Σε «καλή ατμόσφαιρα» πραγματοποιήθηκε στην Ουάσινγκτον η συνάντηση του Αμερικανού προέδρου, Μπαράκ Ομπάμα, με τον Ισραηλινό πρωθυπουργό, Μπενιαμίν Νετανιάχου, αναφέρεται σε επίσημη ανακοίνωση της ισραηλινής κυβέρνησης.
«Ο πρωθυπουργός και ο Αμερικανός πρόεδρος είχαν (την Τρίτη) συνάντηση μιάμισης ώρας, κεκλεισμένων των θυρών, η οποία εξελίχθηκε σε καλή ατμόσφαιρα», αναφέρεται στην ανακοίνωση του γραφείου του Νετανιάχου.
«Οι αντιπροσωπείες των δύο χωρών θα συνεχίσουν σήμερα να συζητούν τις ιδέες που προέκυψαν από την συνάντηση αυτή», προστίθεται στην ανακοίνωση, χωρίς άλλη διευκρίνιση.
Αξιωματούχοι του Λευκού Οίκου αρνήθηκαν να σχολιάσουν τη συνάντηση των δύο ηγετών, που διεξήχθη ενώ οι σχέσεις ΗΠΑ και Ισραήλ είναι τεταμένες εξαιτίας του θέματος της επέκτασης των εποικισμών στην ανατολική Ιερουσαλήμ.
Κατά τη συνάντηση διατηρήθηκαν ιδιαίτερα χαμηλοί τόνοι και η κυβέρνηση Ομπάμα απέφυγε κάποιες από τις εθιμοτυπίες που συνηθίζονται σε επίσημες επισκέψεις ξένων ηγετών στο Λευκό Οίκο. ‘Ετσι δεν επετράπη στους δημοσιογράφους να παραστούν στην αρχή της συνάντησης στο Οβάλ Γραφείο, ενώ οι δύο άνδρες δεν προέβησαν σε δηλώσεις μετά τις συνομιλίες τους.
Ο Νετανιάχου αφού συναντήθηκε με τον Ομπάμα, ζήτησε να έχει συνομιλία με τους συνεργάτες του. Μετά από μια ώρα ζήτησε να ξαναδεί τον Αμερικανό πρόεδρο, ο οποίος τον δέχτηκε στο Οβάλ Γραφείο.
Πριν την συνάντηση, ο Νετανιάχου είχε δηλώσει πως «εάν οι Αμερικανοί υποστηρίζουν τα παράλογα αιτήματα των Παλαιστινίων για πάγωμα των οικισμών στην Ιερουσαλήμ, υπάρχει κίνδυνος η πολιτική διαδικασία να παγώσει για ένα χρόνο».
Εν μέσω πιέσεων εντός του κεντροδεξιού συνασπισμού του, ο Νετανιάχου δεν έδειξε καμία πρόθεση να υποχωρήσει από τα σχέδια για επέκταση των εποικισμών κατά τη διάρκεια της τριήμερης επίσκεψής του στην Ουάσινγκτον.
Οι Παλαιστίνιοι αποσύρθηκαν από τη συμφωνία για την έναρξη έμμεσων συνομιλιών με τους Ισραηλινούς πριν από δύο εβδομάδες, όταν το Ισραήλ ανακοίνωσε την κατασκευή 1.600 νέων κατοικιών σε εβραϊκό εποικισμό της ανατολικής Ιερουσαλήμ. Η σχετική ανακοίνωση είχε γίνει μάλιστα κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Αμερικανού αντιπροέδρου Τζο Μπάιντεν, προκαλώντας την έντονη δυσαρέσκεια της αμερικανικής πλευράς.