Κατά της κατάργησης του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας τάσσεται ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος με επιστολή του προς την υπουργό Παιδείας Α. Διαμαντοπούλου και τον υφυπουργό Γ. Πανάρετο .
Μεταξύ άλλων, ο Αρχιεπίσκοπος υποστηρίζει ότι το ζήτημα πρέπει να αντιμετωπισθεί “πατρικά” και να μη βλάψει καθ΄οιονδήποτε τρόπο τους προπτυχιακούς, μεταπτυχιακούς, διδακτορικούς φοιτητές του Τμήματος.
O Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος.
«Φρονούμε», σημειώνει, «ότι ο σεβασμός των κόπων των οικογενειών τους, οι αγωνίες και ο μόχθος των ιδίων και η ευθύνη μας για το μέλλον τους δεσμεύει στην προσπάθεια ευρέσεως της καλύτερης δυνατής λύσεως με απόλυτο κριτήριο την επ΄ωφελεία και πάντως όχι προς ζημίαν τους διαχείριση του θέματος».
Και ο Αρχιεπίσκοπος καταλήγει: «Σήμερα, που το έλλειμμα ανθρωπιστικής παιδείας υποβαθμίζει την ποιότητα του κοινωνικού μας βίου η κατάργηση ενός Πανεπιστημιακού Τμήματος, όπως της Κοινωνικής Θεολογίας, προφανώς αποδυναμώνει ακόμη περαιτέρω το πολιτισμικό μας γίγνεσθαι. Με την βεβαιότητα ότι θα χειριστείτε το όλο ζήτημα με την δέουσα σύνεση και με την εγνωσμένη εμπειρία σας στα ακαδημαϊκά θέματα παρακαλούμε να μην επιμείνετε στην κατάργηση του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας αλλά να βοηθήσετε ώστε οι Θεολογικές σπουδές στον τόπο μας να βελτιωθούν και να αναβαθμισθούν».
Σύγκλητος: Ωμή παρέμβαση στο αυτοδιοίκητο
Την ίδια ώρα σε ανακοίνωσή της, η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Αθηνών κάνει λόγο για πρωτοφανή ωμή και βάναυση παρέμβαση στο αυτοδιοίκητο του Πανεπιστημίου και στην επιστημονική του αυτοτέλεια, από τον υφυπουργό Παιδείας.
Η Σύγκλητος δεν συμμερίζεται την τακτική της μετωπικής αντιπαράθεσης, που εγκαινιάζει ο υφυπουργός με το ύφος και το πνεύμα της επιστολής του, και εκφράζει την ανησυχία της μήπως είναι αυτή δείγμα μιας ανάλογης αντίληψης για τα κρίσιμα θέματα της Ανώτατης Εκπαίδευσης και του χαρακτήρα του Δημόσιου Πανεπιστημίου, τα οποία αυτόν τον καιρό το Υπουργείο έχει θέσει σε διαβούλευση.
«Η επιστολή του υφυπουργού δεν στοχεύει μόνο στην αποτύπωση φαινομένων οικογενειοκρατίας, αδιαφάνειας και αναξιοκρατίας, τα οποία το ίδιο το Πανεπιστήμιο έχει καταδικάσει, αλλά και στη σπίλωση του συνόλου των μελών Δ.Ε.Π. του Τμήματος. Οι εμπεριεχόμενες στην επιστολή προσωπικές διαπιστώσεις και οι ανεπίτρεπτες γενικεύσεις στοχεύουν εκτός των άλλων και στην επιρροή της κοινής γνώμης, ώστε να παγιωθεί η στρεβλή πεποίθηση ότι το Τμήμα Κοινωνικής Θεολογίας και ολόκληρο το οικοδόμημα του δημόσιου Πανεπιστημίου είναι σαθρό, αδιαφανές και κοινωνικά αδιάφορο», σημειώνεται μεταξύ άλλων.
Η Σύγκλητος αναφέρεται λεπτομερώς στους λόγους για τους οποίου δεν πρέπει να καταργηθεί το Τμήμα, και εκφράζοντας την πλήρη αντίθεσή της με την πρόταση κατάργησής του καταλήγει:
«Η Σύγκλητος θέλει να πιστεύει ότι η άστοχη σε πολλά σημεία επιστολή του Υφυπουργού δεν θα ενταχθεί στην επιχειρηματολογία όσων στρέφονται κατά του Δημόσιου Πανεπιστημίου και της επιζητούμενης αυτοδιοίκησής του. Η αυθαίρετη κατάργηση του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας από τον Υφυπουργό θα συσσωρεύσει νέα προβλήματα σε βάρος των χιλίων πεντακοσίων και πλέον φοιτητών του Τμήματος αλλά και των αποφοίτων, και θα πυροδοτήσει συνεχείς εντάσεις μεταξύ όλων των φοιτητών του Ιδρύματος. Αντίθετα, η απερίφραστη καταδίκη όσων συνέβησαν, η τιμωρία των υπευθύνων και η ενίσχυση της διαφάνειας και των κανόνων δεοντολογίας θα μας επιτρέψει να πορευτούμε στο μέλλον με γνώμονα τις ηθικές και πνευματικές μας αξίες και να οικοδομήσουμε ένα Δημόσιο Πανεπιστήμιο που διακρίνεται για την προσφορά του στην κοινωνία».