Δημιούργησε μια περιουσία που εκτιμάται ότι έφτασε το ένα δισεκατομμύριο δολάρια και στη συνέχεια βάλθηκε να την καταστρέψει μπροστά στις κάμερες.
Παραμόρφωσε το πρόσωπό του με πλαστικές εγχειρήσεις μέχρι να γίνει από μαύρος λευκός και στη συνέχεια έγραψε ένα τραγούδι, το Black or White, για να πει ότι το χρώμα του δέρματος δεν έχει εν τέλει καμιά σημασία.
Κλειδώθηκε σε μια φυλακή που ο ίδιος δημιούργησε και την ονόμασε Neverland (Χώρα του Ποτέ), με έναν ιδιωτικό ζωολογικό κήπο από κατοικίδια, ένα τρένο-μινιατούρα και μια ρόδα του λούνα παρκ όπου ανέβαινε μόνο αυτός.
Επασχε από το σύμπτωμα του Πίτερ Παν, κάτι που αποτελούσε είτε προμετωπίδα για το αρρωστημένο ενδιαφέρον του για τα αγόρια -όπως προσπάθησε, αλλά δεν μπόρεσε να αποδείξει ένας εισαγγελέας του δικαστηρίου της Σάντα Μπάρμπαρα- είτε ένα από τα πολλά συμπτώματα μιας πνευματικής κατρακύλας που διήρκεσε δύο δεκαετίες και ίσως να οδήγησε στο θάνατό του.
Το ότι ο Μάικλ Τζάκσον πέθανε νέος, γράφει ο Κρις Εϊρς στους «Τimes», δεν αποτελεί και τόσο μεγάλη έκπληξη. Στην πραγματικότητα, έζησε είκοσι ζωές σε διάστημα μόλις μιας. Ξεκίνησε την καριέρα του ως επαγγελματίας τραγουδιστής σε ηλικία 8 ετών. Ηταν τόσο ταλαντούχος, ώστε πολλοί υποπτεύτηκαν ότι ο πατέρας του ήταν ένας απατεώνας: είχε αγοράσει ένα νάνο και τον παρουσίαζε ως παιδί του.
Στο κάτω-κάτω ποιο παιδί θα μπορούσε να χορεύει τόσο καλά;
Ο νεαρός Μάικλ μπορούσε να χορεύει και να τραγουδά εξίσου καλά. Ετσι, μόλις τον «έκλεισε» ο Μπέρι Γκόρντι από τη Motown Records, δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία ότι θα γινόταν σταρ.
Η έκπληξη ήταν ότι έγινε κάτι παραπάνω από σταρ. Και η ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη, που συχνά ξεχνάμε στην εποχή του Ομπάμα, είναι ότι έγινε τόσο μεγάλος σταρ αν και ήταν μαύρος.
Είκοσι χρόνια νωρίτερα, ένας νεαρός αφροαμερικανός που έβγαζε από το στόμα του κοριτσίστικους ήχους δεν θα περνούσε καν την πόρτα πολλών μουσικών εταιρειών. Ισως να έπαιρνε ένας λευκός τα τραγούδια του και να κατάφερνε να φτάσει με αυτά στην κορυφή των charts. Το φαινόμενο Μάικλ Τζάκσον, που στην εποχή της δόξας του ήταν εξίσου δημοφιλής με τον Ιησού και τον Ρόναλντ Ρίγκαν, δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει.
Και θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο Τζάκσον έγραφε ο ίδιος τα τραγούδια του. Το Beat It και το Billie Jean, τα διασημότερα τραγούδια του διασημότερου άλμπουμ του, του Thriller, που μια εποχή πουλούσε ένα εκατομμύριο αντίτυπα την εβδομάδα και παραμένει το άλμπουμ με τις μεγαλύτερες πωλήσεις στην ιστορία, ήταν δικές του συνθέσεις. Ούτε οι Μπιτλς δεν θα μπορούσαν να παινευτούν για αυτό το τριπλό ταλέντο: γράψιμο καταπληκτικών τραγουδιών, εξαιρετική ικανότητα στην ερμηνεία τους και χορευτικές κινήσεις που θα τις ζήλευε ένας επαγγελματίας αθλητής.
Αν αναμίξει κανείς όλα αυτά με τη δίψα του Τζάκσον για συμβόλαια πολλών εκατομμυρίων δολαρίων με την Pepsi καταλήγει σε μια μοναδική αμερικανική δημιουργία του 20ού αιώνα.
Λέγεται ότι ο δημιουργός του Πίτερ Παν, ο βρετανός συγγραφέας Τζ. Μ. Μπάρι, δημιούργησε αυτόν τον χαρακτήρα όταν πέθανε ο αδελφός του σε ένα ατύχημα με το σκέιτ, σε ηλικία 7 ετών.
Στον Μάικλ Τζάκσον, πάλι, είχαν πει από τότε που ήταν μικρός ότι το παν ήταν να γίνει ένας καλός σόουμαν. Κι έτσι προσπαθούσε πάντα να σοκάρει και να ψυχαγωγεί το κοινό του, ακόμη κι όταν το κοινό αυτό το αποτελούσαν οι πιο διαφορετικοί άνθρωποι στον κόσμο. Η προσπάθεια αυτή, όμως, τον οδήγησε τελικά να έχει σχέση μόνο με τα παιδιά.
Τον ακριβή χαρακτήρα αυτής της σχέσης ίσως να μην τον μάθουμε ποτέ.
Παρά ταύτα, καταλήγει ο αρθρογράφος των Τimes, αυτό που ο Τζάκσον αφήνει πίσω του είναι μερικά από τα καλύτερα αμερικανικά τραγούδια του 20ού αιώνα. Και το πιο πιθανό είναι ότι για τη μουσική θα τον θυμούνται, όχι για όσα τη συνόδευσαν.
Πηγή: The Times, AΠΕ-ΜΠΕ