Από τον Ίαν Κάμπελ
Η βρετανική κυβέρνηση συνασπισμού των Συντηρητικών και των Δημοκρατικών διακηρύσσει ότι σχεδιάζει μεγάλες αλλά δίκαιες περικοπές.
Την ίδια ώρα στην Ελλάδα, ο Γιώργος Παπανδρέου ανακαλύπτει ότι ο ευθύς λόγος και το πλατύ χαμόγελο τον βοηθούν να αντιμετωπίσει τις εντεινόμενες αντιδράσεις. Πόσο πιθανό είναι όμως οι «ηγέτες των περικοπών» να ολοκληρώσουν το έργο τους και μετά να ακούσουν «ευχαριστώ»; Τα διδάγματα της ιστορίας δε δίνουν σαφή απάντηση. Οι σκληρές περικοπές μπορούν να οδηγήσουν είτε στην επιτυχία, είτε στην καταστροφή. Η εντιμότητα ασφαλώς παίζει ρόλο, ωστόσο ακόμη περισσότερο βοηθούν οι πολιτικές που φέρνουν άμεσα αποτελέσματα. Καθοριστική σημασία έχει επίσης ο παράγων τύχη.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι περικοπές έχουν οδηγήσει σε πραγματικό χάος. Ας πάρουμε το παράδειγμα του Κάρλος Μένεμ, του χαρισματικού προέδρου που διοίκησε την Αργεντινή στη δεκαετία του 1990. Ο Μένεμ κέρδισε την εξουσία το 1989, εν μέσω «υπερ-πληθωρισμού». Πόσο ευθύς ήταν ο λόγος του; Το μόνο που υποσχέθηκε ήταν «παραγωγική επανάσταση», παρΆ όλα αυτά οι υπουργοί των οικονομικών του προχώρησαν σε περικοπές. Κάποια από τα συνδικάτα που ανήκαν στο ίδιο του το κόμμα, δεν τον συγχώρησαν ποτέ. Η πλειονότητα των Αργεντινών, ωστόσο, τον συγχώρησε, όταν ο πληθωρισμός υποχώρησε και η χώρα επέστρεψε σε τροχιά ανάκαμψης. Η Γουόλ Στριτ έδειχνε εντυπωσιασμένη, οι ξένες επενδύσεις άρχισαν να εισρέουν στη χώρα και ο Μένεμ κέρδισε εύκολα τις εκλογές του 1995 –η ιστορία, όμως, δεν τελείωσε εδώ.
Ένας άλλος ηγέτης της Λατινικής Αμερικής που εξελέγη το 1989 και ακολούθησε πολύ διαφορετική οδό ήταν ο Κάρλος Αντρές Πέρεζ, ο οποίος κέρδισε την εξουσία στη Βενεζουέλα υποσχόμενος ότι «θα ξανάρθουν καλύτερες μέρες». Αναφερόταν στη δεκαετία του 1970, τότε που οι τιμές του πετρελαίου είχαν εκτιναχθεί στα ύψη και ο ίδιος βρισκόταν στο τιμόνι της χώρας σε μια περίοδο που έμεινε στην ιστορία για την εκτεταμένη διαφθορά και τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Επιστρέφοντας στην εξουσία, όμως, ο Περέζ, προχώρησε αμέσως σε μειώσεις των δαπανών και σε υποτίμηση ενός παράλογα υπερτιμημένου νομίσματος. Οι φτωχοί δέχθηκαν σφοδρό πλήγμα και βγήκαν στους δρόμους με αποτέλεσμα να υπάρξουν εκατοντάδες νεκροί. Στη συνέχεια, σημειώθηκαν δύο απόπειρες πραξικοπήματος –το ένα εκ των οποίων από τον Ούγκο Τσάβες. Ο «πρόεδρος των περικοπών» ανακηρύχθηκε «Νο 1 δημόσιος κίνδυνος». Το 1993 τού απαγγέλθηκαν κατηγορίες και το 1994 φυλακίστηκε. Η πτώση του σηματοδότησε την πτώση ολόκληρου του πολιτικού συστήματος της Βενεζουέλας, το οποίο ήρθε να εκτοπίσει ένας νέος δημαγωγός.
Το πιο πρόσφατο παράδειγμα «ηγέτη των περικοπών» στη Βρετανία, είναι η Μάργκαρετ Θάτσερ που εξελέγη το 1979. Τα βασικά προβλήματα της χώρας τότε ήταν ο πληθωρισμός και τα φιλοπόλεμα συνδικάτα, στα οποία η Θάτσερ επιτέθηκε κατά μέτωπο. «Δεν υπήρχε άλλη επιλογή», όπως υποστήριζε. Η εξαιρετικά επείγουσα νομισματική πολιτική που εφάρμοσε η Θάτσερ οδήγησε τη στερλίνα σε πολύ υψηλά επίπεδα. Η βιομηχανία προχώρησε σε απολύσεις, με αποτέλεσμα το έθνος να υποφέρει και η Σιδηρά Κυρία να χάσει τη δημοτικότητά της.
Η Θάτσερ φαινόταν ότι όδευε προς εκλογική ήττα, όταν μπήκε στο παιχνίδι η τύχη. Μετά τη γενναία απάντηση της στην εισβολή στα Φώκλαντς, τα «σιδηρένια» της χαρακτηριστικά κέρδισαν το θαυμασμό, ενώ ταυτόχρονα ξεκίνησε και η κυκλική ανάκαμψη. Η παράταξή της κέρδισε τις εκλογές το 1983 και το 1987. Οι ιδιωτικοποιήσεις, η απελευθέρωση των αγορών και οι μειώσεις φόρων χάρισαν στη Θάτσερ την εύνοια του λαού. ΠαρΆ όλα αυτά, πολλά χρόνια μετά, η Θάτσερ παραμένει ένα πρόσωπο που διχάζει, εν μέρει επειδή από πολλούς θεωρείται ότι δεν ήταν δίκαιη, αφού δεν κατάνειμε δίκαια το βάρος της προσαρμογής.
Η αφοπλιστική ειλικρίνεια αποτελεί προτεραιότητα για τους σημερινούς «ηγέτες των περικοπών» στη Βρετανία και την Ελλάδα. Καταφεύγουν σε αυτή προκειμένου να εξηγήσουν γιατί προσπαθούν να προστατέψουν τα φτωχότερα εισοδήματα, ενώ ταυτόχρονα αναζητούν περισσότερα έσοδα από τις τράπεζες και τους πλούσιους.
Η προσέγγιση αυτή είναι σωστή. Ωστόσο, δεν είναι αρκετή για να διασφαλίσει τη δημοτικότητα των ηγετών, εκτός εάν οι πολιτικές τους αποδώσουν καρπούς και η ανάπτυξη επιστρέψει, περιορίζοντας την ανεργία και βάζοντας τέλος στη δοκιμασία των πολιτών.
Θα πετύχουν οι «ηγέτες των περικοπών» τώρα που ο πόνος έχει μόλις αρχίσει να γίνεται αισθητός; Αυτό που βοηθά τους ηγέτες των κρατών της ευρωζώνης με σοβαρά προβλήματα, όπως η Ελλάδα, η Ισπανία και η Ιρλανδία, είναι ότι οι περικοπές έχουν έναν πολύ σημαντικό σύμμαχο: οι ψηφοφόροι θυμούνται τα υψηλά επιτόκια και την αστάθεια του παρελθόντος και προτιμούν να παραμείνουν στο άνετο κλαμπ του ευρώ. Ως εκ τούτου, δεν αποκλείεται να φανούν αποφασισμένοι να κάνουν θυσίες.
Οι Βρετανοί, εν τω μεταξύ, γνωρίζουν ότι την υπερβολή διαδέχεται η λιτότητα. Ο πόνος, όμως, στη Βρετανία δεν έχει γίνει ακόμη αισθητός. Και το έλλειμμα της χώρας είναι τόσο μεγάλο που θα πρέπει να διαρκέσει χρόνια, όπως οι επί σειρά ετών επισκέψεις στον οδοντίατρο. Με μεγάλη πιθανότητα αύξησης της ανεργίας λόγω των περικοπών στο δημόσιο τομέα, οι ηγέτες της κυβέρνησης συνασπισμού ίσως δυσκολευτούν να διατηρήσουν τη δημοτικότητά τους, καθώς οι ψηφοφόροι θα πάψουν να τους συμπαθούν. Σημαντικό ρόλο, ωστόσο, θα παίξει η τύχη. Πόσο καλά θα τα πάνε οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ, της Κίνα και των κρατών της ευρωζώνης; Θα σώσουν ή θα θάψουν τους Βρετανούς ηγέτες των περικοπών;
Η ιστορία διαθέτει, πάντως, και δυσάρεστα παραδείγματα. Ο χαρισματικός Μένεμ κυβέρνησε την Αργεντινή επί μία δεκαετία –η οποία κατέληξε στην καταστροφή: υποτίμηση, πτώχευση, ύφεση και κοινωνικές αναταραχές. Το σύστημα περικοπών του Μένεμ αποδείχθηκε μια μεγάλη πληγή που έκανε τη χώρα μη ανταγωνιστική. Η περιφέρεια της ευρωζώνης θα πρέπει να είναι προσεκτική. Η δε Θάτσερ –η άλλοτε υπέρμαχος της αυστηρής νομισματικής πολιτικής- επέτρεψε τη δημιουργία φούσκας στην αγορά κατοικίας οδηγώντας τη Βρετανία σε νέα σφοδρή ύφεση στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Μερικά χρόνια μεταρρυθμίσεων αρκούν, αν και σε αυτό το παιχνίδι δεν υπάρχει οριστική νίκη. Οι πρώτες μάχες που θα κερδίσει η ευρωζώνη θα πρέπει να πραγματοποιηθούν σε δημοσιονομικό επίπεδο, όπως στην Αργεντινή. Οι κυβερνήσεις, όμως, θα πρέπει να αποκαταστήσουν και την ανταγωνιστικότητά τους. Εάν δεν το κάνουν, δεν θα επιστρέψουν ποτέ στην ανάκαμψη και θα οδηγηθούν σε πτώχευση. Αμείλικτοι αλλά δίκαιοι, σκληροί αλλά χαρισματικοί, τυχεροί και συνεπείς, είναι τα χαρακτηριστικά που πρέπει να διαθέτουν οι ηγέτες των μεταρρυθμίσεων για να σώσουν τη χώρα τους και... τον εαυτό τους.
REUTERS BREAKINGVIEWS