Η ποιότητα της δημοσιογραφίας στις βρετανικές εφημερίδες φθίνει και παρατηρούνται όλο και περισσότερα λάθη καθώς οι διευθυντές θυσιάζουν εν μέσω της οικονομικής ύφεσης το επίπεδο στο βωμό των πωλήσεων, σύμφωνα με έρευνα του ιδρύματος Media Standards (MST), που αναφέρει ότι παρατηρείται έλλειψη εμπιστοσύνης ως προς την αξιοπιστία των εφημερίδων και πως το σύστημα αυτοελέγχου του Τύπου δεν είναι πλέον σε θέση να αντιμετωπίσει την κατάσταση.
Το 75% θεωρεί ότι οι εφημερίδες "συχνά δημοσιεύουν ειδήσεις που γνωρίζουν ότι είναι ανακριβείς". Και δεν είναι μόνο οι ταμπλόιντ που υφίστανται αυτή την κριτική.
Ερευνα που διενεργήθηκε το 2003 διαπίστωσε ότι το 65% των πολιτών εμπιστεύεται τους δημοσιογράφους των "σοβαρών" εφημερίδων, όπως οι Times και ο Guardian, αλλά δημοσκόπηση του 2008 αποφάνθηκε ότι αυτό το ποσοστό μειώθηκε στο 43%, σύμφωνα με την έκθεση.
Με την κυκλοφορία των εφημερίδων και τα έσοδά τους να βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση, υπάρχει αυξημένη ζήτηση για αποκαλυπτικά, "κίτρινα" θέματα με αποτέλεσμα να παραβιάζεται συχνότερα η ιδιωτική ζωή των πολιτών, αναφέρει η έκθεση.
Παράλληλα, οι απολύσεις και η μεγαλύτερη εξάρτηση των δημοσιογραφικών οργανισμών από σχόλια αναγνωστών και blogs έχουν αυξήσει τον κίνδυνο για ανακρίβειες και λάθη.
"Οι δημοσιογράφοι αντιμετωπίζουν μεγαλύτερη πίεση από ποτέ και η κατάσταση έχει επιδεινωθεί από την ύφεση, η οποία έχει οδηγήσει σε περικοπές στα δημοσιογραφικά μέσα. Ορισμένες εφημερίδες επίσης θυσιάζουν το επίπεδο της δημοσιογραφίας προκειμένου να διατηρήσουν τις πωλήσεις, όπως αποδεικνύεται και από την ανακριβή και πολλές φορές συκοφαντική δημοσιογραφική κάλυψη της υπόθεσης εξαφάνισης της μικρής Μάντλιν Μακάν".
Εντεκα δημοσιογραφικοί οργανισμοί κλήθηκαν να καταβάλουν 600.000 στερλίνες ως αποζημίωση για συκοφαντική δυσφήμιση ενός άνδρα που είχαν αδίκως κατηγορήσει για συμμετοχή στην εξαφάνιση της τρίχρονης Μάντλιν ενώ βρισκόταν σε διακοπές με τους γονείς της, τον Μάιο του 2007.
ΑΠΕ-ΜΠΕ, Reuters