Με αφορμή την οξύτατη αντίδραση του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου στο νομοσχέδιο για την τεχνητή γονιμοποίηση, το υπουργείο Δικαιοσύνης σε σημερινή ανακοίνωσή του τονίζει τα εξής:
«Είναι γνωστό ότι οι ιατρικές μέθοδοι που υποβοηθούν την ανθρώπινη αναπαραγωγή, εμφανίζουν μία αλματώδη ανάπτυξη και εφαρμόζονται συχνά όχι μόνο στο εξωτερικό, αλλά και στην χώρα μας.
Ειδική νομοθετική πρόβλεψη επί του θέματος αυτού δεν υπάρχει μέχρι τώρα στην Ελλάδα. Αυτό έχει ως συνέπεια να δημιουργούνται πολυποίκιλα προβλήματα και όχι σπάνια να αναπτύσσεται ένα κρυφό και ανεξέλεγκτο εμπόριο γεννητικού υλικού, που η εκμετάλλευσή του έχει σοβαρές επιπτώσεις στην κοινωνία.
Η ελληνική πολιτεία, ευρισκόμενη ενώπιον αυτής της πραγματικότητας, δεν έπρεπε να μείνει αδιάφορη, αλλά όφειλε να διαμορφώσει ένα συγκεκριμένο νομοθετικό πλαίσιο, όπως ήδη έχουν πράξει πριν πολλά χρόνια πολλές άλλες χώρες εντός και εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Προς το σκοπό αυτό συνεστήθη από τις 22 Νοεμβρίου 2000 Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή από καταξιωμένους και έγκριτους επιστήμονες, με επικεφαλής τον ομότιμο καθηγητή πανεπιστημίου Αθηνών Γ. Κουμάντο και αντικείμενο τη «μελέτη των επιπτώσεων της βιογενετικής στο αστικό και ιδίως στο οικογενειακό δίκαιο».
Η επιτροπή αυτή συνεδρίασε επανειλημμένως και ήρθε σε επαφή με ειδικούς επιστήμονες των οποίων ζήτησε τη γνώμη πριν καταλήξει στην κατάρτιση του σχεδίου του νόμου για την «ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή».
Το σχέδιο νόμου δόθηκε στη δημοσιότητα από το υπουργείο Δικαιοσύνης, στις 23 Απριλίου 2002 και μέχρι την κατάθεσή του, στις 12 Σεπτεμβρίου 2002, στη Βουλή ελήφθησαν υπόψη όσες παρατηρήσεις και απόψεις κατατέθηκαν.
Το σχέδιο νόμου δεν προωθείται για συζήτηση και ψήφιση στο θερινό τμήμα της Βουλής, αλλά θα συζητηθεί στην Ολομέλεια.
Αναφορικά με ορισμένες επισημάνσεις του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Χριστόδουλου επί του νομοσχεδίου που έγιναν σήμερα κατά τη διάρκεια της ομιλίας του, πρέπει να διευκρινιστούν τα εξής, ώστε να μη δημιουργούνται εσφαλμένες εντυπώσεις ή τυχόν παρανοήσεις:
1) Βασικός σκοπός του νομοσχεδίου είναι να ενισχύσει και όχι να αποδυναμώσει την οικογένεια, αφού ρυθμίζει τη δυνατότητα να αποκτήσουν παιδιά γονείς που είναι σε ηλικία ικανότητας αναπαραγωγής, αλλά για φυσικούς λόγους δεν δύνανται.
2) Απαγορεύει ρητά την κλωνοποίηση και την επιλογή φύλου.
3) Στην τεχνητή γονιμοποίηση, που ως γνωστόν ισχύει στην πράξη εδώ και δεκαετίες και στην χώρα μας, ουδέποτε ανέκυψε ζήτημα αναζήτησης του δότη. Σημειωτέον ότι σε όλες τις νομοθεσίες που ρυθμίζουν το ζήτημα καθιερώνεται η ανωνυμία του δότη.
4) Από τους επιστήμονες θεωρείται στατιστικά αδύνατη η πιθανότητα να γίνει γάμος μεταξύ προσώπων που προέρχονται από το γεννητικό υλικό του ίδιου προσώπου.
5) Το άρθρο 1 του νομοσχεδίου επιτρέπει την τεχνητή γονιμοποίηση μόνο για αδυναμία απόκτησης τέκνων με φυσικό τρόπο και όχι βεβαίως για λόγους συνδεόμενους με την ύπαρξη ομοφυλικής σχέσης.
6) Ο όρος «γεννητικό υλικό› που χρησιμοποιείται στο νομοσχέδιο είναι καθιερωμένος στην επιστήμη και αναφέρεται μόνο σε γονιμοποιημένα ωάρια και όχι σε έμβρυα.
7) Η μετά θάνατον τεχνητή γονιμοποίηση, οριακή βεβαίως περίπτωση, η οποία όμως συμβαίνει στην πράξη, υπάγεται από το νομοσχέδιο σε αυστηρές προϋποθέσεις. Τυχόν ανυπαρξία νομοθετικής ρύθμισης θα οδηγούσε στη γέννηση παιδιών δεύτερης κατηγορίας, τα οποία δεν θα είχαν τη δυνατότητα να θεμελιώσουν την πατρότητα (του συζύγου της μητέρας τους), με συνέπεια να στερούνται των συναφών δικαιωμάτων τους.
Το υπουργείο Δικαιοσύνης επιδιώκει πάντα το διάλογο και με ιδιαίτερη προσοχή θα ακούσει τις απόψεις που θα κατατεθούν πριν από την ψήφιση του νομοσχεδίου».