Οσο αυξάνεται διαχρονικά το προσδόκιμο ζωής και γερνάει ο πληθυσμός στις σύγχρονες κοινωνίες, τόσο θα αντισταθμίζεται -σε ένα μικρό βαθμό βεβαίως- η υπερθέρμανση του πλανήτη και η συνεπαγόμενη κλιματική αλλαγή.
Το παραπάνω προκύπτει από νέα γερμανική έρευνα που καταδεικνύει ότι οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (κατ' εξοχήν υπεύθυνου αερίου για το «φαινόμενο του θερμοκηπίου») του μέσου ανθρώπου αυξάνονται μέχρι την ηλικία των 65 ετών και στη συνέχεια αρχίζουν να μειώνονται.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δημογράφο Εμίλιο Ζαγκένι του Ινστιτούτου Δημογραφικής Έρευνας Μαξ Πλανκ στο Ροστόκ, συσχέτισαν την ηλικία με τις μέσες ανά κεφαλή εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, παίρνοντας τα σχετικά στοιχεία από τις ΗΠΑ, όπου τα δεδομένα αυτά ήταν διαθέσιμα, όμως εκτιμούν ότι αντίστοιχα συμπεράσματα ισχύουν και για τις άλλες ανεπτυγμένες χώρες.
Οι προβλέψεις της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή του ΟΗΕ εξαρτώνται, μεταξύ άλλων παραμέτρων, από την μελλοντική εξέλιξη του παγκόσμιου πληθυσμού, όμως λαμβάνουν υπόψη τους μόνο το μέγεθος του πληθυσμού και όχι την ηλικιακή σύνθεσή του. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΟΗΕ, το ποσοστό των ανθρώπων άνω των 65 ετών θα αυξηθεί παγκοσμίως σε περίπου 13% το 2030.
Οι Γερμανοί ερευνητές εκτιμούν ότι οι χώρες που έχουν τους περισσότερους ηλικιωμένους, θα τείνουν να παράγουν λιγότερα «αέρια του θερμοκηπίου» και άρα θα προκαλούν αναλογικά λιγότερες επιπτώσεις στην κλιματική αλλαγή.
Πάντως, σε κάθε περίπτωση, η επίπτωση του παράγοντα της ηλικίας δεν μπορεί να θεωρηθεί μεγάλη σε σχέση με άλλους παράγοντες που επιδρούν στην κλιματική αλλαγή.
Έτσι, δεν αναμένεται ότι η γήρανση των ανεπτυγμένων κοινωνιών θα καταφέρει να αντισταθμίσει έως το 2050 τις άλλες ανθρωπογενείς δραστηριότητες που επιβαρύνουν το κλίμα.
Αλλωστε, μόνο μετά το 2030, γίνεται η πρόβλεψη ότι είναι πιθανό οι συνολικές μειώσεις της ενεργειακής κατανάλωσης λόγω αύξησης του αριθμού των ηλικιωμένων (π.χ. συνολική μικρότερη κατανάλωση βενζίνης) να ξεπεράσουν τις αντίστοιχες αυξήσεις ενεργειακής κατανάλωσης (περισσότερη κατανάλωση ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου).
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ