίκιο, ότι εμείς θα κριθούμε από το αν θα ανταποκριθούμε στο αίτημα για μεγάλες αλλαγές στη χώρα.
Αυτή η Βουλή και αυτή η Κυβέρνηση θα κριθούν από το αν θα καταφέρουμε αυτές τις μεγάλες αλλαγές στη χώρα. Και έτσι, να εκφράσουμε και τα πραγματικά, και τα δημοκρατικά, και τα δίκαια κοινωνικά αιτήματα, τα εφικτά - αν θέλετε - κοινωνικά αιτήματα του λαού.
Και η ανησυχία για τη χώρα δεν είναι μόνο σήμερα, είναι μέρες, είναι μήνες, όπως είπα, είναι μια κρίση εμπιστοσύνης που δεν ξεκίνησε σήμερα, ξεκίνησε χθες, ξεκίνησε πριν από πολλά χρόνια. Δεν είμαι ούτε ο πρώτος, ούτε και ο τελευταίος που, εδώ και πολλά χρόνια, έχω μιλήσει για τις δυσκολίες αυτού του πολιτικού συστήματος.
Και όταν λέω «πολιτικό σύστημα», δεν μιλώ για τη Βουλή, μιλώ για όλο το πλέγμα των εξουσιών, που αλληλοεπηρεάζονται, αλληλοελέγχουν και πολλές φορές αιχμαλωτίζουν τις δημοκρατικές διαδικασίες - ο Πρόεδρος είπε για τα Μέσα Ενημέρωσης. Υπάρχουν άλλοι παράγοντες και δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο, στην Ελλάδα μπορεί να έχει μια ιδιαίτερη ένταση και έκφραση, αλλά είναι παγκόσμιο το φαινόμενο.
Και οι Βουλευτές, είμαι σίγουρος ότι είναι έτοιμοι να κάνουν και περισσότερες θυσίες και να είναι το παράδειγμα, μπροστά στις θυσίες που κάνει ο Ελληνικός λαός. Ήδη, έχουν κάνει θυσίες και είμαι σίγουρος ότι και ο Πρόεδρος της Βουλής μπορεί να εισηγηθεί και άλλες.
Όμως, θέλει και εδώ μια προσοχή: πρέπει να προστατεύσουμε το δικαίωμα του φτωχού ανθρώπου, της μέση τάξης, του ανθρώπου της κοινωνίας που δεν έχει μέσα οικονομικά, που δεν έχει μέσα τηλεοπτικά, που δεν έχει όνομα, επειδή έτυχε να είναι σε κάποιο «lifestyle». Να μπορεί να εκλεγεί και αυτός ο Βουλευτής και να εκφράσει τον πολίτη της χώρας.
Υπάρχουν βεβαίως Κοινοβούλια, δυστυχώς και σε χώρες όπως είναι η Αμερική, όπου η πλειοψηφία πια των εκλεγμένων είναι εκατομμυριούχοι. Θέλουμε λοιπόν Βουλευτές εκατομμυριούχους ή θέλουμε Βουλευτές, οι οποίοι είναι εκλεγμένοι και αντιπροσωπεύουν τον Ελληνικό λαό;
Όμως, σήμερα, ο Έλληνας πολίτης αισθάνεται βαθιά τον πόνο που του προκαλεί ένα σύστημα, για το οποίο μιλούσαμε εδώ και χρόνια και που αντί να εξελιχθούμε όταν έπρεπε, εμείς παρακμάσαμε. Γι’ αυτό, χρειάζεται αυτές οι δημοκρατικές αλλαγές, να μην είναι αλλαγές που απλώς τις ψηφίζουμε εδώ και τελείωσε η υπόθεση.
Υπάρχουν πολλές μορφές συμμετοχής, θεωρώ όμως ότι χρειάζεται μια νέα θέσπιση της Δημοκρατίας. Με ποια έννοια; Να αισθανθεί ο πολίτης ότι αυτό που φτιάχνουμε είναι δικό του, ότι του ανήκει. Ένα πράγμα το οποίο αισθάνομαι ως διαφορά, πηγαίνοντας από τη μία χώρα στην άλλη, σε σχέση με την Ελλάδα, είναι ότι ο Έλληνας αισθάνεται ξένος στη χώρα του, αισθάνεται ξένος απέναντι στην Πολιτεία του.
Ενώ σε πολλές άλλες χώρες, λόγω βαθιά δημοκρατικών παραδόσεων και διαδικασιών, οι νόμοι τους οποίους έχει μπροστά του και λειτουργούν, είναι νόμοι που τους σέβεται ο ίδιος, που τους θεωρεί δικούς του νόμους, νόμους του λαού, κι όχι κάποιων που ψήφισαν στις δώδεκα το βράδυ σε ένα Κοινοβούλιο.
Γι’ αυτό - και βεβαίως έγινε πολλή συζήτηση, αλλά υπήρξε και πολλή παρεξήγηση γύρω από το θέμα αυτό - θεωρώ ότι πρέπει να θέσουμε αυτά τα μεγάλα θέματα, πολλά από τα οποία θα μπορούμε να τα ψηφίσουμε με έναν απλό νόμο εδώ, στη Βουλή. «Ο απλός Νομοθέτης», όπως λέγεται.
Να θέσουμε αυτά τα θέματα, να τα επεξεργαστούμε σωστά και σοβαρά και με τα άλλα κόμματα, να τα θέσουμε στον Ελληνικό λαό μέσω του δημοψηφίσματος, ώστε αυτά να είναι πια συνείδηση θεσμική, πολιτική, αξιακή, πολιτιστική, για τις αλλαγές που χρειάζονται στη χώρα, και όχι απλώς ένας καλός νόμος, τον οποίο κάποιοι θα θυμούνται και κάποιοι όχι.
Όπως είπα, εμείς έχουμε χρέος να προχωρήσουμε σε αυτές τις θεσμικές αλλαγές για να αλλάξουμε το σύστημα, τις αιτίες, αν θέλετε, την αντίληψη για το πελατειακό σύστημα. Παράλληλα, όμως, κληθήκαμε από την ιστορία να εφαρμόσουμε ένα δύσκολο μνημόνιο, για να μπορούμε να αποφύγουμε την καταστροφή.
Αναφορικά με το μνημόνιο που είχαμε πέρυσι, πρώτα απ’ όλα, είχαμε πολύ λίγο χρόνο για να πάρουμε αποφάσεις. Και νομίζω, κανείς μας δεν το ήθελε - και θέλω αυτό να το ξεκαθαρίσω, διότι πολλές φορές λέγονται διάφορα περί ¨συνωμοσίας¨ και τα λοιπά. Ποιος θα ήθελε να βάλει τη χώρα του μέσα σε μία διαδικασία μνημονίου; Ποιος θα ήθελε να πρέπει να προσφύγει σε έναν μηχανισμό στήριξης;
Το ερώτημα δεν ήταν αυτό, όμως, αλλά ποια ήταν η εναλλακτική. Η εναλλακτική ήταν ότι, αν δεν είχαμε ψηφίσει μέσα σε τρεις ημέρες αυτό το νόμο, αν δεν είχε ψηφιστεί αυτός ο νόμος, σε αυτή τη Βουλή, από τη δική μας κοινοβουλευτική πλειοψηφία - αλλά είχαμε τότε και άλλους που το ψήφισαν - θα είχαμε χρεοκοπήσει. Δηλαδή, πολύ απλά, δεν θα πληρώναμε μισθούς, δεν θα πληρώναμε συντάξεις, τόσο απλά.
Σήμερα, αν δεν είχαμε τη βοήθεια για να καλύπτουμε ελλείμματα, αν αυτά τα ελλείμματα δεν τα καλύψουμε εμείς, όπως το σημερινό έλλειμμα, που το έχουμε μειώσει, που είναι - αν θυμάμαι καλά τους αριθμούς - όση είναι η μισθοδοσία όλων των υπαλλήλων του Ελληνικού Κράτους, δεν θα πληρώναμε κανένα μισθό.
Δηλαδή, χωρίς τα δάνεια, θα μπορούσαμε να το μειώσουμε, εάν κόβαμε όλους τους μισθούς όλων των υπαλλήλων! Αυτή είναι η λύση; Δεν επιλέξαμε αυτή τη λύση. Γι’ αυτό κατηγορούμαστε; Γι’ αυτό πρέπει να έχουμε ενοχές; Εγώ είμαι υπερήφανος για το ότι καταφέραμε να κρατήσουμε τη χώρα όρθια. Και την κρατήσαμε πράγματι όρθια, με ένα πολιτικό κόστος μεγάλο, αλλά την κρατήσαμε όρθια.
Το μνημόνιο είναι ένα φάρμακο, δεν είναι ο στόχος. Είναι για να χτυπήσουμε τα συμπτώματα καταρχήν, αλλά εμείς πρέπει να αλλάξουμε και τις βαθύτερες αιτίες. Μπαίνει ένα δεύτερο ερώτημα: το φάρμακο έπιασε; Είναι σωστές οι δόσεις, είναι σωστή η συνταγή, το μείγμα; Πρώτα απ’ όλα, νομίζω ότι έχουν γίνει πάρα πολλά, έχουμε πετύχει πολύ σημαντικά αποτελέσματα, τα οποία δεν πρέπει αυτή τη στιγμή να απεμπολούμε.
Ξέρω ότι πολλές φορές οι αριθμοί κουράζουν και δεν θα μπω στους αριθμούς, αλλά πρέπει αυτό να το επαναλαμβάνουμε: ότι εμείς έχουμε κάνει έναν άθλο και, βεβαίως, με τις θυσίες του Ελληνικού λαού. Τη μείωση του ελλείμματος, το ότι η χώρα μας έχει αρχίσει δειλά-δειλά να βλέπει ανάπτυξη, την αύξηση των εξαγωγών, για να μην πω και πολλά ακόμα.
Νομίζω όμως ότι σωστά ειπώθηκε από αρκετούς εδώ στην αίθουσα, ότι χρειάζεται να δούμε μια νέα ισορροπία. Μια ισορροπία που λαμβάνει υπόψη, μέσα στο πλαίσιο των δυνατοτήτων μας, τις αντοχές της κοινωνίας, το αίσθημα δικαίου, την κοινωνική δικαιοσύνη. Να μειώνονται παράλληλα τα ελλείμματα και να πετυχαίνουμε τους δημοσιονομικούς μας στόχους, ώστε να φτάσουμε στη στιγμή εκείνη όπου θα παράγουμε περισσότερα από ό,τι δαπανούμε.
Αυτή η ισορροπία είναι κάτι που χρειάζεται να δούμε. Και χρειάζεται βεβαίως, όπως πολύ σωστά είπατε, μέσα από τις δημοκρατικές διαδικασίες που ακολουθούμε όλο και περισσότερο - και το τονίζω αυτό, γιατί πολλές φορές υπήρξαν, λόγω συνθηκών, βιαστικές διαδικασίες και αστοχίες μέσα από αυτή τη βιασύνη - να μπορέσουμε να διασφαλίσουμε όλο και μεγαλύτερη συμμετοχή σε ιδέες και προτάσεις. Και εμείς το διασφαλίζουμε αυτό, με μια άλλη διαδικασία.
Και χαίρομαι, διότι πολλοί τόνισαν ότι μέσα από αυτές τις επίπονες διαδικασίες των τελευταίων εβδομάδων, αλλά και μηνών, έστω και γι’ αυτό το δύσκολο πρόγραμμα, το μεσοπρόθεσμο, υπήρξαν πολλές προτάσεις που υιοθετήθηκαν και πολλά τα οποία μπορέσαμε και αλλάξαμε.
Θέλω όμως να μπω και στο θέμα της διαπραγμάτευσης. Κάποιοι μας λένε δήθεν ότι, στην Πορτογαλία, διαπραγματεύθηκαν καλύτερα από εμάς τους όρους για τη χρηματοδότησή τους. Θέλω να είμαστε ειλικρινείς και να δούμε πού ήταν η Πορτογαλία και πού είμαστε εμείς.
Η Πορτογαλία μπήκε στο μνημόνιο με χρέος 90% του ΑΕΠ, εμείς μπήκαμε με χρέος 130% του ΑΕΠ. Η Πορτογαλία μπήκε με έλλειμμα 9% του ΑΕΠ, δηλαδή 10 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ εμείς μπήκαμε με έλλειμμα 15,4% του ΑΕΠ, δηλαδή 36 δισεκατομμύρια ευρώ.
Η Πορτογαλία έπρεπε να μειώσει το έλλειμμά της στο πρώτο έτος μόνο κατά 2,4 δισεκατομμύρια ευρώ, δηλαδή 1,4% του ΑΕΠ. Και εμείς, κατά 14 δισεκατομμύρια το πρώτο έτος, δηλαδή 5,5% του ΑΕΠ μας. Να πούμε, επίσης, ότι ο μέσος μισθός του Δημοσίου σε 12μηνη βάση είναι στην Πορτογαλία 1.600 ευρώ μεικτά, ενώ στην Ελλάδα είναι 2.100 ευρώ μεικτά, δηλαδή 31% μεγαλύτερος.
Και να πούμε ότι και ο Σόκρατες είχε κάνει μια μεγάλη ασφαλιστική μεταρρύθμιση εδώ και πολλά χρόνια, ώστε να μην χρειάζεται να κάνει μεγάλες αλλαγές στο ασφαλιστικό αυτή τη στιγμή.
Άρα, λοιπόν, πρέπει πρώτα απ’ όλα να τελειώσουμε μ' αυτό το παραμύθι, ότι κάποιοι άλλοι ξέρουν να διαπραγματεύονται και δεν ξέρουμε εμείς.
Όμως, θέλω να τονίσω και κάτι άλλο. Η διαπραγμάτευση είναι συνεχής. Η διαπραγμάτευση είναι συνεχής. Η επαναδιαπραγμάτευση, αν θέλετε, είναι συνεχής. Όχι από μηδενική βάση, όπως ανέφικτα και ανεύθυνα λέει η Νέα Δημοκρατία, γιατί οι στόχοι είναι σίγουροι, παραμένουν και πιθανώς υπάρχουν και κάποιοι τρόποι εναλλακτικοί, αλλά δεν υπάρχει δυνατότητα να επαναδιαπραγματευθούμε από μηδενική βάση.
Παρότι έχω τονίσει, ελάτε να δούμε γραμμή - γραμμή, πολιτική - πολιτική, ό,τι μπορούμε να καλυτερεύσουμε από κοινού και να πάμε να διαπραγματευθούμε μαζί, να συν-διαπραγματευθούμε. Η διαπραγμάτευση όμως είναι συνεχής. Ο κάθε Υπουργός μπορεί να σας το πει.
Διαπραγματευθήκαμε σκληρά τον 13ο και 14ο μισθό στον ιδιωτικό τομέα. Σε μια άλλη χώρα, σε μια συντηρητική κυβέρνηση, μπορεί να μην τους ένοιαζε καθόλου αυτή η διαπραγμάτευση. Διαπραγματευθήκαμε τον Μάρτιο τους βασικούς όρους αυτής της σύμβασης και μειώσαμε και το επιτόκιο και επιμηκύναμε την αποπληρωμή.
Γιατί μπορούσαμε, όμως, να το κάνουμε αυτό; Πρώτα απ’ όλα, όχι μόνο επειδή ξέρουμε πώς είναι η διαπραγμάτευση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που έχει κάποιους κανόνες και κάποιες παραδόσεις αν θέλετε, αλλά επειδή υπήρξε και αξιοπιστία, γιατί ναι, είχαμε πετύχει πολλά.
Η Ιρλανδία δεν το πέτυχε. Και όταν ήμασταν στο Συμβούλιο Κορυφής και δεν υπήρξε συμφωνία τελικά με την Ιρλανδία, είπαν «ωραία, αλλά η Ελλάδα δεν χρειάζεται να πληρώσει. Το ότι εμείς δεν συμφωνήσαμε με την Ιρλανδία σε μια συγκεκριμένη διατύπωση, ή σε συγκεκριμένα μέτρα που θα πάρει γύρω από το φορολογικό, δεν έχει σχέση με την Ελλάδα».
Η Ελλάδα έχει κάνει τη δουλειά της, έχουν κάνει θυσίες, έχουν αποδείξει τη βούλησή τους και πρέπει να υπάρξει μια καλύτερη μεταχείριση της χώρας. Και αυτό μπορεί και να συνεχιστεί. Μπορεί και πιστεύω ότι θα συνεχιστεί. Όσο εμείς δείχνουμε αξιοπιστία, τόσο μπορούμε να διαπραγματευόμαστε και να πηγαίνουμε στις διαπραγματεύσεις με καλύτερους όρους για τη χώρα μας.
Όμως η αλήθεια είναι ότι, στη συνταγή που υπήρχε, υπήρχαν κάποιες παραδοχές, οι οποίες δεν βγήκαν. Όχι μόνο δικές μας, θα έλεγα λιγότερο δικές μας, απ’ ό,τι ήταν παραδοχές είτε των εταίρων μας, είτε του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Το χρέος. Υπήρχε η αίσθηση ότι αυτό το χρέος ήταν διαχειρίσιμο. Πολλοί από εσάς είπατε ότι μάλλον δεν είναι διαχειρίσιμο. Δεν είναι, βέβαια, δική μας η διαπίστωση. Το ακούμε από αναλυτές σε όλο τον κόσμο.
Άρα, λοιπόν, είμαστε σήμερα σε μια φάση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε μια πολύ δύσκολη διαπραγμάτευση. Πρώτη φορά στην Ευρωπαϊκή Ένωση γίνεται μια τέτοια διαπραγμάτευση, για το πώς θα διαχειριστούμε ένα χρέος ενός κράτους-μέλους σε μια κοινή νομισματική ένωση.
Όμως, το γεγονός ότι γίνεται αυτή η συζήτηση είναι επιτυχία της χώρας μας, διότι αν δεν γινόταν αυτή η συζήτηση, το χρέος θα το αντιμετωπίζαμε μόνοι μας και θα ήταν πολύ μεγάλο και πολύ βαρύ. Είτε θα το αντιμετωπίζαμε με επαχθείς όρους αποπληρωμής, είτε με μία καταστροφική χρεοκοπία.
Όμως, τώρα γίνεται μια προσπάθεια - δεν μπαίνω σε λεπτομέρειες, διότι δεν πρέπει να μπαίνει κανείς σε τέτοιες λεπτομέρειες - γίνεται μια σοβαρή προσπάθεια οργανωμένης διευθέτησης και αντιμετώπισης αυτού του βάρους, που είναι στο λαιμό του Ελληνικού λαού. Όλοι μας το ξέρουμε, είναι ένα μεγάλο βάρος. Από την άλλη μεριά, όμως, δεν μπορεί με την κάθε ιδέα και την κάθε σκέψη που πετάει ο κάθε ειδικός, εντός ή εκτός Ελλάδας, να θεωρείται ότι βρέθηκε η μαγική λύση.
Κάνουμε αυτό που πρέπει και, βεβαίως, σε μια δύσκολη στιγμή της Ευρώπης, που δεν ξέρει, γιατί δεν είχε ποτέ εμπειρία και έχει και πολλά εσωτερικά προβλήματα, από πλευράς συνοχής.
Δεύτερον. Πράγματι, η παραδοχή ήταν ότι το 2012 θα βγαίναμε στις αγορές. Όμως, και λάθη αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως για το νέο μηχανισμό, και ο φόβος της πανδημίας, αν θέλετε, δηλαδή της μετάδοσης αυτής της ασθένειας του χρέους σε άλλες χώρες, που έγινε και πραγματικότητα και που πιέζει και νέες χώρες στην Ευρωζώνη, δημιούργησαν ένα φόβο και έναν πανικό στις αγορές. Και έτσι, διαπιστώθηκε ότι το 2012, κατά πάσα πιθανότητα, δεν θα μπορεί η Ελλάδα να βγει στις αγορές.
Τι σημαίνει να βγούμε στις αγορές; Σημαίνει να μην χρειαζόμαστε δάνεια από τους εταίρους μας και να μπορούμε να παίρνουμε κανονικά και με χαμηλό τόκο δάνεια από την αγορά. Δηλαδή, να απεξαρτηθούμε, το οποίο θέλουμε κι εμείς.
Στο μέτρο, όμως, που υπάρχει αυτή η απειλή, έχουμε τώρα με τους εταίρους μας μια πολύ δύσκολη διαπραγμάτευση, οι οποίοι λένε, «για να δούμε, πρέπει τελικά να στηρίξουμε ακόμα περισσότερο αυτή τη χώρα; Πρέπει να στηρίξουμε ακόμα περισσότερο την Ελλάδα; Αν αυτή κάνει το σωστό, να κάνουμε κι εμείς το χρέος μας και να επιδείξουμε αλληλεγγύη». Κι αυτό δεν είναι εύκολο, διότι όπως πολύ σωστά κάποιος είπε, δεν είναι μια διαπραγμάτευση με 5 - 6 ηγέτες ή με τους 27 της Ε.Ε. ή με τους 17 της Ευρωζώνης.
Είναι η διαπραγμάτευση και με κάθε Κοινοβούλιο, είναι η διαπραγμάτευση και με τα κόμματα κάθε Κοινοβουλίου, είναι η διαπραγμάτευση και με τους θεσμικούς εκπροσώπους, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει εκπροσώπηση και από αναδυόμενες και φτωχότερες χώρες, οι οποίες λένε «μα γιατί εμείς να δώσουμε στην Ελλάδα, όταν υπάρχουν φτωχότερες χώρες, που έχουν μεγαλύτερες ανάγκες;». Και όμως, και εδώ έχουμε ελπίδα να έχουμε αυτή τη στήριξη.
Μια τρίτη παραδοχή που δεν βγήκε είναι η ικανότητα της ελληνικής Δημόσιας Διοίκησης. Βέβαια, δεν είναι κάτι που κι εμείς δεν λέγαμε. Εγώ, μάλιστα, το έλεγα σε όλους τους τόνους, ότι το πρόβλημα δεν είναι να μειώσουμε μισθούς και συντάξεις.
Ναι, πρέπει να άρουμε αδικίες, να δούμε τα χιλιάδες Ταμεία που υπάρχουν, να μην υπάρχουν ανισότητες. Πολλοί αναφερθήκατε σε αυτές. Υπάρχουν και άλλες ανισότητες ακόμα, που κι αυτές πρέπει να άρουμε. Αλλά τελικά, πρέπει να χτυπήσουμε την αιτία, που είναι ο μεγάλος ασθενής, η ίδια η Δημόσια Διοίκηση.
Αυτό βεβαίως απεδείχθη και στο θέμα της φοροδιαφυγής. Πράγματι, δεν αντιμετωπίσαμε το θέμα της φοροδιαφυγής. Θα μου πείτε, δεν το ξέραμε; Ξέραμε ότι δεν ήταν εύκολο. Βεβαίως, υπήρξαν και άλλα έσοδα, αλλά το θέμα της φοροδιαφυγής είναι ένα μεγάλο ζήτημα και χρειάζεται πραγματικά να αντιμετωπιστεί.
Και εδώ είναι ένας από τους τομείς, όπου θα έπρεπε να υπάρχει συναίνεση. Όχι για ένα φορολογικό σύστημα που θα αδικεί τον μέσο Έλληνα, αλλά θα βοηθά τον πλούτο να ξεφεύγει. Αλλά για ένα δίκαιο σύστημα, ένα σύστημα το οποίο θα εμπεδώνεται στην ευρύτερη συνείδηση του Ελληνικού λαού, ότι μπορεί να είναι σωστό και δίκαιο. Και έτσι, να σπάσουμε αυτή την λογική τού «δεν πληρώνω».
Γιατί είναι άλλο να πεις «δεν πληρώνω το φακελάκι, δεν πληρώνω τη διαφθορά» και άλλο να πεις «δεν πληρώνω στο κράτος», αυτά τα οποία υποχρεούται κανείς να πληρώσει. Χρειάζεται να διαμορφώσουμε μια συνείδηση ευνομίας, για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε αυτά τα μεγάλα προβλήματα.
Και αυτή ήταν μια παραδοχή, η οποία βεβαίως δεν είχε την απαραίτητη, αν θέλετε, γνώση για το ποιες είναι οι πραγματικές συνθήκες στη χώρα. Μία ακόμα σημαντική παραδοχή, την οποία κανένας δεν θα μπορούσε να προβλέψει.
Η ελπίδα ήταν ότι, με το πρόγραμμα, θα είχαμε μετά από τρεις μήνες, μετά από έξι μήνες, μια σχετική ηρεμία στις αγορές και όχι μόνο στις αγορές, αλλά και στο διεθνές «μιντιακό» σύστημα, και στο εσωτερικό «μιντιακό» σύστημα.
Αυτή η ηρεμία δεν ήρθε. Κι όχι μόνο δεν ήρθε η ηρεμία, αλλά έχει υποστεί ο Ελληνικός λαός και είναι κάτω από την πίεση μιας ανελέητης κινδυνολογίας, φοβίας και ανασφάλειας κάθε ημέρα, με ένα κυνηγητό από τα Μέσα Ενημέρωσης κάθε αρνητικού σεναρίου. Και έχουν τεράστιες ευθύνες. Πράγματι, Πρόεδρε έχουν τεράστιες ευθύνες τα Μέσα Ενημέρωσης για την ψυχολογία του Ελληνικού λαού και για τη δημιουργία μιας κινδυνολογίας μπροστά στη μεγάλη αυτή κρίση.
Δεν λέει κανείς ότι δεν έχουμε κινδύνους, δεν λέει κανείς ότι δεν υπάρχει κάτι τέτοιο, αλλά αυτή η ψυχολογία έχει και άμεσες οικονομικές επιπτώσεις. Ποιος θα επενδύσει, ποιος Έλληνας κατ’ αρχήν θα επενδύσει στην Ελλάδα, όταν έχει την αίσθηση ότι, μπροστά μας, μπορεί να έχουμε μια καταστροφή; Αλλά και ένας ξένος που θέλει να επενδύσει, όταν ακούει συνεχώς αυτές τις προφητείες, σου λέει «για να περιμένω, για να δούμε».
Άρα, λοιπόν, εδώ χρειάζεται και πάλι η Ευρωπαϊκή Ένωση, και το διεθνές οικονομικό σύστημα, να έρθει και να πει, «εμείς εγγυόμαστε μια σίγουρη και ασφαλή πορεία, με τις όποιες δυσκολίες, αλλά μια σίγουρη και ασφαλή πορεία, ώστε να μπορεί να ομαλοποιηθεί η οικονομία, να αρχίσουν οι επενδύσεις, οι μεγαλύτερες επενδύσεις και να έχουμε ένα θετικό αποτέλεσμα».
Και βεβαίως, πολύ σωστά ειπώθηκε ότι υπάρχει ένας κλεμμένος πλούτος σε διάφορες χώρες, όπως είναι σίγουρα στην Ελβετία, πράγμα το οποίο ήδη εμείς κυνηγάμε. Το έχω πει και εδώ, στη Βουλή, πριν από δύο μήνες, όταν ήμουν σε μια συνάντηση με την Πρωθυπουργό της Ελβετίας γι’ αυτό το θέμα. Και είμαστε σε μια διαδικασία διαπραγμάτευσης για την φορολόγηση των Ελλήνων καταθετών, που φοροδιαφεύγουν στην Ελβετία. Αλλά βεβαίως, υπάρχουν και άλλες χώρες.
Αυτά όμως θέλουν και χρόνο. Πράγματι, όμως, είναι τραγικό, ενώ υπάρχουν δυνατότητες, οι τράπεζες, οι οποίες θέλουν να τους αποπληρώσουμε τα χρέη, να διευκολύνουν από την άλλη την φοροδιαφυγή και να κερδίζουν και από εκεί, εις βάρος ενός λαού που, αυτή τη στιγμή, χειμάζεται από την κρίση.
Άρα, λοιπόν, ναι, χρειάζεται μια ισορροπία. Αλλά το νέο πρόγραμμά μας, η νέα δανειοδότηση πρέπει πρώτα απ’ όλα βεβαίως να συνεχίσει σε μια δημοσιονομική πειθαρχία. Δεν θέλω να ωραιοποιήσω το οτιδήποτε, είναι ένα δύσκολο πρόγραμμα. Είναι όμως ένα πρόγραμμα στοχευμένο και είναι ένα πρόγραμμα, στο οποίο πράγματι θα έχουμε να βάλουμε ένα μεγάλο στοίχημα, με μεγαλύτερη έμφαση. Και η νέα Κυβέρνηση αυτό θα πρέπει να κάνει, μια νέα επανεκκίνηση, για τα εξής σημαντικά ζητήματα:
Το αίσθημα του δικαίου. Στο αίσθημα του δικαίου, είναι ανάγκη να δούμε και πού κρύβονται και πώς κρύβονται και πώς προστατεύονται εκείνοι οι οποίοι θα έπρεπε να πληρώνουν ή θα έπρεπε και να τιμωρούνται και ξεφεύγουν. Δεν λέω ότι δεν έχουμε και εκεί κάποιες επιτυχίες, αλλά δεν έχουμε εκείνες τις επιτυχίες που θα θέλαμε. Και αυτό είναι στοίχημα, το στοίχημα όλων μας, δεν είναι μόνο της Κυβέρνησης.
Γιατί πάρα πολλοί μου λένε, και το ακούτε και εσείς, «βάλτε και κάποιον στη φυλακή». Πρώτα απ’ όλα, δεν είμαστε εμείς οι δικαστές. Ξέρουμε πόσο χωλαίνει η Δικαιοσύνη και πόσο οι Αρχές, οι οποίες και αυτές είχαν μάθει να υποκύπτουν πολλές φορές στους παράγοντες, στις μικρές ή μεγάλες εξουσίες, πρέπει και αυτές να συμβάλουν σε αυτό το αίσθημα δικαίου.
Δεύτερον, η κοινωνική δικαιοσύνη. Πράγματι, μέσα στα εφικτά πλαίσια, χρειάζεται όλο και περισσότερο να σκύψουμε πάνω από τον φτωχό, τον αδύναμο, τον άνεργο, με ιδιαίτερη μέριμνα. Αλλά να διαμορφώσουμε και ένα πνεύμα αλληλεγγύης, διότι το σύστημα πρόνοιας που έχουμε, είναι ένα διάτρητο, άνισο και, πολλές φορές, άδικο και αναποτελεσματικό σύστημα.
Και θα το φτιάξουμε και το φτιάχνουμε, το διορθώνουμε, αλλά θα χρειαστεί να κινητοποιηθεί και η ίδια η κοινωνία, στη γειτονιά, στο χωριό, στην παραγωγή, για τον άνεργο και για τον συνταξιούχο. Να κινητοποιήσουμε τις δυνάμεις του τόπου, για να βοηθήσουμε τους ανθρώπους που μπορεί να έχουν ιδιαίτερα προβλήματα, αναπληρώνοντας την αδυναμία του κράτους, που σήμερα υπάρχει, έως ότου φτιάξουμε το κράτος πρόνοιας σωστά.
Τρίτον, στήριξη επενδύσεων, αλλά και βιώσιμων επενδύσεων. Πράγματι, είμαστε σε μια συζήτηση-διαπραγμάτευση και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, γύρω από μεγάλα προγράμματα, που θα μπορούσαν να βοηθήσουν την επενδυτική προσπάθεια. Αλλά βιώσιμη ανάπτυξη, διότι η ανάπτυξη που υπήρχε μέχρι προχθές, ήταν μια ανάπτυξη στηριζόμενη σε επιδοτήσεις, που ήταν χαριστικές πολλές φορές και που δημιουργούσαν εξάρτηση, γιατί ήταν παρασιτικές, αντί να είναι πραγματικά παραγωγικές, αντί να παράγουν ελληνικό προϊόν και, μάλιστα, ανταγωνιστικό.
Τέταρτον, το κράτος. Πολύ σωστά είπατε ότι αφορά από το πολιτικό σύστημα, μέχρι την απλή γραφειοκρατία που αντιμετωπίζει ο κάθε ένας, κάθε ημέρα. Είναι ο μεγάλος ασθενής και εκεί θα πρέπει να δοθεί τεράστια προτεραιότητα.
Ήμουν στη Λευκάδα προχθές και συζητούσαμε για ένα θέμα και μίλησαν για ένα πάρκινγκ, για το οποίο, λέει, «δεν μπορούμε να λύσουμε το πρόβλημα, γιατί υπάρχουν 3-4 Υπουργεία που ερίζουν γύρω από το ποιος έχει την αρμοδιότητα». Και θα το λύσουν οι Υπουργοί σε κάποια σύσκεψη στην Αθήνα; Να καθίσουν οι τέσσερις Υπουργοί και να συζητήσουν για το πάρκινγκ στη Λευκάδα, για να λύσουν αυτό το πρόβλημα; Κι αν το κάνουν αυτό, μετά πόσα τέτοια προβλήματα θα έπρεπε να λύσουν;
Άρα, λοιπόν, εδώ μιλάμε για βαθιές τομές. Και κάναμε ένα πρώτο βήμα με τον «Καλλικράτη». Κάναμε και νέα βήματα με την ηλεκτρονική διακυβέρνηση, αλλά αυτές οι τομές θέλουν και το χρόνο τους. Μακάρι να κάνουμε κι εδώ «fast track», να κάνουμε «by pass», όπως λέγεται, να κάνουμε ταχύτερες διαδικασίες. Χρειάζεται όμως να βοηθήσουν όλοι. Ένα άλλο μοντέλο ανάπτυξης, είναι το πέμπτο για το οποίο έχουμε μιλήσει, ώστε να είναι βιώσιμη η οικονομία μας. Και έχουμε δυνατότητες στην αγροτική οικονομία, στον τουρισμό, στη ναυτιλία, στην ενέργεια.
Αλλά ένα βασικό πρόβλημα του πολιτικού συστήματος, όπως είπα, είναι ότι όλοι θεωρούμε, γιατί αυτή είναι η κουλτούρα μας, αυτή είναι η παράδοση, ότι το κακό κράτος είναι που φταίει για όλα. Αλλά παράλληλα, όλοι περιμένουν ότι το κράτος θα φέρει και τις λύσεις, πατώντας ένα κουμπί.
Είναι οπωσδήποτε αντιφατικό αυτό. Και εδώ, πρέπει να κατανοήσουμε ότι αν δεν κινητοποιήσουμε δυνάμεις της κοινωνίας, των ίδιων των δημοσίων υπαλλήλων, ώστε να κάνουν αυτή την αλλαγή δική τους υπόθεση, θα αργήσει πάρα πολύ αυτή η αλλαγή και δεν θα αλλάξει με νόμους ή με εγκυκλίους κάποιων Υπουργών. Άρα, η αλλαγή είναι και αλλαγή, πρωτίστως και σε μεγάλο βαθμό, και πρακτικών, και αντιλήψεων παντού.
Και σε αυτό, βεβαίως, πολύ σωστά ειπώθηκε και το ποίημα «να γκρεμίσουμε τείχη», που κάποιοι θέλουν να χτίσουν γύρω μας, για να μας εγκλωβίσουν και να μας αποκλείσουν από το λαό. Και εμείς θα γκρεμίσουμε κάθε τείχος, το οποίο προσπαθεί να απομονώσει το ΠΑΣΟΚ, τον Βουλευτή, την Κυβέρνηση, από τον Ελληνικό λαό.
Εμείς δημοκρατικά, βεβαίως, θα κάνουμε κάθε τι, διότι δεν επιτρέπουμε την αιχμαλωσία, δεν επιτρέπουμε την παραπληροφόρηση. Και αυτό πρέπει να το κάνουμε κανόνα πια, όλο και περισσότερο. Και είναι μια μάχη Δημοκρατίας, είναι μια μάχη απέναντι σε αυτούς που ποντάρουν στην αποτυχία μας, διότι υπάρχουν και εκείνοι που ποντάρουν στην αποτυχία μας.
Ποιοι είναι αυτοί; Οι κερδοσκόποι. Σίγουρα, οι κερδοσκόποι που έχουν στοιχηματίσει ότι θα χρεοκοπήσει η Ελλάδα, θέλουν την αποτυχία μας, γιατί θα κερδίσουν πολλά χρήματα από την αποτυχία της Ελλάδας. Υπάρχουν κι άλλοι πιθανώς, κάποιοι πολιτικοί πιο ακραίοι ή λαϊκιστές, σε διάφορες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που λένε «μη δίνουμε λεφτά στην Ελλάδα, βλέπετε ότι αποτυγχάνει».
Θέλουν τη γρήγορη αποτυχία, την πρόωρη αποτυχία, θέλουν να βγάλουν συμπεράσματα άμεσα, ενώ δεν είμαστε ούτε στο μέσον του προγράμματος, για να μπορούν να λένε «κακώς δίνουμε τα λεφτά, κακώς στηρίζουμε αυτούς τους Έλληνες, που ξέρετε τι είναι» και τα λοιπά.
Κάποιοι άλλοι μπορούν να έχουν γεωστρατηγικούς λόγους, κάποιοι άλλοι μικροκομματικούς λόγους - και αυτό νομίζω είναι και το στρατηγικό λάθος της Νέας Δημοκρατίας. Η Νέα Δημοκρατία επέλεξε στρατηγικά να ποντάρει στην αποτυχία. Και δεν νομίζω ότι υπάρχει Έλληνας πολίτης που θέλει να αποτύχει η Κυβέρνηση, διότι ξέρει ότι η αποτυχία της Κυβέρνησης είναι αποτυχία της Ελλάδας. Και έκανε το στρατηγικό λάθος η Νέα Δημοκρατία να ποντάρει σε αυτή τη λογική.
Εγώ θα συνεχίσω και θα συνεχίσουμε να τους καλούμε σε μία συνεργασία, για να κατανοήσουν τις ευθύνες τους, να βοηθήσουν και να συμβάλουν. Και πρέπει να κατανοήσουν ότι αν συμβάλλουν και αυτοί, δικό τους όφελος θα είναι, ακόμα και κομματικό, αν και αυτό δεν είναι το ζητούμενο αυτή τη στιγμή, το ζητούμενο είναι να βοηθήσουμε τη χώρα.
Και βεβαίως, άλλοι θέλουν να επιβάλουν περίεργες λύσεις στη χώρα, κάποιοι που έχουν συμφέρον. Και δεν είναι ούτε η πρώτη φορά, ούτε η τελευταία, δεν μπαίνω σε μια λογική συνωμοσιών, αλλά είναι κάποια συμφέροντα. Άλλες φορές, μιλούν για κυβέρνηση τεχνοκρατών, άλλες φορές μιλούν για κυβέρνηση προσωπικοτήτων, άλλες φορές μιλούν για κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας.
Εμείς είμαστε υπέρ μιας κυβέρνησης συνεργασίας. Εγώ το έχω πει, μακάρι να είχαμε ευρύτερες συνεργασίες, όμως, ευρύτερες συνεργασίες με απόφαση των ίδιων των κομμάτων, συνειδητή, της ίδιας της κομματικής μας βάσης, των Βουλευτών μας, και όχι κάποιων εξωθεσμικών παραγόντων.
Εάν εμείς το αποφασίσουμε δημοκρατικά, είναι δική μας δημοκρατική επιλογή και θα είναι βάσει και αρχών, και αξιών, και προγράμματος. Δεν θα είναι βάσει κάποιων παραγόντων, που θα ήθελαν αδύναμους πολιτικούς θεσμούς, για να μπορούν να επιβάλουν τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους.
Και είναι κρίμα που κάποιοι έχουν τέτοιες λογικές αυτή την εποχή, όπου θα έπρεπε να είχαμε μια ευρύτερη ενότητα, αν θέλετε, ακόμα και μια αστική τάξη, με περισσότερη εθνική συνείδηση. Μια αστική τάξη, και εντός και εκτός Ελλάδας, που θα ερχόταν εδώ, για να φέρουν τα λεφτά τους και να βοηθήσουν. Να βοηθήσουν τον τόπο, να βοηθήσουν την Ελλάδα, να βοηθήσουν αυτή την προσπάθεια, αντί να σκέφτονται τα μικροσυμφέροντά τους και να τραβάνε τα λεφτά από τις τράπεζες και να τα πηγαίνουν στην Ελβετία.
Θέλω όμως να κλείσω - επειδή γίνεται πολλή συζήτηση και για το μοντέλο ανάπτυξης και ότι για να έχουμε ανάπτυξη, πρέπει να ρίξουμε λεφτά - με μία αναφορά στον Ανδρέα Παπανδρέου, που έγραψε το 1985 ένα άρθρο, με τίτλο «Ο κίνδυνος απώλειας της εθνικής ανεξαρτησίας». Ήταν οικονομικό το άρθρο, όπου έλεγε: «δεν μπορούμε πια να σκεφτόμαστε στο πλαίσιο μιας χώρας, παραγωγή και εμπόριο, που είμαστε σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία, αυτά είναι πια αλληλοεξαρτημένα.
Δεν μπορούμε να μιλάμε για μια εσωτερική οικονομική πολιτική αποτελεσματικά. Αν μία χώρα μόνη της προσπαθεί να κινηθεί με την πολιτική του Κέυνς, όπως είχε γίνει παλαιότερα, δηλαδή μια προσέγγιση ανάπτυξης εσωτερικά, το ισοζύγιο πληρωμών και ο πληθωρισμός θα τρελαθούν, θα εκτιναχθούν».
Άρα, μια τέτοια προσέγγιση, λέει, δεν μπορεί να λειτουργήσει σε εθνικό επίπεδο μόνο, αλλά μπορεί να λειτουργήσει σε παγκόσμιο επίπεδο. Και θα μπορούσε να πει κανείς, αυτές τις ημέρες, σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Δεν είναι τυχαίο ότι, όταν υπήρξε η κρίση του 2008, αυτή η κεϋνσιανή πολιτική δεν ήταν μιας χώρας. Ήταν μια απόφαση πάρα πολλών χωρών, της Αμερικής, της Ευρώπης, της Κίνας και πολλών άλλων.
Γι' αυτό, όμως, και εμείς λέμε ότι χρειάζεται μια ευρωπαϊκή πολιτική επενδύσεων - και αυτό πολεμάμε να πετύχουμε. Ναι, να εφαρμόσουμε εμείς, κάθε χώρα, δημοσιονομική πειθαρχία, αλλά αν δεν υπάρχει μια ευρύτερη πολιτική ανάπτυξης σε υποδομές, σε καινοτομίες, σε πράσινη ενέργεια, σε δίκτυα, σε εκπαίδευση, δεν θα μπορέσουμε να έχουμε ανάπτυξη. Και δεν θα είναι μόνο για την Ελλάδα, θα είναι για όλη την Ευρώπη.
Βεβαίως, αυτή η πολιτική είναι μια προοδευτική πολιτική, σε μια Ευρώπη όπου είμαστε σχεδόν «οι τελευταίοι των Μοϊκανών» σε ό,τι αφορά τα σοσιαλιστικά κόμματα. Είναι δύο τα σοσιαλιστικά κόμματα, που είναι σήμερα σε κυβέρνηση, στην Ευρώπη των 27.
Σιγά - σιγά, όμως, αποκτούμε συμμάχους και ευρύτερα, ακόμα και εντός των πιο συντηρητικών κομμάτων, για μια Ευρώπη της ανάπτυξης - και αυτή είναι μια μάχη.
Αλλά στην ίδια δήλωση, συνεχίζει ο Ανδρέας Παπανδρέου και λέει: «Δαπανάμε ως κοινωνία πιο πολύ απ’ όσο παράγουμε. Η κατάσταση αυτή μπορεί να συντηρηθεί μόνο με δανεισμό από το εξωτερικό. Μακροχρόνια όμως, το επίπεδο δανεισμού από το εξωτερικό δεν μπορεί να διατηρείται σε υψηλά επίπεδα, χωρίς τη σοβαρή μείωση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας και, τελικά, χωρίς την απώλεια της οικονομικής ανεξαρτησίας της». Δήλωση Ανδρέα Παπανδρέου, 12/10/1985.
Πράγματι, αυτό έγινε στη χώρα μας. Υπάρχει ελπίδα; Υπάρχει. Και πράγματι, πολλοί είπαν ότι δεν χρειάζεται να μιλάμε με φόβο. Βέβαια, πρέπει να μιλάμε ειλικρινά. Πρέπει να λέμε τα πραγματικά γεγονότα. Και τα πραγματικά γεγονότα δεν είναι πάντα ευχάριστα και δεν είναι πάντα και χωρίς φόβο, διότι αντιμετωπίζουμε, όπως ειπώθηκε, τον γκρεμό πολλές φορές.
Αλλά ο φόβος δεν είναι ένα εργαλείο, όπως πολύ σωστά είπατε, για να κινητοποιήσουμε πραγματικά τις δυνάμεις του τόπου. Οι δυνάμεις του τόπου πρέπει να κινηθούν μέσα από την ελπίδα. Και υπάρχει ελπίδα.
Να πούμε για το χρέος; Ναι, είμαστε σε μια φάση καλύτερης διαχείρισης του χρέους. Και θα είναι μια ιστορική, δική μας παρακαταθήκη, και για εμάς, αλλά και για τις νέες γενιές, αν αυτό το μεγάλο πρόβλημα το διαχειριστούμε σωστά.
Τα ελλείμματα, ναι μειώνονται. Η ανάπτυξη δειλή, αλλά ναι, αρχίζει να φαίνεται. Οι εξαγωγές - ρεκόρ του αιώνα, είπαν κάποιοι. Ο αγώνας βέβαια για τις εξαγωγές δίδεται εδώ και έντεκα χρόνια, αλλά είναι ρεκόρ του αιώνα, όπως είπαν οι εξαγωγείς της Ελλάδας. Η διαφάνεια, πρωτόγνωρη. Εθνικό σχέδιο δεν έχουμε για τις μεγάλες αλλαγές; Δεν κάναμε τον «Καλλικράτη» και την αποκέντρωση, με τις όποιες αδυναμίες και πολλά που πρέπει να γίνουν ακόμα;
Το ασφαλιστικό, το άνοιγμα των επαγγελμάτων, πράγματα που επίσης πρέπει να εφαρμοστούν και να προχωρήσουν. Ένα φορολογικό σύστημα καλύτερο, προώθηση μεγάλων αλλαγών στην παιδεία. Όλα αυτά είναι που έχουμε μπροστά μας, αλλά είναι και η ελπίδα την οποία πρέπει να δώσουμε στον Ελληνικό λαό. Ξέρω ότι είναι δύσκολα, ξέρω ότι δεν πρέπει να εξωραΐσουμε την κατάσταση, ξέρω ότι μπροστά μας έχουμε μάχες.
Θέλω να ευχαριστήσω, όμως, όλους σας σήμερα γι’ αυτή την πολύωρη συνάντηση, που είναι απαραίτητη για να δώσουμε ξανά το μήνυμα της αποφασιστικότητας και της ενότητας, γιατί αυτά θα δώσουν τη σιγουριά, αλλά και την ελπίδα ότι φτιάχνουμε μια διαφορετική Ελλάδα.
Και θα τη φτιάξουμε και θα τα καταφέρουμε.
Και θα είμαστε κοντά στο λαό, δεν θα φύγουμε από τη μάχη.
Τη μάχη, θα τη δίνουμε καθημερινά.
Ευχαριστώ πολύ.