Καταδικαστική για την Ελλάδα ήταν η εισήγηση του γενικού εισαγγελέα του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Yves Bot, στην υπόθεση C-109/08 για το θέμα της απαγόρευσης των ηλεκτρονικών παιγνίων στη χώρα μας.
Η Επιτροπή προσάπτει στην Ελλάδα ότι δεν εκτέλεσε την απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2006, C-65/05, Επιτροπή κατά Ελλάδας. Με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Ελλάδα παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία 98/34/ΕΚ, εισάγοντας στην εθνική κανονιστική της ρύθμιση την απαγόρευση εγκαταστάσεως και λειτουργίας, σε κάθε δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο, εκτός των καζίνων, όλων των ηλεκτρικών, ηλεκτρομηχανικών και ηλεκτρονικών παιγνίων, συμπεριλαμβανομένων όλων των παιγνίων για ηλεκτρονικούς υπολογιστές, επ’ απειλή ποινικών ή διοικητικών κυρώσεων.
Όπως επισημάνθηκε, η Ελληνική Δημοκρατία δεν απάντησε στην αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής και δεν κοινοποίησε οποιοδήποτε νομοθετικό μέτρο προς συμμόρφωση με την εν λόγω απόφαση του Δικαστηρίου.
Με την προσφυγή της η Επιτροπή καλεί το Δικαστήριο να υποχρεώσει την Ελλάδα:
1. να καταβάλει στην Επιτροπή χρηματική ποινή 31.798,80 ευρώ ανά ημέρα καθυστερήσεως στην εκτέλεση της αποφάσεως αυτής, από την έκδοση της αποφάσεως στην υπό κρίση υπόθεση μέχρι την πλήρη εκτέλεση της αποφάσεως C-65/05,
2. να καταβάλει στην Επιτροπή κατ’ αποκοπήν ποσό 9.636 ευρώ ανά ημέρα καθυστερήσεως στην εκτέλεση της αποφάσεως C-65/05, από την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως αυτής μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία η εν λόγω απόφαση θα έχει πλήρως εκτελεσθεί.
Το άρθρο 228 ΕΚ δεν ορίζει την προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να πραγματοποιηθεί η εκτέλεση της αποφάσεως. Εντούτοις, όπως σημειώνεται, το συμφέρον της άμεσης και ομοιόμορφης εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου επιτάσσει ότι η εκτέλεση αυτή πρέπει να αρχίσει αμέσως και πρέπει να λήξει το συντομότερο δυνατόν.
Ο γενικός εισαγγελέας επισημαίνει ότι η παράβαση της Ελληνικής Δημοκρατίας συνεχίζεται επί 27 μήνες και θεωρεί ότι παρουσιάζει έναν ιδιαίτερο βαθμό σοβαρότητας για δύο λόγους:
α) προσβάλλει την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων καθώς και τις αρχές της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και της ελευθερίας εγκαταστάσεως εντός της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και συνεπάγεται μείωση του όγκου των εισαγωγών των παιγνίων που κατασκευάζονται και διατίθενται στο εμπόριο νομίμως εντός των λοιπών κρατών μελών.
β) η Ελλάδα δεν ανέστειλε την εφαρμογή του νόμου με συνέπεια, ως εκ τούτου, την καταδίκη επιχειρηματιών σε πρόστιμα και σε στερητικές της ελευθερίας ποινές.
Η Ελληνική Δημοκρατία αναγνώρισε ότι καθυστέρησε να εκτελέσει την απόφαση αυτή και επισήμανε ότι η συμμόρφωση έπρεπε να έχει επέλθει ταχύτερα, θεωρεί όμως ότι η καθυστέρηση αυτή ήταν δικαιολογημένη, λαμβανομένης υπόψη της ευαισθησίας και της αναστατώσεως που θα προκαλούσε, στην Ελλάδα, η πλήρης ελευθέρωση των παιγνίων. Ο γενικός εισαγγελέας επισημαίνει ότι ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλείται διατάξεις, πρακτικές ή καταστάσεις της εσωτερικής του έννομης τάξης για να δικαιολογήσει τη μη τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο.
Σύμφωνα με την Επιτροπή, η Ελληνική Δημοκρατία επέδειξε σχετικώς παθητική συμπεριφορά (συγκρότησε νομοπαρασκευαστικής επιτροπής για την κατάρτιση τροπολογίας για πρώτη φορά δύο ημέρες μετά την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής, ήτοι στις 12 Μαρτίου 2008).
Ο γενικός εισαγγελέας πρότεινε στο ΔΕΚ:
– να υποχρεώσει την Ελληνική Δημοκρατία να καταβάλει στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων χρηματική ποινή ύψους 31.798,80 ευρώ ανά ημέρα καθυστερήσεως στη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την εξασφάλιση της πλήρους και ολοκληρωτικής εκτελέσεως της προπαρατεθείσας αποφάσεως, από την ημερομηνία κατά την οποία θα εκδοθεί η απόφαση επί της υπό κρίση υποθέσεως μέχρι την πλήρη εκτέλεση της προπαρατεθείσας αποφάσεως
– να υποχρεώσει την Ελληνική Δημοκρατία να καταβάλει στην Επιτροπή κατ’ αποκοπήν ποσό ύψους 2 εκατομμυρίων ευρώ.
Σημειώνεται ότι η γνώμη του γενικού εισαγγελέα δεν δεσμεύει το Δικαστήριο. Έργο του γενικού εισαγγελέα είναι να προτείνει στο Δικαστήριο, με πλήρη ανεξαρτησία, νομική λύση για την υπόθεση που του έχει ανατεθεί.
Η υπόθεση βρίσκεται επί του παρόντος υπό διάσκεψη στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η απόφαση θα εκδοθεί αργότερα.