Για «οργανωμένη επιχείρηση που έχει βαθύτερη στόχευση και συμβαδίζει με την επίθεση στα λαϊκά δικαιώματα» κάνει λόγο η κοινοβουλευτική ομάδα του ΚΚΕ, με αφορμή τη συζήτηση για την αντιμετώπιση της διαφθοράς, το πόθεν έσχες των βουλευτών και τα οικονομικά των κομμάτων, στην οποία, όπως σημειώνει, πρωταγωνιστούν το ΠΑΣΟΚ, η ΝΔ και το ΛΑΟΣ.
Σύμφωνα με την ΚΟ του ΚΚΕ «η συζήτηση αυτή είναι πέρα για πέρα υποκριτική», «αξιοποιείται για την δρομολόγηση μέτρων που στοχεύουν στον εκσυγχρονισμό και την ενίσχυση του αντιλαϊκού χαρακτήρα του αστικού πολιτικού συστήματος. Στοχεύουν στο κτύπημα του ΚΚΕ και των δεσμών που έχει με τις λαϊκές δυνάμεις», ενώ, όπως υποστηρίζει, «ταυτόχρονα μέσα από την συζήτηση αυτή επιδιώκεται ο αποπροσανατολισμός των εργαζομένων».
Όπως εξηγεί το ΚΚΕ, η συζήτηση είναι υποκριτική, καθώς «εάν ήθελαν ο έλεγχος του "πόθεν έσχες" να είναι έστω και στοιχειωδώς ουσιαστικός, τότε θα δέχονταν τις προτάσεις που επανειλημμένα έχει κάνει το ΚΚΕ στην Βουλή».
Το ΚΚΕ προτείνει να γίνουν ονομαστικές οι ανώνυμες μετοχές των εταιριών, οι τίτλοι του δημοσίου και τα άλλα χρηματοοικονομικά προϊόντα, να γίνεται έλεγχος στην εξαγωγή κεφαλαίων από τη χώρα και να καταργηθούν το φορολογικό, τραπεζικό, εμπορικό και επιχειρηματικό απόρρητο, ώστε να μπορεί να γίνεται έστω και στοιχειώδης έλεγχος των επιχειρήσεων και κατά συνέπεια της διαπλοκής.
Σημειώνει δε ότι «ακόμα όμως και αυτά τα ελάχιστα μέτρα που χρόνια τώρα προτείνει το ΚΚΕ τα αρνούνται πεισματικά ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, όλοι όσοι σήμερα σηκώνουν υποκριτικά την ρομφαία της κάθαρσης. Ούτε και αυτά τα ελάχιστα που παρεμβάλλουν εμπόδια στην δράση του κεφαλαίου και μπορούν ενδεχομένως να αποκαλύψουν την διαπλοκή, δεν γίνονται αποδεκτά».
Τονίζει ακόμη ότι «η διαφθορά και η διαπλοκή έχουν συγκεκριμένες αιτίες. Είναι φαινόμενα σύμφυτα με το άδικο εκμεταλλευτικό σύστημα, συμβαδίζουν με την κυριαρχία του κεφαλαίου και το κυνήγι του κέρδους».
Η κοινοβουλευτική ομάδα του ΚΚΕ επισημαίνει την ανάγκη να τοποθετηθούν όλα τα κόμματα στην πρόταση νόμου του ΚΚΕ για την κατάργηση της βουλευτικής σύνταξης, τη δραστική μείωση της βουλευτικής αποζημίωσης, την κατάργηση όλων των αμοιβών για συμμετοχή σε συνεδριάσεις των επιτροπών της Βουλής και τις άλλες κοινοβουλευτικές δραστηριότητες.
Υποστηρίζει επίσης ότι με πρόσχημα τον έλεγχο των οικονομικών των κομμάτων επιδιώκουν τον έλεγχο στην λειτουργία και τη δράση του ΚΚΕ.
«Με πρόσχημα τα οικονομικά θέλουν τα ονόματα των μελών, των φίλων, των οπαδών του κόμματος. Θέλουν τα ονόματα όλων εκείνων που ακόμα και αν δεν το ψηφίζουν στις εκλογές, το στηρίζουν οικονομικά και με την συνδρομή τους, αναγνωρίζοντας τον αναντικατάστατο ρόλο του στον αγώνα για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων», αναφέρει και υπογραμμίζει πως «το ΚΚΕ αγωνίζεται στο φώς της ημέρας 90 και πλέον χρόνια για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου, για την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Η δράση του είναι πέρα για πέρα διαφανής μπροστά στον λαό».
Επιπλέον, η ΚΟ του ΚΚΕ τονίζει την ανάγκη αλλαγής του νόμου «περί ευθύνης υπουργών», ώστε να αρθούν όλα τα εμπόδια που οδηγούν στην ατιμωρησία, (αλλαγή στον τρόπο λήψης των αποφάσεων περί παραπομπής ώστε να μην μπορεί η εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία να μπλοκάρει την παραπομπή, να ισχύσει η κοινή παραγραφή όπως για όλους τους πολίτες).
Εκτιμά, τέλος, ότι «μέσα από την επιχείρηση κατά της διαφθοράς επιδιώκεται η εκτόνωση της λαϊκής αγανάκτησης και ο αποπροσανατολισμός των εργαζομένων. Επιδιώκεται να συγκαλυφθεί ότι για το χρέος και τα ελλείμματα η πρώτη και κύρια αιτία είναι οι παροχές προς τις τράπεζες και τις μεγάλες επιχειρήσεις με τις συνεχείς φοροαπαλλαγές, και τις συνεχείς ενισχύσεις, με τα διάφορα κίνητρα τα κοινοτικά κονδύλια, τις συμπράξεις με τις επιχειρήσεις, τα γνωστά ΣΔΙΤ κλπ. Μέσα σε αυτό το αλισβερίσι με τα δεκάδες δις ευρώ κάθε χρόνο εκτρέφονται και τέτοια φαινόμενα με "μαύρο χρήμα", μίζες κλπ».
«Ταυτόχρονα», όπως επισημαίνει, «συγκαλύπτονται οι πραγματικές αιτίες για τη σημερινή κατάσταση που είναι η βαθειά κρίση του καπιταλιστικού συστήματος που επιδιώκει την έξοδο από την κρίση με την ολομέτωπη επίθεση στα λαϊκά δικαιώματα για να ρίξει την τιμή της εργατικής δύναμης και να στηριχθεί η κερδοφορία του κεφαλαίου».