Δικαστήριο της Υεμένης καταδίκασε σήμερα έναν ισλαμιστή εις θάνατον και δύο ακόμη κατηγορούμενους σε ποινές κάθειρξης αφού τους έκρινε ενόχους για προσπάθεια συνεργασίας με τις ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες.
Πολλές αραβικές χώρες, ανάμεσά τους και η Υεμένη, θεωρούν το Ισραήλ ως εχθρό επειδή έχει καταλάβει αραβική γη.
«Πρόκειται για μια άδικη απόφαση», φώναξε ο Μπασάμ αλ-Χαϊντάρι όταν ο δικαστής Μοσέν Ελουάν, ανέγνωσε την απόφαση.
Ο Ελουάν καταδίκασε τον Αλί αλ-Μαχφάλ σε ποινή κάθειρξης πέντε ετών και τον Αμάρ αλ-Ραϊμί σε τριετή ποινή κάθειρξης.
Οι τρεις καταδικασθέντες κατηγορούνται ότι έστειλαν email στο γραφείο του πρωθυπουργού Εχούντ Ολμερτ και προσφέρθηκαν να εργαστούν για τις ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες.
«Το δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα αποδεικτικά στοιχεία είναι αξιόπιστα και όλες οι κατηγορίες στην έκθεση του εισαγγελέα είναι ακριβείς», είπε ο Ελουάν.
Οι τρεις άνδρες, οι οποίοι αρνούνται τις κατηγορίες και υποστηρίζουν ότι αυτές κατασκευάστηκαν από έναν αξιωματούχο με τον οποίο είχαν αντιδικία, δήλωσαν ότι θα εφεσιβάλουν την απόφαση.
Οι κατηγορούμενοι, συνελήφθησαν τον περασμένο χρόνο και καταδικάστηκαν επειδή ζήτησαν χρήματα από τις πρεσβείες της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων.
Τον Ιανουάριο κατηγορήθηκαν ότι ανέλαβαν την ευθύνη, εξ ονόματος μια οργάνωσης, η οποία αυτοαποκαλείται «Ισλαμική Τζιχάντ», για την επίθεση εναντίον της αμερικανικής πρεσβείας, το Σεπτέμβριο, από την οποία σκοτώθηκαν 19 άνθρωποι.
Οι διπλές επιθέσεις αυτοκτονίας με παγιδευμένο αυτοκίνητο, με στόχο την αμερικανική πρεσβεία, την ευθύνη για τις οποίες ανέλαβε στη συνέχεια η αλ Κάιντα στην Υεμένη, ήταν οι σφοδρότερες που έχουν σημειωθεί στο φτωχό αυτό αραβικό κράτος από τις επιθέσεις εναντίον του γαλλικού τάνκερ Limburg, το 2002, και εναντίον του αμερικανικού πολεμικού σκάφους Cole, το 2000.
Η κυβέρνηση συνδράμει τις ΗΠΑ, στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, που ξεκίνησε μετά από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001.