Για ηθική και υπαρξιακή κρίση, εκτός της οικονομικής, κάνει λόγο ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Οικονομικών Ευάγγελος Βενιζέλος, υποστηρίζοντας ότι «η χώρα διατρέχει κινδύνους που, δυστυχώς, δεν συνειδητοποιεί, γιατί ένα μεγάλο μέρος της πολιτικής της εκπροσώπησης και των διαμορφωτών της κοινής γνώμης έχει κάνει την επιλογή να παίζει ''εν ου παικτοίς''».
Σε άρθρο του στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», ο κ. Βενιζέλος τονίζει ότι «αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αλλοιώνεται ή ακόμα και να αντιστρέφεται η πραγματικότητα» και σημειώνει ότι «η ελληνική κοινωνία δείχνει να απαντά με λάθος τρόπο σε λάθος ερωτήματα και να αγνοεί κρίσιμα δεδομένα που απορρέουν από το συσχετισμό των δυνάμεων και τις εξελίξεις σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο».
«Αν πράγματι η ελληνική κοινωνία δεν μπορεί να διαχωρίσει την πολιτική αντιπαράθεση από τον σεβασμό της εθνικής ιστορικής μνήμης και της πολιτειακής της εκπροσώπησης, τότε δεν ξέρω αν μπορεί να γίνει κάτι σε επίπεδο οικονομικής πολιτικής», υπογραμμίζει, αναφερόμενος στα επεισόδια των προηγούμενων ημερών κατά τις παρελάσεις για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου.
Σε ό,τι αφορά τη συμφωνία για το «κούρεμα» του ελληνικού χρέους και τις σφοδρές αντιδράσεις της αντιπολίτευσης, διερωτάται: «Με ποια αιτιολογία και αντιπρόταση τα κόμματα της αντιπολίτευσης και ιδίως η αξιωματική αντιπολίτευση, θα αρνηθούν να ψηφίσουν μια συμφωνία που ελαφρύνει τον Λαό από ένα σημαντικό μέρος του βάρους του δημοσίου χρέους; Στο όνομα ποιου μπορεί να δοθεί µια αρνητική ψήφος όταν, για πρώτη φορά, η Βουλή θα έχει την ευκαιρία να αποφασίσει την μείωση και όχι την αύξηση του δημοσίου χρέους;».
Ο κ. Βενιζέλος τονίζει ότι «κανείς δεν δικαιούται πλέον να ωραιοποιεί ή να νοθεύει τις καταστάσεις. Η αλήθεια πρέπει να λέγεται ολόκληρη και αυθεντική. Και είναι σκληρή, αλλά είναι η μόνη ασφαλής βάση για το μέλλον της χώρας και την ανάκτηση του χρόνου και του χώρου που χάσαμε».
Καταλήγοντας υπογραμμίζει την ανάγκη ενός αρραγούς μετώπου, σημειώνοντας: «Πίσω από τις κραυγές και τις εύκολες κουβέντες υπάρχει η φωνή της Πατρίδας. Μπορούμε να πετύχουμε, αρκεί να είμαστε σοβαροί, ενωμένοι, υπεύθυνοι και να έχουμε συνείδηση της κατάστασης και της Ιστορίας. Πρέπει να είμαστε υποχρεωτικά αισιόδοξοι, γιατί αν αφεθούμε να παρασυρθούμε από την ηττοπάθεια και την απαισιοδοξία της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, τότε θα έχουμε χάσει ένα πολύ μεγάλο ιστορικό στοίχημα. Και η βλάβη θα είναι ανεπανόρθωτη».
Ολόκληρο το άρθρο:
«Γιατί την είπες φωνή Πατρίδας;»*
Η κρίση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα είναι βαθειά και πολυεπίπεδη. Δεν είναι κρίση μόνον οικονομική, ούτε πολύ λιγότερο κρίση απλώς δημοσιονομική. Είναι κρίση ηθική και υπαρξιακή. Δοκιμάζεται πλέον η κοινωνική και εθνική συνοχή. Δοκιμάζεται η ικανότητά μας να συνεννοούμαστε με ορθολογικό τρόπο γύρω από θεμελιώδη ζητήματα εθνικής στρατηγικής. Η χώρα διατρέχει κινδύνους που, δυστυχώς, δεν συνειδητοποιεί, γιατί ένα μεγάλο μέρος της πολιτικής της εκπροσώπησης και των διαμορφωτών της κοινής γνώμης έχει κάνει την επιλογή να παίζει «εν ου παικτοίς». Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αλλοιώνεται ή ακόμα και να αντιστρέφεται η πραγματικότητα. Η ελληνική κοινωνία δείχνει να απαντά με λάθος τρόπο σε λάθος ερωτήματα και να αγνοεί κρίσιμα δεδομένα που απορρέουν από το συσχετισμό των δυνάμεων και τις εξελίξεις σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.
Αν πράγματι η ελληνική κοινωνία δεν μπορεί να διαχωρίσει την πολιτική αντιπαράθεση από το σεβασμό της εθνικής ιστορικής μνήμης και της πολιτειακής της εκπροσώπησης, τότε δεν ξέρω αν μπορεί να γίνει κάτι σε επίπεδο οικονομικής πολιτικής. Αν πράγματι η ελληνική κοινωνία δεν μπορεί να απαιτήσει από τους εκπαιδευτικούς σεβασμό των παιδιών μας που δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται ως μοχλός άσκησης συνδικαλιστικής πίεσης την ημέρα της εθνικής γιορτής, τότε δεν ξέρω αν έχει σημασία οποιαδήποτε μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος. Αν πράγματι η ελληνική κοινωνία δεν μπορεί να αντιληφθεί πως χωρίς την είσπραξη των δημοσίων εσόδων δεν μπορούν να πληρωθούν μισθοί και συντάξεις, τότε δεν ξέρω αν μπορούμε να βγούμε κάποια στιγμή από την δημοσιονομική περιπέτεια. Μόνη ελπίδα είναι να επιχειρείται μία επικοινωνιακή αλλοίωση της πραγματικής στάσης της κοινωνίας. Αν αυτό δεν ισχύει, τότε τίποτα από όσα συμβαίνουν ή μπορεί να συμβούν σε πολιτικό επίπεδο δεν έχει σημασία. Αυτό είναι το δημοκρατικό πρόβλημα της χώρας, στο οποίο θα επανέλθω.
Όταν, στα μέσα Ιουνίου, αποδέχθηκα το φορτίο του υπουργείου Οικονομικών, είκοσι μήνες μετά τις εκλογές του 2009, είχα βεβαίως την εικόνα της κατάστασης. Αυτή όμως επιδεινώθηκε από τότε σε όλη την Ευρώπη και πέραν αυτής, ενώ στο εσωτερικό της χώρας μία «τυφλή» πολιτική αντιπαράθεση συμβατικού χαρακτήρα, τείνει να καταστρέψει το ίδιο το ένστικτο αυτοσυντήρησης της πατρίδας μας.
Γνωρίζω πολύ καλά τα δικά μας λάθη, τις παραλείψεις, τις αμφιθυμίες, τις καθυστερήσεις των τελευταίων δύο ετών. Κανείς, από την άλλη πλευρά δεν μπορεί να αγνοήσει το μέγεθος της προσπάθειας των δυο αυτών χρόνων. Το δημοσιονομικό αποτέλεσμα, τις δύσκολες, αλλά αναγκαίες αποφάσεις, τις αλλαγές. Βλέποντας, βεβαίως, τα πράγματα αναδρομικά, είναι προφανές ότι θα έπρεπε να έχουν τεθεί με άλλους όρους τα ζητήματα, αμέσως μετά τις εκλογές του 2009. Το ΠΑΣΟΚ ανάλαβε μία τεράστια ευθύνη, δυσανάλογα μεγάλη και επέτρεψε να καλλιεργηθεί σε μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης η αίσθηση ότι το πρόβλημα δεν είναι ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός και η ανεξέλεγκτη κατάσταση που είχε διαμορφωθεί μέχρι τον Οκτώβριο του 2009 ,αλλά η διαχείρισή της κρίσης, από τότε μέχρι σήμερα.
Αυτή είναι μία ριζική ανατροπή των λογικών προϋποθέσεων της δημόσιας συζήτησης. Τα δύο κόμματα που μοιράστηκαν την ευθύνη της διακυβέρνησης τα τελευταία 37 χρόνια, επέλεξαν να κινηθούν σε διαφορετικά επίπεδα. Το ΠΑΣΟΚ να αναψηλαφήσει το παρελθόν του και τις κοινωνικές του αναφορές και να αναμετρηθεί με μία ιστορική πρόκληση. Η Νέα Δημοκρατία να αντλήσει, με τον πιο συμβατικό και παλαιοκομματικό τρόπο, τα όποια οφέλη από την φθορά που προκαλεί στην Κυβέρνηση η διαχείριση της κρίσης και η δυσαρέσκεια από την εφαρμογή σκληρών, αλλά αναγκαίων σωστικών μέτρων. Το σχήμα αυτό είναι εξ ορισμού άνισο και νοθεύει, τόσο την αίσθηση της ευθύνης για την κατάσταση της χώρας, όσο και την εκτίμηση για το ποιος και πώς μπορεί να εγγυηθεί την προοπτική της.
Πάνω στον καμβά αυτόν οργανώθηκε, με τη βοήθεια των μικρότερων κομμάτων της αντιπολίτευσης και μεγάλου μέρους των ΜΜΕ, μία απόλυτα αδιέξοδη εικόνα. Η ανάληψη εκ μέρους της Κυβέρνησης και της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας του βάρους των δύσκολων αποφάσεων, που επιχειρούν να ανατρέψουν αντιπαραγωγικές και άνισες καταστάσεις δεκαετιών, επιτρέπει σε όλους τους άλλους να κάνουν, εκ του ασφαλούς, την δική τους κριτική, εξίσου εύκολα, είτε από τα αριστερά είτε από τα δεξιά, είτε ταυτοχρόνως και από τις δύο πλευρές.
Όλοι μπορούν να είναι κατά της μονιμότητας στο δημόσιο, αλλά και κατά της επαναξιολόγησης των εργαζομένων σε αυτό και της εργασιακής εφεδρείας. Όλοι μπορούν να είναι κατά της φοροδιαφυγής αλλά και κατά των μέτρων για την είσπραξη και απόδοση του ΦΠΑ και κατά των τεκμηρίων διαβίωσης και κατά του καθολικού ηλεκτρονικού «πόθεν έσχες» και κατά της ανάγκης να τεκμηριώνεται με αποδείξεις ο τρόπος διάθεσης του διαθεσίμου εισοδήματος του καθενός. Όλοι μπορεί να είναι υπέρ της περικοπής των δημοσίων δαπανών, αλλά κανείς δεν είναι έτοιμος να δεχθεί πως το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών αυτών κατευθύνεται σε μισθούς, συντάξεις και επιχορηγήσεις ασφαλιστικών ταμείων. Όλοι θέλουν να κλείσουν δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμοί, κανείς όμως δεν είναι έτοιμος να αποδεχθεί την επαναξιολόγηση ή πολύ περισσότερο την απόλυση του προσωπικού τους.
Η χώρα πρέπει να οργανωθεί και πάλι εκ του μηδενός. Να ξαναγράψει τους βασικούς της κανόνες, το ίδιο το κοινωνικό συμβόλαιο που λειτουργεί ως θεμέλιο κάθε Πολιτείας.
Αυτός θέλουμε να είναι ο στόχος του νέου Εθνικού Φορολογικού Συστήματος, όχι οι τεχνικές λεπτομέρειες αλλά οι μεγάλοι κανόνες που θεμελιώνουν την ίση και δίκαιη κατανομή των βαρών και ανατρέπουν την πιο άγρια αδικία που συντελείται, για δεκαετίες τώρα, σε βάρος μισθωτών και συνταξιούχων χωρίς άλλα εισοδήματα, σε βάρος όσων δεν μπορούν να αποκρύψουν εισοδήματα από άλλες πηγές.
Στο μεταξύ όμως, ο κόμπος έφθασε στο χτένι με την υποδοχή της απόφασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 26ης Οκτωβρίου.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφάσισε προχθές:
α. Να εκταμιευθεί προς την Ελλάδα η 6η δόση, ύψους 8 δις ευρώ, του αρχικού δανείου των 110 δις ευρώ που χορηγείται από την Ευρωζώνη και το ΔΝΤ μετά τον Μάρτιο του 2010.
β. Να δοθεί στην Ελλάδα νέο πρόγραμμα στήριξης από την Ευρωζώνη (EFSF) και το ΔΝΤ ύψους 100 δις ευρώ για την περίοδο 2012-2014 ώστε να καλυφθούν όλες οι δανειακές ανάγκες της χώρας, τα δημοσιονομικά της ελλείμματα και οι ανάγκες επανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών της.
γ. Να καλυφθούν πλήρως οι ανάγκες χρηματοδότησης και άρα ρευστότητας του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος μέσω του ευρωσυστήματος, από τώρα και έως την ολοκλήρωση όλων των διαδικασιών που θα επιτρέψουν στο ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα να λειτουργήσει ξανά αυτόνομα. Αυτό σημαίνει φυσικά και πολλαπλή πλήρη εγγύηση των καταθέσεων.
δ. Να περιοριστεί δραστικά, για την ακρίβεια στο ήμισυ, το δημόσιο χρέος συνολικού ύψους 206 δις ευρώ που αυτή την στιγμή κατέχεται από τράπεζες και άλλους ιδιωτικούς φορείς διεθνώς, δηλαδή να περιοριστεί το ελληνικό δημόσιο χρέος κατά 100 περίπου δις ευρώ, κατά 50% περίπου του ΑΕΠ, έτσι ώστε το 2020 το δημόσιο χρέος να είναι 120% του ΑΕΠ, αντί για 173%, αν δεν αλλάξει τώρα κάτι, σύμφωνα με την έκθεση του ΔΝΤ που αποδέχονται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η ΕΚΤ.
Αυτό το σχήμα καθιστά το ελληνικό δημόσιο χρέος μακροπρόθεσμα βιώσιμο, σε συνδυασμό με το περιορισμένο μέσο επιτόκιο και την μακρύτερη μέση διάρκειά του. Προς το σκοπό αυτό οι εταίροι μας χορηγούν στην Ελλάδα ενίσχυση 30 δις ευρώ (άρα συνολικά άλλα 130 δις, που μαζί με τα αρχικά 110 μας κάνουν 240 δις στήριξης). Αυτά τα 30 δις θα χρησιμοποιηθούν για να καλυφθούν, εν μέρει, τα άλλα 100 δις που απομένουν ως αξίωση στα χέρια ιδιωτών κομιστών του ελληνικού δημοσίου χρέους. Όλα αυτά έγιναν εφικτά μέσα σε εξαιρετικά δύσκολες διεθνείς συνθήκες και ως αποτέλεσμα μίας εντατικής, δύσκολης και λεπτής διαπραγμάτευσης για δύο κατά βάση λόγους:
Ο πρώτος αφορά την Ελλάδα. Η Ελλάδα, χάρη στις βαριές θυσίες στις οποίες υπεβλήθη και υποβάλλεται ο λαός της, απέδειξε πώς μπορεί να πετύχει μία πρωτοφανή δημοσιονομική προσαρμογή, σε μικρό χρόνο, υπό συνθήκες βαθειάς ύφεσης και με συνεχώς αυξανόμενο ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους. Οι θεσμικοί μας εταίροι και δανειστές κατάλαβαν τώρα ότι αυτό το πρόγραμμα πρέπει να συνοδευτεί από μία ριζική παρέμβαση ως προς το μέγεθος του δημοσίου χρέους προκειμένου να αποδώσει όχι μόνο δημοσιονομικούς αλλά και αναπτυξιακούς καρπούς, να ανασχέσει την ύφεση, να αλλάξει τα επίπεδα ρευστότητας, να δώσει προοπτική στην ελληνική οικονομία και άρα στην απασχόληση. Τώρα που η Ελλάδα έδειξε ότι ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα το 2012 είναι εφικτός, οι εταίροι και δανειστές στήριξαν επιλογές που δεν είχαν ωριμάσει στην αντίληψή τους νωρίτερα. Τον Ιούλιο είχε γίνει ένα πρώτο βήμα που ανατράπηκε από σημαντικές αλλαγές που μεσολάβησαν στο ευρύτερο ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον (π.χ. πίεση σε βάρος της Ιταλίας και της Ισπανίας, υποβάθμιση ακόμα και των ΗΠΑ από έναν οίκο αξιολόγησης). Κυρίως όμως ανατράπηκαν από την επιμονή των τραπεζών να μειώσουν όσο γίνεται περισσότερο, με διαφόρους χρηματοοικονομικούς τρόπους, την συμμετοχή τους στο κόστος της ελάφρυνσης του ελληνικού δημοσίου χρέους.
Ο δεύτερος λόγος αφορά την ευρωζώνη συνολικά που είδε πως χρειάζονται πολύ πιο ριζικές και καθαρές αποφάσεις προκειμένου να ανακοπούν οι ασύμμετρες επιθέσεις εναντίον του ευρώ από τις αγορές και τους διεθνείς κερδοσκοπικούς κύκλους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αποφασιστεί, επιτέλους, μία ολοκληρωμένη στρατηγική που πρέπει να υποστηριχθεί από σειρά μέτρων και ισχυρή πολιτική επιμονή προκειμένου να μην έχει την τύχη άλλων αποφάσεων οι οποίες αποδείχθηκαν αργές και δειλές. Τώρα όμως υπάρχει και γνώση και βούληση της Ευρώπης, θέλω να πιστεύω.
Απέναντι σε αυτή τη δέσμη αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, στο επίκεντρο των οποίων βρίσκεται η Ελλάδα και η ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας, μέσα πάντα στην ευρωζώνη, βλέπουμε να οργανώνεται μία αρνητική υποδοχή. Όλες οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών και όλοι οι ευρωπαϊκοί και διεθνείς θεσμοί θεωρούν ότι έγινε κάτι ιδιαίτερα σημαντικό και ριζοσπαστικό για την Ελλάδα. Εδώ όμως βλέπουμε έρευνες της κοινής γνώμης να καταγράφουν αρνητική στάση της πλειοψηφίας των πολιτών ή ακόμη και διάθεση καταψήφισης των αποφάσεων σε περίπτωση διεξαγωγής δημοψηφίσματος, το οποίο παρόλα αυτά ζητείται να οργανωθεί. Παράλληλα όμως η μεγάλη πλειοψηφία της κοινής γνώμης φαίνεται να είναι αναφανδόν υπέρ της παραμονής της χώρας στο ευρώ!
Αναρωτιέμαι, λοιπόν, ποιό λόγο μπορεί να έχει ένας πολίτης που δοκιμάζεται από την κρίση και βλέπει τα εισοδήματά του να περιορίζονται ή τη δουλειά του να χάνεται, να μην θέλει περικοπή των οφειλών του ελληνικού δημοσίου προς τις τράπεζες που κατέχουν ομόλογά του.
Γιατί μπορεί να ενοχλείται ένας απλός πολίτης επειδή η χώρα του, αντί να χρωστά 200 δις στις τράπεζες θα χρωστά 100 δις και το δημόσιο χρέος της χώρας το 2020 αντί να είναι 173% του ΑΕΠ θα είναι μόνο 120%, δηλαδή μικρότερο κατά 53 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ;
Aναρωτιέμαι ποιο λόγο μπορεί να έχει ένας πολίτης να αντιδρά απέναντι στο γεγονός πως μόλις ολοκληρωθεί το σχήμα αυτό, η χώρα θα έχει χρέος 100 δις λιγότερο και άρα θα πληρώνει περίπου 4,5 δις λιγότερους τόκους κάθε χρόνο (100 διςx4,5% μέσο ετήσιο επιτόκιο) έχοντας τη δυνατότητα να παρουσιάσει μεγαλύτερα πρωτογενή πλεονάσματα και να συντάξει έναν προϋπολογισμό πιο φιλικό προς την ανάπτυξη και την κοινωνία;
Αντιλαμβάνομαι τη σημασία που δίνουν, και ορθά, πολλοί στο ζήτημα των χαρτοφυλακίων των ασφαλιστικών ταμείων που περιλαμβάνουν ομόλογα του ελληνικού δημοσίου.
Όπως είπα κατ’ επανάληψη, εάν δεν είχε ληφθεί και αν δεν εφαρμοστεί η απόφαση της 26ης Οκτωβρίου, τα χαρτοφυλάκια των ταμείων θα περιλάμβαναν ομόλογα που η εμπορική τους αξία κινείται κοντά στο 40% της ονομαστικής, ενώ με την νέα απόφαση, η ονομαστική αξία των ομολόγων αυτών θα είναι πολύ μεγαλύτερη ,στο επίπεδο του 65-70% και οι απώλειες στην περιουσία των ταμείων θα αναπληρωθούν με μεταφορά δημόσιας περιουσίας.
Αυτή η μεταφορά δεν βαραίνει το δημόσιο χρέος και θα γίνει μέσω ανώνυμης εταιρείας ειδικού σκοπού, οι μετοχές της οποίας θα διανεμηθούν αναλογικά στα ταμεία. Επιπλέον, η ελάφρυνση του ετήσιου κρατικού προϋπολογισμού από τόκους, θα καταστήσει ευκολότερη την επιχορήγηση των ταμείων και πιο ασφαλείς τις συντάξεις. Το δημόσιο, ούτως ή άλλως, καταβάλλει κάθε χρόνο σε επιχορηγήσεις το 50% της ονομαστικής αξίας του χαρτοφυλακίου των ταμείων, άρα σε δύο χρόνια τους δίνει το 100% της ονομαστικής αξίας.
Ποιοι έχουν λόγο να είναι δυσαρεστημένοι από τις αποφάσεις της 26ης Οκτωβρίου; Προφανώς οι μεγάλοι μέτοχοι και οι διοικήσεις τραπεζών που αναγκάζονται να γράψουν ζημίες πολύ μεγαλύτερες από αυτές που προέβλεπε η απόφαση του Ιουλίου. Αυτό αφορά και τις ελληνικές τράπεζες. Όμως, μεταξύ έθνους και τραπεζών, υπερισχύει το έθνος. Μεταξύ γενικού συμφέροντος και οποιουδήποτε ιδιωτικού συμφέροντος υπερισχύει το γενικό συμφέρον. Το μεγάλο πρόβλημα των ελληνικών τραπεζών δεν είναι τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου, αλλά τα προβληματικά χαρτοφυλάκια των δανείων τους. Από το 2008 έως σήμερα το κράτος έχει αναλάβει το βάρος στήριξης, με τη μορφή κεφαλαιακής ενίσχυσης και εγγυήσεων, των ελληνικών τραπεζών, ύψους 128 δις και από αυτά έχουν ήδη ενεργοποιηθεί τα 93 δις. Το δημόσιο μετέχει στο σκληρό πυρήνα των κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών με προνομιούχες μετοχές 3,9 δις ευρώ, που το συνολικό τους ύψος είναι μεγαλύτερο από τη συνολική χρηματιστηριακή αξία των μετοχών όλων των τραπεζών.
Άρα κανείς δεν έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την πορεία των ελληνικών ιδιωτικών τραπεζών από το ελληνικό δημόσιο ως προνομιούχο μέτοχο και εγγυητή τους.
Τράπεζες για μας είναι οι καταθέτες και οι αναπτυξιακές τους λειτουργίες στην οικονομία μέσω της χορηγήσεως δανείων σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Θέλουμε ισχυρές και υγιείς ιδιωτικές τράπεζες. Μας αρκεί ένας αναδιοργανωμένος δημόσιος πυλώνας. Δεν θέλουμε να αλλοιώσουμε τον ιδιωτικό χαρακτήρα των ιδιωτικών τραπεζών. Θέλουμε όμως το δημόσιο να βγει ωφελημένο από τη διαδικασία κεφαλαιακής ενίσχυσης των τραπεζών. Τα κονδύλια συνεπώς που θα δοθούν από το EFSF για την κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών, θα εγγραφούν προσωρινά στο δημόσιο χρέος και θα διαγραφούν με τη διάθεση των αντίστοιχων μετοχών στην αγορά, το ταχύτερο δυνατόν. Προτίμησή μας όμως και επιδίωξή μας είναι η διαδικασία αυτή να γίνει, ει δυνατόν, με νομικούς και στατιστικούς κανόνες που επιτρέπουν να μην εγγραφεί καν προσωρινά στο δημόσιο χρέος το σχετικό βάρος.
Όπως όμως και αν τη δει κανείς την απόφαση της 26ης Οκτωβρίου, σε σχέση με την υπάρχουσα κατάσταση ή σε σχέση με την αρχική απόφαση του Ιουλίου, αυτή είναι συντριπτικά καλύτερη. Η μείωση του καθαρού χρέους τον Ιούλιο, εάν εφαρμοζόντουσαν όλα κατά γράμμα, θα ήταν 26 δις ευρώ. Τώρα τείνει στα 100 δις ευρώ. Κάποιοι θέλουν να αφαιρέσουν τα κονδύλια της επανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, που εξήγησα πως λειτουργούν σε σχέση με το χρέος. Για τις ανάγκες της συζήτησης μπορώ να δεχθώ ακόμη και αυτό. Ακόμη και έτσι, το όφελος είναι σχεδόν τριπλάσιο. Ποιος έχει λόγο να δυσανασχετεί; Ποιος έχει λόγο να δημιουργεί σύγχυση και θόρυβο; Κάποιοι που τα συμφέροντά τους θίγονται, όπως είπα. Αυτοί όμως δεν είναι οι Έλληνες πολίτες, δεν είναι η κοινωνία στο όνομα της οποία λέγονται προκλητικές και επικίνδυνες ανακρίβειες.
Εδώ παρεμβαίνει το επιχείρημα της εθνικής κυριαρχίας και αξιοπρέπειας. Ο δημαγωγικός ισχυρισμός ότι η απόφαση της 26ης Οκτωβρίου περιορίζει την εθνική μας κυριαρχία, θέτει τη χώρα υπό επιτροπεία. Όποιος διαβάσει τη σχετική παράγραφο (υπ’ αριθμ. 10) της απόφασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, βλέπει με πόση προσοχή είναι γραμμένη: Η κυριότητα της όλης διαδικασίας και η ευθύνη της εφαρμογής της ανήκει στην ελληνική κυβέρνηση και την Βουλή των Ελλήνων. Οι εταίροι μας και οι διεθνείς θεσμοί βοηθούν, στηρίζουν, παρακολουθούν, συντάσσουν εκθέσεις, επισημαίνουν προβλήματα, μεταφέρουν τεχνογνωσία προκειμένου να καθίσταται εφικτή η εκπλήρωση των υποχρεώσεων μας, που είναι απολύτως αναγκαία, ως δική μας επιλογή, για την ανασυγκρότηση της χώρας. Η μόνη αλλαγή, που η Ελλάδα ζήτησε, σε σχέση με όσα ήδη ισχύουν και γίνονται, είναι να σταματήσει η ανά τρίμηνο επίσκεψη της τρόϊκας, που λειτουργεί διεθνώς με αρνητικό τρόπο, επικοινωνιακά. Προτιμότερη είναι η συνεχής παρουσία και συνεργασία για να προλαβαίνουμε και να διορθώνουμε προβλήματα. Αυτό είναι το θεμέλιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η Ελλάδα ήταν πάντα μία φιλοευρωπαϊκή χώρα, μία χώρα οπαδός της ευρωπαϊκής ομοσπονδιακής προοπτικής. Πώς είναι δυνατόν να θεωρούμε ότι μπορεί να είμαστε μέλη μίας ισχυρής νομισματικής ένωσης και μίας ένωσης κρατών και λαών, χωρίς να υπάρχουν όλες οι αναγκαίες και αμοιβαίες παραχωρήσεις, εκτός και αν θεωρούμε ότι η δημοσιονομική ανασυγκρότηση και η δημιουργία θεσμικών αναχωμάτων προκειμένου να αποφύγουμε στο μέλλον έναν δημοσιονομικό εκτροχιασμό, είναι κάτι βλαπτικό για τη χώρα και την προοπτική της.
Θα μπορούσα να γράψω πολλά για τη δέσμη των αποφάσεων της 26ης Οκτωβρίου και τη σημασία τους. Οι αποφάσεις αυτές είναι τώρα στα χαρτιά. Πρέπει να εξειδικευτούν και να εφαρμοστούν. Αυτό απαιτεί σκληρή δουλειά, λεπτή και δύσκολη διαπραγμάτευση, τόσο στο εσωτερικό της ευρωζώνης και των ευρωπαϊκών και διεθνών θεσμών, όσο και σε σχέση με τον διεθνή ιδιωτικό τομέα.
Αυτό δεν είναι εφικτό χωρίς ένα αρραγές εσωτερικό μέτωπο, χωρίς οι Έλληνες πολίτες να στηρίξουν την προσπάθεια, όχι της κυβέρνησης αλλά της χώρας. Εάν δεν πετύχουμε την εκτέλεση του προϋπολογισμού του 2011, εάν δεν μπούμε με δυναμικό τρόπο στην εκτέλεση του προϋπολογισμού του 2012, όλα θα είναι και πάλι υπό αμφισβήτηση. Δεν θα υπάρχει ούτε νέο πρόγραμμα ,ούτε 7η δόση, ούτε PSI plus, με τόσο ευεργετικές συνέπειες για το μέγεθος του δημοσίου χρέους και το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του.
Ας κάνω μία θεωρητική ερώτηση: Aν αυτή η δέσμη αποφάσεων της 26ης Οκτωβρίου ετίθετο πράγματι σε δημοψήφισμα, ποια απόφαση θα ήταν συμφέρουσα για το Λαό και το Έθνος; Ποιες θα ήταν οι επιπτώσεις μίας αρνητικής απόφασης;
Ας κάνω ακόμα μία υποθετική ερώτηση: Αν η χώρα οδηγηθεί σε εκλογές, με όλες αυτές τις διαδικασίες σε εκκρεμότητα, πώς θα διασφαλιστεί η αξιοπιστία της χώρας απέναντι στους εταίρους μας και τις διεθνείς αγορές; Θα ανασταλούν οι διαδικασίες εκταμίευσης και οι διαδικασίες εξειδίκευσης και εφαρμογής της απόφασης; Mια υποχρεωτική προεκλογική δέσμευση όλων των κομμάτων ή έστω των λεγόμενων «κυβερνητικών» κομμάτων πως όλα όσα αποφασίστηκαν στις 26 Οκτωβρίου είναι αποδεκτά και σεβαστά από όλους είναι το ελάχιστο που μπορεί να συμβεί, όπως δείχνει η εμπειρία της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας. Ποιος είναι έτοιμος να αναλάβει πράγματι αυτό το βάρος και τι θα σημαίνει αυτό για τα κύματα δημαγωγίας που πέφτουν πάνω στην κοινή γνώμη και αλλοιώνουν την εικόνα που αυτή έχει για την πραγματικότητα;
Με ποια αιτιολογία και αντιπρόταση τα κόμματα της αντιπολίτευσης και ιδίως η αξιωματική αντιπολίτευση, θα αρνηθούν να ψηφίσουν μια συμφωνία που ελαφρύνει τον Λαό από ένα σημαντικό μέρος του βάρους του δημοσίου χρέους; Στο όνομα ποιου μπορεί να δοθεί μια αρνητική ψήφος όταν, για πρώτη φορά, η Βουλή θα έχει την ευκαιρία να αποφασίσει την μείωση και όχι την αύξηση του δημοσίου χρέους;
Κανείς δεν δικαιούται πλέον να ωραιοποιεί ή να νοθεύει τις καταστάσεις. Η αλήθεια πρέπει να λέγεται ολόκληρη και αυθεντική. Και είναι σκληρή ,αλλά είναι η μόνη ασφαλής βάση για το μέλλον της χώρας και την ανάκτηση του χρόνου και του χώρου που χάσαμε.
Πίσω από τις κραυγές και τις εύκολες κουβέντες υπάρχει η φωνή της Πατρίδας. Μπορούμε να πετύχουμε, αρκεί να είμαστε σοβαροί, ενωμένοι, υπεύθυνοι και να έχουμε συνείδηση της κατάστασης και της ιστορίας. Πρέπει να είμαστε υποχρεωτικά αισιόδοξοι, γιατί αν αφεθούμε να παρασυρθούμε από την ηττοπάθεια και την απαισιοδοξία της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, τότε θα έχουμε χάσει ένα πολύ μεγάλο ιστορικό στοίχημα. Και η βλάβη θα είναι ανεπανόρθωτη.
*Γ.Σεφέρη, Ημερολόγιο Καταστρώματος( «την κραυγή/ βγαλμένη απ´ τα παλιά νεύρα του ξύλου/ γιατί την είπες φωνή Πατρίδας; »)