Παρέμβαση του υπουργείου Οικονομικών στη λειτουργία της Δικαιοσύνης κατήγγειλε ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Γιάννης Αδαμόπουλος, επικρίνοντας τους χειρισμούς του στο θέμα που ανέκυψε με τη δικαστική απόφαση για απαγόρευση διακοπής της ηλεκτροδότησης ακινήτου, οι ιδιοκτήτες του οποίου κάνουν λόγο για λάθη και ως εκ τούτου διόγκωση του ύψους του τέλους ακινήτων.
O πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Γιάννης Αδαμόπουλος.
Η δήλωση του προέδρου του ΔΣΑ
Η έκδοση της προσωρινής διαταγής από το Μονομελές Πρωτοδικείο Καλαμάτας αναφορικά με την απαγόρευση (μέχρι τη συζήτηση της κατατεθείσας αίτησης ασφαλιστικών μέτρων) της διακοπής της ηλεκτροδότησης ακινήτου για την περίπτωση μη εξόφλησης λογαριασμού της ΔΕΗ, που περιέχει - κατά τους αιτούντες - πρόδηλα σφάλματα κατά τον υπολογισμό του καταβλητέου Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών, αποτέλεσε μία τολμηρή και πρωτοπόρα ενέργεια, κινούμενη προς την - κατά γενική πλέον ομολογία - διαπιστούμενη ανάγκη προστασίας των πολιτών από αυθαίρετες φοροεπιδρομές που προσβάλλουν συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματά τους.
Με τη διαπίστωση αυτή ουδόλως συμφωνεί το Υπουργείο Οικονομικών, το οποίο δυστυχώς εμμένει στην πολιτική της - πάση θυσία και με κάθε τρόπο και απειλή - αφαίμαξης των Ελλήνων πολιτών, επιδεικνύοντας πρωτοφανή αναλγησία. Ως απόρροια της εν λόγω πολιτικής προκύπτει η τάχιστη αντίδρασή του, καθώς έσπευσε να εκδώσει ανακοίνωση στην οποία κάνει λόγο για «υπέρβαση της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων σε σχέση με ζητήματα βεβαίωσης και είσπραξης φόρων και τελών», προαναγγέλοντας μάλιστα παρέμβαση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους «προκειμένου να μη δημιουργούνται ψευδείς εντυπώσεις στους πολίτες».
Ως νομικοί και συλλειτουργοί στην απονομή της Δικαιοσύνης δεν μπορούμε παρά να επισημάνουμε το εξής παράδοξο: Το Υπουργείο Οικονομικών εγκαλεί τη Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας για έκδοση προσωρινής διάταξης καθ’ υπέρβαση δήθεν της αρμοδιότητας των πολιτικών Δικαστηρίων, τη στιγμή κατά την οποία το ίδιο υπερβαίνει διά των λεγομένων του το ρόλο του και τις αρμοδιότητές του ως οργάνου της εκτελεστικής εξουσίας, παρεμβαίνοντας στη λειτουργία της ανεξάρτητης - κατά το Σύνταγμα -Δικαιοσύνης. Παράλληλα, επιχειρεί - άνευ οποιουδήποτε νομικού ερείσματος και ύπαρξης ιεραχικής εξάρτησης - να υποκαταστήσει στη θέση των μόνων αρμόδιων για την εφαρμογή και ερμηνεία των νόμων Δικαστηρίων το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, ως δήθεν αρμόδιο να αποκαταστήσει την, κατά τους ισχυρισμούς του, διαταραχθείσα ισορροπία που επέφερε η ως άνω απόφαση. Περαιτέρω, καταφανής είναι η πρόθεση της εκτελεστικής εξουσίας να χειραγωγήσει τους Δικαστικούς λειτουργούς που θα επιληφθούν αντίστοιχων υποθέσεων στο μέλλον, στην αγωνιώδη προσπάθειά της να αποφύγει τη διά της δικαστικής οδού ανατροπή των κοινωνικά άδικων και ανάλγητων εισπρακτικού και μόνο χαρακτήρα πολιτικών της.
Κατόπιν των ανωτέρω, καλούμε κάθε αρμόδιο φορέα να επιδεικνύει έμπρακτα σεβασμό στη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της διάκρισης των λειτουργιών και να απέχει στο εξής από κάθε ενέργεια που αποσκοπεί στην παρέμβαση στο έργο της Δικαιοσύνης, η ανεξαρτησία και η λειτουργία της οποίας ως θεσμού προστατεύονται ρητά από το Σύνταγμα.
Η ανάγκη για την κάλυψη των ταμειακών δυσχερειών του κράτους είναι αδιαμφισβήτητη. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να χρησιμοποιείται ως αφορμή για την υιοθέτηση μέτρων που καταλύουν κάθε έννοια νομιμότητας. Η δυνατότητα του πολίτη να προσφύγει στα Δικαστήρια για την προστασία των δικαιωμάτων του αποτελεί κατοχυρωμένο δικαίωμα και δεν τίθεται υπό καμία διαπραγμάτευση.