Η διακίνηση μεγάλων ποσών σε μετρητά αλλά και η υφιστάμενη διαφοροποίηση εμπορικών και αντικειμενικών αξιών στα ακίνητα, βοήθησαν τη Μονή Βατοπεδίου να προβεί σε πράξεις που συνιστούν έως και «τυπολογία ξεπλύματος μαύρου χρήματος».
Τα παραπάνω προκύπτουν από τις καταθέσεις ενώπιον της αρμόδιας Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής, του Παναγιώτη Μαντούβαλου, αναπληρωματικού μέλους της Επιτροπής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομη Δραστηριότητα και προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων του υπουργείου Οικονομικών, και του Ιωάννη Γούσιου, εμπειρογνώμονα της Τράπεζας της Ελλάδος.
Ειδικότερα, ο κ. Γούσιος αναφέρθηκε στο «χαλαρό θεσμικό πλαίσιο» που έχει διαμορφώσει η Τράπεζα της Ελλάδας, σχετικά με τη διακίνηση των μετρητών: «Είναι απαράδεκτο, να μπορεί σήμερα κανείς να κάνει μεταβίβαση ακινήτου, να αγοράζει ένα ακίνητο και να βεβαιώνει φαρδιά-πλατιά ο συμβολαιογράφος από κάτω, ότι μετρήθηκαν 10.000.000 ευρώ χωρίς την παρουσία μου - και με την κίνηση μετρητών να γίνεται η συναλλαγή».
«Αυτό, όμως, δεν είναι θέμα δικό μας. Η Τράπεζα της Ελλάδος, το μόνο που έκανε είναι να βγάλει μια ντιρεκτίβα, μια οδηγία-σύσταση προς τα πιστωτικά ιδρύματα που να λέει ότι πάνω από 250.000 ευρώ, καλό θα είναι η συναλλαγή να γίνεται είτε με εντολές, είτε με επιταγές, ούτως ώστε να μπορείς να παρακολουθείς την πορεία των χρημάτων», πρόσθεσε.
Στην περίπτωση της Μονής Βατοπεδίου, «μπήκαμε και κάναμε έλεγχο σε εννέα τράπεζες και σε έξι εξ αυτών επιβάλλαμε ποινές. Επιβάλλαμε ποινές όμως για το τυπικό κομμάτι, όχι για το ουσιαστικό. Από το ουσιαστικό, από την αξιολόγηση της διαδρομής του χρήματος, λίγα πράγματα προέκυψαν. Προέκυψαν πρόσωπα. Δεν έχουμε, όμως, ανακριτικές δυνατότητες, δεν ξέρουμε σε πολλές περιπτώσεις γιατί έγιναν αυτά» επισήμανε.
Από την πλευρά του ο κ. Μαντούβαλος αναγνώρισε «τυπολογία ξεπλύματος μαύρου χρήματος» στην υπόθεση της αγοραπωλησίας μιας εταιρείας στη Σερβία με ανύπαρκτη επιχειρηματική δραστηριότητα, που πουλήθηκε μετά από διετία σε τιμή τριπλάσια της τιμής αγοράς.
Σημείωσε, ωστόσο, πως η υπηρεσία του δεν είχε την ουσιαστική αρμοδιότητα να διεξάγει προανάκριση, παρά μονάχα να καταθέσει τα όσα στοιχεία είχε, στον εισαγγελέα που διερευνά την υπόθεση, όπως επίσης και να διαβιβάσει τα στοιχεία αυτά στις κατά τόπους υπηρεσίες Ειδικών Ελέγχων του υπουργείου Οικονομικών, προκειμένου να ελεγχθεί η Μονή και οι συνεργάτες της για παραβίαση της φορολογικής νομοθεσίας.
Πηγή: ΑΠΕ - ΜΠΕ