Την 1η Αυγούστου του 1996 ο Τσαρλς Ουίτμαν ανέβηκε στον πύργο του Πανεπιστημίου του Τέξας, στην πόλη Οστιν και επί 96 λεπτά πυροβολούσε αδιακρίτως όποιον έβλεπε μπροστά του. Το πρώτο του θύμα ήταν μια έγκυος γυναίκα. Το 13ο του θύμα, ο Ντέιβιντ Γκάνμπι, πέθανε πέρυσι από τα τραύματα που του είχε προκαλέσει μια σφαίρα που δέχθηκε στην πλάτη.
Αν και ο Ουίτμαν σκότωσε τη μητέρα του και τη γυναίκα του εκείνο το πρωί, οι στόχοι της δολοφονικής του μανίας στη συνέχεια ήταν τυχαίοι. Ο Ουίτμαν δεν έκανε διάκριση ούτε σε φύλο ούτε σε ηλικία. Εκείνα τα εφιαλτικά λεπτά, μέχρι να τον πυροβολήσει ένας αστυνομικός, αποδείχθηκε ένας ασυνήθιστα «δημοκρατικός» δολοφόνος.
Κάτι ανάλογο παρακολουθούμε αυτές τις ημέρες στο Μέριλαντ της Βιρτζίνια. Ενας άλλος δολοφόνος έχει σκοτώσει δέκα άτομα και έχει τραυματίσει τρία από τις 2 Οκτωβρίου.
Οπως έγραψαν σε κύριο άρθρο τους οι «New York Times» ο δολοφόνος θα μπορούσε ενδεχομένως να έχει εντοπιστεί, αν υπήρχε μια εθνική βάση δεδομένων με τα «αποτυπώματα» κάθε όπλου, μαζί με πληροφορίες για την ημερομηνία και τον τόπο πώλησής του, καθώς και τα στοιχεία του ιδιοκτήτη του.
Το λόμπι των όπλων έχει όμως αντιταχθεί λυσσαλέα στη δημιουργία μιας τέτοιας βάσης. Το Κογκρέσο, μάλιστα, ήταν έτοιμο να ψηφίσει ένα νομοσχέδιο που θα απάλλασσε από κάθε νομική ευθύνη τους κατασκευαστές και πωλητές όπλων στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Οπως παρατηρούν οι «New York Times» η ψηφοφορία επί του νομοσχεδίου αυτού ανεβλήθη, και θα γίνει «όταν δεν κοιτάει κανείς».
Μια τέτοια βάση δεδομένων, γράφει ο Ντέιβιντ Ααράνοβιτς στον «Independent», ίσως να βοηθούσε να βρεθεί ο δράστης, δεν θα τον εμπόδιζε όμως να σκοτώσει την πρώτη φορά.
Ο,τι κι αν λένε αυτοί που τα βάζουν με τις βίαιες ταινίες ή την αποξένωση στην οποία μας οδηγεί ο σύγχρονος τρόπος ζωής, δεν μπορεί να αποφύγει κανείς τη σκέψη ότι αυτού του είδους οι ελεύθεροι σκοπευτές είναι σπάνιοι.
Ο πειρασμός να πυροβολήσεις αυτόν που σε ενοχλεί είναι μεγάλος, αλλά εκείνοι που υποκύπτουν σε αυτόν τον πειρασμό είναι ελάχιστοι. Οταν η πράξη περνά από τη φαντασία στην πραγματικότητα, υπάρχει πάντα μια παθολογία.
Ο Τσαρλς Ουίτμαν προερχόταν από μια πλούσια οικογένεια. Ηταν καλός φοιτητής, πρόσκοπος και πιανίστας. Ο πατέρας του ήταν ένας αυτοδημιούργητος, που παρείχε όλες τις υλικές ανέσεις στα παιδιά του. Ταυτόχρονα, όμως, βιαιοπραγούσε τόσο στη γυναίκα του όσο και στα παιδιά του, όταν έκρινε ότι δεν ανταποκρίνονταν στις προσδοκίες του.
Στο ημερολόγιο του Ουίτμαν, που ανακαλύφθηκε μετά το θάνατό του, αναφέρεται συχνά η διαρκής μάχη του με την αίσθηση αδυναμίας του. Ο Ουίτμαν αισθανόταν μίσος για όλο τον κόσμο. Το ενδιαφέρον όμως είναι ότι δεν αισθάνθηκε ποτέ την ανάγκη να σκοτώσει τον τυραννικό πατέρα του.
Το γεγονός ότι τόσο πολλοί αισθάνονται θυμό ή μίσος, και παρά ταύτα τόσο λίγοι αποφασίζουν να εκδικηθούν την κοινωνία, σκοτώνοντας όποιον βρουν μπροστά τους, είναι ασφαλώς ευχάριστο. Και δείχνει ότι, στις καλά οργανωμένες κοινωνίες, τουλάχιστον η επίγνωση των συνεπειών που θα είχε η εκδικητική μας μανία λειτουργεί ως ανασχετικός παράγων για την εκδήλωσή της.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΤΖΩΡΤΖΙΝΑΚΗ