«Η τηλε-εργασία είναι ένας τρόπος εκσυγχρονισμού της οργάνωσης της εργασίας, που συνδυάζει πτυχές ευελιξίας και ασφάλειας παρέχοντας μεγαλύτερη αυτονομία στην εκτέλεση των καθηκόντων τόσο για τους εργοδότες όσο και για τους εργαζομένους, μειώνοντας ταυτόχρονα τον περιβαλλοντικό αντίκτυπο καθώς συμβάλλει στον περιορισμό της ανάγκης μετακινήσεων», αναφέρει ο Ευρ. Επίτροπος κ. Αντόρ, σε απάντησή του προς τους Ευρωβουλευτές της ΝΔ, Καθηγητή Ιωάννη Α. Τσουκαλά και Κωνσταντίνο Πουπάκη.
Οι δύο Ευρωβουλευτές κατέθεσαν γραπτή ερώτηση προς την Ευρ. Επιτροπή επισημαίνοντας τις κοινωνικές, οικονομικές και περιβαλλοντικές διαστάσεις που παρουσιάζει η ορθή αξιοποίηση της τηλε-εργασίας για εργαζομένους και εργοδότες, ζητώντας πληροφορίες για το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ.
Ο κ. Αντόρ, αρμόδιος Επίτροπος για την Απασχόληση, τις Κοινωνικές Υποθέσεις και την Κοινωνική Ένταξη σημειώνει: «Η τηλε-εργασία, αν αξιοποιηθεί σωστά, σε ένα πλαίσιο απόλυτης προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων, μπορεί να προσφέρει σημαντικά οφέλη σε εργαζομένους και εργοδότες και να δώσει διεξόδους σε καθημερινά προβλήματα. Η αποτελεσματικότερη συμφιλίωση οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής, η μείωση των μετακινήσεων, της κυκλοφοριακής συμφόρησης και των οδικών και εργατικών ατυχημάτων, η μείωση στην κατανάλωση ενέργειας και στις εκπομπές ρύπων, η αποσυμφόρηση των πόλεων και των υποδομών είναι μερικά μόνο από τα οφέλη. Σύμφωνα, μάλιστα, με μελέτες της Ευρ. Επιτροπής, τα 2/3 των Ευρωπαίων που βρίσκονται σε παραγωγική ηλικία θα ενδιαφέρονταν να τηλε-εργαστούν».
Αναφορικά με το θέμα του θεσμικού πλαισίου που διέπει την τηλε-εργασία, ο Επίτροπος δεν παρέλειψε να αναφερθεί στη «Συμφωνία-Πλαίσιο για την τηλε-εργασία» που υπέγραψαν οι κοινωνικοί εταίροι, το 2002, με στόχο την προώθησή της ως ευέλικτης μορφής οργάνωσης της εργασίας και τη θέσπιση γενικού πλαισίου σχετικών με αυτή καθηκόντων και δικαιωμάτων, της οποίας τα προβλεπόμενα μέτρα και οι βασικές διατάξεις έχουν ενσωματωθεί στις περισσότερες εθνικές δράσεις εφαρμογής (ΣΣΕ, συστάσεις, κατευθυντήριες γραμμές), της πλειοψηφίας των ευρωπαϊκών χωρών.
Ο κ. Αντόρ αναφέρει, άλλωστε, ότι η ίδια η Κομισιόν δοκιμάζει την τηλε-εργασία μέσα από πιλοτικό πρόγραμμα που άρχισε να εφαρμόζει το 2007 και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι έχει πραγματικά οφέλη τόσο για τη διοίκηση όσο και για το προσωπικό της. Με βάση αυτά τα αποτελέσματα, η Επιτροπή εξέδωσε νέα απόφαση (Δεκ.2009) για την τηλε-εργασία, στην οποία προβλέπεται αύξηση του αριθμού των τηλε-εργαζομένων της από 1.150 σε τουλάχιστον 3.000 το 2015.
Σχολιάζοντας την απάντηση της Επιτροπής, οι δύο Έλληνες Ευρωβουλευτές Καθηγητής Ιωάννης Α. Τσουκαλάς και Κωνσταντίνος Πουπάκης, τόνισαν: «Στη δύσκολη συγκυρία που περνά η χώρα μας, με την καθίζηση της οικονομίας, τα επικίνδυνα υψηλά ποσοστά ανεργίας και την αμφισβητούμενη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών ταμείων, το μοντέλο της τηλε-εργασίας μπορεί να αποτελέσει μια εναλλακτική λύση για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας», υποστηρίζουν οι δύο ευρωβουλευτές, σχολιάζοντας την απάντηση του Επιτρόπου.
«Οι προοπτικές της εν λόγω μορφής απασχόλησης πρέπει να απασχολήσουν σοβαρά την πολιτεία και τους κοινωνικούς εταίρους», συμπληρώνουν και καταλήγουν: «Πρέπει να θεσπιστούν κίνητρα για την ενίσχυσή της, αλλά και να εκσυγχρονιστεί το θεσμικό πλαίσιο που τη διέπει, στη βάση της διασφάλισης των δικαιωμάτων των εργαζομένων και της προαγωγής της υγείας και ασφάλειας στο περιβάλλον της εργασίας».